ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Προϊόντος του χρόνου ψηλώνουν τα εμπόδια

H αναμέτρηση με τον κορονοϊό δεν είναι ένας αγώνας ταχύτητας. Είναι ένας μαραθώνιος με υψηλά εμπόδια, αλλά και χρονικούς περιορισμούς μέσα στους οποίους θα πρέπει να τα ξεπερνάς

 26/04/2020 20:00

Προϊόντος του χρόνου ψηλώνουν τα εμπόδια
Φωτογραφία αρχείου

Μιχάλης Αλεξανδρίδης

Όσο περνάει ο καιρός, τόσο περισσότερο αποκαλύπτεται μπροστά μας η πρωτοφανής δυσκολία της διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης που ενέσκηψε στον πλανήτη με την είσοδο του 2020. Κάποιοι παρομοιάζουν τη συγκεκριμένη πανδημία με τον μεγάλο πόλεμο της γενιάς μας. Της γενιάς, που καταφέραμε να μην γνωρίσουμε τις αιματοχυσίες, την πείνα, τις διώξεις και την ανασφάλεια που είχαν ζήσει οι γονείς, οι παππούδες και οι προπάπποι μας, και που η μοίρα έφερε μπροστά μας αυτήν τη νέου τύπου αλλά εξίσου απειλητική δοκιμασία.
Αν και συγκαταλέγομαι στους αισιόδοξους, δεν κρύβω τη μεγάλη ανησυχία μου για την εξέλιξη της αναμέτρησης της ανθρωπότητας με τον κορονοϊό.

Όχι ότι δεν είμαι βέβαιος ότι στο τέλος θα επικρατήσει η ζωή και ο άνθρωπος, αλλά νιώθω μια ταραχή, έναν πανικό, καθώς αυτό το τέλος δεν μπορώ να το φωτίσω. Ούτε χρονικά να το προσδιορίσω, ούτε τι ζημιές κι αρνητικές ανατροπές θα επιφέρει (οικονομικές και κοινωνικές κ.λπ.), ούτε τι φόρο τιμής σε ανθρώπινες ζωές θα απαιτήσει.
Αν το πρώτο δεδομένο είναι αυτό, το δεύτερο είναι ότι η χώρα μας τα έχει πάει περίφημα μέχρι τώρα με τη διαχείριση αυτής της κρίσης. Ωστόσο, ξεπερνώντας τις πρώτες μεγάλες δυσκολίες, αναφύονται μπροστά μας άλλες, ακόμη μεγαλύτερες.
Για να το πω με αθλητικούς όρους, η αναμέτρηση με τον κορονοϊό δεν είναι ένας αγώνας ταχύτητας, ούτε όμως ένας μαραθώνιος. Είναι ένας μαραθώνιος με υψηλά εμπόδια, αλλά και χρονικούς περιορισμούς μέσα στους οποίους θα πρέπει να τα ξεπερνάς.
Αχαρτογράφητα τα νερά του μέλλοντος. Θολά κι επικίνδυνα.
Φρονίμως ποιούσα η ελληνική κυβέρνηση, δεν βιάζεται να χαλαρώσει τα περιοριστικά μέτρα. Κάποτε θα γίνει κι αυτό. Πρέπει να γίνει, προκειμένου να ξαναπάρει μπροστά η οικονομική δραστηριότητα, καθώς αν δεν υπάρξουν δουλειές, δεν θα υπάρχουν αγαθά και υπηρεσίες απαραίτητες για τη ζωή της κοινότητας. 

Στη χώρα μας ωστόσο, ζυγίζουμε τα δεδομένα και συνυπολογίζουμε πολύ σοβαρά την εμπειρία των χωρών που θεωρούνται πιο προχωρημένες από την δική μας σε θέματα οργάνωσης της κοινωνίας, σχεδιασμών και πειραματισμών. Περιμένουμε λοιπόν να δούμε, πώς θα εξελιχθούν τα νούμερα –κρούσματα, θάνατοι- στη Δανία, την Αυστρία και αλλού, πριν αποφασίσουμε τι θα κάνουμε με τα μέσα μεταφοράς, με τα σχολεία, με τις επιχειρήσεις εστίασης, με τον τουρισμό που αποτελεί τον μεγάλο μας… νταλκά. (Όχι αναφορικά με το αν και πού θα πάμε διακοπές, αλλά με το τι έσοδα θα αποκομίσει η χώρα μας από τη… βαριά της βιομηχανία).

* Παρακολουθώ κριτικές για την πολιτική που ακολουθεί η Σουηδία στη διαχείριση της πανδημίας και σοκάρομαι. Όσο κι αν την θεωρώ σκληρή με τους ανθρώπους και αν χειροκροτώ με ενθουσιασμό το δικό μας δόγμα (πρώτα η ζωή και μετά η οικονομία και η κοινωνική ζωή), νιώθω τελείως αναρμόδιος να την κρίνω.
Άλλη χώρα, άλλες οι υποδομές, άλλος ο τρόπος λειτουργίας, άλλη η νοοτροπία των ανθρώπων. Πρώτα απ’ όλα, εκεί η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων ζουν μόνοι τους. (Σπάνια παιδί μένει με τους γονείς του μετά τα 18 του κι ακόμη σπανιότερα γονέας κατά την ανημπόρια του μετά την συνταξιοδότησή του, φιλοξενείται στην οικογένεια του παιδιού του). Δεύτερο, σε αντίθεση με τους Νότιους, οι Σουηδοί είναι ιδιαίτερα ψυχροί στις συναναστροφές τους. Ούτε ζουν όλοι μαζί (όπως οι Ιταλοί με τις φαμίλιες τους), ούτε τριπλοφιλιούνται σε κάθε συνάντηση όπως οι Γάλλοι, ούτε επιδεικνύουν την δική μας εξωστρέφεια, με τα «κόλλα το» και τις αγκαλίτσες.
Όπως και είναι τελείως διαφορετικοί από εμάς στον τομέα της οργάνωσης των υπηρεσιών υγείας και την πειθαρχία που επιδεικνύουν απέναντι σε εντολές της ηγεσίας τους, χωρίς μάλιστα να θέτουν ως προϋπόθεση να πειστούν για την ορθότητά τους.
Οι συγκρίσεις λοιπόν απαγορεύονται. Άλλωστε όλοι προσπαθούν να κάνουν το καλύτερο για τους εαυτούς τους και το αποτέλεσμα είναι αυτό που θα κρίνει την ορθότητα, την πληρότητα και την αποδοτικότητα των στρατηγικών επιλογών κάθε χώρας.
Το μόνο το οποίο θα αποτολμούσα να ισχυριστώ με σιγουριά, είναι ότι στην περίπτωση που επιλεγόταν στην Ελλάδα η φόρμουλα της Σουηδίας, οι έτσι κι αλλιώς πάμπολλοι 2.000 νεκροί, θα ήταν εδώ δεκαπλάσιοι (λόγω μικρότερων δυνατοτήτων νοσηλείας στο ΕΣΥ), ενώ θα υπήρχαν εκατοντάδες ακόμη από συγκρούσεις συγγενών έξω από τα νοσοκομεία, στο πλαίσιο του: γιατί να αποσωληνώσεις τον δικό μου και όχι τον διπλανό…

* Διαβάζω αναφορές και υπονοούμενα για ένα πάρτι που οργάνωσε επιφανής καθηγητής της Ιατρικής σχολής του πανεπιστημίου της Αθήνας σε γνωστό εστιατόριο της Κηφισιάς, κατά το οποίο ξεσάλωσε ο κορονοϊός χτυπώντας την υψηλή κοινωνία της πρωτεύουσας που παρέστη σε αυτό.
Παράλληλα, έβλεπα τον εν λόγω καθηγητή να εμφανίζεται στα κανάλια δίνοντας συμβουλές για την προστασία των ανθρώπων ωσάν να μην συμβαίνει τίποτα, τροφοδοτώντας με αυτόν τον τρόπο νέο κύκλο αρνητικών εις βάρος του σχολίων («δεν ντρέπεται να παριστάνει τον κήνσορα», «ούτε μια συγγνώμη»…) 

Μου κέντρισε το ενδιαφέρον η ιστορία, την έψαξα και σας γνωστοποιώ τα ευρήματά μου:
Δεν υπήρχε πάρτι αλλά ένα τραπέζι δέκα ατόμων (πέντε ζευγάρια) ανάμεσα στα οποία διευθυντής εφημερίδας, ιδιοκτήτης ιατρικού κέντρου, υπουργός. Στον ίδιο χώρο VIP του εν λόγω γαλλικού εστιατορίου, υπήρχε ένα ακόμη τραπέζι οκτώ ατόμων που παρέθετε διοικητής τράπεζας και ένα ακόμη τεσσάρων ατόμων. Από τους 22, νόσησαν οι 14, δύο από τους οποίους κατέληξαν. Ως φορείς του ιού, φέρονται εις εκ των ιδιοκτητών του μαγαζιού (που περιλαμβάνεται κι αυτός στα θύματα της νόσου) και δυο σερβιτόροι που νόσησαν αλλά απέφυγαν τα χειρότερα.

* Το ότι η Ελλάδα τα πήγε εξαιρετικά στη διαχείριση της πανδημίας, το ξέρουμε και πλέον το αναγνωρίζει όλος ο κόσμος. Το ότι η Θεσσαλονίκη εμφανίζει απίστευτα χαμηλή διασπορά του ιού, είναι το επόμενο που οφείλουμε να αναγνωρίσουμε. Εκείνοι που ξέρουν, υποστηρίζουν ότι αυτό οφείλεται στην Θεσσαλονικιά που ήρθε από το Μιλάνο φέροντας μαζί της τον ιό και νόσησε μαζί με τον δεκάχρονο γιο της, προκαλώντας πανικό και αυτοπεριορισμούς στην πόλη, πριν ακόμη αρχίσουν να επιβάλλονται μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης. Ως δεύτερος- επίσης σημαντικός λόγος- αναφέρεται η άμεση αποχώρηση από την πόλη των δεκάδων χιλιάδων φοιτητών που μας άφησαν στην… υγειά μας, με το κλείσιμο των πανεπιστημίων.

* Το γεγονός ότι η αντιμετώπιση της κρίσης μοιάζει με την Λερναία Ύδρα καθώς ένα πρόβλημα λύνεις και εννιά προβάλλουν πίσω του, το φανταζόμαστε όσο κι αν δεν το συνειδητοποιούμε προς το παρόν, μιας και η τάση των ανθρώπων- ιδίως των Ελλήνων- είναι να βλέπουμε το σήμερα και το αύριο, αφήνοντας το μεθαύριο στο «έχει ο Θεός». Πέρα από την ανεργία, την απώλεια των εσόδων του τουρισμού, τους κατεστραμμένους -μικρούς κυρίως- επιχειρηματίες που δεν πρόκειται να ξανανοίξουν τις δουλειές τους καθώς δεν βλέπουν καμιά προοπτική ν’ αντέξουν στα νέα δεδομένα, να θέσω τρία θέματα που θα βρεθούν σύντομα και λίγο αργότερα μπροστά μας: 

Τι θα γίνει με τις κατασκηνώσεις; Θα επιτραπεί η λειτουργία τους; Αν όχι, ή αν φοβηθούν οι γονείς να στείλουν τα παιδιά τους, θα υπάρχουν νέες άδειες ειδικού σκοπού- που θα παρατείνουν την οικονομική νέκρωση- ή θα επιστρατευτούν οι παππούδες κατά παρέκκλιση των εντολών του σποτ του Σπύρου Παπαδόπουλου; 

Στα σχολεία για να υπάρξουν μέτρα αποσυμφόρησης στις τάξεις (λιγότεροι μαθητές ανά τμήμα κ.λπ.) εκτός από το ότι θα απαιτηθούν νέες προσλήψεις εκπαιδευτικών (και μάλιστα μικρής ηλικίας ώστε να μην αρρωσταίνουν και να μπαίνουν σε καραντίνα), θα απαιτηθεί και απογευματινή λειτουργία σε πολλά σχολικά συγκροτήματα. Πώς θα γίνει αυτό και τι θα σημαίνει για μαθητές και γονείς; 

Οι δήμοι μπορούν να αντέξουν οικονομικά τις αυξημένες απαιτήσεις για μέτρα αποσυμφόρησης σε παιδικούς σταθμούς, ΚΑΠΗ και δομές φροντίδας πολιτών που χρήζουν βοήθειας; 

Συμπέρασμα: Ούτε ψύλλος στον κόρφο εκείνων που πρέπει να λάβουν τις σκληρές αποφάσεις και κυρίως όσων κληθούν να τις εφαρμόσουν…

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 26 Απριλίου 2020

Όσο περνάει ο καιρός, τόσο περισσότερο αποκαλύπτεται μπροστά μας η πρωτοφανής δυσκολία της διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης που ενέσκηψε στον πλανήτη με την είσοδο του 2020. Κάποιοι παρομοιάζουν τη συγκεκριμένη πανδημία με τον μεγάλο πόλεμο της γενιάς μας. Της γενιάς, που καταφέραμε να μην γνωρίσουμε τις αιματοχυσίες, την πείνα, τις διώξεις και την ανασφάλεια που είχαν ζήσει οι γονείς, οι παππούδες και οι προπάπποι μας, και που η μοίρα έφερε μπροστά μας αυτήν τη νέου τύπου αλλά εξίσου απειλητική δοκιμασία.
Αν και συγκαταλέγομαι στους αισιόδοξους, δεν κρύβω τη μεγάλη ανησυχία μου για την εξέλιξη της αναμέτρησης της ανθρωπότητας με τον κορονοϊό.

Όχι ότι δεν είμαι βέβαιος ότι στο τέλος θα επικρατήσει η ζωή και ο άνθρωπος, αλλά νιώθω μια ταραχή, έναν πανικό, καθώς αυτό το τέλος δεν μπορώ να το φωτίσω. Ούτε χρονικά να το προσδιορίσω, ούτε τι ζημιές κι αρνητικές ανατροπές θα επιφέρει (οικονομικές και κοινωνικές κ.λπ.), ούτε τι φόρο τιμής σε ανθρώπινες ζωές θα απαιτήσει.
Αν το πρώτο δεδομένο είναι αυτό, το δεύτερο είναι ότι η χώρα μας τα έχει πάει περίφημα μέχρι τώρα με τη διαχείριση αυτής της κρίσης. Ωστόσο, ξεπερνώντας τις πρώτες μεγάλες δυσκολίες, αναφύονται μπροστά μας άλλες, ακόμη μεγαλύτερες.
Για να το πω με αθλητικούς όρους, η αναμέτρηση με τον κορονοϊό δεν είναι ένας αγώνας ταχύτητας, ούτε όμως ένας μαραθώνιος. Είναι ένας μαραθώνιος με υψηλά εμπόδια, αλλά και χρονικούς περιορισμούς μέσα στους οποίους θα πρέπει να τα ξεπερνάς.
Αχαρτογράφητα τα νερά του μέλλοντος. Θολά κι επικίνδυνα.
Φρονίμως ποιούσα η ελληνική κυβέρνηση, δεν βιάζεται να χαλαρώσει τα περιοριστικά μέτρα. Κάποτε θα γίνει κι αυτό. Πρέπει να γίνει, προκειμένου να ξαναπάρει μπροστά η οικονομική δραστηριότητα, καθώς αν δεν υπάρξουν δουλειές, δεν θα υπάρχουν αγαθά και υπηρεσίες απαραίτητες για τη ζωή της κοινότητας. 

Στη χώρα μας ωστόσο, ζυγίζουμε τα δεδομένα και συνυπολογίζουμε πολύ σοβαρά την εμπειρία των χωρών που θεωρούνται πιο προχωρημένες από την δική μας σε θέματα οργάνωσης της κοινωνίας, σχεδιασμών και πειραματισμών. Περιμένουμε λοιπόν να δούμε, πώς θα εξελιχθούν τα νούμερα –κρούσματα, θάνατοι- στη Δανία, την Αυστρία και αλλού, πριν αποφασίσουμε τι θα κάνουμε με τα μέσα μεταφοράς, με τα σχολεία, με τις επιχειρήσεις εστίασης, με τον τουρισμό που αποτελεί τον μεγάλο μας… νταλκά. (Όχι αναφορικά με το αν και πού θα πάμε διακοπές, αλλά με το τι έσοδα θα αποκομίσει η χώρα μας από τη… βαριά της βιομηχανία).

* Παρακολουθώ κριτικές για την πολιτική που ακολουθεί η Σουηδία στη διαχείριση της πανδημίας και σοκάρομαι. Όσο κι αν την θεωρώ σκληρή με τους ανθρώπους και αν χειροκροτώ με ενθουσιασμό το δικό μας δόγμα (πρώτα η ζωή και μετά η οικονομία και η κοινωνική ζωή), νιώθω τελείως αναρμόδιος να την κρίνω.
Άλλη χώρα, άλλες οι υποδομές, άλλος ο τρόπος λειτουργίας, άλλη η νοοτροπία των ανθρώπων. Πρώτα απ’ όλα, εκεί η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων ζουν μόνοι τους. (Σπάνια παιδί μένει με τους γονείς του μετά τα 18 του κι ακόμη σπανιότερα γονέας κατά την ανημπόρια του μετά την συνταξιοδότησή του, φιλοξενείται στην οικογένεια του παιδιού του). Δεύτερο, σε αντίθεση με τους Νότιους, οι Σουηδοί είναι ιδιαίτερα ψυχροί στις συναναστροφές τους. Ούτε ζουν όλοι μαζί (όπως οι Ιταλοί με τις φαμίλιες τους), ούτε τριπλοφιλιούνται σε κάθε συνάντηση όπως οι Γάλλοι, ούτε επιδεικνύουν την δική μας εξωστρέφεια, με τα «κόλλα το» και τις αγκαλίτσες.
Όπως και είναι τελείως διαφορετικοί από εμάς στον τομέα της οργάνωσης των υπηρεσιών υγείας και την πειθαρχία που επιδεικνύουν απέναντι σε εντολές της ηγεσίας τους, χωρίς μάλιστα να θέτουν ως προϋπόθεση να πειστούν για την ορθότητά τους.
Οι συγκρίσεις λοιπόν απαγορεύονται. Άλλωστε όλοι προσπαθούν να κάνουν το καλύτερο για τους εαυτούς τους και το αποτέλεσμα είναι αυτό που θα κρίνει την ορθότητα, την πληρότητα και την αποδοτικότητα των στρατηγικών επιλογών κάθε χώρας.
Το μόνο το οποίο θα αποτολμούσα να ισχυριστώ με σιγουριά, είναι ότι στην περίπτωση που επιλεγόταν στην Ελλάδα η φόρμουλα της Σουηδίας, οι έτσι κι αλλιώς πάμπολλοι 2.000 νεκροί, θα ήταν εδώ δεκαπλάσιοι (λόγω μικρότερων δυνατοτήτων νοσηλείας στο ΕΣΥ), ενώ θα υπήρχαν εκατοντάδες ακόμη από συγκρούσεις συγγενών έξω από τα νοσοκομεία, στο πλαίσιο του: γιατί να αποσωληνώσεις τον δικό μου και όχι τον διπλανό…

* Διαβάζω αναφορές και υπονοούμενα για ένα πάρτι που οργάνωσε επιφανής καθηγητής της Ιατρικής σχολής του πανεπιστημίου της Αθήνας σε γνωστό εστιατόριο της Κηφισιάς, κατά το οποίο ξεσάλωσε ο κορονοϊός χτυπώντας την υψηλή κοινωνία της πρωτεύουσας που παρέστη σε αυτό.
Παράλληλα, έβλεπα τον εν λόγω καθηγητή να εμφανίζεται στα κανάλια δίνοντας συμβουλές για την προστασία των ανθρώπων ωσάν να μην συμβαίνει τίποτα, τροφοδοτώντας με αυτόν τον τρόπο νέο κύκλο αρνητικών εις βάρος του σχολίων («δεν ντρέπεται να παριστάνει τον κήνσορα», «ούτε μια συγγνώμη»…) 

Μου κέντρισε το ενδιαφέρον η ιστορία, την έψαξα και σας γνωστοποιώ τα ευρήματά μου:
Δεν υπήρχε πάρτι αλλά ένα τραπέζι δέκα ατόμων (πέντε ζευγάρια) ανάμεσα στα οποία διευθυντής εφημερίδας, ιδιοκτήτης ιατρικού κέντρου, υπουργός. Στον ίδιο χώρο VIP του εν λόγω γαλλικού εστιατορίου, υπήρχε ένα ακόμη τραπέζι οκτώ ατόμων που παρέθετε διοικητής τράπεζας και ένα ακόμη τεσσάρων ατόμων. Από τους 22, νόσησαν οι 14, δύο από τους οποίους κατέληξαν. Ως φορείς του ιού, φέρονται εις εκ των ιδιοκτητών του μαγαζιού (που περιλαμβάνεται κι αυτός στα θύματα της νόσου) και δυο σερβιτόροι που νόσησαν αλλά απέφυγαν τα χειρότερα.

* Το ότι η Ελλάδα τα πήγε εξαιρετικά στη διαχείριση της πανδημίας, το ξέρουμε και πλέον το αναγνωρίζει όλος ο κόσμος. Το ότι η Θεσσαλονίκη εμφανίζει απίστευτα χαμηλή διασπορά του ιού, είναι το επόμενο που οφείλουμε να αναγνωρίσουμε. Εκείνοι που ξέρουν, υποστηρίζουν ότι αυτό οφείλεται στην Θεσσαλονικιά που ήρθε από το Μιλάνο φέροντας μαζί της τον ιό και νόσησε μαζί με τον δεκάχρονο γιο της, προκαλώντας πανικό και αυτοπεριορισμούς στην πόλη, πριν ακόμη αρχίσουν να επιβάλλονται μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης. Ως δεύτερος- επίσης σημαντικός λόγος- αναφέρεται η άμεση αποχώρηση από την πόλη των δεκάδων χιλιάδων φοιτητών που μας άφησαν στην… υγειά μας, με το κλείσιμο των πανεπιστημίων.

* Το γεγονός ότι η αντιμετώπιση της κρίσης μοιάζει με την Λερναία Ύδρα καθώς ένα πρόβλημα λύνεις και εννιά προβάλλουν πίσω του, το φανταζόμαστε όσο κι αν δεν το συνειδητοποιούμε προς το παρόν, μιας και η τάση των ανθρώπων- ιδίως των Ελλήνων- είναι να βλέπουμε το σήμερα και το αύριο, αφήνοντας το μεθαύριο στο «έχει ο Θεός». Πέρα από την ανεργία, την απώλεια των εσόδων του τουρισμού, τους κατεστραμμένους -μικρούς κυρίως- επιχειρηματίες που δεν πρόκειται να ξανανοίξουν τις δουλειές τους καθώς δεν βλέπουν καμιά προοπτική ν’ αντέξουν στα νέα δεδομένα, να θέσω τρία θέματα που θα βρεθούν σύντομα και λίγο αργότερα μπροστά μας: 

Τι θα γίνει με τις κατασκηνώσεις; Θα επιτραπεί η λειτουργία τους; Αν όχι, ή αν φοβηθούν οι γονείς να στείλουν τα παιδιά τους, θα υπάρχουν νέες άδειες ειδικού σκοπού- που θα παρατείνουν την οικονομική νέκρωση- ή θα επιστρατευτούν οι παππούδες κατά παρέκκλιση των εντολών του σποτ του Σπύρου Παπαδόπουλου; 

Στα σχολεία για να υπάρξουν μέτρα αποσυμφόρησης στις τάξεις (λιγότεροι μαθητές ανά τμήμα κ.λπ.) εκτός από το ότι θα απαιτηθούν νέες προσλήψεις εκπαιδευτικών (και μάλιστα μικρής ηλικίας ώστε να μην αρρωσταίνουν και να μπαίνουν σε καραντίνα), θα απαιτηθεί και απογευματινή λειτουργία σε πολλά σχολικά συγκροτήματα. Πώς θα γίνει αυτό και τι θα σημαίνει για μαθητές και γονείς; 

Οι δήμοι μπορούν να αντέξουν οικονομικά τις αυξημένες απαιτήσεις για μέτρα αποσυμφόρησης σε παιδικούς σταθμούς, ΚΑΠΗ και δομές φροντίδας πολιτών που χρήζουν βοήθειας; 

Συμπέρασμα: Ούτε ψύλλος στον κόρφο εκείνων που πρέπει να λάβουν τις σκληρές αποφάσεις και κυρίως όσων κληθούν να τις εφαρμόσουν…

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 26 Απριλίου 2020

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία