Οι δωρεές που έκαναν πλουσιότερη τη Θεσσαλονίκη

 15/01/2017 17:21

Οι δωρεές που έκαναν πλουσιότερη τη Θεσσαλονίκη
Της Χριστίνα Ταχιάου Φωτογραφίες: Δημήτρης Μαχαιρίδης Μία εκπληκτική συλλογή από «παλιά χαρτιά» που αφορούν αποκλειστικά τη Θεσσαλονίκη κι ένα μοναδικό αρχείο έγιναν αντικείμενο δωρεάς πρόσφατα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ο συλλέκτης Γιάννης Μέγας δώρισε τη συλλογή του και ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος το αρχείο του. Ο κ. Μέγας μιλά για πρώτη φορά στη «ΜτΚ» για τη συγγενική σχέση ανάμεσά τους και αφηγείται όλες τις λεπτομέρειες της διαδικασίας για τη δωρεά, κάνοντάς μας αντιληπτό πόσο τυχερή είναι η Θεσσαλονίκη που θα κατέχει αυτούς τους θησαυρούς. Ο Γιάννης Μέγας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1945 και σπούδασε στο Πολυτεχνείο πολιτικός μηχανικός. Πέρασε 28 χρόνια εργαζόμενος στην Αγγλία, τη Νιγηρία και την Αθήνα. Επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη το 2001 κι άρχισε να «μας συστήνει» την υπέροχη συλλογή του που αποτελείται από οτιδήποτε έχει ως βάση το χαρτί: καρτ ποστάλ, βιβλία, φωτογραφίες, γκραβούρες, επιστολόχαρτα, μετοχές, περιοδικά, διαφημιστικά, προγράμματα θεάτρων και κινηματογράφων κτλ. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος γεννήθηκε το 1931 κάτω από συνθήκες που για πρώτη φορά αποκαλύπτονται. «Το πραγματικό όνομα του Ντίνου Χριστιανόπουλου είναι Κωνσταντίνος Δημητριάδης κι είμαστε πρώτα ξαδέρφια, παιδιά δυο αδερφών», λέει στη «ΜτΚ» ο Γιάννης Μέγας. «Ο πατέρας μου ονομαζόταν Κωνσταντίνος Μέγας κι ο πατέρας του Ντίνου Γιάννης Μέγας -εγώ πήρα το όνομά του. Ο Γιάννης ήταν ο μόνος μορφωμένος της οικογένειας, είχε καταφέρει να τελειώσει το γυμνάσιο. Ως μορφωμένος διορίστηκε στην Αγροτική Τράπεζα στην Κατερίνη. Εκεί γνώρισε μία κοπέλα, ερωτεύτηκαν κι ήταν έτοιμοι να παντρευτούν. Ωστόσο, πριν αυτό συμβεί, στα 27 του χρόνια πέθανε από διάτρηση στομάχου. Η κοπέλα ήταν έγκυος. Γέννησε τον Ντίνο τον Απρίλιο του 1931 και τον έφερε στον πατέρα μου στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος τότε ήταν 25 ετών. Ο πατέρας μου πήρε το μωρό και το έδωσε στην άτεκνη φιλική του οικογένεια Δημητριάδη για υιοθεσία. Ο πατέρας ήταν μπογιατζής η σύζυγός του Κωνσταντινουπολίτισσα και πολύ μορφωμένη για την εποχή». Έτσι μεγάλωσε ο σημαντικότερος εν ζωή ποιητής της Θεσσαλονίκης. «Ο πατέρας μου τον στήριξε με κάθε τρόπο, στο γυμνάσιο, στο πανεπιστήμιο, κυρίως για την αγορά βιβλίων. Αυτό συνέβαινε έως ότου ο Ντίνος μπορέσει να σταθεί στα πόδια του, παρόλο που ο πατέρας μου ήταν αυστηρός και δεν αποδέχτηκε ποτέ την ‘ιδιορρυθμία’ του Ντίνου». Η «ιδιορρυθμία» είναι η ομοφυλοφιλία του Ντίνου Χριστιανόπουλου, την οποία ο ίδιος δεν έκρυψε ποτέ. Αντιθέτως, είναι παρούσα στο έργο του, ενώ ταυτόχρονα κατήγγειλε «κομψά» αυτούς που ασχολούνταν κουτσομπολίστικα με το θέμα. Ο Γιάννης Μέγας ζούσε από τα 7 του χρόνια με τον πατέρα του σε ξενοδοχείο. «Ο πατέρας μου ήταν διευθυντής του ξενοδοχείου ‘Κοσμοπολίτ’ στη διασταύρωση των οδών Ερμού και Σπανδωνή. Η μητέρα μου πέθανε όταν ήμουν 5 ετών κι από τότε μέναμε στο ξενοδοχείο. Εκεί μας επισκεπτόταν ο Ντίνος, αλλά λόγω της διαφοράς της ηλικίας μας (15 χρόνια) δεν κάναμε παρέα. Εγώ ήμουν παιδί κι εκείνος νεαρός. Αργότερα έφυγα από τη Θεσσαλονίκη. Παρόλο που συναντιόμασταν όταν την επισκεπτόμουν, αποκτήσαμε πολύ στενή σχέση μετά το 2001, όταν κι επέστρεψα». Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος ζει στο πατρικό του πατέρα του Γιάννη Μέγα στις Σαράντα Εκκλησιές και η υγεία του είναι, πια, ιδιαιτέρως κλονισμένη. Η απόφαση για τη δωρεά ελήφθη από τους κυρίους Μέγα και Χριστιανόπουλο το 2003. «Ο Ντίνος κι εγώ αποφασίσαμε δύο πράγματα. Πρώτον, η συλλογή και το αρχείο να μείνουν μαζί. Δεύτερον, να παραμείνουν στη Θεσσαλονίκη, καθώς και τα δύο αφορούν καθαρά την πόλη μας. Απορρίψαμε χρηματικές προσφορές που είχαμε από την Αθήνα και εργαστήκαμε για την εξεύρεση φορέα που θα αποδεχτεί τη δωρεά, με βάση αυτές τις δυο προϋποθέσεις». Ιστορία μιας δωρεάς Και τότε άρχισε μία περιπέτεια που ολοκληρώθηκε 13 χρόνια αργότερα. «Η πρώτη επαφή έγινε το 2003 με την Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος. Η ιδέα ήταν να δημιουργηθεί μία μη κερδοσκοπική εταιρεία σε συνεργασία και με το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης. Κάναμε δυο συναντήσεις, εκθέσαμε γραπτώς τις προθέσεις μας και τις δυνατότητες. Η ιδέα ήταν να γίνει ένας πόλος έλξης και άλλων συλλεκτών, ανθρώπων του πνεύματος, οι οποίοι να καταθέσουν εκεί το αρχείο τους, όπως υπάρχει το ΕΛΙΑ. Εάν μπορούσαμε να κάνουμε το ένα εκατοστό αυτού, θα ήμασταν πολύ ευχαριστημένοι». Παρόλο που το σχέδιο ενθουσίασε, οι συζητήσεις προχώρησαν και συντάχθηκε σχετικό συμφωνητικό από γνωστό δικηγόρο της Θεσσαλονίκης, αν και βρέθηκε χώρος του ΕΒΕΘ στην πλατεία Μοριχόβου, το σχέδιο ναυάγησε. «Από τότε έως πρόσφατα με το ΑΠΘ προσπαθούσαμε να σχετιστούμε με κάποιον οργανισμό, που θα μπορούσε να στηρίξει αυτήν την προσπάθεια. Είχα την πρόθεση να εξοπλίσω με δικά μου έξοδα τη ΜκΟ με όλον τον ηλεκτρονικό εξοπλισμό και να αναλάβω την κάλυψη εξόδων γραμματειακής υποστήριξης για τα δύο πρώτα χρόνια. Το πρόβλημα ήταν ο χώρος, απαιτούνται τουλάχιστον 250 τετραγωνικά μέτρα για τη στέγαση της συλλογής και του αρχείου. Όχι για έκθεση, αποκλειστικά για στέγαση και συντήρηση, και για να μπορούν να έχουν οι ερευνητές πρόσβαση. Παρεμπιπτόντως, να σας αναφέρω ότι τα τελευταία 15 χρόνια, τουλάχιστον 3 - 4 άνθρωποι κάθε μήνα έρχονται και μου ζητούν υλικό για τη Θεσσαλονίκη». Η ιστορία επαναλήφθηκε με την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών και μάλιστα με δυο διαφορετικούς προέδρους. Το ίδιο συνέβη και με την Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, την Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης, τη Φιλόπτωχο Αδελφότητα και το δήμο Θεσσαλονίκης. «Ενώ στην αρχή κάποιοι ενθουσιάζονταν, στη συνέχεια αυτό ατονούσε και δεν προχωρούσε τίποτε. Ο αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας του ΑΠΘ Ιάκωβος Μιχαηλίδης με έφερε σε επαφή με τον πρύτανη Περικλή Μήτκα και για πρώτη φορά μπορέσαμε να φτάσουμε σε ένα αποτέλεσμα. Παρόλο που πλέον δεν πρόκειται για τη δημιουργία μιας ΜκΟ όπως είχαμε αρχικά σχεδιάσει, είμαι πολύ ανακουφισμένος, διότι το υλικό θα καταλήξει όλο στην Κεντρική Βιβλιοθήκη του ΑΠΘ και θα έχει τη φροντίδα που του αρμόζει». Τον περασμένο Οκτώβριο ανακοινώθηκε η αποδοχή της δωρεάς και ήδη έχει αρχίσει η μεταφορά και η καταγραφή του πολύτιμου υλικού. Ο κύριος Μέγας λαμβάνει τακτικά ενημέρωση με τα excel της καταγραφής και καταχώρησης κάθε τεκμηρίου. «Η δουλειά είναι πάρα πολύ δύσκολη και υπάρχουν ακόμη πρακτικά ζητήματα προς επίλυση. Για παράδειγμα, το σκανάρισμα του αρχειακού υλικού από τα τεύχη της ‘Διαγωνίου’ ή οι πίνακες του Ντίνου, αλλά πιστεύουμε ότι θα επιλυθούν». Η ενασχόληση του Γιάννη Μέγα με τη συλλογή άρχισε εντελώς τυχαία, όταν βρήκε σε ένα παλαιοπωλείο στο Λονδίνο τρεις καρτ ποστάλ από την πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης. «Η αξία τους σήμερα είναι ίσως μισό ευρώ ή και λιγότερο. Αξία, όμως, έχει όλη η συλλογή που ξεπερνά τα 90.000 τεκμήρια. Στο μεγαλύτερο μέρος τους προέρχονται από την περίοδο 1850-1950. Ωστόσο, υπάρχουν και πολύ παλαιότερα, ενώ κάποια φτάνουν έως το 1980. Η συλλογή αποτελείται από αυτό που λένε οι Γάλλοι «anciens papiers», «παλιά χαρτιά». Δεν έχει σχεδόν καθόλου αντικείμενα». Περιλαμβάνει από καρτ ποστάλ που μπορεί να έχουν εκδοθεί σε 100.000 κομμάτια, πολύ σπάνια συλλεκτικά τεκμήρια έως μοναδικά αρχεία και κομμάτια. «Κάποτε αγόρασα στα Ιεροσόλυμα το αρχείο του διευθυντή του μεγαλύτερου εβραϊκού σχολείου της Θεσσαλονίκης, του Ταλμούδ Τορά Αγκαντόλ. Έχω μεγάλη συλλογή μετοχών εταιρειών που ξεκινά από το 1882. Ορισμένες από αυτές δεν μπορούν να βρεθούν ακόμη και στο αρχείο της Ότομαν Μπανκ στην Κωνσταντινούπολη, που είναι καταπληκτικό. Είχα αγοράσει το αρχείο του φωτογράφου Λυκίδη. Από αυτό είχα δωρίσει στον αείμνηστο Νίκο Χουρμουζιάδη μία σειρά φωτογραφιών από τις δελφικές εορτές που είχαν οργανώσει ο Άγγελος και η Εύα Σικελιανού. Είχα δωρίσει στην Εφορεία Βυζαντινών Μνημείων τις φωτογραφίες από όλα τα ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης, που ο Λυκίδης είχε βγάλει τη δεκαετία του ’60. Αυτό βοήθησε την Εφορεία στην αποκατάσταση των μνημείων μετά το σεισμό του 1978, καθώς δεν γνώριζαν πώς ακριβώς ήταν τα ψηφιδωτά». Ο κύριος όγκος της συλλογής προέρχεται από παζάρια, από εμπόρους και δημοπρασίες στην Αγγλία, τη Γαλλία, το Ισραήλ, την Τουρκία. «Στη δεκαετία του ’90 πήγαινα σχεδόν δύο φορές το μήνα στην Κωνσταντινούπολη για δημοπρασίες. Έφευγα Πέμπτη απόγευμα κι επέστρεφα Κυριακή πρωί. Από το 2002 άρχισα να αγοράζω από το ebay. Έχω βρει υλικό από όλες τις γωνιές του κόσμου, μέχρι από την Ουρουγουάη και τη Νέα Ζηλανδία». Το αρχείο Χριστιανόπουλου Το αρχείο του Ντίνου Χριστιανόπουλου είναι τεράστιο και περιλαμβάνει πάρα πολλά βιβλία, περιοδικά, χειρόγραφα, ημερολόγια, δημοσιεύσεις και κριτικές του έργου του, πίνακες, αρχείο συνεντεύξεων, συναυλιών και ηχογραφήσεων τραγουδιών του ιδίου κυρίως σε σχέση με τον Τσιτσάνη, φωτογραφίες κ.ά. «Υπάρχουν πάρα πολλά αδημοσίευτα ποιήματα, σκίτσα και λογοτεχνικά κείμενα που ξεκινούν από την στ’ δημοτικού και καλύπτουν όλη την περίοδο του γυμνασίου. Όλα είναι χειρόγραφα -ο Ντίνος δεν έγραψε ποτέ σε γραφομηχανή ή κομπιούτερ- και καλύπτουν τη διαδικασία εξέλιξης έως το τελικό κείμενο. Πάρα πολλά χειρόγραφα λείπουν διότι πιθανόν έμειναν στα χέρια εκδοτών ή τυπογράφων, ενώ υπάρχουν περίπου 60 κούτες με αντίτυπα βιβλίων του ιδίου». Η εξήγηση για την ύπαρξη τόσο μεγάλου αριθμού βιβλίων είναι απλή κι έχει να κάνει με τη συνήθεια του κ. Χριστιανόπουλου να δέχεται, αντί δικαιωμάτων, να αμείβεται με αντίτυπα των βιβλίων του. Το ΑΠΘ θα δωρίσει και σε άλλες βιβλιοθήκες στην Ελλάδα τα βιβλία, ο αριθμός των οποίων είναι πολύ υψηλός. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος κατέχει κι έναν πολύ μεγάλο αριθμό βιβλίων με ποιήματα διαφόρων. «Είναι γνωστό ότι όποιος εξέδιδε ένα βιβλίο με ποιήματα, έστελνε κι ένα αντίτυπο στον Ντίνο, είτε για να του πει τη γνώμη του είτε για να τον βρίσει, καθώς ο Ντίνος δεν κρατούσε τα λόγια του. Σήμερα έχουμε κάπου εκατοντάδες τέτοια βιβλία ανθρώπων, οι οποίοι μπορεί να μην έχουν ξαναγράψει, αλλά είναι η ιστορία της πόλης και καλό είναι να διατηρηθούν». Από τα πλέον αξιοπρόσεκτα στοιχεία του αρχειακού υλικού είναι τα τεύχη της «Διαγωνίου». Για κάθε τεύχος υπάρχουν από ένας έως τέσσερις κίτρινοι φάκελοι 35Χ25, που περιλαμβάνουν όλο το περιοδικό σελίδα σελίδα. «Του έστελναν τα χειρόγραφα κι ο Ντίνος τα αντέγραφε και παρέδιδε έτοιμο το τεύχος στον τυπογράφο. Υπάρχουν τα χειρόγραφα γνωστών ποιητών και λογοτεχνών και πρέπει όλα αυτά να σκαναριστούν. Αυτό το ζήτημα δεν έχει ακόμη λυθεί, γιατί η ψηφιοποίηση αυτού του υλικού των πολλών χιλιάδων σελίδων είναι μία πανάκριβη ιστορία και απαιτείται ασφάλεια, αλλά πιστεύω ότι θα βρεθεί κάποια λύση». Ακόμη, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος κατέχει μια συλλογή 400 περίπου πινάκων, σχεδίων, σκίτσων και φωτογραφιών. Έχει καταγράψει το πότε και πώς απέκτησε το καθένα, καθώς και λεπτομέρειες που αφορούν το κάθε έργο, π.χ. «ξεθώριασε το πρωτότυπο». Τα έργα αυτά είτε ήταν δώρο προς τον κ. Χριστιανόπουλο είτε τα άφηναν οι καλλιτέχνες μετά από εκθέσεις τους στη «Μικρή Πινακοθήκη» της «Διαγωνίου» είτε τα είχε αγοράσει ο ίδιος. Έως το τέλος του 2017 αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία μεταφοράς της συλλογής. Ο Γιάννης Μέγας νιώθει ανακουφισμένος, παρόλο που αποχωρίζεται το πολύτιμο υλικό. «Τα χρόνια περνούν, εγώ είμαι 71, ο Ντίνος 85 και δεν μπορούμε να τα πάρουμε κάτω από το χώμα. Η κόρη μου ασχολείται επαγγελματικά με το χορό, έχει δική της οικογένεια στην Αθήνα και δεν μπορώ να της το φορτώσω. Τα πακετάρω και βλέπω πράγματα που έχω να δω 20 χρόνια, τα βάζω στην κούτα και τους λέω ‘φύγετε!’». Κι έτσι, η πόλη μας θα ευτυχήσει να κατέχει το μοναδικό αυτό υλικό.  
Δημοσιεύτηκε στη «Μακεδονία της Κυριακής» στις 15 Ιανουαρίου 2017
Της Χριστίνα Ταχιάου Φωτογραφίες: Δημήτρης Μαχαιρίδης Μία εκπληκτική συλλογή από «παλιά χαρτιά» που αφορούν αποκλειστικά τη Θεσσαλονίκη κι ένα μοναδικό αρχείο έγιναν αντικείμενο δωρεάς πρόσφατα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ο συλλέκτης Γιάννης Μέγας δώρισε τη συλλογή του και ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος το αρχείο του. Ο κ. Μέγας μιλά για πρώτη φορά στη «ΜτΚ» για τη συγγενική σχέση ανάμεσά τους και αφηγείται όλες τις λεπτομέρειες της διαδικασίας για τη δωρεά, κάνοντάς μας αντιληπτό πόσο τυχερή είναι η Θεσσαλονίκη που θα κατέχει αυτούς τους θησαυρούς. Ο Γιάννης Μέγας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1945 και σπούδασε στο Πολυτεχνείο πολιτικός μηχανικός. Πέρασε 28 χρόνια εργαζόμενος στην Αγγλία, τη Νιγηρία και την Αθήνα. Επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη το 2001 κι άρχισε να «μας συστήνει» την υπέροχη συλλογή του που αποτελείται από οτιδήποτε έχει ως βάση το χαρτί: καρτ ποστάλ, βιβλία, φωτογραφίες, γκραβούρες, επιστολόχαρτα, μετοχές, περιοδικά, διαφημιστικά, προγράμματα θεάτρων και κινηματογράφων κτλ. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος γεννήθηκε το 1931 κάτω από συνθήκες που για πρώτη φορά αποκαλύπτονται. «Το πραγματικό όνομα του Ντίνου Χριστιανόπουλου είναι Κωνσταντίνος Δημητριάδης κι είμαστε πρώτα ξαδέρφια, παιδιά δυο αδερφών», λέει στη «ΜτΚ» ο Γιάννης Μέγας. «Ο πατέρας μου ονομαζόταν Κωνσταντίνος Μέγας κι ο πατέρας του Ντίνου Γιάννης Μέγας -εγώ πήρα το όνομά του. Ο Γιάννης ήταν ο μόνος μορφωμένος της οικογένειας, είχε καταφέρει να τελειώσει το γυμνάσιο. Ως μορφωμένος διορίστηκε στην Αγροτική Τράπεζα στην Κατερίνη. Εκεί γνώρισε μία κοπέλα, ερωτεύτηκαν κι ήταν έτοιμοι να παντρευτούν. Ωστόσο, πριν αυτό συμβεί, στα 27 του χρόνια πέθανε από διάτρηση στομάχου. Η κοπέλα ήταν έγκυος. Γέννησε τον Ντίνο τον Απρίλιο του 1931 και τον έφερε στον πατέρα μου στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος τότε ήταν 25 ετών. Ο πατέρας μου πήρε το μωρό και το έδωσε στην άτεκνη φιλική του οικογένεια Δημητριάδη για υιοθεσία. Ο πατέρας ήταν μπογιατζής η σύζυγός του Κωνσταντινουπολίτισσα και πολύ μορφωμένη για την εποχή». Έτσι μεγάλωσε ο σημαντικότερος εν ζωή ποιητής της Θεσσαλονίκης. «Ο πατέρας μου τον στήριξε με κάθε τρόπο, στο γυμνάσιο, στο πανεπιστήμιο, κυρίως για την αγορά βιβλίων. Αυτό συνέβαινε έως ότου ο Ντίνος μπορέσει να σταθεί στα πόδια του, παρόλο που ο πατέρας μου ήταν αυστηρός και δεν αποδέχτηκε ποτέ την ‘ιδιορρυθμία’ του Ντίνου». Η «ιδιορρυθμία» είναι η ομοφυλοφιλία του Ντίνου Χριστιανόπουλου, την οποία ο ίδιος δεν έκρυψε ποτέ. Αντιθέτως, είναι παρούσα στο έργο του, ενώ ταυτόχρονα κατήγγειλε «κομψά» αυτούς που ασχολούνταν κουτσομπολίστικα με το θέμα. Ο Γιάννης Μέγας ζούσε από τα 7 του χρόνια με τον πατέρα του σε ξενοδοχείο. «Ο πατέρας μου ήταν διευθυντής του ξενοδοχείου ‘Κοσμοπολίτ’ στη διασταύρωση των οδών Ερμού και Σπανδωνή. Η μητέρα μου πέθανε όταν ήμουν 5 ετών κι από τότε μέναμε στο ξενοδοχείο. Εκεί μας επισκεπτόταν ο Ντίνος, αλλά λόγω της διαφοράς της ηλικίας μας (15 χρόνια) δεν κάναμε παρέα. Εγώ ήμουν παιδί κι εκείνος νεαρός. Αργότερα έφυγα από τη Θεσσαλονίκη. Παρόλο που συναντιόμασταν όταν την επισκεπτόμουν, αποκτήσαμε πολύ στενή σχέση μετά το 2001, όταν κι επέστρεψα». Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος ζει στο πατρικό του πατέρα του Γιάννη Μέγα στις Σαράντα Εκκλησιές και η υγεία του είναι, πια, ιδιαιτέρως κλονισμένη. Η απόφαση για τη δωρεά ελήφθη από τους κυρίους Μέγα και Χριστιανόπουλο το 2003. «Ο Ντίνος κι εγώ αποφασίσαμε δύο πράγματα. Πρώτον, η συλλογή και το αρχείο να μείνουν μαζί. Δεύτερον, να παραμείνουν στη Θεσσαλονίκη, καθώς και τα δύο αφορούν καθαρά την πόλη μας. Απορρίψαμε χρηματικές προσφορές που είχαμε από την Αθήνα και εργαστήκαμε για την εξεύρεση φορέα που θα αποδεχτεί τη δωρεά, με βάση αυτές τις δυο προϋποθέσεις». Ιστορία μιας δωρεάς Και τότε άρχισε μία περιπέτεια που ολοκληρώθηκε 13 χρόνια αργότερα. «Η πρώτη επαφή έγινε το 2003 με την Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος. Η ιδέα ήταν να δημιουργηθεί μία μη κερδοσκοπική εταιρεία σε συνεργασία και με το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης. Κάναμε δυο συναντήσεις, εκθέσαμε γραπτώς τις προθέσεις μας και τις δυνατότητες. Η ιδέα ήταν να γίνει ένας πόλος έλξης και άλλων συλλεκτών, ανθρώπων του πνεύματος, οι οποίοι να καταθέσουν εκεί το αρχείο τους, όπως υπάρχει το ΕΛΙΑ. Εάν μπορούσαμε να κάνουμε το ένα εκατοστό αυτού, θα ήμασταν πολύ ευχαριστημένοι». Παρόλο που το σχέδιο ενθουσίασε, οι συζητήσεις προχώρησαν και συντάχθηκε σχετικό συμφωνητικό από γνωστό δικηγόρο της Θεσσαλονίκης, αν και βρέθηκε χώρος του ΕΒΕΘ στην πλατεία Μοριχόβου, το σχέδιο ναυάγησε. «Από τότε έως πρόσφατα με το ΑΠΘ προσπαθούσαμε να σχετιστούμε με κάποιον οργανισμό, που θα μπορούσε να στηρίξει αυτήν την προσπάθεια. Είχα την πρόθεση να εξοπλίσω με δικά μου έξοδα τη ΜκΟ με όλον τον ηλεκτρονικό εξοπλισμό και να αναλάβω την κάλυψη εξόδων γραμματειακής υποστήριξης για τα δύο πρώτα χρόνια. Το πρόβλημα ήταν ο χώρος, απαιτούνται τουλάχιστον 250 τετραγωνικά μέτρα για τη στέγαση της συλλογής και του αρχείου. Όχι για έκθεση, αποκλειστικά για στέγαση και συντήρηση, και για να μπορούν να έχουν οι ερευνητές πρόσβαση. Παρεμπιπτόντως, να σας αναφέρω ότι τα τελευταία 15 χρόνια, τουλάχιστον 3 - 4 άνθρωποι κάθε μήνα έρχονται και μου ζητούν υλικό για τη Θεσσαλονίκη». Η ιστορία επαναλήφθηκε με την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών και μάλιστα με δυο διαφορετικούς προέδρους. Το ίδιο συνέβη και με την Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, την Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης, τη Φιλόπτωχο Αδελφότητα και το δήμο Θεσσαλονίκης. «Ενώ στην αρχή κάποιοι ενθουσιάζονταν, στη συνέχεια αυτό ατονούσε και δεν προχωρούσε τίποτε. Ο αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας του ΑΠΘ Ιάκωβος Μιχαηλίδης με έφερε σε επαφή με τον πρύτανη Περικλή Μήτκα και για πρώτη φορά μπορέσαμε να φτάσουμε σε ένα αποτέλεσμα. Παρόλο που πλέον δεν πρόκειται για τη δημιουργία μιας ΜκΟ όπως είχαμε αρχικά σχεδιάσει, είμαι πολύ ανακουφισμένος, διότι το υλικό θα καταλήξει όλο στην Κεντρική Βιβλιοθήκη του ΑΠΘ και θα έχει τη φροντίδα που του αρμόζει». Τον περασμένο Οκτώβριο ανακοινώθηκε η αποδοχή της δωρεάς και ήδη έχει αρχίσει η μεταφορά και η καταγραφή του πολύτιμου υλικού. Ο κύριος Μέγας λαμβάνει τακτικά ενημέρωση με τα excel της καταγραφής και καταχώρησης κάθε τεκμηρίου. «Η δουλειά είναι πάρα πολύ δύσκολη και υπάρχουν ακόμη πρακτικά ζητήματα προς επίλυση. Για παράδειγμα, το σκανάρισμα του αρχειακού υλικού από τα τεύχη της ‘Διαγωνίου’ ή οι πίνακες του Ντίνου, αλλά πιστεύουμε ότι θα επιλυθούν». Η ενασχόληση του Γιάννη Μέγα με τη συλλογή άρχισε εντελώς τυχαία, όταν βρήκε σε ένα παλαιοπωλείο στο Λονδίνο τρεις καρτ ποστάλ από την πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης. «Η αξία τους σήμερα είναι ίσως μισό ευρώ ή και λιγότερο. Αξία, όμως, έχει όλη η συλλογή που ξεπερνά τα 90.000 τεκμήρια. Στο μεγαλύτερο μέρος τους προέρχονται από την περίοδο 1850-1950. Ωστόσο, υπάρχουν και πολύ παλαιότερα, ενώ κάποια φτάνουν έως το 1980. Η συλλογή αποτελείται από αυτό που λένε οι Γάλλοι «anciens papiers», «παλιά χαρτιά». Δεν έχει σχεδόν καθόλου αντικείμενα». Περιλαμβάνει από καρτ ποστάλ που μπορεί να έχουν εκδοθεί σε 100.000 κομμάτια, πολύ σπάνια συλλεκτικά τεκμήρια έως μοναδικά αρχεία και κομμάτια. «Κάποτε αγόρασα στα Ιεροσόλυμα το αρχείο του διευθυντή του μεγαλύτερου εβραϊκού σχολείου της Θεσσαλονίκης, του Ταλμούδ Τορά Αγκαντόλ. Έχω μεγάλη συλλογή μετοχών εταιρειών που ξεκινά από το 1882. Ορισμένες από αυτές δεν μπορούν να βρεθούν ακόμη και στο αρχείο της Ότομαν Μπανκ στην Κωνσταντινούπολη, που είναι καταπληκτικό. Είχα αγοράσει το αρχείο του φωτογράφου Λυκίδη. Από αυτό είχα δωρίσει στον αείμνηστο Νίκο Χουρμουζιάδη μία σειρά φωτογραφιών από τις δελφικές εορτές που είχαν οργανώσει ο Άγγελος και η Εύα Σικελιανού. Είχα δωρίσει στην Εφορεία Βυζαντινών Μνημείων τις φωτογραφίες από όλα τα ψηφιδωτά της Θεσσαλονίκης, που ο Λυκίδης είχε βγάλει τη δεκαετία του ’60. Αυτό βοήθησε την Εφορεία στην αποκατάσταση των μνημείων μετά το σεισμό του 1978, καθώς δεν γνώριζαν πώς ακριβώς ήταν τα ψηφιδωτά». Ο κύριος όγκος της συλλογής προέρχεται από παζάρια, από εμπόρους και δημοπρασίες στην Αγγλία, τη Γαλλία, το Ισραήλ, την Τουρκία. «Στη δεκαετία του ’90 πήγαινα σχεδόν δύο φορές το μήνα στην Κωνσταντινούπολη για δημοπρασίες. Έφευγα Πέμπτη απόγευμα κι επέστρεφα Κυριακή πρωί. Από το 2002 άρχισα να αγοράζω από το ebay. Έχω βρει υλικό από όλες τις γωνιές του κόσμου, μέχρι από την Ουρουγουάη και τη Νέα Ζηλανδία». Το αρχείο Χριστιανόπουλου Το αρχείο του Ντίνου Χριστιανόπουλου είναι τεράστιο και περιλαμβάνει πάρα πολλά βιβλία, περιοδικά, χειρόγραφα, ημερολόγια, δημοσιεύσεις και κριτικές του έργου του, πίνακες, αρχείο συνεντεύξεων, συναυλιών και ηχογραφήσεων τραγουδιών του ιδίου κυρίως σε σχέση με τον Τσιτσάνη, φωτογραφίες κ.ά. «Υπάρχουν πάρα πολλά αδημοσίευτα ποιήματα, σκίτσα και λογοτεχνικά κείμενα που ξεκινούν από την στ’ δημοτικού και καλύπτουν όλη την περίοδο του γυμνασίου. Όλα είναι χειρόγραφα -ο Ντίνος δεν έγραψε ποτέ σε γραφομηχανή ή κομπιούτερ- και καλύπτουν τη διαδικασία εξέλιξης έως το τελικό κείμενο. Πάρα πολλά χειρόγραφα λείπουν διότι πιθανόν έμειναν στα χέρια εκδοτών ή τυπογράφων, ενώ υπάρχουν περίπου 60 κούτες με αντίτυπα βιβλίων του ιδίου». Η εξήγηση για την ύπαρξη τόσο μεγάλου αριθμού βιβλίων είναι απλή κι έχει να κάνει με τη συνήθεια του κ. Χριστιανόπουλου να δέχεται, αντί δικαιωμάτων, να αμείβεται με αντίτυπα των βιβλίων του. Το ΑΠΘ θα δωρίσει και σε άλλες βιβλιοθήκες στην Ελλάδα τα βιβλία, ο αριθμός των οποίων είναι πολύ υψηλός. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος κατέχει κι έναν πολύ μεγάλο αριθμό βιβλίων με ποιήματα διαφόρων. «Είναι γνωστό ότι όποιος εξέδιδε ένα βιβλίο με ποιήματα, έστελνε κι ένα αντίτυπο στον Ντίνο, είτε για να του πει τη γνώμη του είτε για να τον βρίσει, καθώς ο Ντίνος δεν κρατούσε τα λόγια του. Σήμερα έχουμε κάπου εκατοντάδες τέτοια βιβλία ανθρώπων, οι οποίοι μπορεί να μην έχουν ξαναγράψει, αλλά είναι η ιστορία της πόλης και καλό είναι να διατηρηθούν». Από τα πλέον αξιοπρόσεκτα στοιχεία του αρχειακού υλικού είναι τα τεύχη της «Διαγωνίου». Για κάθε τεύχος υπάρχουν από ένας έως τέσσερις κίτρινοι φάκελοι 35Χ25, που περιλαμβάνουν όλο το περιοδικό σελίδα σελίδα. «Του έστελναν τα χειρόγραφα κι ο Ντίνος τα αντέγραφε και παρέδιδε έτοιμο το τεύχος στον τυπογράφο. Υπάρχουν τα χειρόγραφα γνωστών ποιητών και λογοτεχνών και πρέπει όλα αυτά να σκαναριστούν. Αυτό το ζήτημα δεν έχει ακόμη λυθεί, γιατί η ψηφιοποίηση αυτού του υλικού των πολλών χιλιάδων σελίδων είναι μία πανάκριβη ιστορία και απαιτείται ασφάλεια, αλλά πιστεύω ότι θα βρεθεί κάποια λύση». Ακόμη, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος κατέχει μια συλλογή 400 περίπου πινάκων, σχεδίων, σκίτσων και φωτογραφιών. Έχει καταγράψει το πότε και πώς απέκτησε το καθένα, καθώς και λεπτομέρειες που αφορούν το κάθε έργο, π.χ. «ξεθώριασε το πρωτότυπο». Τα έργα αυτά είτε ήταν δώρο προς τον κ. Χριστιανόπουλο είτε τα άφηναν οι καλλιτέχνες μετά από εκθέσεις τους στη «Μικρή Πινακοθήκη» της «Διαγωνίου» είτε τα είχε αγοράσει ο ίδιος. Έως το τέλος του 2017 αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία μεταφοράς της συλλογής. Ο Γιάννης Μέγας νιώθει ανακουφισμένος, παρόλο που αποχωρίζεται το πολύτιμο υλικό. «Τα χρόνια περνούν, εγώ είμαι 71, ο Ντίνος 85 και δεν μπορούμε να τα πάρουμε κάτω από το χώμα. Η κόρη μου ασχολείται επαγγελματικά με το χορό, έχει δική της οικογένεια στην Αθήνα και δεν μπορώ να της το φορτώσω. Τα πακετάρω και βλέπω πράγματα που έχω να δω 20 χρόνια, τα βάζω στην κούτα και τους λέω ‘φύγετε!’». Κι έτσι, η πόλη μας θα ευτυχήσει να κατέχει το μοναδικό αυτό υλικό.  
Δημοσιεύτηκε στη «Μακεδονία της Κυριακής» στις 15 Ιανουαρίου 2017
Επιλέξτε Κατηγορία