ΗΜΑΘΙΑ

Όταν οι Βεροιώτες έριχναν ζαριά 1.000.000 δραχμών - Η τσόχα και τα στέκια

Tι γινόταν στα στέκια της Βέροιας με τα τυχερά παιχνίδια την δεκαετία του '80

 25/12/2021 16:25

Όταν οι Βεροιώτες έριχναν ζαριά 1.000.000 δραχμών - Η τσόχα και τα στέκια
φωτ. αρχείου
Την δεκαετία του 1980, ο τζόγος μεσουρανούσε στην Ημαθία, αλλά και γενικότερα σ' ολόκληρη την Ελλάδα. Σύμφωνα με το verotis.grχιλιάδες συμπολίτες μας, λάτρεις της θεάς τύχης, μαζευόντουσαν σε καφενεία και λέσχες, προκειμένου να δοκιμάσουν την τύχη τους ενόψει της νέας χρονιάς. Τυχερά παίγνια όπως χαρτιά, ζάρια, φρουτάκια και ρουλέτες, βρισκόντουσαν σ' όλα τα ανδρικά στέκια της Βέροιας. Το χρήμα έρεε άφθονο (εποχές ΠΑΣΟΚ άλλωστε με πολλές επιδοτήσεις και δάνεια) και η διάθεση για παιχνίδι ήταν μια από τις αγαπημένες συνήθειες, ειδικά την περίοδο των εορτών.

24ωρο παιχνίδι χωρίς σταματημό!

Μεγάλες μάχες γινόντουσαν επάνω στα τραπέζια, με τον κάθε παίκτη να έχει μπροστά του μια στίβα από χιλιάρικα, πεντοχίλιαρα και δεκαχίλιαρα. Τσιγάρο, ποτό, λαϊκή μουσική (κατά προτίμηση Βασίλης Καρράς και Άντζελα Δημητρίου) και τζόγος που κρατούσε πολλές φορές ακόμα και 24 ώρες, χωρίς διάλειμμα. Άντε το πολύ μια τουαλέτα και αυτό με γοργούς ρυθμούς!

Τα ρέστα μου και φύγαμε για τη «Βεροιώτισσα»

Μια ζαριά στα μπαρμπούτια, άξιζε μια ολόκληρη περιουσία και όσοι κέρδιζαν τα έτρωγαν την ίδια μέρα σε διάσημα μπουζουξίδικα της εποχής όπως για παράδειγμα η «Βεροιώτισσα», το «Τζιτζί ή στην «Αδυναμία». Τα λουλούδια και το σπάσιμο των πιάτων γέμιζαν τις πίστες, την ώρα που ο νικητής της τσόχας έστελνε αμέτρητα ποτήρια από σαμπάνιες στην τραγουδίστρια.

Τα βλέπω!

Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν μάρκες. Μόνο ο μπλέ Κολοκοτρώνης υπήρχε επάνω στο τραπέζι. Όσοι τα κέρδιζαν, τα έπαιρναν απλώνοντας αρχοντικά τα χέρια τους. Όσοι έχαναν, με κατεβασμένο το κεφάλι γυρνούσαν στο σπίτι και ήταν «αιχμάλωτοι» της γκρίνιας της γυναίκας τους.

Η γκρίνια της γυναίκας

«Πάλι χαρτιά έπαιξες; Πόσα έχασες; Που θα πάει αυτή η ιστορία; Μας έχεις καταστρέψει με τον τζόγο σου. Να σηκωθείς και να φύγεις από το σπίτι» ήταν οι πιο συνηθισμένες ατάκες των γυναικών, μόλις ο σύζυγος γυρνούσε απένταρος στο σπίτι, με συντροφιά μόνο ένα πακέτο Marlboro.

Σε ποιες περιοχές της Βέροιας γινόταν το κόλπο;

Σύμφωνα με το veriotis.gr τα καλύτερα στέκια της Βέροιας βρισκόντουσαν στην πλατεία Ωρολογίου, όπου μια ζαριά άξιζε ακόμα και ένα εκατομμύριο δραχμές, στον Προμηθέα, όπου οι παίκτες μαζευόντουσαν και έπαιζαν με τις ώρες «Θανάση» και τα πεντοχίλιαρα να πάνε και να έρχονται, στο κέντρο της πόλης, με τα φρουτάκια να αναβοσβήνουν και τους Βεροιώτες να περιμένουν με ανυπομονησία να βγούνε τα... τρία αστέρια, στην Καλλιθέα, με το που νύχτωνε οι μεγαλύτεροι μπερμάντηδες της περιοχής να παίζουν τα ρέστα τους, στην Σταδίου τα χαρτιά να τελειώνουν ακόμα και στις 11 το πρωί και στην Εληά, όπου μαζευόταν οι μεγαλύτερες παίκτες της Βέροιας.
Αλησμόνητες εποχές του τζόγου που μόνο οι παλιοί μπορούνε να θυμηθούν, αν και αυτοί πλέον είναι φειδωλοί στις δηλώσεις τους. Γιατί ως γνωστόν, ο κουμαρτζής δεν μιλάει ποτέ για το παιχνίδι του και πάντα μιλάει για τις νίκες, αλλά όχι για τις ήττες του.

Άκυρο σε καζίνο

Είναι γεγονός ότι για μεγάλο μέρος του ανδρικού πληθυσμού της Βέροιας, την δεκαετία του 1980, ο τζόγος ήταν η μεγαλύτερη αδυναμία. Φρουτάκια, πόκα, ζάρια και ρίσκο γενικώς. Αρκεί να υπάρχει χρήμα. Τα καζίνο δεν ήταν και τόσο γνωστά. Οι παίκτες προτιμούσαν τα στέκια τους και να δούνες τις φάτσες που γνώριζαν και που εμπιστευόντουσαν. Σπάνια έπαιρναν το αυτοκίνητό τους και πήγαιναν στα Καζίνο της Θεσσαλονίκης και των Σκοπίων.

Ο κάμπος είχε τα λεφτά

Στο Βεροιώτικο κάμπο τη χρυσή δεκαετία του 1980 στήθηκαν τα πλουσιότερα καρέ. Στοίβες από πεντοχίλιαρα ως και στο τελευταίο χωριό. Η Πρωτοχρονιά διαρκούσε τουλάχιστον τρεις μέρες! Δεν είναι υπερβολή να αναφέρουμε πως στις λέσχες της Βέροιας καταστράφηκαν οικογένειες και σπίτια. Ειδικά στην πλατεία Ωρολογίου, γινόταν κάποτε προσκύνημα, κυρίως από... «κακομοίρηδες» που ακουμπούσαν ό,τι έβρισκαν. Συνήθως, συντάξεις, εφάπαξ, δανεικά και επιδοτήσεις.

Το λαϊκό άσμα που όλοι οι μόρτηδες είχαν για ύμνο

Το τραγούδι της εποχής ήταν ο «Πράσινος Μύλος». Μετά την μεγάλη χασούρα των παικτών, αυτό το άσμα ηχούσε σαν βάλσαμο στα αυτιά τους! «Μες στον πράσινο το μύλο, μου τα παίρναν ταχτικά, μα τους τα 'χω πάρει πίσω, από μια καλή ζαριά. Μάγκες μου, βάλτε μπρος πίσω πάτε, να σας τα πάρω για να ρεφάρω» βροντοφώναζαν οι Βεροιώτες και γούσταραν σε μια εποχή που πραγματικά θα μείνει αξέχαστη.

Οι κυριότερες ατάκες της εποχής ήταν:

  • «Ο τζόγος δεν έχει να κάνει με τα λεφτά... Ο τζόγος έχει να κάνει με το να μην αντιμετωπίζεις την πραγματικότητα και να αγνοείς τις πιθανότητες»
  • «Πρέπει να κάνεις μια επιλογή στη ζωή: Να είσαι τζογαδόρος ή κρουπιέρης».
  • «Αν δεν καταφέρεις να εντοπίσεις το κορόιδο του τραπεζιού στο πρώτο μισάωρο του παιχνιδιού, τότε ΕΣΥ είσαι το κορόιδο».
  • «Είναι ανήθικο να αφήσεις ένα κορόιδο να κρατήσει τα λεφτά σου».
  • «Ισοφαρίζω το ποντάρισμα. Γιατί αλλιώς δε θα σέβομαι τον εαυτό μου αύριο το πρωί».
  • «Μερικοί άνθρωποι γεννιούνται τυχεροί... Άλλοι τζογάρουν για να γίνουν».
  • «Ο καθένας έχει ένα χάρισμα. Το δικό σου είναι να κλέβεις την τύχη των άλλων».
  • «Και τ' ορφανό πορεύεται κι η χήρα κυβερνιέται».

Οι περιουσίες άλλαζαν χέρια μέσα σ' ένα δευτερόλεπτο

Δεν είναι υπερβολή να αναφέρουμε πως ολόκληρες περιουσίες άλλαζαν χέρια μέσα σ' ένα δευτερόλεπτο. Άνοιγε ο Βαλές και μισό εκατομμύριο ταξίδευε απέναντι. Αν άνοιγε η Ντάμα, το χαρτί θα πήγαινε αλλού. Έπεφταν εκατομμύρια στην τσόχα. Έβαζες «μάνα» ένα χιλιάρικο. Γίνονταν δύο. Τέσσερα. Οκτώ. Δεκάξι. Τριάντα δύο, εξήντα τέσσερα, εκατόν είκοσι οκτώ. Αλλά από την άλλη πλευρά, έσκαγαν τρία εφτάρια στο χέρι του αντιπάλου (παίρνει ότι λεφτά υπάρχουν στο τραπέζι) και έμενες «παγωτό»!

Μόνο η «γκανιότα» δεν έχανε ποτέ από τον τζόγο

'Ενα ξημέρωμα που έκατσαν οι μονομάχοι της νύχτας και προσπαθούσαν να συμφωνήσουν μεταξύ τους ποιος είχε χάσει και ποιος είχε κερδίσει. Εγώ έχασα τριάντα χιλιάρικα, έλεγε ο ένας, εγώ έχασα είκοσι, εγώ κέρδισα δέκα, εγώ κέρδισα είκοσι. Έλειπαν είκοσι χιλιάδες από το μέτρημα, άρα κάποιος έλεγε ψέματα, σκέφτονταν. Κοιτάχτηκαν με καχυποψία κι έφυγαν κουρασμένοι, δίχως κανένας τους να σκεφτεί πως αυτά που τους έλειπαν ήταν τα ποσοστά που έδιναν μετά από κάθε κερδισμένη παρτίδα στο μαγαζί -το δέκα τοις εκατό. Κάποιοι χάνανε, κάποιοι κερδίζανε, αλλά ο μόνος που πάντα κέρδιζε και ποτέ δεν έχανε ήταν το μαγαζί.

Πηγή: veriotis.gr

Την δεκαετία του 1980, ο τζόγος μεσουρανούσε στην Ημαθία, αλλά και γενικότερα σ' ολόκληρη την Ελλάδα. Σύμφωνα με το verotis.grχιλιάδες συμπολίτες μας, λάτρεις της θεάς τύχης, μαζευόντουσαν σε καφενεία και λέσχες, προκειμένου να δοκιμάσουν την τύχη τους ενόψει της νέας χρονιάς. Τυχερά παίγνια όπως χαρτιά, ζάρια, φρουτάκια και ρουλέτες, βρισκόντουσαν σ' όλα τα ανδρικά στέκια της Βέροιας. Το χρήμα έρεε άφθονο (εποχές ΠΑΣΟΚ άλλωστε με πολλές επιδοτήσεις και δάνεια) και η διάθεση για παιχνίδι ήταν μια από τις αγαπημένες συνήθειες, ειδικά την περίοδο των εορτών.

24ωρο παιχνίδι χωρίς σταματημό!

Μεγάλες μάχες γινόντουσαν επάνω στα τραπέζια, με τον κάθε παίκτη να έχει μπροστά του μια στίβα από χιλιάρικα, πεντοχίλιαρα και δεκαχίλιαρα. Τσιγάρο, ποτό, λαϊκή μουσική (κατά προτίμηση Βασίλης Καρράς και Άντζελα Δημητρίου) και τζόγος που κρατούσε πολλές φορές ακόμα και 24 ώρες, χωρίς διάλειμμα. Άντε το πολύ μια τουαλέτα και αυτό με γοργούς ρυθμούς!

Τα ρέστα μου και φύγαμε για τη «Βεροιώτισσα»

Μια ζαριά στα μπαρμπούτια, άξιζε μια ολόκληρη περιουσία και όσοι κέρδιζαν τα έτρωγαν την ίδια μέρα σε διάσημα μπουζουξίδικα της εποχής όπως για παράδειγμα η «Βεροιώτισσα», το «Τζιτζί ή στην «Αδυναμία». Τα λουλούδια και το σπάσιμο των πιάτων γέμιζαν τις πίστες, την ώρα που ο νικητής της τσόχας έστελνε αμέτρητα ποτήρια από σαμπάνιες στην τραγουδίστρια.

Τα βλέπω!

Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν μάρκες. Μόνο ο μπλέ Κολοκοτρώνης υπήρχε επάνω στο τραπέζι. Όσοι τα κέρδιζαν, τα έπαιρναν απλώνοντας αρχοντικά τα χέρια τους. Όσοι έχαναν, με κατεβασμένο το κεφάλι γυρνούσαν στο σπίτι και ήταν «αιχμάλωτοι» της γκρίνιας της γυναίκας τους.

Η γκρίνια της γυναίκας

«Πάλι χαρτιά έπαιξες; Πόσα έχασες; Που θα πάει αυτή η ιστορία; Μας έχεις καταστρέψει με τον τζόγο σου. Να σηκωθείς και να φύγεις από το σπίτι» ήταν οι πιο συνηθισμένες ατάκες των γυναικών, μόλις ο σύζυγος γυρνούσε απένταρος στο σπίτι, με συντροφιά μόνο ένα πακέτο Marlboro.

Σε ποιες περιοχές της Βέροιας γινόταν το κόλπο;

Σύμφωνα με το veriotis.gr τα καλύτερα στέκια της Βέροιας βρισκόντουσαν στην πλατεία Ωρολογίου, όπου μια ζαριά άξιζε ακόμα και ένα εκατομμύριο δραχμές, στον Προμηθέα, όπου οι παίκτες μαζευόντουσαν και έπαιζαν με τις ώρες «Θανάση» και τα πεντοχίλιαρα να πάνε και να έρχονται, στο κέντρο της πόλης, με τα φρουτάκια να αναβοσβήνουν και τους Βεροιώτες να περιμένουν με ανυπομονησία να βγούνε τα... τρία αστέρια, στην Καλλιθέα, με το που νύχτωνε οι μεγαλύτεροι μπερμάντηδες της περιοχής να παίζουν τα ρέστα τους, στην Σταδίου τα χαρτιά να τελειώνουν ακόμα και στις 11 το πρωί και στην Εληά, όπου μαζευόταν οι μεγαλύτερες παίκτες της Βέροιας.
Αλησμόνητες εποχές του τζόγου που μόνο οι παλιοί μπορούνε να θυμηθούν, αν και αυτοί πλέον είναι φειδωλοί στις δηλώσεις τους. Γιατί ως γνωστόν, ο κουμαρτζής δεν μιλάει ποτέ για το παιχνίδι του και πάντα μιλάει για τις νίκες, αλλά όχι για τις ήττες του.

Άκυρο σε καζίνο

Είναι γεγονός ότι για μεγάλο μέρος του ανδρικού πληθυσμού της Βέροιας, την δεκαετία του 1980, ο τζόγος ήταν η μεγαλύτερη αδυναμία. Φρουτάκια, πόκα, ζάρια και ρίσκο γενικώς. Αρκεί να υπάρχει χρήμα. Τα καζίνο δεν ήταν και τόσο γνωστά. Οι παίκτες προτιμούσαν τα στέκια τους και να δούνες τις φάτσες που γνώριζαν και που εμπιστευόντουσαν. Σπάνια έπαιρναν το αυτοκίνητό τους και πήγαιναν στα Καζίνο της Θεσσαλονίκης και των Σκοπίων.

Ο κάμπος είχε τα λεφτά

Στο Βεροιώτικο κάμπο τη χρυσή δεκαετία του 1980 στήθηκαν τα πλουσιότερα καρέ. Στοίβες από πεντοχίλιαρα ως και στο τελευταίο χωριό. Η Πρωτοχρονιά διαρκούσε τουλάχιστον τρεις μέρες! Δεν είναι υπερβολή να αναφέρουμε πως στις λέσχες της Βέροιας καταστράφηκαν οικογένειες και σπίτια. Ειδικά στην πλατεία Ωρολογίου, γινόταν κάποτε προσκύνημα, κυρίως από... «κακομοίρηδες» που ακουμπούσαν ό,τι έβρισκαν. Συνήθως, συντάξεις, εφάπαξ, δανεικά και επιδοτήσεις.

Το λαϊκό άσμα που όλοι οι μόρτηδες είχαν για ύμνο

Το τραγούδι της εποχής ήταν ο «Πράσινος Μύλος». Μετά την μεγάλη χασούρα των παικτών, αυτό το άσμα ηχούσε σαν βάλσαμο στα αυτιά τους! «Μες στον πράσινο το μύλο, μου τα παίρναν ταχτικά, μα τους τα 'χω πάρει πίσω, από μια καλή ζαριά. Μάγκες μου, βάλτε μπρος πίσω πάτε, να σας τα πάρω για να ρεφάρω» βροντοφώναζαν οι Βεροιώτες και γούσταραν σε μια εποχή που πραγματικά θα μείνει αξέχαστη.

Οι κυριότερες ατάκες της εποχής ήταν:

  • «Ο τζόγος δεν έχει να κάνει με τα λεφτά... Ο τζόγος έχει να κάνει με το να μην αντιμετωπίζεις την πραγματικότητα και να αγνοείς τις πιθανότητες»
  • «Πρέπει να κάνεις μια επιλογή στη ζωή: Να είσαι τζογαδόρος ή κρουπιέρης».
  • «Αν δεν καταφέρεις να εντοπίσεις το κορόιδο του τραπεζιού στο πρώτο μισάωρο του παιχνιδιού, τότε ΕΣΥ είσαι το κορόιδο».
  • «Είναι ανήθικο να αφήσεις ένα κορόιδο να κρατήσει τα λεφτά σου».
  • «Ισοφαρίζω το ποντάρισμα. Γιατί αλλιώς δε θα σέβομαι τον εαυτό μου αύριο το πρωί».
  • «Μερικοί άνθρωποι γεννιούνται τυχεροί... Άλλοι τζογάρουν για να γίνουν».
  • «Ο καθένας έχει ένα χάρισμα. Το δικό σου είναι να κλέβεις την τύχη των άλλων».
  • «Και τ' ορφανό πορεύεται κι η χήρα κυβερνιέται».

Οι περιουσίες άλλαζαν χέρια μέσα σ' ένα δευτερόλεπτο

Δεν είναι υπερβολή να αναφέρουμε πως ολόκληρες περιουσίες άλλαζαν χέρια μέσα σ' ένα δευτερόλεπτο. Άνοιγε ο Βαλές και μισό εκατομμύριο ταξίδευε απέναντι. Αν άνοιγε η Ντάμα, το χαρτί θα πήγαινε αλλού. Έπεφταν εκατομμύρια στην τσόχα. Έβαζες «μάνα» ένα χιλιάρικο. Γίνονταν δύο. Τέσσερα. Οκτώ. Δεκάξι. Τριάντα δύο, εξήντα τέσσερα, εκατόν είκοσι οκτώ. Αλλά από την άλλη πλευρά, έσκαγαν τρία εφτάρια στο χέρι του αντιπάλου (παίρνει ότι λεφτά υπάρχουν στο τραπέζι) και έμενες «παγωτό»!

Μόνο η «γκανιότα» δεν έχανε ποτέ από τον τζόγο

'Ενα ξημέρωμα που έκατσαν οι μονομάχοι της νύχτας και προσπαθούσαν να συμφωνήσουν μεταξύ τους ποιος είχε χάσει και ποιος είχε κερδίσει. Εγώ έχασα τριάντα χιλιάρικα, έλεγε ο ένας, εγώ έχασα είκοσι, εγώ κέρδισα δέκα, εγώ κέρδισα είκοσι. Έλειπαν είκοσι χιλιάδες από το μέτρημα, άρα κάποιος έλεγε ψέματα, σκέφτονταν. Κοιτάχτηκαν με καχυποψία κι έφυγαν κουρασμένοι, δίχως κανένας τους να σκεφτεί πως αυτά που τους έλειπαν ήταν τα ποσοστά που έδιναν μετά από κάθε κερδισμένη παρτίδα στο μαγαζί -το δέκα τοις εκατό. Κάποιοι χάνανε, κάποιοι κερδίζανε, αλλά ο μόνος που πάντα κέρδιζε και ποτέ δεν έχανε ήταν το μαγαζί.

Πηγή: veriotis.gr

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία