ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ

Οι αποκαλύψεις του Βασίλη Χατζηπαναγή

Ο «Βάσια» μίλησε σε ουκρανική ιστοσελίδα για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του

 13/02/2019 15:29

Οι αποκαλύψεις του Βασίλη Χατζηπαναγή

Μία εξαιρετικά αποκαλυπτική συνέντευξη παραχώρησε σε ουκρανική ιστοσελίδα ο Βασίλης Χατζηπαναγής. Ο "Νουρέγιεφ" των ελληνικών γηπέδων μίλησε για τα πρώτα ποδοσφαιρικά του χρόνια στην πρώην Σοβιετική Ένωση, την άφιξή του στην Ελλάδα, τη διαδρομή του στον Ηρακλή και τους λόγους για τους οποίους δεν άλλαξε ποτέ ομάδα.

Η συνέντευξη:

Πώς βρέθηκες στη Σοβιετική Ένωση;

«Οι γονείς μου ήταν πολιτικοί πρόσφυγες, μετακόμισαν από τη Θεσσαλονίκη στην Τασκένδη το 1949. Πέντε χρόνια αργότερα γεννήθηκα».

Στην ηλικία των 17 αγωνίστηκες για πρώτη φορά στην πρώτη ομάδα. Πώς σε αποκαλούσαν οι άνθρωποι της Παχτακόρ;

«Οι Έλληνες με φώναζαν Λάκη και οι Ουζμπέκοι Χότζα, ένα όνομα με κύρος. Θυμάμαι τα χρόνια που έπαιζα ποδόσφαιρο στην Τασκένδη με νοσταλγία. Η Παχτακόρ ήταν μία ομάδα με ιδιαίτερη βαρύτητα».

Θυμάσαι το ντεμπούτο σου στο πρωτάθλημα της Σοβιετικής Ένωσης;

«Φυσικά, παίξαμε κόντρα στη Σαχτάρ Ντόνετσκ, όπου και σκόραρα το πρώτο μου γκολ. Θυμάμαι ακόμα ότι το 1974 παίξαμε κόντρα στη Ζόρια, που ήταν πρωταθλήτρια το 1972, και την κερδίσαμε με 4-2, εκεί μάλιστα σημείωσα το καλύτερο τέρμα του μήνα. Ένα περιοδικό, το «Physical Culture and Sport», είχε φωτογραφία δικιά μου και ενός σκιέρ, και έγραφε πως η ντρίπλα μοιάζει με κίνηση σκιέρ».

Πιθανότατα ψηλά στη λίστα σου θα βρίσκεται η νίκη σας κόντρα κόντρα στην Ντιναμό Κιέβου με 5-0.

«Ήταν η πιο έντονη επικράτηση όλης της σεζόν. Αντιμετωπίσαμε την Ντιναμό στις 17 Οκτωβρίου, τότε ήταν από τις καλύτερες ομάδες στην Ευρώπη, μάλιστα λίγες μέρες πιο πριν είχαν κερδίσει την Μπάγερν Μονάχου. Αλλά πάντοτε ήμασταν ένας σκληρός αντίπαλος για την Ντιναμό. Στα πρώτα είκοσι λεπτά οι ποδοσφαιριστές της Ντιναμό δεν μπορούσαν να ελέγξουν την μπάλα. Εγώ πέτυχα το πρώτο γκολ της ομάδας μου. Η Παχτακόρ ήταν η μοναδική ομάδα που κέρδισε δύο φορές μέσα στο πρωτάθλημα την Ντιναμό».

Ποιος ήταν ο ηγέτης της Παχτακόρ;

«Ο Μπεράτορ Αμπνουραϊμόφ ήταν ο μεγαλύτερος από εμάς και είχε πετύχει 95 τέρματα στο κορυφαίο πρωτάθλημα της ΕΣΣΔ. Στη συνέχεια ήταν ο Μίσα Αν και ο Φεντόροφ, με τους οποίους είχαμε κάνει μια πολύ δυνατή επιθετική τριάδα. Εγώ και ο Φεντόροφ είχαμε πετύχει εννέα τέρματα, ενώ ο Μίσα Αν, και σκόραρε και έφτιαχνε φάσεις για τους υπόλοιπους».

Τα πιο σημαντικά παιχνίδια ήταν απέναντι στην Καϊράτ;

«Ναι, ήταν πραγματικές μάχες. Για τους φίλους της ομάδας μας ήταν πολύ σημαντικό να κερδίσουν τους γείτονές μας. Το να βρεις εισιτήριο για αυτά τα παιχνίδια ήταν πραγματικά σπάνιο. Πάντα το γήπεδο ήταν γεμάτο, με πάνω από 40.000 χιλιάδες κόσμο στις κερκίδες. Όταν η Παχτακόρ αγωνιζόταν στο κορυφαίο πρωτάθλημα, σε όλα τα παιχνίδια είχαμε 35.000 χιλιάδες φιλάθλους».

Πώς ένιωσες όταν έμαθες ότι συνετρίβη το αεροπλάνο της Παχτακόρ το 1979;

«Ήταν ένα σοκ για εμένα, ήταν πολύ δύσκολο  να το αποδεχτώ όλο αυτό. Πριν από λίγο καιρό είχα πάει για επίσκεψη στην Τασκένδη και μίλησα με όλα τα παιδιά για το πώς περνάω στην Ελλάδα».

Στεναχωρήθηκες όταν έχασες τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ, επειδή έφυγες για την Ελλάδα;

«Λυπάμαι, αλλά δεν θα γυρίσω το χρόνο πίσω. Όταν ταξίδευα για την Ελλάδα, δεν ήξερα το επίπεδο του ποδοσφαίρου της. Στην ΕΣΣΔ αγωνιζόμουν για την Ολυμπιακή ομάδα. Θυμάμαι τα προκριματικά για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ, είχα παίξε σε τέσσερα παιχνίδια και σκόραρα απέναντι στη Γιουγκοσλαβία, η ομάδα είχε κερδίσει με 3-0. Επίσης κερδίσαμε δύο φορές την Ισλανδία και στη συνέχεια με 4-0 τη Νορβηγία. Πιστεύω πως κέρδισα το δικαίωμα να συμμετάσχω στους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Γιατί επέλεξες να πας στον Ηρακλή και όχι σε μια ομάδα της πρωτεύουσας, όπως είναι οι Ολυμπιακός, Παναθηναϊκός και ΑΕΚ;

«Ο Ολυμπιακός ήθελε πολύ να υπογράψει συμβόλαιο μαζί μου, αλλά επέλεξε λάθος τρόπο. Κατέθεσε επίσημη πρόταση στην ομάδα μου, αλλά τότε δεν γινόταν να πάρεις μεταγραφή για ομάδα του εξωτερικού. Στην Ελλάδα δεν μετακόμισα ως ποδοσφαιριστής αλλά ως πολιτικός πρόσφυγας, που επέστρεφε πίσω στην πατρίδα του. Η γιαγιά μου και οι θείοι μου έμεναν στη Θεσσαλονίκη, όπου και μετακόμισα. Ο Ηρακλής κινήθηκε άμεσα και υπογράψαμε συμβόλαιο».

Σου έδωσαν αμέσως αυτοκίνητο και σπίτι;

«Ναι, οι άνθρωποι εκεί ήταν πραγματικοί κύριοι. Αλλά στη δεκαετία του 1970 στην Ελλάδα 'βασίλευαν' άκαμπτοι κανόνες. Οι ποδοσφαιριστές είχαν χαμηλό μισθό. Όταν υπέγραφες συμβόλαιο με μια ομάδα, σε έδεναν χειροπόδαρα καθώς ο σύλλογος είχε δικαίωμα να σε κρατήσει ακόμα και για δέκα χρόνια. Έπεσα σε παγίδα, καθώς υπέγραψα συμβόλαιο για δύο χρόνια, αλλά δεν έδωσα σημασία στο ότι η ομάδα θα είχε τα δικαιώματά μου για δέκα χρόνια».

Δύο χρόνια αργότερα μήνυσες τον Ηρακλή;

Ναι, και κέρδισα το δικαστήριο. Το πολιτικό δικαστήριο είχε καταργήσει τις συμβάσεις των δέκα ετών, αλλά η προσπάθειά μου να «σπάσω» το συμβόλαιό μου με τον Ηρακλή απέτυχε. Ο σύλλογος έκανε έφεση και κέρδισε τη δικαστική μάχη».

Γιατί ο Ηρακλής δεν σε πούλησε σε κάποια ομάδα της Δυτικής Ευρώπης; Δεν υπήρχε κάποια προσφορά;

«Υπήρχαν προτάσεις από τη Ρόμα και τη Στουτγκάρδη, αλλά και από την Άρσεναλ. Μου πρόσφεραν ένα εκατομμύριο για να υπογράψω συμβόλαιο. Βρέθηκα στο Λονδίνο αρχικά για να ξεπεράσω τον τραυματισμό μου στο μηνίσκο και στη συνέχεια πήρα μέρος στις προπονήσεις των «Κανονιέρηδων». Οι άνθρωποι της Άρσεναλ δεν ήθελαν να φύγω από το Λονδίνο, αλλά ο πρόεδρος του Ηρακλή δεν ήθελε καν να ακούσει για τη μεταγραφή μου. Ήμουν ο μοναδικός που μπορούσα να κρατήσω την οικονομική υγεία της ομάδας».

Εννοείς λόγω των πωλήσεων εισιτηρίων;

«Τα πράγματα πριν από την έλευσή μου στον Ηρακλή ήταν εντελώς διαφορετικά. Πριν να έρθω εγώ στο γήπεδο, υπήρχαν 3.000 εισιτήρια, ενώ μετά 15.000, ήμουν ο αγαπημένος του κοινού».

Δηλαδή στον Ηρακλή σε έβλεπαν σαν κότα που γεννάει χρυσά αυγά;

«Ακριβώς αυτό, ο κόσμος της ομάδας δεν μπορούσε να το καταλάβει αυτό. Έλεγαν πως αν φύγει ο Βασίλης Χατζηπαναγής, θα είναι ένα μεγάλο πισωγύρισμα για όλη την ομάδα. Από όταν πήγα εγώ στον Ηρακλή, η ομάδα βελτιώθηκε και στην πρώτη μου χρονιά εκεί κατακτήσαμε το κύπελλο. Στον τελικό είχαμε κερδίσει τον Ολυμπιακό σε ένα παιχνίδι που το είχαν δει όλοι οι Έλληνες του κόσμου».

Ποτέ, όμως, δεν κατακτήσατε το πρωτάθλημα στην Ελλάδα.

«Ήταν κάτι αδύνατο για τον Ηρακλή. Δύο συνεχόμενες χρονιές (1983, 1984) φέραμε το χάλκινο μετάλλιο, ήταν πολύ δύσκολο να βγάλεις από το βάθρο τον Ολυμπιακό, τον Παναθηναϊκό και την ΑΕΚ. Αγωνιζόμουν στην επίθεση και στο κέντρο, προσπαθούσα να περνάω πάσες για τους συμπαίκτες μου. Όταν ήμουν στον Ηρακλή, τρεις συμπαίκτες μου κλήθηκαν στην εθνική ομάδα».

Γιατί δεν κατάφερες να αγωνιστείς στην Εθνική Ελλάδος;

«Αυτό ήταν ένα περίπλοκο θέμα για εμένα. Είχα αγωνιστεί σε ανεπίσημους αγώνες με την ΕΣΣΔ, είχα πάρει μέρος σε δύο ανεπίσημα τουρνουά, στα οποία συμμετείχαν μόνο σοσιαλιστικές χώρες. Μετά από καιρό, το 1976, συμμετείχα σε ένα φιλικό με την Ελλάδα. Αντιμετωπίσαμε την Πολωνία, αλλά οι αντίπαλοι με αναγνώρισαν και στη συνέχεια μου απαγορεύτηκε να είμαι μέλος της Εθνικής Ελλάδος».

Όταν ήσουν 45 ετών, έπαιξες για ακόμη μία φορά με τη φανέλα της Ελλάδας. Πώς προέκυψε αυτή η πρόσκληση;

«Η ομοσπονδία της Ελλάδας αποφάσισε να διοργανώσει ένα παιχνίδι προς τιμήν μου. Ήταν μια ικανοποίηση για εμένα, που δεν κατάφερα να αγωνιστώ όταν ήμουν νεότερος. Είχα αγωνιστεί για 25 λεπτά, ήμουν προετοιμασμένος ψυχολογικά γι' αυτό το παιχνίδι».

Το 1984 αγωνίστηκες με τη μεικτή κόσμου.

«Είμαι πολύ περήφανος που κλήθηκα. Στην Αμερική υπήρχαν πολλοί Έλληνες, οι οποίοι είπαν πως αν έρθει ο Βασίλης Χατζηπαναγής, θα αγοράσουν 15 χιλιάδες εισιτήρια, και το έκαναν. Θυμάμαι ότι ο σχολιαστής έλεγε ο Έλληνας Βασίλης Χατζηπαναγής, που έχει γεννηθεί στην ΕΣΣΔ. Ο αγώνας διεξήχθη στις ΗΠΑ, αγωνίστηκα μαζί με τους Μπεκενμπάουερ, Κέβιν Κίγκαν, Μάριο Κέμπες, Φέλιξ Μάγκατ. Από το παιχνίδι πήρα 3 χιλιάδες δολάρια, αλλά τα περισσότερα έσοδα πήγαν για φιλανθρωπικό σκοπό. Αλλά όταν 15 χιλιάδες Έλληνες φωνάζουν το όνομά σου, είναι ένα απίστευτο συναίσθημα».

Κατά τη διάρκεια της καριέρας σου πέτυχες έξι γκολ από απευθείας κόρνερ. Ήταν κάτι που δούλευες στην προπόνηση;

«Ναι, δούλευα πολύ, αν δεν κάνω λάθος είχα πετύχει περισσότερα τέρματα με κόρνερ από τον Λομπανόβσκι. Πλέον στο σύγχρονο ποδόσφαιρο είναι πολύ δύσκολο να δούμε κάτι τέτοιο».

Με τι ασχολείσαι τώρα που σταμάτησες το ποδόσφαιρο;

«Το ποδόσφαιρο δεν έχει φύγει από τη ζωή μου. Με την ομοσπονδία της Ελλάδας είχαμε μια ακαδημία, που έβρισκε ταλέντα σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα, πλέον το συμβόλαιό μας έληξε. Συμφωνήσαμε με τον Ηρακλή να προχωρήσουμε μαζί το συγκεκριμένο πρότζεκτ».

Μία εξαιρετικά αποκαλυπτική συνέντευξη παραχώρησε σε ουκρανική ιστοσελίδα ο Βασίλης Χατζηπαναγής. Ο "Νουρέγιεφ" των ελληνικών γηπέδων μίλησε για τα πρώτα ποδοσφαιρικά του χρόνια στην πρώην Σοβιετική Ένωση, την άφιξή του στην Ελλάδα, τη διαδρομή του στον Ηρακλή και τους λόγους για τους οποίους δεν άλλαξε ποτέ ομάδα.

Η συνέντευξη:

Πώς βρέθηκες στη Σοβιετική Ένωση;

«Οι γονείς μου ήταν πολιτικοί πρόσφυγες, μετακόμισαν από τη Θεσσαλονίκη στην Τασκένδη το 1949. Πέντε χρόνια αργότερα γεννήθηκα».

Στην ηλικία των 17 αγωνίστηκες για πρώτη φορά στην πρώτη ομάδα. Πώς σε αποκαλούσαν οι άνθρωποι της Παχτακόρ;

«Οι Έλληνες με φώναζαν Λάκη και οι Ουζμπέκοι Χότζα, ένα όνομα με κύρος. Θυμάμαι τα χρόνια που έπαιζα ποδόσφαιρο στην Τασκένδη με νοσταλγία. Η Παχτακόρ ήταν μία ομάδα με ιδιαίτερη βαρύτητα».

Θυμάσαι το ντεμπούτο σου στο πρωτάθλημα της Σοβιετικής Ένωσης;

«Φυσικά, παίξαμε κόντρα στη Σαχτάρ Ντόνετσκ, όπου και σκόραρα το πρώτο μου γκολ. Θυμάμαι ακόμα ότι το 1974 παίξαμε κόντρα στη Ζόρια, που ήταν πρωταθλήτρια το 1972, και την κερδίσαμε με 4-2, εκεί μάλιστα σημείωσα το καλύτερο τέρμα του μήνα. Ένα περιοδικό, το «Physical Culture and Sport», είχε φωτογραφία δικιά μου και ενός σκιέρ, και έγραφε πως η ντρίπλα μοιάζει με κίνηση σκιέρ».

Πιθανότατα ψηλά στη λίστα σου θα βρίσκεται η νίκη σας κόντρα κόντρα στην Ντιναμό Κιέβου με 5-0.

«Ήταν η πιο έντονη επικράτηση όλης της σεζόν. Αντιμετωπίσαμε την Ντιναμό στις 17 Οκτωβρίου, τότε ήταν από τις καλύτερες ομάδες στην Ευρώπη, μάλιστα λίγες μέρες πιο πριν είχαν κερδίσει την Μπάγερν Μονάχου. Αλλά πάντοτε ήμασταν ένας σκληρός αντίπαλος για την Ντιναμό. Στα πρώτα είκοσι λεπτά οι ποδοσφαιριστές της Ντιναμό δεν μπορούσαν να ελέγξουν την μπάλα. Εγώ πέτυχα το πρώτο γκολ της ομάδας μου. Η Παχτακόρ ήταν η μοναδική ομάδα που κέρδισε δύο φορές μέσα στο πρωτάθλημα την Ντιναμό».

Ποιος ήταν ο ηγέτης της Παχτακόρ;

«Ο Μπεράτορ Αμπνουραϊμόφ ήταν ο μεγαλύτερος από εμάς και είχε πετύχει 95 τέρματα στο κορυφαίο πρωτάθλημα της ΕΣΣΔ. Στη συνέχεια ήταν ο Μίσα Αν και ο Φεντόροφ, με τους οποίους είχαμε κάνει μια πολύ δυνατή επιθετική τριάδα. Εγώ και ο Φεντόροφ είχαμε πετύχει εννέα τέρματα, ενώ ο Μίσα Αν, και σκόραρε και έφτιαχνε φάσεις για τους υπόλοιπους».

Τα πιο σημαντικά παιχνίδια ήταν απέναντι στην Καϊράτ;

«Ναι, ήταν πραγματικές μάχες. Για τους φίλους της ομάδας μας ήταν πολύ σημαντικό να κερδίσουν τους γείτονές μας. Το να βρεις εισιτήριο για αυτά τα παιχνίδια ήταν πραγματικά σπάνιο. Πάντα το γήπεδο ήταν γεμάτο, με πάνω από 40.000 χιλιάδες κόσμο στις κερκίδες. Όταν η Παχτακόρ αγωνιζόταν στο κορυφαίο πρωτάθλημα, σε όλα τα παιχνίδια είχαμε 35.000 χιλιάδες φιλάθλους».

Πώς ένιωσες όταν έμαθες ότι συνετρίβη το αεροπλάνο της Παχτακόρ το 1979;

«Ήταν ένα σοκ για εμένα, ήταν πολύ δύσκολο  να το αποδεχτώ όλο αυτό. Πριν από λίγο καιρό είχα πάει για επίσκεψη στην Τασκένδη και μίλησα με όλα τα παιδιά για το πώς περνάω στην Ελλάδα».

Στεναχωρήθηκες όταν έχασες τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ, επειδή έφυγες για την Ελλάδα;

«Λυπάμαι, αλλά δεν θα γυρίσω το χρόνο πίσω. Όταν ταξίδευα για την Ελλάδα, δεν ήξερα το επίπεδο του ποδοσφαίρου της. Στην ΕΣΣΔ αγωνιζόμουν για την Ολυμπιακή ομάδα. Θυμάμαι τα προκριματικά για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ, είχα παίξε σε τέσσερα παιχνίδια και σκόραρα απέναντι στη Γιουγκοσλαβία, η ομάδα είχε κερδίσει με 3-0. Επίσης κερδίσαμε δύο φορές την Ισλανδία και στη συνέχεια με 4-0 τη Νορβηγία. Πιστεύω πως κέρδισα το δικαίωμα να συμμετάσχω στους Ολυμπιακούς Αγώνες.

Γιατί επέλεξες να πας στον Ηρακλή και όχι σε μια ομάδα της πρωτεύουσας, όπως είναι οι Ολυμπιακός, Παναθηναϊκός και ΑΕΚ;

«Ο Ολυμπιακός ήθελε πολύ να υπογράψει συμβόλαιο μαζί μου, αλλά επέλεξε λάθος τρόπο. Κατέθεσε επίσημη πρόταση στην ομάδα μου, αλλά τότε δεν γινόταν να πάρεις μεταγραφή για ομάδα του εξωτερικού. Στην Ελλάδα δεν μετακόμισα ως ποδοσφαιριστής αλλά ως πολιτικός πρόσφυγας, που επέστρεφε πίσω στην πατρίδα του. Η γιαγιά μου και οι θείοι μου έμεναν στη Θεσσαλονίκη, όπου και μετακόμισα. Ο Ηρακλής κινήθηκε άμεσα και υπογράψαμε συμβόλαιο».

Σου έδωσαν αμέσως αυτοκίνητο και σπίτι;

«Ναι, οι άνθρωποι εκεί ήταν πραγματικοί κύριοι. Αλλά στη δεκαετία του 1970 στην Ελλάδα 'βασίλευαν' άκαμπτοι κανόνες. Οι ποδοσφαιριστές είχαν χαμηλό μισθό. Όταν υπέγραφες συμβόλαιο με μια ομάδα, σε έδεναν χειροπόδαρα καθώς ο σύλλογος είχε δικαίωμα να σε κρατήσει ακόμα και για δέκα χρόνια. Έπεσα σε παγίδα, καθώς υπέγραψα συμβόλαιο για δύο χρόνια, αλλά δεν έδωσα σημασία στο ότι η ομάδα θα είχε τα δικαιώματά μου για δέκα χρόνια».

Δύο χρόνια αργότερα μήνυσες τον Ηρακλή;

Ναι, και κέρδισα το δικαστήριο. Το πολιτικό δικαστήριο είχε καταργήσει τις συμβάσεις των δέκα ετών, αλλά η προσπάθειά μου να «σπάσω» το συμβόλαιό μου με τον Ηρακλή απέτυχε. Ο σύλλογος έκανε έφεση και κέρδισε τη δικαστική μάχη».

Γιατί ο Ηρακλής δεν σε πούλησε σε κάποια ομάδα της Δυτικής Ευρώπης; Δεν υπήρχε κάποια προσφορά;

«Υπήρχαν προτάσεις από τη Ρόμα και τη Στουτγκάρδη, αλλά και από την Άρσεναλ. Μου πρόσφεραν ένα εκατομμύριο για να υπογράψω συμβόλαιο. Βρέθηκα στο Λονδίνο αρχικά για να ξεπεράσω τον τραυματισμό μου στο μηνίσκο και στη συνέχεια πήρα μέρος στις προπονήσεις των «Κανονιέρηδων». Οι άνθρωποι της Άρσεναλ δεν ήθελαν να φύγω από το Λονδίνο, αλλά ο πρόεδρος του Ηρακλή δεν ήθελε καν να ακούσει για τη μεταγραφή μου. Ήμουν ο μοναδικός που μπορούσα να κρατήσω την οικονομική υγεία της ομάδας».

Εννοείς λόγω των πωλήσεων εισιτηρίων;

«Τα πράγματα πριν από την έλευσή μου στον Ηρακλή ήταν εντελώς διαφορετικά. Πριν να έρθω εγώ στο γήπεδο, υπήρχαν 3.000 εισιτήρια, ενώ μετά 15.000, ήμουν ο αγαπημένος του κοινού».

Δηλαδή στον Ηρακλή σε έβλεπαν σαν κότα που γεννάει χρυσά αυγά;

«Ακριβώς αυτό, ο κόσμος της ομάδας δεν μπορούσε να το καταλάβει αυτό. Έλεγαν πως αν φύγει ο Βασίλης Χατζηπαναγής, θα είναι ένα μεγάλο πισωγύρισμα για όλη την ομάδα. Από όταν πήγα εγώ στον Ηρακλή, η ομάδα βελτιώθηκε και στην πρώτη μου χρονιά εκεί κατακτήσαμε το κύπελλο. Στον τελικό είχαμε κερδίσει τον Ολυμπιακό σε ένα παιχνίδι που το είχαν δει όλοι οι Έλληνες του κόσμου».

Ποτέ, όμως, δεν κατακτήσατε το πρωτάθλημα στην Ελλάδα.

«Ήταν κάτι αδύνατο για τον Ηρακλή. Δύο συνεχόμενες χρονιές (1983, 1984) φέραμε το χάλκινο μετάλλιο, ήταν πολύ δύσκολο να βγάλεις από το βάθρο τον Ολυμπιακό, τον Παναθηναϊκό και την ΑΕΚ. Αγωνιζόμουν στην επίθεση και στο κέντρο, προσπαθούσα να περνάω πάσες για τους συμπαίκτες μου. Όταν ήμουν στον Ηρακλή, τρεις συμπαίκτες μου κλήθηκαν στην εθνική ομάδα».

Γιατί δεν κατάφερες να αγωνιστείς στην Εθνική Ελλάδος;

«Αυτό ήταν ένα περίπλοκο θέμα για εμένα. Είχα αγωνιστεί σε ανεπίσημους αγώνες με την ΕΣΣΔ, είχα πάρει μέρος σε δύο ανεπίσημα τουρνουά, στα οποία συμμετείχαν μόνο σοσιαλιστικές χώρες. Μετά από καιρό, το 1976, συμμετείχα σε ένα φιλικό με την Ελλάδα. Αντιμετωπίσαμε την Πολωνία, αλλά οι αντίπαλοι με αναγνώρισαν και στη συνέχεια μου απαγορεύτηκε να είμαι μέλος της Εθνικής Ελλάδος».

Όταν ήσουν 45 ετών, έπαιξες για ακόμη μία φορά με τη φανέλα της Ελλάδας. Πώς προέκυψε αυτή η πρόσκληση;

«Η ομοσπονδία της Ελλάδας αποφάσισε να διοργανώσει ένα παιχνίδι προς τιμήν μου. Ήταν μια ικανοποίηση για εμένα, που δεν κατάφερα να αγωνιστώ όταν ήμουν νεότερος. Είχα αγωνιστεί για 25 λεπτά, ήμουν προετοιμασμένος ψυχολογικά γι' αυτό το παιχνίδι».

Το 1984 αγωνίστηκες με τη μεικτή κόσμου.

«Είμαι πολύ περήφανος που κλήθηκα. Στην Αμερική υπήρχαν πολλοί Έλληνες, οι οποίοι είπαν πως αν έρθει ο Βασίλης Χατζηπαναγής, θα αγοράσουν 15 χιλιάδες εισιτήρια, και το έκαναν. Θυμάμαι ότι ο σχολιαστής έλεγε ο Έλληνας Βασίλης Χατζηπαναγής, που έχει γεννηθεί στην ΕΣΣΔ. Ο αγώνας διεξήχθη στις ΗΠΑ, αγωνίστηκα μαζί με τους Μπεκενμπάουερ, Κέβιν Κίγκαν, Μάριο Κέμπες, Φέλιξ Μάγκατ. Από το παιχνίδι πήρα 3 χιλιάδες δολάρια, αλλά τα περισσότερα έσοδα πήγαν για φιλανθρωπικό σκοπό. Αλλά όταν 15 χιλιάδες Έλληνες φωνάζουν το όνομά σου, είναι ένα απίστευτο συναίσθημα».

Κατά τη διάρκεια της καριέρας σου πέτυχες έξι γκολ από απευθείας κόρνερ. Ήταν κάτι που δούλευες στην προπόνηση;

«Ναι, δούλευα πολύ, αν δεν κάνω λάθος είχα πετύχει περισσότερα τέρματα με κόρνερ από τον Λομπανόβσκι. Πλέον στο σύγχρονο ποδόσφαιρο είναι πολύ δύσκολο να δούμε κάτι τέτοιο».

Με τι ασχολείσαι τώρα που σταμάτησες το ποδόσφαιρο;

«Το ποδόσφαιρο δεν έχει φύγει από τη ζωή μου. Με την ομοσπονδία της Ελλάδας είχαμε μια ακαδημία, που έβρισκε ταλέντα σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα, πλέον το συμβόλαιό μας έληξε. Συμφωνήσαμε με τον Ηρακλή να προχωρήσουμε μαζί το συγκεκριμένο πρότζεκτ».

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία