ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Οι φοροαπαλλαγές του 2020 και το στοίχημα μείωσης του πλεονάσματος

Τι περιλαμβάνει ο προϋπολογισμός του 2020-Τι θα κρίνει το αν η κυβέρνηση προχωρήσει σε νέες μειώσεις φόρων

 24/12/2019 20:10

Οι φοροαπαλλαγές του 2020 και το στοίχημα μείωσης του πλεονάσματος

Σοφία Χριστοφορίδου


O πρώτος προϋπολογισμός της κυβέρνησης της ΝΔ έδωσε ένα δείγμα γραφής για το τι θα ακολουθήσει τα επόμενα χρόνια. Απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρχουν περιθώρια φοροελαφρύνσεων και παροχών είναι να υπάρχει ο απαραίτητος δημοσιονομικός χώρος. Κοινώς να φτάσει το πάπλωμα για να τεντώσει ξανά τα πόδια της η ελληνική κοινωνία και οικονομία.

Της Σοφίας Χριστοφορίδου

Στον Προϋπολογισμό του 2020 που ψήφισε η Βουλή περιλαμβάνονται μειώσεις φορολογικών βαρών αξίας 1,2 δισ. ευρώ περίπου, που θα αντισταθμιστούν από την συγκράτηση των δαπανών και προσδοκώμενη αύξηση των εσόδων, επειδή αναμένεται ότι η οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται και εξαιτίας της αύξησης της φορολογητέας ύλης από την σύνδεση των ταμειακών με το taxis, την τήρηση ηλεκτρονικών βιβλίων, την αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών κλπ.

Οι φοροελαφρύνσεις της χρονιάς περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων:

-Εισαγωγικό φορολογικό συντελεστή στο 9% (από 22% σήμερα) για φυσικά πρόσωπα, ελεύθερους επαγγελματίες, αγρότες, μισθωτούς και συνταξιούχους. Μείωση κατά 1% των συντελεστών για τα υψηλότερα εισοδήματα.

-Φορολογία εισοδήματος των επιχειρήσεων στο 24% (από το 28%) για τα εισοδήματα του 2019. Εκκρεμεί μία ακόμη μείωση από το 24% στο 20% με βάση τις προεκλογικές εξαγγελίες της κυβέρνησης.

-Φορολογία μερισμάτων στο 5% (από το 10%).

-Φορολογικό συντελεστή 10% για τα αγροτικά συνεταιριστικά σχήματα.

-Διπλασιασμό του μέγιστου αριθμού δόσεων της πάγιας ρύθμισης οφειλών από 12 σε 24 (και από 24 σε 48 για περιπτώσεις έκτακτων οφειλών).

-Αναστολή της επιβολής ΦΠΑ στις οικοδομές με άδεια από 1-1-2006 και εφεξής και της επιβολής του φόρου υπεραξίας στη μεταβίβαση ακινήτων για 3 χρόνια.

-Έκπτωση 40% σε δαπάνες υπηρεσιών για την ενεργειακή, λειτουργική και αισθητική αναβάθμιση κτιρίων.

-Αύξηση αφορολογήτου κατά 1.000 ευρώ για κάθε προστατευόμενο τέκνο, ανεξαρτήτως του αριθμού τους.

-Μείωση των ασφαλιστικών εισφορών εργαζομένων πλήρους απασχόλησης κατά 0,9% (θα εφαρμοστεί από την 1η Ιουλίου του 2020).

-Απαλλαγή των ΑμεΑ από την εισφορά αλληλεγγύης αν έχουν ποσοστό αναπηρίας από 80% και άνω.

-Μείωση ΦΠΑ (από το 24% στο 13%) για τα βρεφικά είδη, τα κράνη και τα παιδικά καθίσματα

Τι περιμένουμε το 2020

Για το 2020 η κυβέρνηση εξήγγειλε τη δεύτερη μείωση του ΕΝΦΙΑ μεσοσταθμικά κατά 8%, μετά από αυτή του 2019 (μεσοσταθμικά 22%). Θα προηγηθεί ο επαναϋπολογισμός των αντικειμενικών αξιών, που θα οδηγήσουν σε αύξηση της φορολογίας σε κάποιες περιοχές με βάση την πραγματική αξία των ακινήτων.

Επίσης ο πρωθυπουργός δεσμεύτηκε για την εκκίνηση της διαδικασίας μείωσης της εισφοράς αλληλεγγύης εντός του 2020 (με στόχο τον μηδενισμό μέχρι το τέλος του 2023).

Αποφάσεις για αυτά τα δύο μέτρα θα ληφθούν την άνοιξη, αναλόγως με την πορεία εκτέλεσης του Προϋπολογισμού που θα φανερώσουν και τα δημοσιονομικά περιθώρια.

Επίσης το 2020 αναμένεται και η απόφαση του ΣτΕ για τα αναδρομικά των συντάξεων (συνολικού ύψους 4 δισ. ετησίως) που μπορεί να αποτελέσουν μια «δημοσιονομική βόμβα».

Για μια σειρά από άλλες παρεμβάσεις (μείωση φορολογικών συντελεστών από 24% στο 20%, μείωση ΦΠΑ στην εστίαση στο 13%, κατάργηση εισφοράς αλληλεγγύης και τέλους επιτηδεύματος, μείωση ασφαλιστικών εισφορών κλπ) ο χρόνος υλοποίησης εξαρτάται από το αν βρεθεί ο δημοσιονομικός χώρος την επόμενη χρονιά, σε αντίθεση περίπτωση μεταφέρονται για την περίοδο 2021-2023.

Τα πλεονάσματα και η ανάπτυξη

Για να υπάρξει επιπλέον δημοσιονομικός χώρος θα πρέπει όχι μόνο να αυξηθούν τα έσοδα του κράτους (που θα προέλθουν από την ανάπτυξη και την μείωση της φοροδιαγυγής) αλλά και να χαμηλώσουν οι στόχοι των πλεονασμάτων και παράλληλα να μειώνεται το χρέος.

Με βάση τη συμφωνία του 2018 τα πρωτογενή πλεονάσματα- δηλαδή τα έσοδα που θα πρέπει ξεπερνούν τα έξοδα χωρίς να υπολογίζεται η εξυπηρέτηση του χρέους- θα πρέπει να φτάνουν στο 3,5% του ΑΕΠ το 2020-2022 και να μειώνονται σταδιακά στη συνέχεια στο 3% το 2023, στο 2,5% το 2014 και να παραμείνουν στο 2,2% του ΑΕΠ από το 2025 και μετά.

Η κυβέρνηση θέτει ως στόχο τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 2% του ΑΕΠ από το 2021 και μετά, ώστε αυτό το 1%-1,5% της διαφοράς να δίνει περιθώριο για φοροελαφρύνσεις και αναπτυξιακές κινήσεις. Η συζήτηση για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων αναμένεται να ανοίξει το καλοκαίρι του 2020 και η Ελλάδα θα πρέπει να αποδείξει ότι οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για το μέλλον είναι καλύτερες από αυτές που υπολογίζονταν το 2018. Ήδη οι συνθήκες έχουν βελτιωθεί ως προς τους όρους δανεισμού και την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας. Το αν αυτή η πορεία συνεχιστεί εξαρτάται από πολλούς παράγοντες που σχετίζονται όχι μόνο με την ελληνική αλλά και με την παγκόσμια οικονομία, που φαίνεται να «φρενάρει», αλλά και τις γεωπολιτικές εξελίξεις που πιθανώς να προκαλέσουν αστάθεια.

Σημαντικό βήμα στην αντιμετώπιση των «κόκκινων δανείων» έγινε και με το σχέδιο Ηρακλής- από την υλοποίησή του και τα stess tests της επόμενης χρονιάς θα εξαρτηθούν πολλά.

Τέλος το μεγάλο στοίχημα είναι η ανάπτυξη, η παραγωγή νέου πλούτου για τη χώρα και η αύξηση του ΑΕΠ. Πριν έξι χρόνια ο ΣΕΒ υπολόγιζε ότι για καλυφθεί η τεράστια αποεπένδυση που υπέστη η ελληνική οικονομία τα χρόνια της κρίσης απαιτούνται επιπλέον επενδύσεις, πέραν όσων πραγματοποιούνται ετησίως, τουλάχιστον 100 δισ ευρώ μέχρι το 2022. Απομένει μια τριετία κατά την οποία η Ελλάδα πρέπει να επιταχύνει (για να μην πούμε να αρχίσει από το γύρισμα του κλειδιού στη μίζα και το πάτημα του συμπλέκτη). Η κυβέρνηση καλλιέργησε σημαντικές προσδοκίες σε αυτό το πεδίο που μένει να δούμε αν θα υλοποιηθούν και πότε.


O πρώτος προϋπολογισμός της κυβέρνησης της ΝΔ έδωσε ένα δείγμα γραφής για το τι θα ακολουθήσει τα επόμενα χρόνια. Απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρχουν περιθώρια φοροελαφρύνσεων και παροχών είναι να υπάρχει ο απαραίτητος δημοσιονομικός χώρος. Κοινώς να φτάσει το πάπλωμα για να τεντώσει ξανά τα πόδια της η ελληνική κοινωνία και οικονομία.

Της Σοφίας Χριστοφορίδου

Στον Προϋπολογισμό του 2020 που ψήφισε η Βουλή περιλαμβάνονται μειώσεις φορολογικών βαρών αξίας 1,2 δισ. ευρώ περίπου, που θα αντισταθμιστούν από την συγκράτηση των δαπανών και προσδοκώμενη αύξηση των εσόδων, επειδή αναμένεται ότι η οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται και εξαιτίας της αύξησης της φορολογητέας ύλης από την σύνδεση των ταμειακών με το taxis, την τήρηση ηλεκτρονικών βιβλίων, την αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών κλπ.

Οι φοροελαφρύνσεις της χρονιάς περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων:

-Εισαγωγικό φορολογικό συντελεστή στο 9% (από 22% σήμερα) για φυσικά πρόσωπα, ελεύθερους επαγγελματίες, αγρότες, μισθωτούς και συνταξιούχους. Μείωση κατά 1% των συντελεστών για τα υψηλότερα εισοδήματα.

-Φορολογία εισοδήματος των επιχειρήσεων στο 24% (από το 28%) για τα εισοδήματα του 2019. Εκκρεμεί μία ακόμη μείωση από το 24% στο 20% με βάση τις προεκλογικές εξαγγελίες της κυβέρνησης.

-Φορολογία μερισμάτων στο 5% (από το 10%).

-Φορολογικό συντελεστή 10% για τα αγροτικά συνεταιριστικά σχήματα.

-Διπλασιασμό του μέγιστου αριθμού δόσεων της πάγιας ρύθμισης οφειλών από 12 σε 24 (και από 24 σε 48 για περιπτώσεις έκτακτων οφειλών).

-Αναστολή της επιβολής ΦΠΑ στις οικοδομές με άδεια από 1-1-2006 και εφεξής και της επιβολής του φόρου υπεραξίας στη μεταβίβαση ακινήτων για 3 χρόνια.

-Έκπτωση 40% σε δαπάνες υπηρεσιών για την ενεργειακή, λειτουργική και αισθητική αναβάθμιση κτιρίων.

-Αύξηση αφορολογήτου κατά 1.000 ευρώ για κάθε προστατευόμενο τέκνο, ανεξαρτήτως του αριθμού τους.

-Μείωση των ασφαλιστικών εισφορών εργαζομένων πλήρους απασχόλησης κατά 0,9% (θα εφαρμοστεί από την 1η Ιουλίου του 2020).

-Απαλλαγή των ΑμεΑ από την εισφορά αλληλεγγύης αν έχουν ποσοστό αναπηρίας από 80% και άνω.

-Μείωση ΦΠΑ (από το 24% στο 13%) για τα βρεφικά είδη, τα κράνη και τα παιδικά καθίσματα

Τι περιμένουμε το 2020

Για το 2020 η κυβέρνηση εξήγγειλε τη δεύτερη μείωση του ΕΝΦΙΑ μεσοσταθμικά κατά 8%, μετά από αυτή του 2019 (μεσοσταθμικά 22%). Θα προηγηθεί ο επαναϋπολογισμός των αντικειμενικών αξιών, που θα οδηγήσουν σε αύξηση της φορολογίας σε κάποιες περιοχές με βάση την πραγματική αξία των ακινήτων.

Επίσης ο πρωθυπουργός δεσμεύτηκε για την εκκίνηση της διαδικασίας μείωσης της εισφοράς αλληλεγγύης εντός του 2020 (με στόχο τον μηδενισμό μέχρι το τέλος του 2023).

Αποφάσεις για αυτά τα δύο μέτρα θα ληφθούν την άνοιξη, αναλόγως με την πορεία εκτέλεσης του Προϋπολογισμού που θα φανερώσουν και τα δημοσιονομικά περιθώρια.

Επίσης το 2020 αναμένεται και η απόφαση του ΣτΕ για τα αναδρομικά των συντάξεων (συνολικού ύψους 4 δισ. ετησίως) που μπορεί να αποτελέσουν μια «δημοσιονομική βόμβα».

Για μια σειρά από άλλες παρεμβάσεις (μείωση φορολογικών συντελεστών από 24% στο 20%, μείωση ΦΠΑ στην εστίαση στο 13%, κατάργηση εισφοράς αλληλεγγύης και τέλους επιτηδεύματος, μείωση ασφαλιστικών εισφορών κλπ) ο χρόνος υλοποίησης εξαρτάται από το αν βρεθεί ο δημοσιονομικός χώρος την επόμενη χρονιά, σε αντίθεση περίπτωση μεταφέρονται για την περίοδο 2021-2023.

Τα πλεονάσματα και η ανάπτυξη

Για να υπάρξει επιπλέον δημοσιονομικός χώρος θα πρέπει όχι μόνο να αυξηθούν τα έσοδα του κράτους (που θα προέλθουν από την ανάπτυξη και την μείωση της φοροδιαγυγής) αλλά και να χαμηλώσουν οι στόχοι των πλεονασμάτων και παράλληλα να μειώνεται το χρέος.

Με βάση τη συμφωνία του 2018 τα πρωτογενή πλεονάσματα- δηλαδή τα έσοδα που θα πρέπει ξεπερνούν τα έξοδα χωρίς να υπολογίζεται η εξυπηρέτηση του χρέους- θα πρέπει να φτάνουν στο 3,5% του ΑΕΠ το 2020-2022 και να μειώνονται σταδιακά στη συνέχεια στο 3% το 2023, στο 2,5% το 2014 και να παραμείνουν στο 2,2% του ΑΕΠ από το 2025 και μετά.

Η κυβέρνηση θέτει ως στόχο τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 2% του ΑΕΠ από το 2021 και μετά, ώστε αυτό το 1%-1,5% της διαφοράς να δίνει περιθώριο για φοροελαφρύνσεις και αναπτυξιακές κινήσεις. Η συζήτηση για τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων αναμένεται να ανοίξει το καλοκαίρι του 2020 και η Ελλάδα θα πρέπει να αποδείξει ότι οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για το μέλλον είναι καλύτερες από αυτές που υπολογίζονταν το 2018. Ήδη οι συνθήκες έχουν βελτιωθεί ως προς τους όρους δανεισμού και την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας. Το αν αυτή η πορεία συνεχιστεί εξαρτάται από πολλούς παράγοντες που σχετίζονται όχι μόνο με την ελληνική αλλά και με την παγκόσμια οικονομία, που φαίνεται να «φρενάρει», αλλά και τις γεωπολιτικές εξελίξεις που πιθανώς να προκαλέσουν αστάθεια.

Σημαντικό βήμα στην αντιμετώπιση των «κόκκινων δανείων» έγινε και με το σχέδιο Ηρακλής- από την υλοποίησή του και τα stess tests της επόμενης χρονιάς θα εξαρτηθούν πολλά.

Τέλος το μεγάλο στοίχημα είναι η ανάπτυξη, η παραγωγή νέου πλούτου για τη χώρα και η αύξηση του ΑΕΠ. Πριν έξι χρόνια ο ΣΕΒ υπολόγιζε ότι για καλυφθεί η τεράστια αποεπένδυση που υπέστη η ελληνική οικονομία τα χρόνια της κρίσης απαιτούνται επιπλέον επενδύσεις, πέραν όσων πραγματοποιούνται ετησίως, τουλάχιστον 100 δισ ευρώ μέχρι το 2022. Απομένει μια τριετία κατά την οποία η Ελλάδα πρέπει να επιταχύνει (για να μην πούμε να αρχίσει από το γύρισμα του κλειδιού στη μίζα και το πάτημα του συμπλέκτη). Η κυβέρνηση καλλιέργησε σημαντικές προσδοκίες σε αυτό το πεδίο που μένει να δούμε αν θα υλοποιηθούν και πότε.

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία