ΑΠΟΨΕΙΣ

Περί μισθών, συντάξεων και προοπτικής της χώρας

 16/09/2018 16:16

Περί μισθών, συντάξεων και προοπτικής της χώρας

Αλέξης Παπουτσής

Το γεγονός πως στην Ελλάδα η χρεοκοπία του κράτους και ακολούθως τα μνημόνια ως μηχανισμοί σωτηρίας επηρέασαν την καθημερινότητα των ανθρώπων και μετέβαλλαν άρδην καταναλωτικές συνήθειες  και τρόπο ζωής, είναι αναμφισβήτητο.  Αυτό που αμφισβητείται έντονα είναι το κατά ποιο βαθμό έχουν γίνει αντιληπτοί οι λόγοι που οδήγησαν τη χώρα σε αυτό το τραγικό σημείο.

Οι λόγοι της χρεοκοπίας είναι πολλοί – δεν υπάρχει μονολεκτική προσέγγιση. Συμφύονταν κυρίως εσωτερικές αδυναμίες και χρόνιες παθογένειες με προβλήματα δομής της ΟΝΕ. Όμως αξίζει μέσα σε μία τέτοια προσέγγιση να ασχοληθεί κανείς με τα ζητήματα εκείνα που αξιολογεί ως σημαντικότερα και εγγύτερα.

Ένας από τους βασικότερους λόγους χρεοκοπίας της χώρας ήταν το ασφαλιστικό σύστημα. Τα προηγούμενα της κρίσης χρόνια ήταν αδιανόητα γενναιόδωρο και υπερβολικά άδικο. Οι παροχές του αναλογικά πάντα με το ΑΕΠ της χώρας ίσως ήταν οι περισσότερες από κάθε άλλο σύστημα χώρας του ΟΟΣΑ. Το ποσοστό αναπλήρωσης το 2009 ανέρχονταν στο 97% του τελευταίου μισθού. Και βέβαια μια τέτοια γενναιοδωρία  που δεν πατά σε πραγματικές δυνατότητες είναι επόμενο να εγκολπώνει και αδικίες. Ήταν λοιπόν άδικο τόσο στο εσωτερικό μίας γενιάς καθώς ένα μέρος των συνταξιούχων απολάμβανε προκλητικά προνόμια έναντι άλλου, αλλά και καταφανώς άδικο διαγενεακά, με τους σημερινούς εργαζόμενους να πληρώνουν το μάρμαρο.

Βέβαια με το μνημόνιο επιχειρήθηκε μία μείζονα εξισορρόπηση του συστήματος όμως και πάλι αυτό δεν είναι βιώσιμο καθώς η ανεργία, η διάρθρωση της οικονομίας και το δημογραφικό προφίλ της χώρας δεν ευνοούν τη διατήρησή του στα σημερινά επίπεδα – που παραμένουν ως ποσοστιαία δαπάνη τεράστια.

Στο θέμα του κατώτατου μισθού και των ανέξοδων εξαγγελιών της κυβέρνησης είναι απολύτως κρίσιμο να γνωρίζουμε πως το ύψος του εξαρτάται από τους ρυθμούς ανάπτυξης και όχι από τη βούληση των κυβερνώντων. Για να επιστρέψουμε στον κατώτατο μισθό των 750 ευρώ και σε μία ετήσια κατανάλωση 170 δισεκατομμυρίων ευρώ όπως το 2008, θα πρέπει η οικονομία μας να ανακτήσει το απολεσθέν εισόδημα. Θα πρέπει δηλαδή να πετύχει μέσο ετήσιο  όρο πραγματικής ανάπτυξης του ΑΕΠ γύρω στο 2,5%, για περισσότερο από 20 χρόνια με τελικό στόχο ένα επίπεδο ΑΕΠ 310 δισεκατομμυρίων ευρώ. Αλλά πέραν αυτού η κατανάλωση θα πρέπει να αντιστοιχεί στο 55% του ΑΕΠ, όπως συμβαίνει στις χώρες της ευρωζώνης, και όχι στο 75% όπως συνέβαινε εδώ το 2008. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί ένας κατώτατος μισθός των 750 ευρώ να είναι εφικτός και να μην δημιουργεί πρόβλημα ανταγωνιστικότητας.

Όλα αυτά περνάνε μέσα από μεταρρυθμίσεις, εκσυγχρονισμούς και αλλαγές που θα μεταβάλουν ουσιωδώς τη δομή, τη διάρθρωση και την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Το γεγονός πως στην Ελλάδα η χρεοκοπία του κράτους και ακολούθως τα μνημόνια ως μηχανισμοί σωτηρίας επηρέασαν την καθημερινότητα των ανθρώπων και μετέβαλλαν άρδην καταναλωτικές συνήθειες  και τρόπο ζωής, είναι αναμφισβήτητο.  Αυτό που αμφισβητείται έντονα είναι το κατά ποιο βαθμό έχουν γίνει αντιληπτοί οι λόγοι που οδήγησαν τη χώρα σε αυτό το τραγικό σημείο.

Οι λόγοι της χρεοκοπίας είναι πολλοί – δεν υπάρχει μονολεκτική προσέγγιση. Συμφύονταν κυρίως εσωτερικές αδυναμίες και χρόνιες παθογένειες με προβλήματα δομής της ΟΝΕ. Όμως αξίζει μέσα σε μία τέτοια προσέγγιση να ασχοληθεί κανείς με τα ζητήματα εκείνα που αξιολογεί ως σημαντικότερα και εγγύτερα.

Ένας από τους βασικότερους λόγους χρεοκοπίας της χώρας ήταν το ασφαλιστικό σύστημα. Τα προηγούμενα της κρίσης χρόνια ήταν αδιανόητα γενναιόδωρο και υπερβολικά άδικο. Οι παροχές του αναλογικά πάντα με το ΑΕΠ της χώρας ίσως ήταν οι περισσότερες από κάθε άλλο σύστημα χώρας του ΟΟΣΑ. Το ποσοστό αναπλήρωσης το 2009 ανέρχονταν στο 97% του τελευταίου μισθού. Και βέβαια μια τέτοια γενναιοδωρία  που δεν πατά σε πραγματικές δυνατότητες είναι επόμενο να εγκολπώνει και αδικίες. Ήταν λοιπόν άδικο τόσο στο εσωτερικό μίας γενιάς καθώς ένα μέρος των συνταξιούχων απολάμβανε προκλητικά προνόμια έναντι άλλου, αλλά και καταφανώς άδικο διαγενεακά, με τους σημερινούς εργαζόμενους να πληρώνουν το μάρμαρο.

Βέβαια με το μνημόνιο επιχειρήθηκε μία μείζονα εξισορρόπηση του συστήματος όμως και πάλι αυτό δεν είναι βιώσιμο καθώς η ανεργία, η διάρθρωση της οικονομίας και το δημογραφικό προφίλ της χώρας δεν ευνοούν τη διατήρησή του στα σημερινά επίπεδα – που παραμένουν ως ποσοστιαία δαπάνη τεράστια.

Στο θέμα του κατώτατου μισθού και των ανέξοδων εξαγγελιών της κυβέρνησης είναι απολύτως κρίσιμο να γνωρίζουμε πως το ύψος του εξαρτάται από τους ρυθμούς ανάπτυξης και όχι από τη βούληση των κυβερνώντων. Για να επιστρέψουμε στον κατώτατο μισθό των 750 ευρώ και σε μία ετήσια κατανάλωση 170 δισεκατομμυρίων ευρώ όπως το 2008, θα πρέπει η οικονομία μας να ανακτήσει το απολεσθέν εισόδημα. Θα πρέπει δηλαδή να πετύχει μέσο ετήσιο  όρο πραγματικής ανάπτυξης του ΑΕΠ γύρω στο 2,5%, για περισσότερο από 20 χρόνια με τελικό στόχο ένα επίπεδο ΑΕΠ 310 δισεκατομμυρίων ευρώ. Αλλά πέραν αυτού η κατανάλωση θα πρέπει να αντιστοιχεί στο 55% του ΑΕΠ, όπως συμβαίνει στις χώρες της ευρωζώνης, και όχι στο 75% όπως συνέβαινε εδώ το 2008. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί ένας κατώτατος μισθός των 750 ευρώ να είναι εφικτός και να μην δημιουργεί πρόβλημα ανταγωνιστικότητας.

Όλα αυτά περνάνε μέσα από μεταρρυθμίσεις, εκσυγχρονισμούς και αλλαγές που θα μεταβάλουν ουσιωδώς τη δομή, τη διάρθρωση και την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας.

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία