ΑΠΟΨΕΙΣ

Οι προκλήσεις του ΣΥΡΙΖΑ την επόμενη ημέρα

 08/08/2019 18:03

Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις εθνικές εκλογές ήταν μεγάλη και καθαρή. 

Υπήρξε μία πλήρης αποδοκιμασία των κυβερνητικών πεπραγμένων του, καθώς πέραν της διάψευσης των προσδοκιών που αναπτύχθηκαν προ τετραετίας, τα αποτελέσματα της διακυβέρνησής του σε αρκετούς τομείς ήταν στην καλύτερη των περιπτώσεων μέτρια. 

Πέραν της οικονομίας, της υπερφορολόγησης και των χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης, δεν είχε να επιδείξει κάποια σημαντική βελτίωση στα της δημόσιας διοίκησης, της εκπαίδευσης και του κοινωνικού κράτους. Το γεγονός πως προχώρησαν ορισμένα μεγάλα έργα υποδομών δεν στάθηκε ικανό να αντιστρέψει το ευρύτερο πολιτικό κλίμα.

Η ήττα στις εθνικές εκλογές είναι ένα γεγονός που θέτει νέα στρατηγικά ερωτήματα που το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης πρέπει να απαντήσει. Ένα κόμμα που ξεκίνησε την ανοδική του πορεία ως κόμμα διαμαρτυρίας με σαφή και ισχυρή αντιμνημονιακή πρόταση και κυβέρνησε ακολουθώντας τις βασικές μνημονιακές επιταγές, εκ των πραγμάτων αντιμετωπίζει ζητήματα φυσιογνωμίας.

Ο Αλέξης Τσίπρας φαίνεται ότι έχει αντιληφθεί πως ο ΣΥΡΙΖΑ ως έχει δεν μπορεί να συνεχίσει σε βάθος χρόνου, καθώς ένα κόμμα που γονιδιακά αλλά και στελεχιακά ανήκει στη ριζοσπαστική Αριστερά δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να απευθυνθεί πειστικά σε μεγάλα τμήματα του εκλογικού σώματος. 

Έγκαιρα άλλωστε προσπάθησε να μετατοπίσει τον ΣΥΡΙΖΑ προς το κέντρο και την κεντροαριστερά μέσω του προσεταιρισμού των Ευρωπαίων σοσιαλιστών αλλά και προεκλογικά ενήργησε (ή τουλάχιστον προσπάθησε να ενεργήσει) ως κληρονόμος της προοδευτικής δημοκρατικής παράταξης, προτάσσοντας μία αντιδεξιά ατζέντα επιστρατεύοντας τον «κίνδυνο της δεξιάς παλινόρθωσης».

Αυτή η ατζέντα μπορεί να συσπειρώσει ένα αρκετά μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος καθώς έχει ισχυρές πολιτικές ρίζες. Βασίζεται δε στη μεγάλη διαιρετική τομή της Μεταπολίτευσης ( δεξιά – αντιδεξιά) που σχηματοποίησε με περισσή επιτυχία το ΠΑΣΟΚ και ο ιδρυτής του, Ανδρέας Παπανδρέου.

Ως εκ τούτου -και απουσία κάποια άλλης στρατηγικής- επιλέχθηκε αυτή και απέδωσε, δίνοντας στον ΣΥΡΙΖΑ ποσοστό κοντά στο 32% και καθιερώνοντάς τον ως κόμμα εξουσίας στο νέο δικομματισμό. Αυτή όμως η πολιτική και προγραμματική πρόταση έχει συγκεκριμένα όρια και αρκετές προϋποθέσεις, που ιδιαίτερα μετά το 2010 δεν συντρέχουν.

Ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να γίνει κόμμα μαζικό, να αναπτύξει κομματικές οργανώσεις, πανελλαδική διάρθρωση αξιώσεων, να βρεθεί σε μαζικούς χώρους, σε συνδικάτα, στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, σε επιμελητήρια. Ο ΠΑΣΟΚικός οργανωτικός γιγαντισμός δεν μπορεί να επαναληφθεί, η πολιτική κινητοποίηση – ιδιαίτερα μετά την απομάγευση και την κατάρρευση του αντιμνημονίου – βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα.

Οι μεγάλες πολιτικές μέγα-ταυτότητες έχουν υποχωρήσει και έχουν δώσει από χρόνια τη θέση τους σε μία νέα ατομικότητα, που κυρίαρχο αίτημα έχει την κατανάλωση. 

Τα δημοσιονομικά δεδομένα της χώρας είναι απολύτως πεπερασμένα και το κράτος δεν μπορεί να ικανοποιήσει δια της ενσωμάτωσης τα κοινωνικά ή συντεχνιακά αιτήματα, γεγονός που κατά το παρελθόν δημιουργούσε και ενίσχυε δεσμούς εξάρτησης από το κόμμα που ήλεγχε το κράτος.

Η ίδια η πολιτική μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα κόμμα της σύγχρονης ευρωπαϊκής Αριστεράς – σε σοσιαλδημοκρατικό/σοσιαλιστικό κόμμα δηλαδή – είναι μία διαδικασία αμφίβολη και ιδιαίτερα δύσκολη. Αλλά πέραν αυτού ας συγκρατήσουμε και αυτό. 

Τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ υποθετικά στοχεύει να μετεξελιχθεί σε ένα κλασικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, η ίδια η σοσιαλδημοκρατία καλείται να μετασχηματιστεί σε κάτι νέο. Τα ερωτήματα παγκοσμίως είναι νέα και οι απαντήσεις που έχει δοθεί ιστορικά δεν επαρκούν. 

Εν ολίγοις και περιγραφικά, τη στιγμή που η χώρα χρειάζεται ένα νέο ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ στην καλύτερη των περιπτώσεων θα προσπαθήσει να μετεξελιχθεί σε μεταπολιτευτικό ΠΑΣΟΚ.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 4 Αυγούστου 2019