ΑΠΟΨΕΙΣ

Πώς να μην ξεπεράσεις κάποιον ή κάτι

 01/08/2022 11:39

Έχω πάει 3 φορές στο Πήλιο. Το έχω στο μυαλό μου ως αγαπημένο τόπο ενός ανθρώπου, του Αντώνη που αγαπούσα πολύ και πέθανε στα 30 του.

Στο δρόμο με την φίλη μου της είπα ότι σε αυτό το ταξίδι ήρθε η ώρα να τον ξεπεράσω. Εκείνη τη στιγμή το ραδιόφωνο έπαιξε το ‘80s κομμάτι που ήταν το τραγούδι μας. Συνεχίσαμε το ταξίδι μας και φτάσαμε στις Μηλιές, στο αρχοντικό όπου είχαμε κρατήσει δύο δωμάτια. Μας υποδέχτηκε η ιδιοκτήτρια και όταν πήγαμε να παραπονεθούμε για την πρόσβαση και την κατηφόρα και μας είπε ότι θα την συνηθίσουμε.

«Καλώς ήρθατε στο Πήλιο» μάς είπε χαμογελαστά. Τη ρωτήσαμε για τα δωμάτιά μας. «Στο 4» μας λέει. «Και;» της λέω. «Στο 4» απαντά ξανά. Και εξαφανίζεται για λίγο. Έρχεται μετά από λίγο κρατώντας στην αγκαλιά της ένα μωρό. «Το άλλο δωμάτιο;» ξαναρωτάω. «Α, θα μπείτε από τώρα και στο άλλο;» λέει και μου δίνει το κλειδί από το ένα. Μας κάνει πρόλογο πως «συγγνώμη που μυρίζει χλωρίνη, αλλά η καθαρίστρια μου είναι λίγο υστερική με την καθαριότητα». Ρωτάω αν έχει κουνούπια, μου λέει έχει σήτες.

Μπαίνω στο δωμάτιο και στο μπάνιο κάτω έχει τρίχες. Οι σήτες είναι τούλι με πινέζες. Την παίρνω τηλέφωνο και παραπονιέμαι για την καθαριότητα. «Έχει τρίχες» της λέω. «Τι να κάνω; Να έρθω εγώ να τα καθαρίσω» μου λέει. Δεν απαντάω.

Στο δρόμο για το αυτοκίνητο βλέπουμε την κυρία που καθάρισε (υποθέτουμε πως είναι αυτή) να έρχεται με έναν νεαρό. Η φίλη μου μου λέει πως είναι ο γιος της. Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και μου λέει ότι ο γιος μάς ακολουθεί. «Σε παρακαλώ μην παραπονεθείς ξανά» μου λέει, «οι Βολιώτες είναι εκδικητικοί».

Κοιμάμαι με κλειστά παράθυρα και παντζούρια επειδή φοβάμαι τους σκορπιούς. Ξυπνάω το πρωί από κλάμα μωρού έξω από την πόρτα μου. Στις 8. Κατεβαίνω για πρωινό στην τραπεζαρία που έχει κάποια τραπέζια, στα δύο μεγαλύτερα ένα πλαστικό τραπεζομάντηλο.

«Περάστε, καθίστε» μου λέει η ιδιοκτήτρια και μου δείχνει ένα τραπέζι. Στο τραπέζι έχει μία κουτσουλιά. Της λέω «έχει μία κουτσουλιά». «Θα το καθαρίσω», απαντάει. Φέρνει σπρέι Ντετόλ κι ένα βρώμικο ξεσκονόπανο και το καθαρίζει. Με πλησιάζει. Ακολουθεί ο εξής διάλογος:

Ιδιοκτήτρια: Πώς κοιμηθήκατε;

Εγώ: Ξύπνησα από κλάματα.

Ιδιοκτήτρια: Τα δικά σας;

Εγώ: Όχι, ενός μωρού.

Ιδιοκτήτρια: Α, εγώ έχω μωρό.

Εγώ: Να σας ζήσει.

Η μέρα συνεχίστηκε με έντονη συζήτηση ανάμεσα σε μένα και τη φίλη μου για το αν πρέπει να παραπονιέται κανείς σε θέματα τουρισμού. Εγώ υποστήριζα πως αν κανείς παραπονιέται ο επιχειρηματίας γίνεται καλύτερος.

Επιπλέον της έλεγα πως ο ξένος τουρίστας που θα έρθει στο ίδιο αρχοντικό (πληρώναμε 85 ευρώ) θα επιστρέψει στη χώρα του και θα πει «μην τυχόν και ξαναπάτε Πήλιο, είναι πανάκριβο και βρώμικο και οι επαγγελματίες δεν είναι επαγγελματίες είναι ερασιτέχνες.»

Μπορεί και να πει «μην πάτε στην Ελλάδα γενικώς. Πάτε στην Τουρκία που θα σας κάνουν υποκλίσεις, ή στην Ισπανία που είναι φτηνότερα».

Εκείνη υποστήριζε πως δεν είναι ευγενικό να κάνεις παράπονα. H συγκεκριμένη είναι η επιτομή της ευγένειας. Όταν ήμασταν συμφοιτήτριες στο Πανεπιστήμιο το 2009 και κληθήκαμε να αξιολογήσουμε μία καθηγήτρια που μάλιστα ήταν από τις αγαπημένες μου, είχαμε την ίδια διαφωνία. Εγώ υποστήριζα πως αν έγραφα πως θα ήθελα το μάθημα πιο συμμετοχικό η καθηγήτρια θα γινόταν ακόμα καλύτερη, εκείνη έλεγε πως δεν θα γράψει τίποτα αρνητικό.

Στο θέμα του Πηλίου εκείνη μετά από 3 μέρες παραδέχτηκε πως έχω δίκιο, αλλά πως ο τρόπος μου ήταν αυστηρός. Επιπλέον την επομένη, που η παρέα μας εμπλουτίστηκε, υποστήριζαν πως εγώ μεγαλώνοντας σε μεγάλη πόλη δεν αντιλαμβάνομαι τον αγώνα της εργαζόμενης μάνας που αγωνίζεται μόνη της στην περιφέρεια. (Αναρωτιέμαι γιατί όλοι πρέπει να γίνονται ιδιοκτήτες τουριστικής μονάδας).

Μάθαμε από άλλους επαγγελματίες στις Μηλιές πως η κοπέλα πήρε επιδότηση πριν από πολλά χρόνια για να ανακαινίσει το αρχοντικό, το ψιλοανακαίνισε αλλά τώρα τα έχει παρατήσει.

Τα επόμενα δύο πρωινά οφείλω να πω πως το μωρό έκλαιγε στο μπαλκόνι και δε με ξυπνούσε. Οι τρίχες στο μπάνιο έβγαιναν από το σιφόνι που υπερχείλιζε μόλις τραβούσες το καζανάκι (άρα η κυρία της καθαριότητας έκανε τη δουλειά της). Επιπλέον, το πρώτο πρωί ζήτησα ντεκαφεϊνέ που δεν είχε, αλλά την επομένη είχε αγοράσει.

Την τελευταία μέρα στις Μηλιές έχουμε πιάσει κουβέντα με τον ιδιοκτήτη ενός άλλου ξενώνα, που μας λέει πως προσπάθησε στην αρχή να αλλάξει νοοτροπία στους συναδέλφους του στο χωριό, αλλά τώρα τα παράτησε. Ο ιδιοκτήτης του καταπληκτικού μπαρ στις Μηλιές μού μιλάει με πόνο για τα προβλήματα του τόπου.

Του λέω «ωραία να κάνουμε ρεπορτάζ, θα μιλήσεις;» Μόλις το λέω εξαφανίζεται. Όταν αναγκάζεται να ξαναβγεί από τα ενδότερα, του ζητάω το τηλέφωνο του. Δεν θέλει να μου το δώσει. «Φοβάμαι να μιλήσω γιατί θα με στοχοποιήσουν», λέει.

Σηκώνω τα χέρια ψηλά.

Υ.Γ. 1. Όταν επέστρεψα τηλεφώνησα στη μαμά του Αντώνη. Μου επανέλαβε πόσο αγαπούσε το Πήλιο.

Υ.Γ. 2. Δεν τον ξεπέρασα. Μάλλον.

* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 31.07.2022

Δημοφιλείς Απόψεις