Πόσο μας άλλαξε η κρίση;

 23/09/2019 20:19

Μπορεί τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων να έχουν υποχωρήσει θεαματικά, η επιτροπεία των δανειστών να έχει γίνει λιγότερο πιεστική, η αισιοδοξία για τα επόμενα χρόνια, έστω δειλά, να ενισχύεται, οι προβλέψεις για τους ρυθμούς ανάπτυξης να καταγράφονται, υπό προϋποθέσεις, σχετικά καλές, αλλά ποιος είναι σε θέση να εκτιμήσει πόσο πραγματικά μας έχει αλλάξει η κρίση;

Η κατάσταση στην οποία βρέθηκε η χώρα πριν από μία δεκαετία και ό,τι ακολούθησε μπορεί να αποδοθεί στην υπερατλαντική ασωτία του χρηματιστηριακού κεφαλαίου και τη μετάδοση στους αδύναμους κρίκους της Ευρώπης, αλλά οι αιτίες της αδυναμίας μας είναι πρωτίστως θέμα εσωτερικής συλλογικής λειτουργίας θεσμών και ατομικής συμπεριφοράς. 

Σε συνθήκες ακραίας και πολυετούς λιτότητας και ουσιαστικής χρεοκοπίας μεγάλου τμήματος του πληθυσμού, ίσως θα έλεγε κάποιος ότι είναι υπερβολή να απαιτήσουμε ταυτόχρονο στοχασμό και αλλαγή του εθνικού και ατομικού μας προτύπου. Τώρα όμως οι δικαιολογίες τελείωσαν. 

Τη μεγάλη ευθύνη μιας άλλης πορείας την έχει προφανώς η κυβέρνηση, που γρήγορα θα κριθεί. Από τις προτεραιότητες που θέτει, από τη συνέπεια λόγων και έργων, από την ταχύτητα αλλαγών στο κράτος, από τη διαχειριστική της αποτελεσματικότητα και κυρίως από την ικανότητά της να μετατρέψει την αποδοχή ή και την ανοχή μεγάλου τμήματος του εκλογικού σώματος σε λειτουργική συμμετοχή προς μία άλλη πορεία, στη βάση ενός εύληπτου εθνικού σχεδίου, που να μπορεί να συγκινήσει τους εντός και εκτός των συνόρων Έλληνες.

Μία από τις ωφέλιμες πράξεις της θα ήταν η αποτίμηση των συνεπειών της κρίσης και των γενεσιουργών αιτίων των προβλημάτων μας. Με απλό και κατανοητό τρόπο θα ήταν καλό να αποτιμηθεί και να κοινοποιηθεί στους πολίτες η κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε. Μήπως και συνειδητοποιήσουμε τι χάσαμε, τι κερδίσαμε, ποια απόσταση μας χωρίζει σε όλους τους δείκτες από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ποια έργα προβάλλονταν εκεί έξω όσο εμείς παλεύαμε με τα προβλήματά μας και αλληλοεξοντωνόμασταν, τι δεν πρέπει να επαναλάβουμε, από τι κινδυνεύουμε τα επόμενα χρόνια. 

Πόσο μειώθηκε το ΑΕΠ της χώρας, ποια είναι τα χαρακτηριστικά της καινούργιας μετανάστευσης και ποιες οι πιθανότητες να καταστεί μόνιμη η εγκατάσταση στο εξωτερικό μιας ολόκληρης δυναμικής γενιάς, τι συμβαίνει με τη δημόσια περιουσία και τα περιούσια ταμεία αποκρατικοποιήσεων, που βρίσκονται πέραν κάθε ελέγχου, ποιες είναι οι συνέπειες της δημογραφικής κρίσης για τα επόμενα χρόνια, τι πόλεις θέλουμε ακόμα και εάν δεν έχουμε την οικονομική δυνατότητα να τις φτιάξουμε, τι σημαίνει η ερημοποίηση της περιφέρειας, ποια απόσταση μας χωρίζει από τα τεχνολογικά άλματα άλλων χωρών, πως θα αντιμετωπίσουμε την κλιματική αλλαγή, ποιες οι επιλογές μας για την ενέργεια και τις μεταφορές, τι είναι αυτό το άλλο παραγωγικό μοντέλο για το οποίο μιλάμε αλλά ποτέ δεν το προσδιορίζουμε, ποιες συναινέσεις απαιτούνται για την παιδεία, που αντί να αναβαθμιστεί εγκλωβίστηκε στις πλέον εμμονικές, παράλογες και αντιαναπτυξιακές αντιλήψεις.

Ωστόσο, πέραν της κυβέρνησης, κανείς δεν είναι άμοιρος ευθυνών. 

Ο τρόπος που λειτουργούμε ως δημόσιοι λειτουργοί, ως ελεύθεροι επαγγελματίες, η έλλειψη σεβασμού στο δημόσιο χώρο, η ετοιμότητά μας να διχαζόμαστε για κάθε θέμα, με οποιαδήποτε αφορμή, χωρίς παιδεία διαβούλευσης και κατανόησης, εντέλει ο κίνδυνος να γυρίσουμε πίσω στις εθνικές μας συνήθειες, μόλις η τρόικα κλείσει την πόρτα και φύγει, δεν εγγυώνται και πολύ ευχάριστα πράγματα για τα χρόνια που έρχονται.

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΠΕΙΛΕΙ

arapoglou1.jpg

«Μα ο χρόνος ο αληθινός, είναι ο γιος μας ο μεγάλος κι ο μικρός». Για τα παιδιά αυτά, για όσα έμειναν και παλεύουν με την αδήλωτη ή υποδηλωμένη εργασία, για όσους εγγράφονται στις καταστάσεις της ανεργίας αλλά και για τους άλλους που χαιρετάμε έξω από τα αεροδρόμια, έχουμε υποχρέωση να αλλάξουμε τις συλλογικές και τις ατομικές μας συνήθειες.

Η δεκαετία που κύλησε αγκομαχώντας, άλλαξε τους κόσμους της υπόλοιπης Ευρώπης, παρά τα προβλήματά της, και την έκανε περισσότερο ελκυστική σε σύγκριση με την εγχώρια πραγματικότητα. Τα χρόνια αυτά τα χάσαμε. Έχουμε υποχρέωση να τρέξουμε με μέθοδο και καθημερινή συγκέντρωση, για να κερδίσουμε όση απόσταση μπορούμε. 

Τώρα πια ούτε ξέρουμε πόσοι είμαστε ούτε και έχουμε την αυτοπεποίθηση ότι «ωραίοι είμαστε», όπως παλιά. Έχουμε ταξιδέψει, έχουμε μοιραστεί εμπειρίες από το σωτήριο skype και το smartphone, έχουμε δηλαδή τις προσλαμβάνουσες και την αντίληψη ότι πρέπει να τα αλλάξουμε όλα. Αν δεν το κάνουμε, κανείς δεν θα φταίει. Οι βάρβαροι μετακόμισαν.

ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΤΑΞΙΤΖΗΔΕΣ;

arapogloy2.jpg

Επέλεξα πρόσφατα το σιδηρόδρομο για Αθήνα, γιατί μου αρέσει να διασχίζω τον κορμό της Ελλάδας και γιατί ήθελα να έχω την εμπειρία του τρένου, που ενώνει τη Θεσσαλονίκη με το εθνικό κέντρο σε περίπου τέσσερις ώρες. 

Και δεν το μετάνιωσα. Ακριβές, καθαρό, γρήγορο, φθηνότερο του αεροπλάνου, τουλάχιστον για όσους έχουν προορισμό το κέντρο της πόλης. 

Η εικόνα ανατράπηκε έξω από το «Σταθμό Λαρίσης». Μία ουρά από τουλάχιστον δεκαπέντε ταξί, πολλά βρόμικα, με τους οδηγούς έξω να ρωτούν προορισμούς και να απορρίπτουν με άθλιο τρόπο, με αγένεια, χωρίς εξηγήσεις, τουλάχιστον είκοσι πολίτες που αναζητούσαν μέσα στη μεσημεριανή ζέστη τρόπο μετακίνησης. 

Κάποιοι από αυτούς μεγάλης ηλικίας με προφανή προβλήματα αντοχής, αλλά και μητέρες με παιδιά. Η καλή διάθεση της σιδηροδρομικής εμπειρίας κατέρρευσε από την εικόνα μιας Ελλάδας που δεν φαίνεται να έμαθε πολλά από την κρίση. Και για απόδειξη… ούτε λόγος! Ούτε στα ταξί ούτε σε πολλούς από τους τουριστικούς προορισμούς…

ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΟΥ ΑΔΙΟΡΘΩΤΗ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ

arapoglou3.jpg

Ότι «σαν τη Χαλκιδική δεν έχει» είναι γνωστό και ακριβές. 

Πόλεις σπουδαίες και υποδομές εξαιρετικές θα χαρείς σε πολλά σημεία του πλανήτη, αλλά σε όλους, έστω στους περισσότερους μεσημβρινούς, αν φθάσεις στη θάλασσα, όσες τοπικές σειρήνες και εάν σε πλησιάσουν, εσύ θα κλείσεις τα μάτια και θα ονειρευτείς τα νερά της Σιθωνίας. 

Αλλά μόνο τα νερά και την αμμουδιά. Η τουριστική Χαλκιδική είναι από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις της αδυναμίας μας να διδαχθούμε από την κρίση. 

Πέραν της άναρχης δόμησης, των αυθαιρέτων, της αδυναμίας νόμιμης στάθμευσης αυτοκινήτων σε χωριά που βουλιάζουν από επισκέπτες, της απαράδεκτης κατάστασης σημαντικών αρχαιολογικών τόπων, αυτό που εξοργίζει και θλίβει είναι αυτές οι αναρίθμητες χειροποίητες ταμπέλες που διαφημίζουν μπουγατσατζίδικα και πιτόγυρα. Κάθε χρόνο περισσότερες. 

Για υπαρκτά ή κλειστά καταστήματα. Καρφωμένες σε δένδρα, βαμμένες στους βράχους, στριμωγμένες στο ίδιο σημείο καμιά δεκαριά να καλύπτουν επίσημες σημάνσεις. Σε όλες τις γλώσσες των Βαλκανίων. Για να πιστοποιούν ότι πράγματι, σαν την Χαλκιδική…

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 22 Σεπτεμβρίου 2019

Μπορεί τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων να έχουν υποχωρήσει θεαματικά, η επιτροπεία των δανειστών να έχει γίνει λιγότερο πιεστική, η αισιοδοξία για τα επόμενα χρόνια, έστω δειλά, να ενισχύεται, οι προβλέψεις για τους ρυθμούς ανάπτυξης να καταγράφονται, υπό προϋποθέσεις, σχετικά καλές, αλλά ποιος είναι σε θέση να εκτιμήσει πόσο πραγματικά μας έχει αλλάξει η κρίση;

Η κατάσταση στην οποία βρέθηκε η χώρα πριν από μία δεκαετία και ό,τι ακολούθησε μπορεί να αποδοθεί στην υπερατλαντική ασωτία του χρηματιστηριακού κεφαλαίου και τη μετάδοση στους αδύναμους κρίκους της Ευρώπης, αλλά οι αιτίες της αδυναμίας μας είναι πρωτίστως θέμα εσωτερικής συλλογικής λειτουργίας θεσμών και ατομικής συμπεριφοράς. 

Σε συνθήκες ακραίας και πολυετούς λιτότητας και ουσιαστικής χρεοκοπίας μεγάλου τμήματος του πληθυσμού, ίσως θα έλεγε κάποιος ότι είναι υπερβολή να απαιτήσουμε ταυτόχρονο στοχασμό και αλλαγή του εθνικού και ατομικού μας προτύπου. Τώρα όμως οι δικαιολογίες τελείωσαν. 

Τη μεγάλη ευθύνη μιας άλλης πορείας την έχει προφανώς η κυβέρνηση, που γρήγορα θα κριθεί. Από τις προτεραιότητες που θέτει, από τη συνέπεια λόγων και έργων, από την ταχύτητα αλλαγών στο κράτος, από τη διαχειριστική της αποτελεσματικότητα και κυρίως από την ικανότητά της να μετατρέψει την αποδοχή ή και την ανοχή μεγάλου τμήματος του εκλογικού σώματος σε λειτουργική συμμετοχή προς μία άλλη πορεία, στη βάση ενός εύληπτου εθνικού σχεδίου, που να μπορεί να συγκινήσει τους εντός και εκτός των συνόρων Έλληνες.

Μία από τις ωφέλιμες πράξεις της θα ήταν η αποτίμηση των συνεπειών της κρίσης και των γενεσιουργών αιτίων των προβλημάτων μας. Με απλό και κατανοητό τρόπο θα ήταν καλό να αποτιμηθεί και να κοινοποιηθεί στους πολίτες η κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε. Μήπως και συνειδητοποιήσουμε τι χάσαμε, τι κερδίσαμε, ποια απόσταση μας χωρίζει σε όλους τους δείκτες από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ποια έργα προβάλλονταν εκεί έξω όσο εμείς παλεύαμε με τα προβλήματά μας και αλληλοεξοντωνόμασταν, τι δεν πρέπει να επαναλάβουμε, από τι κινδυνεύουμε τα επόμενα χρόνια. 

Πόσο μειώθηκε το ΑΕΠ της χώρας, ποια είναι τα χαρακτηριστικά της καινούργιας μετανάστευσης και ποιες οι πιθανότητες να καταστεί μόνιμη η εγκατάσταση στο εξωτερικό μιας ολόκληρης δυναμικής γενιάς, τι συμβαίνει με τη δημόσια περιουσία και τα περιούσια ταμεία αποκρατικοποιήσεων, που βρίσκονται πέραν κάθε ελέγχου, ποιες είναι οι συνέπειες της δημογραφικής κρίσης για τα επόμενα χρόνια, τι πόλεις θέλουμε ακόμα και εάν δεν έχουμε την οικονομική δυνατότητα να τις φτιάξουμε, τι σημαίνει η ερημοποίηση της περιφέρειας, ποια απόσταση μας χωρίζει από τα τεχνολογικά άλματα άλλων χωρών, πως θα αντιμετωπίσουμε την κλιματική αλλαγή, ποιες οι επιλογές μας για την ενέργεια και τις μεταφορές, τι είναι αυτό το άλλο παραγωγικό μοντέλο για το οποίο μιλάμε αλλά ποτέ δεν το προσδιορίζουμε, ποιες συναινέσεις απαιτούνται για την παιδεία, που αντί να αναβαθμιστεί εγκλωβίστηκε στις πλέον εμμονικές, παράλογες και αντιαναπτυξιακές αντιλήψεις.

Ωστόσο, πέραν της κυβέρνησης, κανείς δεν είναι άμοιρος ευθυνών. 

Ο τρόπος που λειτουργούμε ως δημόσιοι λειτουργοί, ως ελεύθεροι επαγγελματίες, η έλλειψη σεβασμού στο δημόσιο χώρο, η ετοιμότητά μας να διχαζόμαστε για κάθε θέμα, με οποιαδήποτε αφορμή, χωρίς παιδεία διαβούλευσης και κατανόησης, εντέλει ο κίνδυνος να γυρίσουμε πίσω στις εθνικές μας συνήθειες, μόλις η τρόικα κλείσει την πόρτα και φύγει, δεν εγγυώνται και πολύ ευχάριστα πράγματα για τα χρόνια που έρχονται.

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΑΠΕΙΛΕΙ

arapoglou1.jpg

«Μα ο χρόνος ο αληθινός, είναι ο γιος μας ο μεγάλος κι ο μικρός». Για τα παιδιά αυτά, για όσα έμειναν και παλεύουν με την αδήλωτη ή υποδηλωμένη εργασία, για όσους εγγράφονται στις καταστάσεις της ανεργίας αλλά και για τους άλλους που χαιρετάμε έξω από τα αεροδρόμια, έχουμε υποχρέωση να αλλάξουμε τις συλλογικές και τις ατομικές μας συνήθειες.

Η δεκαετία που κύλησε αγκομαχώντας, άλλαξε τους κόσμους της υπόλοιπης Ευρώπης, παρά τα προβλήματά της, και την έκανε περισσότερο ελκυστική σε σύγκριση με την εγχώρια πραγματικότητα. Τα χρόνια αυτά τα χάσαμε. Έχουμε υποχρέωση να τρέξουμε με μέθοδο και καθημερινή συγκέντρωση, για να κερδίσουμε όση απόσταση μπορούμε. 

Τώρα πια ούτε ξέρουμε πόσοι είμαστε ούτε και έχουμε την αυτοπεποίθηση ότι «ωραίοι είμαστε», όπως παλιά. Έχουμε ταξιδέψει, έχουμε μοιραστεί εμπειρίες από το σωτήριο skype και το smartphone, έχουμε δηλαδή τις προσλαμβάνουσες και την αντίληψη ότι πρέπει να τα αλλάξουμε όλα. Αν δεν το κάνουμε, κανείς δεν θα φταίει. Οι βάρβαροι μετακόμισαν.

ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΤΑΞΙΤΖΗΔΕΣ;

arapogloy2.jpg

Επέλεξα πρόσφατα το σιδηρόδρομο για Αθήνα, γιατί μου αρέσει να διασχίζω τον κορμό της Ελλάδας και γιατί ήθελα να έχω την εμπειρία του τρένου, που ενώνει τη Θεσσαλονίκη με το εθνικό κέντρο σε περίπου τέσσερις ώρες. 

Και δεν το μετάνιωσα. Ακριβές, καθαρό, γρήγορο, φθηνότερο του αεροπλάνου, τουλάχιστον για όσους έχουν προορισμό το κέντρο της πόλης. 

Η εικόνα ανατράπηκε έξω από το «Σταθμό Λαρίσης». Μία ουρά από τουλάχιστον δεκαπέντε ταξί, πολλά βρόμικα, με τους οδηγούς έξω να ρωτούν προορισμούς και να απορρίπτουν με άθλιο τρόπο, με αγένεια, χωρίς εξηγήσεις, τουλάχιστον είκοσι πολίτες που αναζητούσαν μέσα στη μεσημεριανή ζέστη τρόπο μετακίνησης. 

Κάποιοι από αυτούς μεγάλης ηλικίας με προφανή προβλήματα αντοχής, αλλά και μητέρες με παιδιά. Η καλή διάθεση της σιδηροδρομικής εμπειρίας κατέρρευσε από την εικόνα μιας Ελλάδας που δεν φαίνεται να έμαθε πολλά από την κρίση. Και για απόδειξη… ούτε λόγος! Ούτε στα ταξί ούτε σε πολλούς από τους τουριστικούς προορισμούς…

ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΟΥ ΑΔΙΟΡΘΩΤΗ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ

arapoglou3.jpg

Ότι «σαν τη Χαλκιδική δεν έχει» είναι γνωστό και ακριβές. 

Πόλεις σπουδαίες και υποδομές εξαιρετικές θα χαρείς σε πολλά σημεία του πλανήτη, αλλά σε όλους, έστω στους περισσότερους μεσημβρινούς, αν φθάσεις στη θάλασσα, όσες τοπικές σειρήνες και εάν σε πλησιάσουν, εσύ θα κλείσεις τα μάτια και θα ονειρευτείς τα νερά της Σιθωνίας. 

Αλλά μόνο τα νερά και την αμμουδιά. Η τουριστική Χαλκιδική είναι από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις της αδυναμίας μας να διδαχθούμε από την κρίση. 

Πέραν της άναρχης δόμησης, των αυθαιρέτων, της αδυναμίας νόμιμης στάθμευσης αυτοκινήτων σε χωριά που βουλιάζουν από επισκέπτες, της απαράδεκτης κατάστασης σημαντικών αρχαιολογικών τόπων, αυτό που εξοργίζει και θλίβει είναι αυτές οι αναρίθμητες χειροποίητες ταμπέλες που διαφημίζουν μπουγατσατζίδικα και πιτόγυρα. Κάθε χρόνο περισσότερες. 

Για υπαρκτά ή κλειστά καταστήματα. Καρφωμένες σε δένδρα, βαμμένες στους βράχους, στριμωγμένες στο ίδιο σημείο καμιά δεκαριά να καλύπτουν επίσημες σημάνσεις. Σε όλες τις γλώσσες των Βαλκανίων. Για να πιστοποιούν ότι πράγματι, σαν την Χαλκιδική…

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 22 Σεπτεμβρίου 2019

ΣΧΟΛΙΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Επιλέξτε Κατηγορία