ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Οικονομική εξάρτηση και εθνική κυριαρχία

Για να μειωθεί η σημερινή «κακή» οικονομική εξάρτηση της Ελλάδας, θα πρέπει η κυβέρνηση να ανακτήσει την de facto και de jure κυριαρχία της χώρας, ώστε σταδιακά να ανακτήσει και την πλήρη εξωτερική κυριαρχία

 15/10/2019 07:00

Οικονομική εξάρτηση και εθνική κυριαρχία

Του Νίκου Χ. Βαρσακέλη

Καθηγητή στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, ΑΠΘ

Στα χρόνια της κρίσης ήταν, και ενδεχομένως ακόμη να είναι, διάχυτη η άποψη ότι η χώρα μας έχει χάσει την εθνική της κυριαρχία λόγω των μνημονίων, ενώ σύμφωνα με ορισμένους έχει μετατραπεί σε αποικία (χρέους). Θα προσπαθήσω λοιπόν να διαπραγματευτώ το θέμα του τίτλου, στηριζόμενος σε δύο επιστημονικά πεδία: των διεθνών σχέσεων, για το θέμα της κυριαρχίας, και των οικονομικών, για την οικονομική εξάρτηση.

Το άρθρο απαρτίζεται από δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος ορίζονται οι δυο έννοιες και αναλύεται συνοπτικά η μεταξύ τους συσχέτιση, σύμφωνα με τους οικονομολόγους. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζεται η εφαρμογή στην περίπτωση της Ελλάδας.

Εθνική κυριαρχία

Ο όρος εθνική κυριαρχία ή απλώς κυριαρχία (sovereignty) θεωρείται από τη βιβλιογραφία αρκετά προβληματικός και έχει προκαλέσει αρκετές συζητήσεις. Σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια φιλοσοφίας του πανεπιστημίου του Στάνφορντ, με τον όρο κυριαρχία (sovereignty) ορίζουμε «την υπέρτατη εξουσία μέσα σε μία περιοχή-χώρο».

Ο ορισμός αυτός περιέχει τρία σημαντικά στοιχεία:

Πρώτον, κυριαρχία σημαίνει εξουσία. Σύμφωνα με τον Wolf (1990) «εξουσία είναι το δικαίωμα να διατάζεις σε συσχέτιση το δικαίωμα να υπακούγεσαι». Στη λέξη δικαίωμα (right) φωλιάζει η έννοια της νομιμότητας (legitimacy).

Δεύτερον, ο όρος κυριαρχία αναφέρεται στην υπέρτατη εξουσία και όχι απλά σε μία οιαδήποτε εξουσία, όπως, π.χ. τοπική αυτοδιοίκηση. Ο κάτοχος της κυριαρχίας είναι ανώτερος από όλες τις υπόλοιπες εξουσίες, οι οποίες βρίσκονται υπ’ αυτόν.

Τρίτον, η κυριαρχία ασκείται στο χώρο. Με τον όρο χώρο στις μέρες μας εννοούμε τα φυσικά σύνορα ενός κράτους.

Η εξουσία μπορεί να ειδωθεί μέσα από τρεις διαστάσεις:

-Ποιος είναι ο κάτοχος της εξουσίας, π.χ. μονάρχης, κυβέρνηση, ανώτατο δικαστήριο.

-Η απολυτότητα της κυριαρχίας. Η κυριαρχία μπορεί να είναι απόλυτη ή μη απόλυτη. Απόλυτη είναι η κυριαρχία που εκτείνεται σε ΟΛΑ τα θέματα που ανακύπτουν μέσα στο χώρο, χωρίς καμία προϋπόθεση. Όμως μπορεί μια εξουσία να ασκεί κυριαρχία σε ορισμένα θέματα που ανακύπτουν σε έναν χώρο αλλά όχι σε όλα.

-Οι εξωτερικές και εσωτερικές διαστάσεις της κυριαρχίας. Εσωτερική κυριαρχία ορίζεται η σχέση μεταξύ της δύναμης της κυριαρχίας (sovereign power) και των υποκειμένων αυτής. Εξωτερική κυριαρχία είναι η αναγνώριση από όλα τα υπόλοιπα κράτη ότι το κράτος ισότιμα διαθέτει την εσωτερική κυριαρχία. Δηλαδή, όλα τα κράτη είναι ισότιμα. Η εξωτερική κυριαρχία έχει τις ρίζες της στη Συνθήκη της Βεστφαλίας του 1648. Μεταπολεμικά, και κυρίως λόγω του ναζιστικού καθεστώτος, ξεκίνησε μια συζήτηση, τόσο στην ακαδημαϊκή όσο και στην πολιτική κοινότητα, ως προς το κατά πόσο η κυβέρνηση ενός κράτους έχει απεριόριστη εξουσία πάνω στους πολίτες του (εσωτερική κυριαρχία) όταν ασκώντας την εξουσία της επιβαρύνει τους πολίτες της. Παράδειγμα, η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε ορισμένες χώρες.

Τέλος, με τον όρο de jure κυριαρχία ορίζεται το θεωρητικό δικαίωμα να ασκείται ο έλεγχος πάνω στα υποκείμενα του κράτους, ενώ ο όρος de facto κυριαρχία αναφέρεται στο κατά πόσο ο έλεγχος αυτός πραγματικά μπορεί να επιβληθεί. Δηλαδή:

-Η κυβερνητική εξουσία διαθέτει την απαραίτητη δύναμη να κάνει τους πολίτες να υπακούσουν σε αυτήν;

-Τα υποκείμενα της κυβερνητικής δύναμης έχουν τη συνήθεια να υπακούν σε αυτήν;

Οικονομική εξάρτηση

Μία εθνική οικονομία έχει δύο επιλογές:

-είτε να μείνει κλειστή χωρίς οικονομικές επαφές με τον υπόλοιπο κόσμο, όπως, για παράδειγμα, η Αλβανία επί καθεστώτος Εμβέρ Χότζα ή η Βόρεια Κορέα επί δυναστείας Κιμ.

-είτε να ανοίξει τα οικονομικά της σύνορα προς τον υπόλοιπο κόσμο.

Το άνοιγμα των οικονομικών συνόρων αφορά:

-Το διεθνές εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών και

-Τις κινήσεις βραχυπροθέσμων και μακροπροθέσμων κεφαλαίων.

Η ένταξη μιας χώρας στο διεθνές εμπόριο, όπως μας λέει η οικονομική θεωρία και εμπειρία, θα οδηγήσει αναγκαστικά στην ανακατανομή των παραγωγικών δραστηριοτήτων. Έτσι, προϊόντα και υπηρεσίες χαμηλής ποιότητας και υψηλού κόστους θα σταματήσουν να παράγονται και θα εισάγονται, ενώ θα γίνει ανακατανομή των παραγωγικών πόρων προς προϊόντα και υπηρεσίες που παράγει καλύτερα σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, δηλαδή, εκεί που διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα.

Με την έναρξη λοιπόν του διεθνούς εμπορίου ξεκινά και η οικονομική εξάρτηση από τον υπόλοιπο κόσμο. Ορισμένα προϊόντα και υπηρεσίες που είναι απαραίτητα στους πολίτες της χώρας εισάγονται, ενώ οι εξαγωγές της χώρας, που συνεισφέρουν εισόδημα, εξαρτώνται από τη διάθεση των πολιτών άλλων χωρών να τα αγοράσουν.

Δύο επισημάνσεις: α) Ο όρος «οικονομική εξάρτηση» στην οικονομική επιστήμη αναφέρεται σε μία συγκεκριμένη θεωρία της δεκαετίας του 1960 και 1970, που στηρίχθηκε στη θέση των Prebish and Singer ότι οι φτωχές υποανάπτυκτες οικονομίες είναι καταδικασμένες να εξάγουν πρώτες ύλες και αγροτικά προϊόντα στις βιομηχανικές χώρες της Δύσης και να εισάγουν από αυτές βιομηχανικά προϊόντα και προϊόντα υψηλής τεχνολογίας. 

Η θέση αυτή, η οποία στηρίζεται στη θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος, που ανάφερα παραπάνω, θεωρεί το συγκριτικό πλεονέκτημα στατικό. Όμως το συγκριτικό πλεονέκτημα μπορεί να προκύψει είτε από την ιδία τη φύση και συνεπώς είναι στατικό, αλλά μπορεί να πηγάζει και από την ανθρώπινη δημιουργία, δηλαδή να είναι ανθρωπογενές, π.χ. η τεχνολογία, γνώση. Βλέπουμε, λοιπόν, χώρες, οι οποίες, σύμφωνα με τη θεωρία της οικονομικής εξάρτησης, θα έπρεπε σήμερα να εξάγουν μόνο πρώτες ύλες και γεωργικά προϊόντα, να βρίσκονται στην πρωτοπορία της καινοτομίας και της τεχνολογίας, όπως, για παράδειγμα, η Ν. Κορέα. 

β) Η οικονομική θεωρία και η εμπειρική έρευνα θεωρούν ότι η διεθνοποίηση της οικονομίας συνεισφέρει σημαντικά στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών μιας χώρας και στη σύγκλιση των υπό ανάπτυξη οικονομιών με τις αναπτυγμένες. Μέσω του διεθνούς εμπορίου η χώρα κάνει καλύτερη χρήση των παραγωγικών της πόρων, διότι παράγει προϊόντα και υπηρεσίες, στην παραγωγή των οποίων έχει συγκριτικό πλεονέκτημα και σταματά την παραγωγή των αγαθών και υπηρεσιών, στα οποία μειονεκτεί, δηλαδή, την παραγωγή προϊόντων στα οποία γίνεται σπατάλη πόρων. Συνεπώς, η αποδοτικότητα των πόρων αυξάνει και κατά συνέπεια αυξάνει το εισόδημα και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών της χώρας.

Παράλληλα, η χώρα έχει πρόσβαση στους διεθνείς χρηματοοικονομικούς πόρους, συμπληρώνοντας με αυτόν τον τρόπο την εθνική αποταμίευση και βοηθώντας στη δημιουργία επενδύσεων και μελλοντικού εισοδήματος.

Όταν, λοιπόν, αναφερόμαστε στον όρο οικονομική εξάρτηση, θα πρέπει να τον χρησιμοποιούμε με την έννοια της αλληλεξάρτησης από τον υπόλοιπο κόσμο μέσω του διεθνούς εμπορίου και αγορών κεφαλαίου. Όχι με την έννοια της οικονομικής εξάρτησης όπως την εννοεί η συγκεκριμένη προσέγγιση της οικονομικής θεωρίας, που αναφέρθηκε παραπάνω.

Οικονομική αλληλεξάρτηση και κυριαρχία

Από τη στιγμή που μια χώρα αποφασίζει να ενταχθεί στο διεθνές οικονομικό σύστημα και να ανοίξει τα οικονομικά σύνορά της, υφίσταται περιορισμό στην άσκηση της κυριαρχίας. Ο περιορισμός αυτός αναφέρεται στην εξουσία που διαθέτει μια κυβέρνηση να ασκεί οικονομική, κοινωνική, εισοδηματική πολιτική. Ειδικότερα:

-Το συγκριτικό πλεονέκτημα καθορίζει τι θα παραχθεί στη χώρα και όχι η εξουσία, ασκώντας το δικαίωμα της κυριαρχίας, όπως είδαμε παραπάνω.

-Η άσκηση της εξουσίας ως προς τη διαχείριση των πόρων, πλουτοπαραγωγικών και χρηματοοικονομικών, πρέπει πλέον να ακολουθεί τους κανόνες του διεθνούς παιχνιδιού. Σε αντίθετη περίπτωση, λόγω της κινητικότητας των κεφαλαίων, θα υπάρξει φυγή μακροπρόθεσμων κεφαλαίων, μείωση της παραγωγικής ικανότητας της χώρας και χειροτέρευση του βιοτικού επίπεδου των πολιτών.

-Για τη διευκόλυνση της διεθνοποίησης των οικονομιών και την επιβολή κοινών κανόνων έχουν δημιουργεί υπερεθνικοί οργανισμοί, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός, το Διεθνές Γραφείο Εργασίας κ.ά., στους οποίους τα κράτη έχουν εκχωρήσει μέρος της κυριαρχίας τους, δηλαδή το δικαίωμα άσκησης εξουσίας μέσω της οικονομικής πολιτικής και της νομοθεσίας. Όμως οφείλουμε να σημειώσουμε ότι οι κανόνες αυτοί δεν ασκούνται αυτοδικαίως, αλλά εντάσσονται στο εθνικό δίκαιο. Όσον αφορά το σημαντικότερο θεσμό μεταβίβασης κυριαρχίας, την Ε.Ε., δεν χρειάζεται να αναφερθούμε αναλυτικότερα.

Συνεπώς, στις μέρες μας, οι κυβερνήσεις των κρατών, λόγω της ένταξης στο διεθνές οικονομικό σύστημα και στους διεθνείς οργανισμούς, ασκούν όχι απόλυτη κυριαρχία αλλά μερική. Άρα στο άρρητα διατυπωμένο ερώτημα του τίτλου φαίνεται η συσχέτιση να είναι μονοσήμαντη: η οικονομική εξάρτηση οδηγεί σε μείωση της κυριαρχίας. Βεβαίως, το ερώτημα που εξακολουθεί να παραμένει είναι κατά πόσο συνεισφέρει περισσότερο στο βιοτικό επίπεδο των πολιτών της χώρας η απόλυτη κυριαρχία με ταυτόχρονη αποκοπή από το διεθνές οικονομικό σύστημα σε σχέση με τη διεθνοποίηση της οικονομίας και τη μη απόλυτη κυριαρχία των κυβερνήσεων.

Η οικονομική επιστήμη είναι κοινωνική επιστήμη και συνεπώς δεν διαθέτει το πλεονέκτημα του πειράματος για τον έλεγχο μίας θεωρίας. Όμως, η ιστορία μάς βοηθά, διότι σε ορισμένες περιόδους κάνει η ίδια «κοινωνικά πειράματα». Για τους οικονομολόγους το σημαντικότερο σύγχρονο κοινωνικό πείραμα, με την έννοια ότι όλοι οι άλλοι παράγοντες είναι ελεγχόμενοι, αποτελεί η περίπτωση της Β. Κορέας και της Ν. Κορέας.

Η ελληνική περίπτωση

Συνήθως, τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει μία χώρα οφείλονται στη λανθασμένη άσκηση της κυριαρχίας εκ μέρους των κυβερνήσεών της. Οι κυβερνήσεις, χρησιμοποιώντας το δικαίωμα εξουσίας, νομοθετούν και επιβάλλουν πολιτικές που αντιβαίνουν στους κανόνες του παιχνιδιού και συγκεκριμένα του καπιταλισμού. Σημειώνω ότι από τη στιγμή που μία χώρα εντάσσεται στο καπιταλιστικό σύστημα, θα πρέπει να ακολουθεί τους βασικούς τουλάχιστον κανόνες, όπως αυτοί περιγράφονται από την οικονομική επιστήμη.

Οι ελληνικές κυβερνήσεις, ασκώντας την εσωτερική κυριαρχία, κυρίως από τη χούντα και μετά, εφάρμοσαν οικονομικές πολιτικές που σε ορισμένες περιπτώσεις αντέβαιναν προς την αρχή του συγκριτικού πλεονεκτήματος, είτε στατικού είτε δυναμικού. Η επιλογή αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι οι κυβερνήσεις της χώρας εκχώρησαν, εθελοντικά ή όχι δεν έχει σημασία, μέρος της de facto εξουσίας τους σε οργανωμένες, και μη, ομάδες συμφερόντων όπως συνδικάτα, επιχειρηματικοί όμιλοι κτλ. Αυτές οι καταστροφικές πολιτικές οδήγησαν από νωρίς σε μείωση της παραγωγικής ικανότητας της χώρας, η οποία θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων. Προκειμένου όμως να μην υποστούν οι πολίτες, βραχυχρόνια - άμεσα τις συνέπειες των επιλογών αυτών, και υπό την πίεση των ομάδων συμφερόντων, οι κυβερνήσεις επέλεξαν τη στήριξη του βιοτικού επιπέδου μέσω δανεισμού.

Η συνεχής όμως διόγκωση του δημοσίου χρέους δείχνει ότι οι κυβερνήσεις της χώρας, ενώ ασκούσαν εξουσία - κυριαρχία, οδήγησαν τη χώρα σε μία άλλου είδους οικονομική εξάρτηση. Ex post, διαπιστώνουμε ότι η άσκηση της κυριαρχίας από τις ελληνικές κυβερνήσεις οδήγησε σε μεγαλύτερη από τη φυσιολογική οικονομική εξάρτηση από τις αγορές κεφαλαίου. Η διαρκώς αυξανομένη εξάρτηση του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων από τις διαθέσεις της διεθνούς κεφαλαιαγοράς αναπόφευκτα θα οδηγούσε στο όριο, δηλαδή, στο σημείο πάνω από το οποίο το κόστος διατήρησης της οικονομικής εξάρτησης ξεπερνά τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας.

Η ένταξη στο μηχανισμό των μνημονίων με τη συνεχή παρακολούθηση εκ μέρους της τρόικας σημαίνει ότι η Ελλάδα είχε πρόβλημα εξωτερικής κυριαρχίας (external sovereignty). Η τρόικα θεώρησε ότι οι κυβερνήσεις της χώρας, ενώ τυπικά διέθεταν την de jure εξουσία, είχαν υποστεί μείωση της δυνατότητας άσκησης της de facto κυριαρχίας από ομάδες συμφερόντων. Επομένως, σύμφωνα με την τρόικα, η ελληνική εξουσία δεν μπορούσε να διεκπεραιώσει ορθά τα δικαιώματα που πηγάζουν από την κυριαρχία, ασκώντας την καλύτερη οικονομική πολιτική για την αποτροπή της οικονομικής κατάρρευσης, δεν διέθετε τη δύναμη να επιβάλει τις αναγκαίες πολιτικές για την αποφυγή της χρεοκοπίας, πέραν αυτών που καθορίζονται από τη συμμετοχή της χώρας στους υπερεθνικούς οργανισμούς. Η τρόικα λοιπόν καθόρισε εξωγενώς την πολιτική και τη νομοθεσία.

Συνεπώς στο ερώτημα του τίτλου είναι ο περιορισμός της de facto εσωτερικής κυριαρχίας από ομάδες συμφερόντων, που οδήγησε στην ακραία οικονομική εξάρτηση της χώρας από τις κεφαλαιαγορές. Αυτή η ακραία οικονομική εξάρτηση από τις κεφαλαιαγορές είχε ως τελική συνέπεια τη μείωση της εξωτερικής κυριαρχίας στην περίοδο των μνημονίων. Είναι όμως μόνιμη αυτή μείωση; Η απάντηση είναι ασφαλώς όχι. Όπως είδαμε παραπάνω, ένα κράτος έχει πλήρη εξωτερική κυριαρχία όταν είναι ο μοναδικός νομοθέτης των νόμων που εφαρμόζονται στη χώρα. Καθώς η εξωτερική κυριαρχία είναι διαιρετή, μπορεί ένα κράτος να διαθέτει τη δύναμη να νομοθετεί για ορισμένα θέματα και όχι για άλλα, αναγνωρίζοντας, όμως, ταυτόχρονα, ότι η υπέρτατη κυριαρχία (ultimate) εξαρτάται από το εάν το θελήσουν, μπορούν να αξιώσουν την εξουσία να νομοθετήσουν για θέματα που προς στιγμήν ασκείται από άλλους.

Από όσα ανέφερα παραπάνω προκύπτει ότι για να μειωθεί η σημερινή «κακή» οικονομική εξάρτηση (που μάλλον μοιάζει με την εξάρτηση των εξαρτημένων ατόμων-addicted), θα πρέπει η κυβέρνηση της χώρας να ανακτήσει την de facto και de jure κυριαρχία της χώρας, ώστε σταδιακά να ανακτήσει και την πλήρη εξωτερική κυριαρχία. Μπορεί;

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 13 Οκτωβρίου 2019

Του Νίκου Χ. Βαρσακέλη

Καθηγητή στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, ΑΠΘ

Στα χρόνια της κρίσης ήταν, και ενδεχομένως ακόμη να είναι, διάχυτη η άποψη ότι η χώρα μας έχει χάσει την εθνική της κυριαρχία λόγω των μνημονίων, ενώ σύμφωνα με ορισμένους έχει μετατραπεί σε αποικία (χρέους). Θα προσπαθήσω λοιπόν να διαπραγματευτώ το θέμα του τίτλου, στηριζόμενος σε δύο επιστημονικά πεδία: των διεθνών σχέσεων, για το θέμα της κυριαρχίας, και των οικονομικών, για την οικονομική εξάρτηση.

Το άρθρο απαρτίζεται από δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος ορίζονται οι δυο έννοιες και αναλύεται συνοπτικά η μεταξύ τους συσχέτιση, σύμφωνα με τους οικονομολόγους. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζεται η εφαρμογή στην περίπτωση της Ελλάδας.

Εθνική κυριαρχία

Ο όρος εθνική κυριαρχία ή απλώς κυριαρχία (sovereignty) θεωρείται από τη βιβλιογραφία αρκετά προβληματικός και έχει προκαλέσει αρκετές συζητήσεις. Σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια φιλοσοφίας του πανεπιστημίου του Στάνφορντ, με τον όρο κυριαρχία (sovereignty) ορίζουμε «την υπέρτατη εξουσία μέσα σε μία περιοχή-χώρο».

Ο ορισμός αυτός περιέχει τρία σημαντικά στοιχεία:

Πρώτον, κυριαρχία σημαίνει εξουσία. Σύμφωνα με τον Wolf (1990) «εξουσία είναι το δικαίωμα να διατάζεις σε συσχέτιση το δικαίωμα να υπακούγεσαι». Στη λέξη δικαίωμα (right) φωλιάζει η έννοια της νομιμότητας (legitimacy).

Δεύτερον, ο όρος κυριαρχία αναφέρεται στην υπέρτατη εξουσία και όχι απλά σε μία οιαδήποτε εξουσία, όπως, π.χ. τοπική αυτοδιοίκηση. Ο κάτοχος της κυριαρχίας είναι ανώτερος από όλες τις υπόλοιπες εξουσίες, οι οποίες βρίσκονται υπ’ αυτόν.

Τρίτον, η κυριαρχία ασκείται στο χώρο. Με τον όρο χώρο στις μέρες μας εννοούμε τα φυσικά σύνορα ενός κράτους.

Η εξουσία μπορεί να ειδωθεί μέσα από τρεις διαστάσεις:

-Ποιος είναι ο κάτοχος της εξουσίας, π.χ. μονάρχης, κυβέρνηση, ανώτατο δικαστήριο.

-Η απολυτότητα της κυριαρχίας. Η κυριαρχία μπορεί να είναι απόλυτη ή μη απόλυτη. Απόλυτη είναι η κυριαρχία που εκτείνεται σε ΟΛΑ τα θέματα που ανακύπτουν μέσα στο χώρο, χωρίς καμία προϋπόθεση. Όμως μπορεί μια εξουσία να ασκεί κυριαρχία σε ορισμένα θέματα που ανακύπτουν σε έναν χώρο αλλά όχι σε όλα.

-Οι εξωτερικές και εσωτερικές διαστάσεις της κυριαρχίας. Εσωτερική κυριαρχία ορίζεται η σχέση μεταξύ της δύναμης της κυριαρχίας (sovereign power) και των υποκειμένων αυτής. Εξωτερική κυριαρχία είναι η αναγνώριση από όλα τα υπόλοιπα κράτη ότι το κράτος ισότιμα διαθέτει την εσωτερική κυριαρχία. Δηλαδή, όλα τα κράτη είναι ισότιμα. Η εξωτερική κυριαρχία έχει τις ρίζες της στη Συνθήκη της Βεστφαλίας του 1648. Μεταπολεμικά, και κυρίως λόγω του ναζιστικού καθεστώτος, ξεκίνησε μια συζήτηση, τόσο στην ακαδημαϊκή όσο και στην πολιτική κοινότητα, ως προς το κατά πόσο η κυβέρνηση ενός κράτους έχει απεριόριστη εξουσία πάνω στους πολίτες του (εσωτερική κυριαρχία) όταν ασκώντας την εξουσία της επιβαρύνει τους πολίτες της. Παράδειγμα, η παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε ορισμένες χώρες.

Τέλος, με τον όρο de jure κυριαρχία ορίζεται το θεωρητικό δικαίωμα να ασκείται ο έλεγχος πάνω στα υποκείμενα του κράτους, ενώ ο όρος de facto κυριαρχία αναφέρεται στο κατά πόσο ο έλεγχος αυτός πραγματικά μπορεί να επιβληθεί. Δηλαδή:

-Η κυβερνητική εξουσία διαθέτει την απαραίτητη δύναμη να κάνει τους πολίτες να υπακούσουν σε αυτήν;

-Τα υποκείμενα της κυβερνητικής δύναμης έχουν τη συνήθεια να υπακούν σε αυτήν;

Οικονομική εξάρτηση

Μία εθνική οικονομία έχει δύο επιλογές:

-είτε να μείνει κλειστή χωρίς οικονομικές επαφές με τον υπόλοιπο κόσμο, όπως, για παράδειγμα, η Αλβανία επί καθεστώτος Εμβέρ Χότζα ή η Βόρεια Κορέα επί δυναστείας Κιμ.

-είτε να ανοίξει τα οικονομικά της σύνορα προς τον υπόλοιπο κόσμο.

Το άνοιγμα των οικονομικών συνόρων αφορά:

-Το διεθνές εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών και

-Τις κινήσεις βραχυπροθέσμων και μακροπροθέσμων κεφαλαίων.

Η ένταξη μιας χώρας στο διεθνές εμπόριο, όπως μας λέει η οικονομική θεωρία και εμπειρία, θα οδηγήσει αναγκαστικά στην ανακατανομή των παραγωγικών δραστηριοτήτων. Έτσι, προϊόντα και υπηρεσίες χαμηλής ποιότητας και υψηλού κόστους θα σταματήσουν να παράγονται και θα εισάγονται, ενώ θα γίνει ανακατανομή των παραγωγικών πόρων προς προϊόντα και υπηρεσίες που παράγει καλύτερα σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, δηλαδή, εκεί που διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα.

Με την έναρξη λοιπόν του διεθνούς εμπορίου ξεκινά και η οικονομική εξάρτηση από τον υπόλοιπο κόσμο. Ορισμένα προϊόντα και υπηρεσίες που είναι απαραίτητα στους πολίτες της χώρας εισάγονται, ενώ οι εξαγωγές της χώρας, που συνεισφέρουν εισόδημα, εξαρτώνται από τη διάθεση των πολιτών άλλων χωρών να τα αγοράσουν.

Δύο επισημάνσεις: α) Ο όρος «οικονομική εξάρτηση» στην οικονομική επιστήμη αναφέρεται σε μία συγκεκριμένη θεωρία της δεκαετίας του 1960 και 1970, που στηρίχθηκε στη θέση των Prebish and Singer ότι οι φτωχές υποανάπτυκτες οικονομίες είναι καταδικασμένες να εξάγουν πρώτες ύλες και αγροτικά προϊόντα στις βιομηχανικές χώρες της Δύσης και να εισάγουν από αυτές βιομηχανικά προϊόντα και προϊόντα υψηλής τεχνολογίας. 

Η θέση αυτή, η οποία στηρίζεται στη θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος, που ανάφερα παραπάνω, θεωρεί το συγκριτικό πλεονέκτημα στατικό. Όμως το συγκριτικό πλεονέκτημα μπορεί να προκύψει είτε από την ιδία τη φύση και συνεπώς είναι στατικό, αλλά μπορεί να πηγάζει και από την ανθρώπινη δημιουργία, δηλαδή να είναι ανθρωπογενές, π.χ. η τεχνολογία, γνώση. Βλέπουμε, λοιπόν, χώρες, οι οποίες, σύμφωνα με τη θεωρία της οικονομικής εξάρτησης, θα έπρεπε σήμερα να εξάγουν μόνο πρώτες ύλες και γεωργικά προϊόντα, να βρίσκονται στην πρωτοπορία της καινοτομίας και της τεχνολογίας, όπως, για παράδειγμα, η Ν. Κορέα. 

β) Η οικονομική θεωρία και η εμπειρική έρευνα θεωρούν ότι η διεθνοποίηση της οικονομίας συνεισφέρει σημαντικά στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών μιας χώρας και στη σύγκλιση των υπό ανάπτυξη οικονομιών με τις αναπτυγμένες. Μέσω του διεθνούς εμπορίου η χώρα κάνει καλύτερη χρήση των παραγωγικών της πόρων, διότι παράγει προϊόντα και υπηρεσίες, στην παραγωγή των οποίων έχει συγκριτικό πλεονέκτημα και σταματά την παραγωγή των αγαθών και υπηρεσιών, στα οποία μειονεκτεί, δηλαδή, την παραγωγή προϊόντων στα οποία γίνεται σπατάλη πόρων. Συνεπώς, η αποδοτικότητα των πόρων αυξάνει και κατά συνέπεια αυξάνει το εισόδημα και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών της χώρας.

Παράλληλα, η χώρα έχει πρόσβαση στους διεθνείς χρηματοοικονομικούς πόρους, συμπληρώνοντας με αυτόν τον τρόπο την εθνική αποταμίευση και βοηθώντας στη δημιουργία επενδύσεων και μελλοντικού εισοδήματος.

Όταν, λοιπόν, αναφερόμαστε στον όρο οικονομική εξάρτηση, θα πρέπει να τον χρησιμοποιούμε με την έννοια της αλληλεξάρτησης από τον υπόλοιπο κόσμο μέσω του διεθνούς εμπορίου και αγορών κεφαλαίου. Όχι με την έννοια της οικονομικής εξάρτησης όπως την εννοεί η συγκεκριμένη προσέγγιση της οικονομικής θεωρίας, που αναφέρθηκε παραπάνω.

Οικονομική αλληλεξάρτηση και κυριαρχία

Από τη στιγμή που μια χώρα αποφασίζει να ενταχθεί στο διεθνές οικονομικό σύστημα και να ανοίξει τα οικονομικά σύνορά της, υφίσταται περιορισμό στην άσκηση της κυριαρχίας. Ο περιορισμός αυτός αναφέρεται στην εξουσία που διαθέτει μια κυβέρνηση να ασκεί οικονομική, κοινωνική, εισοδηματική πολιτική. Ειδικότερα:

-Το συγκριτικό πλεονέκτημα καθορίζει τι θα παραχθεί στη χώρα και όχι η εξουσία, ασκώντας το δικαίωμα της κυριαρχίας, όπως είδαμε παραπάνω.

-Η άσκηση της εξουσίας ως προς τη διαχείριση των πόρων, πλουτοπαραγωγικών και χρηματοοικονομικών, πρέπει πλέον να ακολουθεί τους κανόνες του διεθνούς παιχνιδιού. Σε αντίθετη περίπτωση, λόγω της κινητικότητας των κεφαλαίων, θα υπάρξει φυγή μακροπρόθεσμων κεφαλαίων, μείωση της παραγωγικής ικανότητας της χώρας και χειροτέρευση του βιοτικού επίπεδου των πολιτών.

-Για τη διευκόλυνση της διεθνοποίησης των οικονομιών και την επιβολή κοινών κανόνων έχουν δημιουργεί υπερεθνικοί οργανισμοί, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός, το Διεθνές Γραφείο Εργασίας κ.ά., στους οποίους τα κράτη έχουν εκχωρήσει μέρος της κυριαρχίας τους, δηλαδή το δικαίωμα άσκησης εξουσίας μέσω της οικονομικής πολιτικής και της νομοθεσίας. Όμως οφείλουμε να σημειώσουμε ότι οι κανόνες αυτοί δεν ασκούνται αυτοδικαίως, αλλά εντάσσονται στο εθνικό δίκαιο. Όσον αφορά το σημαντικότερο θεσμό μεταβίβασης κυριαρχίας, την Ε.Ε., δεν χρειάζεται να αναφερθούμε αναλυτικότερα.

Συνεπώς, στις μέρες μας, οι κυβερνήσεις των κρατών, λόγω της ένταξης στο διεθνές οικονομικό σύστημα και στους διεθνείς οργανισμούς, ασκούν όχι απόλυτη κυριαρχία αλλά μερική. Άρα στο άρρητα διατυπωμένο ερώτημα του τίτλου φαίνεται η συσχέτιση να είναι μονοσήμαντη: η οικονομική εξάρτηση οδηγεί σε μείωση της κυριαρχίας. Βεβαίως, το ερώτημα που εξακολουθεί να παραμένει είναι κατά πόσο συνεισφέρει περισσότερο στο βιοτικό επίπεδο των πολιτών της χώρας η απόλυτη κυριαρχία με ταυτόχρονη αποκοπή από το διεθνές οικονομικό σύστημα σε σχέση με τη διεθνοποίηση της οικονομίας και τη μη απόλυτη κυριαρχία των κυβερνήσεων.

Η οικονομική επιστήμη είναι κοινωνική επιστήμη και συνεπώς δεν διαθέτει το πλεονέκτημα του πειράματος για τον έλεγχο μίας θεωρίας. Όμως, η ιστορία μάς βοηθά, διότι σε ορισμένες περιόδους κάνει η ίδια «κοινωνικά πειράματα». Για τους οικονομολόγους το σημαντικότερο σύγχρονο κοινωνικό πείραμα, με την έννοια ότι όλοι οι άλλοι παράγοντες είναι ελεγχόμενοι, αποτελεί η περίπτωση της Β. Κορέας και της Ν. Κορέας.

Η ελληνική περίπτωση

Συνήθως, τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει μία χώρα οφείλονται στη λανθασμένη άσκηση της κυριαρχίας εκ μέρους των κυβερνήσεών της. Οι κυβερνήσεις, χρησιμοποιώντας το δικαίωμα εξουσίας, νομοθετούν και επιβάλλουν πολιτικές που αντιβαίνουν στους κανόνες του παιχνιδιού και συγκεκριμένα του καπιταλισμού. Σημειώνω ότι από τη στιγμή που μία χώρα εντάσσεται στο καπιταλιστικό σύστημα, θα πρέπει να ακολουθεί τους βασικούς τουλάχιστον κανόνες, όπως αυτοί περιγράφονται από την οικονομική επιστήμη.

Οι ελληνικές κυβερνήσεις, ασκώντας την εσωτερική κυριαρχία, κυρίως από τη χούντα και μετά, εφάρμοσαν οικονομικές πολιτικές που σε ορισμένες περιπτώσεις αντέβαιναν προς την αρχή του συγκριτικού πλεονεκτήματος, είτε στατικού είτε δυναμικού. Η επιλογή αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι οι κυβερνήσεις της χώρας εκχώρησαν, εθελοντικά ή όχι δεν έχει σημασία, μέρος της de facto εξουσίας τους σε οργανωμένες, και μη, ομάδες συμφερόντων όπως συνδικάτα, επιχειρηματικοί όμιλοι κτλ. Αυτές οι καταστροφικές πολιτικές οδήγησαν από νωρίς σε μείωση της παραγωγικής ικανότητας της χώρας, η οποία θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων. Προκειμένου όμως να μην υποστούν οι πολίτες, βραχυχρόνια - άμεσα τις συνέπειες των επιλογών αυτών, και υπό την πίεση των ομάδων συμφερόντων, οι κυβερνήσεις επέλεξαν τη στήριξη του βιοτικού επιπέδου μέσω δανεισμού.

Η συνεχής όμως διόγκωση του δημοσίου χρέους δείχνει ότι οι κυβερνήσεις της χώρας, ενώ ασκούσαν εξουσία - κυριαρχία, οδήγησαν τη χώρα σε μία άλλου είδους οικονομική εξάρτηση. Ex post, διαπιστώνουμε ότι η άσκηση της κυριαρχίας από τις ελληνικές κυβερνήσεις οδήγησε σε μεγαλύτερη από τη φυσιολογική οικονομική εξάρτηση από τις αγορές κεφαλαίου. Η διαρκώς αυξανομένη εξάρτηση του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων από τις διαθέσεις της διεθνούς κεφαλαιαγοράς αναπόφευκτα θα οδηγούσε στο όριο, δηλαδή, στο σημείο πάνω από το οποίο το κόστος διατήρησης της οικονομικής εξάρτησης ξεπερνά τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας.

Η ένταξη στο μηχανισμό των μνημονίων με τη συνεχή παρακολούθηση εκ μέρους της τρόικας σημαίνει ότι η Ελλάδα είχε πρόβλημα εξωτερικής κυριαρχίας (external sovereignty). Η τρόικα θεώρησε ότι οι κυβερνήσεις της χώρας, ενώ τυπικά διέθεταν την de jure εξουσία, είχαν υποστεί μείωση της δυνατότητας άσκησης της de facto κυριαρχίας από ομάδες συμφερόντων. Επομένως, σύμφωνα με την τρόικα, η ελληνική εξουσία δεν μπορούσε να διεκπεραιώσει ορθά τα δικαιώματα που πηγάζουν από την κυριαρχία, ασκώντας την καλύτερη οικονομική πολιτική για την αποτροπή της οικονομικής κατάρρευσης, δεν διέθετε τη δύναμη να επιβάλει τις αναγκαίες πολιτικές για την αποφυγή της χρεοκοπίας, πέραν αυτών που καθορίζονται από τη συμμετοχή της χώρας στους υπερεθνικούς οργανισμούς. Η τρόικα λοιπόν καθόρισε εξωγενώς την πολιτική και τη νομοθεσία.

Συνεπώς στο ερώτημα του τίτλου είναι ο περιορισμός της de facto εσωτερικής κυριαρχίας από ομάδες συμφερόντων, που οδήγησε στην ακραία οικονομική εξάρτηση της χώρας από τις κεφαλαιαγορές. Αυτή η ακραία οικονομική εξάρτηση από τις κεφαλαιαγορές είχε ως τελική συνέπεια τη μείωση της εξωτερικής κυριαρχίας στην περίοδο των μνημονίων. Είναι όμως μόνιμη αυτή μείωση; Η απάντηση είναι ασφαλώς όχι. Όπως είδαμε παραπάνω, ένα κράτος έχει πλήρη εξωτερική κυριαρχία όταν είναι ο μοναδικός νομοθέτης των νόμων που εφαρμόζονται στη χώρα. Καθώς η εξωτερική κυριαρχία είναι διαιρετή, μπορεί ένα κράτος να διαθέτει τη δύναμη να νομοθετεί για ορισμένα θέματα και όχι για άλλα, αναγνωρίζοντας, όμως, ταυτόχρονα, ότι η υπέρτατη κυριαρχία (ultimate) εξαρτάται από το εάν το θελήσουν, μπορούν να αξιώσουν την εξουσία να νομοθετήσουν για θέματα που προς στιγμήν ασκείται από άλλους.

Από όσα ανέφερα παραπάνω προκύπτει ότι για να μειωθεί η σημερινή «κακή» οικονομική εξάρτηση (που μάλλον μοιάζει με την εξάρτηση των εξαρτημένων ατόμων-addicted), θα πρέπει η κυβέρνηση της χώρας να ανακτήσει την de facto και de jure κυριαρχία της χώρας, ώστε σταδιακά να ανακτήσει και την πλήρη εξωτερική κυριαρχία. Μπορεί;

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 13 Οκτωβρίου 2019

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία