Οι γέροι χωριστά, οι νέοι άλλο πράγμα

 16/03/2020 15:10

Παγώνει το αίμα σου που το μαθαίνεις.

Γιατρός, λέει βρέθηκε επανειλημμένα , στο δίλημμα. Ποιον να βάλω στην εντατική; Το σαραντάχρονο ή τον εβδομηντάχρονο;

Άλλος πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στα περιστατικά που θα νοσηλευτούν και σε εκείνα που θα πρέπει να επιστρέψουν στο σπίτι τους.

Ο νέος, ο έφηβος, γκρινιάζει, θυμώνει που χάνει την έξοδο, την παρέα, το μπαρ, το γήπεδο, το ερωτικό ραντεβού του αλλά κατά βάθος έχει καταλάβει πλέον ότι η ζωή , όχι τόσο η δική του αλλά προσφιλών ηλικιωμένων προσώπων του κρέμεται από μια κλωστή.

Μια ολόκληρη ζωή ίσως, εξαρτάται από μια αλυσίδα που έγινε ‘’θρίλερ’’ στα κανάλια της τρομολαγνείας. Διότι ένα φιλί, μια αγκαλιά, μια χειραψία, αυτός που βήχει στην ουρά του σούπερ μάρκετ, μπορεί να οδηγήσει κάποιον μέχρι και στον θάνατο.

Αργά ή γρήγορα , ακόμα και οι πιο πολλοί, ακόμα και οι πιο επιπόλαιοι και απερίσκεπτοι από μας, θα βάλουν μυαλό. Δεν θα εκθέτουν τον εαυτό τους και τους οικείους τους σε κινδύνους.

Εκεί όμως που η επιστήμη σηκώνει τα χέρια της είναι η κυνική ομολογία του κράτους ότι δεν μπορεί να μας προστατέψει όλους. Ούτε οι υποδομές, ούτε το προσωπικό, ούτε τα συστήματα υγείας είναι οργανωμένα τόσο ώστε να προλάβουν το καλό σε συνθήκες σαν κι αυτές με τη συμφορά του κορονοϊού. Εδώ στην πλουσιότερη και κάπως πιο οργανωμένη Ιταλία διελύθη το σύμπαν…

«’Οι ιοί προκαλούν επιδημίες, αλλά τις επιδημίες τις διαχειρίζονται οι άνθρωποι και αυτοί , κατά συνέπεια, μπορούν να τις σταματήσουν», εξήγησε η ιολόγος Elisabetta Gropelli, καθηγήτρια στο St. George University του Λονδίνου.

Η υπεύθυνη στάση όλων μας λοιπόν, η σταθερή και διαρκής ενημέρωση, οι σαφείς προειδοποιήσεις –και εκεί το κράτος, αυτή τη φορά, στέκεται στο ύψος του- ανάγεται σε ζήτημα ζωής ή θανάτου.

Και που ξέρεις; Ίσως η κοινωνική ευθύνη, αυτός ο νέος πολιτισμός της καθημερινότητας που αναπτύσσεται ως δημόσιο πιστεύω, όταν διαχυθεί και σε άλλες πτυχές του βίου, όταν με το καλό περάσει η μπόρα, θα έχει αφήσει ένα μεγάλο κέρδος για όλη την ανθρωπότητα.

Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές κυριαρχούσε η προτροπή: Όλοι μέσα στο σπίτι.

«Αυτή δεν είναι η καραντίνα της γιαγιάς σου», έγραψαν πρόσφατα οι New York Times. Είναι πιο βελούδινη. Γεμάτη εμπειρίες και ξεκούραστη. Έχει τηλεόραση, διαδίκτυο, smartphones και δυνατότητα να δεις μυριάδες ταινίες και ν’ ακούσεις άλλα τόσα τραγούδια για να μην πω ότι ήρθε η ώρα να ανοίξεις και κανένα βιβλίο από αυτά που μάταια σε περιμένουν σκονισμένα τα τελευταία χρόνια αφού έπεσες στη γοητεία της ψηφιακής τεχνολογία και τα περιφρόνησες.

Το τετράπτυχο της καραντίνας να’ ναι καλά: smatrphone, social media, μακαρόνια, αντισηπτικά!

Μου γράφει φίλος στο facebook: Υπακούοντας στις οδηγίες της Πολιτείας, προσπαθώ να σκεφτώ τρόπους ώστε και τις μετακινήσεις μου να περιορίσω και ο χρόνος μου να κυλά. Η ανάγνωση ενός βιβλίου πχ απαιτεί διάθεση και τέτοια δεν υπάρχει. Όπως δεν υπάρχει διάθεση και για τίποτα άλλο μπροστά σε αυτή την πανδημία. Την τηλεόραση την έχω αποκλείσει ούτως η άλλως ( αρρωσταίνεις πριν την ώρα σου), η επικοινωνία με φίλους δυσκολεύει, θέατρο και κινηματογράφος κλειστά.

Του απάντησα:

«Στην αρχή έλεγα ότι το είχα χιλιοδεί, δεν θα πιάσει...

Δεν βαριέσαι λέω, ταινιάρα είναι ! Και είδα Vertigo, Casablanca, Νονό Ι και ΙΙ, Ελ Πάσο, Ντόλτσε Βίτα για τη Φοντάνα Ντι Τρέβι με Μαρτσέλο και Ανίτα Έκμπεργκ (στη φωτογραφία μας) ως συντροφική αλληλεγγύη στη Ρώμη και διαπίστωσα ότι με απορρόφησαν και πέρασα δίωρα εκπληκτικά. Δοκιμασέ το».

Η καραντίνα ως «απόδραση» λίγο πολύ για μας τους μεγάλους αυτή είναι. Με την πραγματική ζωή όμως τι γίνεται; Τι κάνουμε τώρα με την πανδημία; Και τι κάνουμε με τους ηλικιωμένους;

Θυμήθηκα τη «Μούσα Καρβουναρού» από τους ΑΧΑΡΝΗΣ του Αριστοφάνη στην υπέροχη δουλειά του Διονύση Σαββόπουλου:

‘’Οι γέροι χωριστά/

Οι νέοι άλλο πράγμα

Όποιος του θέλει αντάμα/

πληρώνει μια ζωή

Μια σκηνή από το ζοφερό μας μέλλον. Διηγείται φίλος: «Είδα τη φιγούρα της, που μου θύμισε μια μακρινή κι αγαπημένη φιγούρα η οποία δεν υπάρχει πια. Τυλιγμένη στη μαύρη ρόμπα της, μπουμπουλωμένη στην εσάρπα της και στο σκουφί της, η υπερήλικας, συνωθείτο στο ταμείο του μπακάλικου, φορτωμένη με τα ψώνια της βδομάδας.

Να μην υπάρχει ένας γιος; Μια κόρη; Ένα εγγόνι;

Να προφυλάξει τη γερασμένη κι ασθενική φλογίτσα ζωής, από την έκθεση στους κινδύνους του κακού που μας βρήκε; Έστω κάποιος να μοιραστεί το ασήκωτο βάρος που σήκωναν τα γερασμένα χέρια;.

Λυπητερό θα πείτε και στα όρια του μελό. Δεν πειράζει επί τούτω το γράφω, κι αν θέλετε ας μου το καταλογίσετε. Σας παρακαλώ μην αφήνετε τους ηλικιωμένους σας μόνους τους. Στα πόδια τους, στην προστασία του σπιτιού τους, να τους τα φέρνετε όλα».

* Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 15 Μαρτίου 2020

Παγώνει το αίμα σου που το μαθαίνεις.

Γιατρός, λέει βρέθηκε επανειλημμένα , στο δίλημμα. Ποιον να βάλω στην εντατική; Το σαραντάχρονο ή τον εβδομηντάχρονο;

Άλλος πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στα περιστατικά που θα νοσηλευτούν και σε εκείνα που θα πρέπει να επιστρέψουν στο σπίτι τους.

Ο νέος, ο έφηβος, γκρινιάζει, θυμώνει που χάνει την έξοδο, την παρέα, το μπαρ, το γήπεδο, το ερωτικό ραντεβού του αλλά κατά βάθος έχει καταλάβει πλέον ότι η ζωή , όχι τόσο η δική του αλλά προσφιλών ηλικιωμένων προσώπων του κρέμεται από μια κλωστή.

Μια ολόκληρη ζωή ίσως, εξαρτάται από μια αλυσίδα που έγινε ‘’θρίλερ’’ στα κανάλια της τρομολαγνείας. Διότι ένα φιλί, μια αγκαλιά, μια χειραψία, αυτός που βήχει στην ουρά του σούπερ μάρκετ, μπορεί να οδηγήσει κάποιον μέχρι και στον θάνατο.

Αργά ή γρήγορα , ακόμα και οι πιο πολλοί, ακόμα και οι πιο επιπόλαιοι και απερίσκεπτοι από μας, θα βάλουν μυαλό. Δεν θα εκθέτουν τον εαυτό τους και τους οικείους τους σε κινδύνους.

Εκεί όμως που η επιστήμη σηκώνει τα χέρια της είναι η κυνική ομολογία του κράτους ότι δεν μπορεί να μας προστατέψει όλους. Ούτε οι υποδομές, ούτε το προσωπικό, ούτε τα συστήματα υγείας είναι οργανωμένα τόσο ώστε να προλάβουν το καλό σε συνθήκες σαν κι αυτές με τη συμφορά του κορονοϊού. Εδώ στην πλουσιότερη και κάπως πιο οργανωμένη Ιταλία διελύθη το σύμπαν…

«’Οι ιοί προκαλούν επιδημίες, αλλά τις επιδημίες τις διαχειρίζονται οι άνθρωποι και αυτοί , κατά συνέπεια, μπορούν να τις σταματήσουν», εξήγησε η ιολόγος Elisabetta Gropelli, καθηγήτρια στο St. George University του Λονδίνου.

Η υπεύθυνη στάση όλων μας λοιπόν, η σταθερή και διαρκής ενημέρωση, οι σαφείς προειδοποιήσεις –και εκεί το κράτος, αυτή τη φορά, στέκεται στο ύψος του- ανάγεται σε ζήτημα ζωής ή θανάτου.

Και που ξέρεις; Ίσως η κοινωνική ευθύνη, αυτός ο νέος πολιτισμός της καθημερινότητας που αναπτύσσεται ως δημόσιο πιστεύω, όταν διαχυθεί και σε άλλες πτυχές του βίου, όταν με το καλό περάσει η μπόρα, θα έχει αφήσει ένα μεγάλο κέρδος για όλη την ανθρωπότητα.

Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές κυριαρχούσε η προτροπή: Όλοι μέσα στο σπίτι.

«Αυτή δεν είναι η καραντίνα της γιαγιάς σου», έγραψαν πρόσφατα οι New York Times. Είναι πιο βελούδινη. Γεμάτη εμπειρίες και ξεκούραστη. Έχει τηλεόραση, διαδίκτυο, smartphones και δυνατότητα να δεις μυριάδες ταινίες και ν’ ακούσεις άλλα τόσα τραγούδια για να μην πω ότι ήρθε η ώρα να ανοίξεις και κανένα βιβλίο από αυτά που μάταια σε περιμένουν σκονισμένα τα τελευταία χρόνια αφού έπεσες στη γοητεία της ψηφιακής τεχνολογία και τα περιφρόνησες.

Το τετράπτυχο της καραντίνας να’ ναι καλά: smatrphone, social media, μακαρόνια, αντισηπτικά!

Μου γράφει φίλος στο facebook: Υπακούοντας στις οδηγίες της Πολιτείας, προσπαθώ να σκεφτώ τρόπους ώστε και τις μετακινήσεις μου να περιορίσω και ο χρόνος μου να κυλά. Η ανάγνωση ενός βιβλίου πχ απαιτεί διάθεση και τέτοια δεν υπάρχει. Όπως δεν υπάρχει διάθεση και για τίποτα άλλο μπροστά σε αυτή την πανδημία. Την τηλεόραση την έχω αποκλείσει ούτως η άλλως ( αρρωσταίνεις πριν την ώρα σου), η επικοινωνία με φίλους δυσκολεύει, θέατρο και κινηματογράφος κλειστά.

Του απάντησα:

«Στην αρχή έλεγα ότι το είχα χιλιοδεί, δεν θα πιάσει...

Δεν βαριέσαι λέω, ταινιάρα είναι ! Και είδα Vertigo, Casablanca, Νονό Ι και ΙΙ, Ελ Πάσο, Ντόλτσε Βίτα για τη Φοντάνα Ντι Τρέβι με Μαρτσέλο και Ανίτα Έκμπεργκ (στη φωτογραφία μας) ως συντροφική αλληλεγγύη στη Ρώμη και διαπίστωσα ότι με απορρόφησαν και πέρασα δίωρα εκπληκτικά. Δοκιμασέ το».

Η καραντίνα ως «απόδραση» λίγο πολύ για μας τους μεγάλους αυτή είναι. Με την πραγματική ζωή όμως τι γίνεται; Τι κάνουμε τώρα με την πανδημία; Και τι κάνουμε με τους ηλικιωμένους;

Θυμήθηκα τη «Μούσα Καρβουναρού» από τους ΑΧΑΡΝΗΣ του Αριστοφάνη στην υπέροχη δουλειά του Διονύση Σαββόπουλου:

‘’Οι γέροι χωριστά/

Οι νέοι άλλο πράγμα

Όποιος του θέλει αντάμα/

πληρώνει μια ζωή

Μια σκηνή από το ζοφερό μας μέλλον. Διηγείται φίλος: «Είδα τη φιγούρα της, που μου θύμισε μια μακρινή κι αγαπημένη φιγούρα η οποία δεν υπάρχει πια. Τυλιγμένη στη μαύρη ρόμπα της, μπουμπουλωμένη στην εσάρπα της και στο σκουφί της, η υπερήλικας, συνωθείτο στο ταμείο του μπακάλικου, φορτωμένη με τα ψώνια της βδομάδας.

Να μην υπάρχει ένας γιος; Μια κόρη; Ένα εγγόνι;

Να προφυλάξει τη γερασμένη κι ασθενική φλογίτσα ζωής, από την έκθεση στους κινδύνους του κακού που μας βρήκε; Έστω κάποιος να μοιραστεί το ασήκωτο βάρος που σήκωναν τα γερασμένα χέρια;.

Λυπητερό θα πείτε και στα όρια του μελό. Δεν πειράζει επί τούτω το γράφω, κι αν θέλετε ας μου το καταλογίσετε. Σας παρακαλώ μην αφήνετε τους ηλικιωμένους σας μόνους τους. Στα πόδια τους, στην προστασία του σπιτιού τους, να τους τα φέρνετε όλα».

* Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 15 Μαρτίου 2020

ΣΧΟΛΙΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Επιλέξτε Κατηγορία