ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Προβληματίζει ο νόμος της κυβέρνησης για τις ακτές και τα αυθαίρετα

Το επιστημονικό συμβούλιο του Κοινοβουλίου εκφράζει τον προβληματισμό του για τη διάταξη περί μείωσης του επιτοκίου των οφειλών του δημοσίου προς τους ιδιώτες

 13/04/2019 12:30

Προβληματίζει ο νόμος της κυβέρνησης για τις ακτές και τα αυθαίρετα
Φωτογραφία αρχείου

Προβληματισμό για παραβίαση άρθρων του Συντάγματος που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου δημιουργούν στο επιστημονικό συμβούλιο της Βουλής οι προωθούμενες κυβερνητικές διατάξεις για τον αιγιαλό και για τη μείωση των τόκων από οφειλές του δημοσίου προς ιδιώτες.

Σε σχετική έκθεσή τους για το νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών στο οποίο περιλαμβάνονται οι σχολιασθείσες διατάξεις, οι νομικοί της επιστημονικής υπηρεσίας του Κοινοβουλίου επισημαίνουν για τα άρθρα 28, 30 και 34 που μεταξύ άλλων προβλέπουν την κατ' εξαίρεση διατήρηση κτισμάτων στους αιγιαλούς ακόμα και αν υπάρχουν αποφάσεις κατεδάφισης: «διατυπώνεται προβληµατισµός κατά πόσο οι υπό ψήφιση διατάξεις των άρθρων 28, 30 και 34 εναρµονίζονται προς την επιταγή του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγµατος ως προς την προστασία ειδικότερα, εν προκειµένω, των ακτών, οι οποίες αποτελούν ευπαθή τµήµατα του φυσικού περιβάλλοντος και προστατεύονται µαζί µε την παράκτια ζώνη ευθέως από το άρθρο 24 του Συντάγµατος (ΣτΕ 3360 – 3361/2005), είναι δε δεκτικές µόνο ήπιας διαχείρισης (ΣτΕ 2795 – 7/2012 7µ.)».

Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, «Με τις εν λόγω διατάξεις, µε τις οποίες τροποποιούνται αντιστοίχως τα άρθρα 11, 12Α και 14Α του ν. 2971/2001, προβλέπεται η κατ’ εξαίρεση διατήρηση των έργων που έχουν κατασκευασθεί, µέχρι την 28.07.2011, στον αιγιαλό, την παραλία, την όχθη, την παρόχθια ζώνη, το υδάτινο στοιχείο, τον πυθµένα και το υπέδαφος του βυθού της θάλασσας, λιµνοθάλασσας, λίµνης και κοίτης πλεύσιµου ποταµού, χωρίς να συντρέχουν οι κατά νόµο απαιτούµενες προϋποθέσεις, και ανεξαρτήτως της τυχόν έκδοσης πρωτοκόλλου κατεδάφισης και διοικητικής αποβολής, κατά παρέκκλιση από τις ισχύουσες µέχρι σήµερα διατάξεις».

Μάλιστα σύμφωνα με το επιστημονικό συμβούλιο του Κοινοβουλίου, το άρθρο 24 παρ 1 του Συντάγματος επιβάλλει στη διοίκηση την υποχρέωση διασφάλισης και προστασίας των ευπαθών οικοσυστηµάτων των ακτών. 

Επίσης, παρατίθεται και παλαιότερη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας σύμφωνα με την οποία «Αυθαίρετα κτίσµατα και κατασκευές εν γένει, ανεγειρόµενα εν µέρει ή εν όλω εντός του αιγιαλού ή της παραλίας ή εντός της θάλασσας, κατεδαφίζονται υποχρεωτικώς… Η εκτέλεση, εξ άλλου, τεχνικών έργων επί του αιγιαλού ή της παραλίας επιτρέπεται µόνον εφόσον προηγηθεί η διαδικασία του άρθρου 12 ή του άρθρου 14 του ν. 2971/2001, αναλόγως της φύσεως του έργου, και µε την προϋπόθεση ότι θα τηρηθούν οι όροι προστασίας της ακτής, που αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος. Εάν η διαδικασία αυτή δεν τηρηθεί, τα επί του αιγιαλού ή εντός της θαλάσσης ανεγερθέντα κτίσµατα ή άλλες κατασκευές είναι αυθαίρετα και κατεδαφιστέα. Η χορήγηση δε αδείας εκτελέσεως έργου απαιτείται σε κάθε περίπτωση, ακόµη και όταν πρόκειται για έργα εξωραϊσµού της ακτής ή διαµορφώσεώς της προς αποφυγή προκλήσεως κινδύνου ή ατυχήµατος. Εποµένως, και τα έργα αυτά, εάν κατασκευασθούν χωρίς προηγούµενη άδεια της αρµόδιας αρχής, είναι κατεδαφιστέα (...)»

Στην έκθεση καταγράφεται προβληματισμός και για το άρθρο 33 καθώς «Με την φερόµενη προς ψήφιση ανωτέρω διάταξη, µε την οποία αντικαθίσταται το άρθρο 14 του ν. 2971/2001, προβλέπεται, µεταξύ άλλων, η δυνατότητα κατασκευής των εκεί αναφεροµένων έργων, χωρίς υποχρέωση του Δηµοσίου για αποζηµίωση ή για καταβολή δαπάνης κατασκευής και συντηρήσής τους προς τον θιγόµενο τον ιδιώτη (παρ. 1στ), παρ. 16 του υπό ψήφιση άρθρου). Ως προς την εν λόγω διάταξη ανακύπτει προβληµατισµός όσον αφορά στην προστασία των δικαιωµάτων τα οποία ανήκουν ή παραχωρούνται σε ιδιώτες. Ειδικότερα, το δικαίωµα του Δηµοσίου να κατασκευάζει ή να καταργεί ή να µετατρέπει, για λόγους δηµοσίου συµφέροντος, εθνικής άµυνας, δηµόσιας τάξης και ασφάλειας, τα έργα που απαριθµούνται σε αυτό, και µάλιστα χωρίς καµία υποχρέωσή του για αποζηµίωση ή καταβολή οποιασδήποτε δαπάνης ή αποζηµίωσης προς τον θιγόµενο ιδιώτη, πρέπει να ερµηνευθεί και να εφαρµοσθεί συµφώνως προς τις διατάξεις περί προστασίας της ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 17 του Συντάγµατος σε συνδυασµό µε τις διατάξεις του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύµβασης των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου και συµφώνως προς τη νοµολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαστηρίων του Ανθρώπου και των ελληνικών Δικαστηρίων»


Το επιστημονικό συμβούλιο της Βουλής για τη «μείωση» χρεών προς ιδιώτες


Σε ό,τι αφορά τη διάταξη η οποία εγκαθιδρύει ευνοϊκότερη μεταχείριση του δημοσίου έναντι των ιδιωτών οφειλετών δια του καθορισµού µειωµένου επιτοκίου υπέρ του δηµοσίου και των νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου στις οφειλές τους προς τους ιδιώτες, η έκθεση υπενθυμίζει ότι το θέμα απασχόλησε και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου, ενώ παραπέμπει σε προγενέστερη σχετική γνωμάτευση του σημερινού γενικού γραμματέα της κυβέρνησης, Ακρίτα Καϊδατζή, η οποία είναι η εξής: Απονοµιµοποίηση του νόµου και δικαστικός έλεγχος. Περί τοκοφορίας και λοιπών «προνοµίων» του δηµοσίου, µε αφορµή την ΑΕΔ 7/2011, σε: Δηµόσια Οικονοµικά και Δίκαιο, 2013, σελ. 57 επ.".

Υπό αυτό το πρίσμα και «Υπό το φως της εν λόγω νοµολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου, εγείρεται, εν προκειµένω, προβληµατισµός ως προς τη συµβατότητα της προτεινόµενης ρύθµισης προς το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύµβασης των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου και των Θεµελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) (κυρωθείσης διά του ν.δ. 53/1974), και, ειδικότερα, ως προς το αν τηρείται η δίκαιη ισορροπία που πρέπει να υφίσταται µεταξύ της προστασίας του δικαιώµατος στην περιουσία και των επιταγών του γενικού συµφέροντος, δεδοµένου ότι η προτεινόµενη ρύθµιση υποδιπλασιάζει το ύψος του επιτοκίου υπερηµερίας του Δηµοσίου έναντι εκείνου που εφαρµόζεται για τους ιδιώτες οφειλέτες», υπογραμμίζει η έκθεση.

Τέλος, σχετικά με το εδάφιο της διάταξης που σημειώνει ότι «στην περίπτωση των ένδικων βοηθηµάτων κατά του Δηµοσίου, τόκος οφείλεται, σε κάθε περίπτωση, µόνο από την επίδοση των σχετικών δικογράφων από τον διάδικο» αποσαφηνίζεται πως «η αποστέρηση του ιδιώτη διαδίκου από το σχετικό δικαίωµά του, απλώς και µόνον επειδή η επίδοση του ένδικου βοηθήµατος δεν έγινε από τον διάδικο, αλλά, λ.χ., από τη Γραµµατεία του Δικαστηρίου, συνιστά δυσανάλογο περιορισµό του δικαιώµατος ιδιοκτησίας, ο οποίος δεν φαίνεται να συνάδει προς το άρθρο 17 του Συντάγµατος και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ».


Διαβάστε την έκθεση του επιστημονικού συμβουλίου του Κοινοβουλίου

Προβληματισμό για παραβίαση άρθρων του Συντάγματος που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου δημιουργούν στο επιστημονικό συμβούλιο της Βουλής οι προωθούμενες κυβερνητικές διατάξεις για τον αιγιαλό και για τη μείωση των τόκων από οφειλές του δημοσίου προς ιδιώτες.

Σε σχετική έκθεσή τους για το νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών στο οποίο περιλαμβάνονται οι σχολιασθείσες διατάξεις, οι νομικοί της επιστημονικής υπηρεσίας του Κοινοβουλίου επισημαίνουν για τα άρθρα 28, 30 και 34 που μεταξύ άλλων προβλέπουν την κατ' εξαίρεση διατήρηση κτισμάτων στους αιγιαλούς ακόμα και αν υπάρχουν αποφάσεις κατεδάφισης: «διατυπώνεται προβληµατισµός κατά πόσο οι υπό ψήφιση διατάξεις των άρθρων 28, 30 και 34 εναρµονίζονται προς την επιταγή του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγµατος ως προς την προστασία ειδικότερα, εν προκειµένω, των ακτών, οι οποίες αποτελούν ευπαθή τµήµατα του φυσικού περιβάλλοντος και προστατεύονται µαζί µε την παράκτια ζώνη ευθέως από το άρθρο 24 του Συντάγµατος (ΣτΕ 3360 – 3361/2005), είναι δε δεκτικές µόνο ήπιας διαχείρισης (ΣτΕ 2795 – 7/2012 7µ.)».

Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, «Με τις εν λόγω διατάξεις, µε τις οποίες τροποποιούνται αντιστοίχως τα άρθρα 11, 12Α και 14Α του ν. 2971/2001, προβλέπεται η κατ’ εξαίρεση διατήρηση των έργων που έχουν κατασκευασθεί, µέχρι την 28.07.2011, στον αιγιαλό, την παραλία, την όχθη, την παρόχθια ζώνη, το υδάτινο στοιχείο, τον πυθµένα και το υπέδαφος του βυθού της θάλασσας, λιµνοθάλασσας, λίµνης και κοίτης πλεύσιµου ποταµού, χωρίς να συντρέχουν οι κατά νόµο απαιτούµενες προϋποθέσεις, και ανεξαρτήτως της τυχόν έκδοσης πρωτοκόλλου κατεδάφισης και διοικητικής αποβολής, κατά παρέκκλιση από τις ισχύουσες µέχρι σήµερα διατάξεις».

Μάλιστα σύμφωνα με το επιστημονικό συμβούλιο του Κοινοβουλίου, το άρθρο 24 παρ 1 του Συντάγματος επιβάλλει στη διοίκηση την υποχρέωση διασφάλισης και προστασίας των ευπαθών οικοσυστηµάτων των ακτών. 

Επίσης, παρατίθεται και παλαιότερη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας σύμφωνα με την οποία «Αυθαίρετα κτίσµατα και κατασκευές εν γένει, ανεγειρόµενα εν µέρει ή εν όλω εντός του αιγιαλού ή της παραλίας ή εντός της θάλασσας, κατεδαφίζονται υποχρεωτικώς… Η εκτέλεση, εξ άλλου, τεχνικών έργων επί του αιγιαλού ή της παραλίας επιτρέπεται µόνον εφόσον προηγηθεί η διαδικασία του άρθρου 12 ή του άρθρου 14 του ν. 2971/2001, αναλόγως της φύσεως του έργου, και µε την προϋπόθεση ότι θα τηρηθούν οι όροι προστασίας της ακτής, που αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος. Εάν η διαδικασία αυτή δεν τηρηθεί, τα επί του αιγιαλού ή εντός της θαλάσσης ανεγερθέντα κτίσµατα ή άλλες κατασκευές είναι αυθαίρετα και κατεδαφιστέα. Η χορήγηση δε αδείας εκτελέσεως έργου απαιτείται σε κάθε περίπτωση, ακόµη και όταν πρόκειται για έργα εξωραϊσµού της ακτής ή διαµορφώσεώς της προς αποφυγή προκλήσεως κινδύνου ή ατυχήµατος. Εποµένως, και τα έργα αυτά, εάν κατασκευασθούν χωρίς προηγούµενη άδεια της αρµόδιας αρχής, είναι κατεδαφιστέα (...)»

Στην έκθεση καταγράφεται προβληματισμός και για το άρθρο 33 καθώς «Με την φερόµενη προς ψήφιση ανωτέρω διάταξη, µε την οποία αντικαθίσταται το άρθρο 14 του ν. 2971/2001, προβλέπεται, µεταξύ άλλων, η δυνατότητα κατασκευής των εκεί αναφεροµένων έργων, χωρίς υποχρέωση του Δηµοσίου για αποζηµίωση ή για καταβολή δαπάνης κατασκευής και συντηρήσής τους προς τον θιγόµενο τον ιδιώτη (παρ. 1στ), παρ. 16 του υπό ψήφιση άρθρου). Ως προς την εν λόγω διάταξη ανακύπτει προβληµατισµός όσον αφορά στην προστασία των δικαιωµάτων τα οποία ανήκουν ή παραχωρούνται σε ιδιώτες. Ειδικότερα, το δικαίωµα του Δηµοσίου να κατασκευάζει ή να καταργεί ή να µετατρέπει, για λόγους δηµοσίου συµφέροντος, εθνικής άµυνας, δηµόσιας τάξης και ασφάλειας, τα έργα που απαριθµούνται σε αυτό, και µάλιστα χωρίς καµία υποχρέωσή του για αποζηµίωση ή καταβολή οποιασδήποτε δαπάνης ή αποζηµίωσης προς τον θιγόµενο ιδιώτη, πρέπει να ερµηνευθεί και να εφαρµοσθεί συµφώνως προς τις διατάξεις περί προστασίας της ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 17 του Συντάγµατος σε συνδυασµό µε τις διατάξεις του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύµβασης των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου και συµφώνως προς τη νοµολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαστηρίων του Ανθρώπου και των ελληνικών Δικαστηρίων»


Το επιστημονικό συμβούλιο της Βουλής για τη «μείωση» χρεών προς ιδιώτες


Σε ό,τι αφορά τη διάταξη η οποία εγκαθιδρύει ευνοϊκότερη μεταχείριση του δημοσίου έναντι των ιδιωτών οφειλετών δια του καθορισµού µειωµένου επιτοκίου υπέρ του δηµοσίου και των νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου στις οφειλές τους προς τους ιδιώτες, η έκθεση υπενθυμίζει ότι το θέμα απασχόλησε και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου, ενώ παραπέμπει σε προγενέστερη σχετική γνωμάτευση του σημερινού γενικού γραμματέα της κυβέρνησης, Ακρίτα Καϊδατζή, η οποία είναι η εξής: Απονοµιµοποίηση του νόµου και δικαστικός έλεγχος. Περί τοκοφορίας και λοιπών «προνοµίων» του δηµοσίου, µε αφορµή την ΑΕΔ 7/2011, σε: Δηµόσια Οικονοµικά και Δίκαιο, 2013, σελ. 57 επ.".

Υπό αυτό το πρίσμα και «Υπό το φως της εν λόγω νοµολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου, εγείρεται, εν προκειµένω, προβληµατισµός ως προς τη συµβατότητα της προτεινόµενης ρύθµισης προς το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύµβασης των Δικαιωµάτων του Ανθρώπου και των Θεµελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) (κυρωθείσης διά του ν.δ. 53/1974), και, ειδικότερα, ως προς το αν τηρείται η δίκαιη ισορροπία που πρέπει να υφίσταται µεταξύ της προστασίας του δικαιώµατος στην περιουσία και των επιταγών του γενικού συµφέροντος, δεδοµένου ότι η προτεινόµενη ρύθµιση υποδιπλασιάζει το ύψος του επιτοκίου υπερηµερίας του Δηµοσίου έναντι εκείνου που εφαρµόζεται για τους ιδιώτες οφειλέτες», υπογραμμίζει η έκθεση.

Τέλος, σχετικά με το εδάφιο της διάταξης που σημειώνει ότι «στην περίπτωση των ένδικων βοηθηµάτων κατά του Δηµοσίου, τόκος οφείλεται, σε κάθε περίπτωση, µόνο από την επίδοση των σχετικών δικογράφων από τον διάδικο» αποσαφηνίζεται πως «η αποστέρηση του ιδιώτη διαδίκου από το σχετικό δικαίωµά του, απλώς και µόνον επειδή η επίδοση του ένδικου βοηθήµατος δεν έγινε από τον διάδικο, αλλά, λ.χ., από τη Γραµµατεία του Δικαστηρίου, συνιστά δυσανάλογο περιορισµό του δικαιώµατος ιδιοκτησίας, ο οποίος δεν φαίνεται να συνάδει προς το άρθρο 17 του Συντάγµατος και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ».


Διαβάστε την έκθεση του επιστημονικού συμβουλίου του Κοινοβουλίου

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία