Ο μεγάλος ερωτικός και πολιτικός

 25/11/2019 15:10

Είναι προφανές ότι διαισθάνθηκαν απειλή κατά του πολιτικού και κομματικού τους αλάθητου αρκετοί που έσπευσαν να καυτηριάσουν τις δηλώσεις του διάσημου έλληνα βιολονίστα Λεωνίδα Καβάκου, ο οποίος εξήγησε τους λόγους που τον οδήγησαν στην απόφαση να φύγει από την Ελλάδα και να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελβετία.

Άλλοι πάλι, όχι ιδιοτελώς αυτοί, διαφώνησαν με τα λόγια όσο και με την απόφασή του, υποστηρίζοντας ότι ο Λεωνίδας Καβάκος έπρεπε να μείνει στη χώρα, για να προσφέρει στον πολιτισμό. Να θυμίσουμε τρεις ατάκες που βγήκαν από τις δηλώσεις του και συζητιούνται ακόμα:

- «Βαρέθηκα να είμαι άχρηστος στην πατρίδα μου».

- «Ο δεύτερος λόγος που έφυγα -και δεν φοβάμαι να το πω- ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Μου δημιουργούσε τεράστια δυστυχία αυτή η αισθητική με αρνητικό πρόσημο…».

- «Το μεγαλύτερο λάθος που έγινε στην Ελλάδα είναι ότι βγαίνουμε από την κρίση χωρίς να έχουμε καταλάβει τίποτα».

Το αν μπορούσε να «προσφέρει» στη χώρα, το απάντησε ο ίδιος στη συνέντευξή του στην «Καθημερινή»: «Κανένας υπουργός Πολιτισμού δεν με κάλεσε ποτέ ν’ ακούσει, έστω, τις απόψεις μου, για το πώς η ελληνική πραγματικότητα θα έρθει πιο κοντά στη διεθνή και πώς θα αποδείξουμε ότι είμαστε κράτος ανεπτυγμένο πολιτιστικά. Αν βγείτε στο δρόμο και ρωτήσετε τους περαστικούς, όλοι θα πουν ότι εμείς δώσαμε τα φώτα μας στην ανθρωπότητα. Σαχλαμάρες! Όχι γιατί δεν είναι αλήθεια, αλλά γιατί τέτοια λόγια βγαίνουν και από το στόμα ανθρώπων που δεν έχουν μελετήσει ούτε μια στιγμή στη ζωή τους».

Αυτός που κράτησε μεγάλη απόσταση από τους πολιτικούς και την πολιτική υποκρισία στην Ελλάδα ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις, ο οποίος μπορεί από πολλούς να θεωρείται ο «μεγάλος ερωτικός» και δημιουργός των ουράνιων μελωδιών που αγάπησαν τρεις γενιές, ωστόσο εξέφρασε και μια βαθιά πολιτική άποψη, υψηλής αισθητικής μέσα από το έργο του. Αυτή δεν είναι εύκολα αναγνωρίσιμη από το μέσο ακροατή. Είναι, όμως, πολύ οικεία σε όσους εμβάθυναν όχι μόνο στο έργο του αλλά και στη δημόσια παρουσία του, την οποία τίμησε με δηλώσεις παρρησίας και αυθεντικότητας.

Τι να θυμηθούμε; Τα «Παράλογα» και τον «Εφιάλτη της Περσεφόνης» με τα άγνωστα για την Ελλάδα του 1976 οικολογικά σκιρτήματα; Τα «Τραγούδια της αμαρτίας» που έσπασαν ταμπού; Την «Ελένη»; «Την «Εποχή της Μελισσάνθης»; Την ανεπανάληπτη, αγέρωχη στάση του στο «ανυπότακτο» Τρίτο Πρόγραμμα, όπου ως διευθυντής αντιμετώπισε πείσμονα και κοντόφθαλμη αντίδραση από δεξιούς, αριστερούς και συνδικαλιστές;

Δική του είναι η παρακάτω δήλωση, με την οποία τα λέει όλα:

«Δεν υπάρχει κανένα σύστημα που θα σας υποσχεθεί την ελευθερία σας. Δεν υπάρχει τέτοιο σύστημα. Σας είπαν ψέματα… Η εξουσία, είτε κομμουνιστική είτε δημοκρατική, είτε ροζ σοσιαλιστική είτε θεοκρατική, είναι άθλια, βάρβαρη κι απάνθρωπη. Και ίσως εκεί πρέπει πλέον να στρέψουμε το μίσος και τους αγώνες μας».

Άλλωστε ο ίδιος δεν ήταν που είπε στη στενή του φίλη συνεργάτιδά του στη «Στέλλα», στο «Ποτέ την Κυριακή» Μελίνα Μερκούρη, όταν η τελευταία ήταν στη ηγεσία τα υπουργείου Πολιτισμού, το περίφημο: «Απόδειξη ότι δεν έχουμε πολιτισμό είναι ότι χρειαζόμαστε υπουργείο Πολιτισμού»;

Οι «συνήθειες» των πολιτικών, τα «καπελώματα», οι «κυβιστήσεις», η δυσανεξία τους στην κριτική και το ελεύθερο πνεύμα των καλλιτεχνών ενέπνευσαν και τον Διονύση Σαββόπουλο. Στα τραγούδια του θα βρούμε κομμάτια και αποσπάσματα στίχων που έμειναν ιστορικά και εδώ και χρόνια χρησιμοποιούνται στους τίτλους εφημερίδων και στην αρθρογραφία.

«Τι να φταίει η Βουλή, τι να φταίν’ οι εκπρόσωποι, έρημοι κι απρόσωποι».

«Όχι στων μανιφέστων τις κλεισούρες, αλλά σ’ κείνο εκεί το μπαρ που ξενυχτάει».

«Δεν είμαι πασόκα, δεν είμαι ούτε κουκουέ. Είμαι ό,τι είμαι κι ό,τι τραγουδώ για σε».

«Και το κόμμα με τραβά απ’ το μανίκι».

«Στη φοιτητριούλα που σ’ έχει ερωτευτεί, θα σε καταγγείλω, πονηρέ πολιτευτή».

Αυτοί όμως που το… τερμάτισαν είναι κάτι πολιτευτάκηδες. Αναπαράγουν μια αθλιότητα, με θαυμαστή συνέπεια, εδώ και σαράντα χρόνια. Φεύγουν οι παλιοί στη σύνταξη για να δώσουν τη θέση τους σε νεότερους, πιο πονηρούς, που θα επαναλάβουν το εξοργιστικά προσβλητικό για τον κορυφαίο αυτόν δημιουργό του ελληνικού πολιτισμού και αγωνιστή σε χαλεπούς καιρούς: «Εγώ με τον Μίκη δεν μιλώ πολιτικά, αλλά προτιμώ να ακούω τη μουσική του»!

Έχω βαρεθεί να ακούω αυτό το εξόχως υποτιμητικό, στερεότυπο και αντιπροσωπευτικό του πεθαμένου «λόγου» των πολιτικών στα πρωινάδικα.

Από το στόμα του τιτανοτεράστιου πολιτευτάκια, σταυροθήρα με τις ατέλειωτες χειραψίες του Σαββατοκύριακου σε κηδείες, μνημόσυνα, γάμους και βαφτίσια, και επαίτη του «δεκαλέπτου» στην τηλεόραση. Δεν είναι του «επίπεδου» του και της πολιτικής του «κλάσης» ο Μίκης Θεοδωράκης. Φυσικά και δεν είναι, αλλά για λόγους που δεν τον αφήνει το κόμμα να καταλάβει.

Αλλά και έξω από την Ελλάδα, σε πιο πλούσιες και αναπτυγμένες κοινωνίες, οι πολιτικοί κρατούν μια σχέση αγάπης-μίσους με τους μεγάλους καλλιτέχνες.

Το θυμάστε το «Don’t Worry, Be Happy»; Κι αν δεν το παίξαμε στο ραδιόφωνο στις εκπομπές μας το 1988. Δροσερή πνοή ήταν. Μια χαρά τραγούδι. Μόνο που ο δημιουργός του, ο Bobby McFerrin, αρνήθηκε να δώσει την άδεια στον George H.W. Bush (τον πρεσβύτερο δηλαδή) να το χρησιμοποιήσει στην καμπάνια του για πρόεδρος των ΗΠΑ.

Το ίδιο αρνητικά απάντησε ο Bruce Springsteen στον Ronald Reagan το 1984, όταν ο τελευταίος του ζήτησε τη χρήση του «Born in the USA»(!), οι Rolling Stones το 2015 στον Donald Trump για τρία τραγούδια τους («You Can’t Always Get What You Want», «Sympathy for the Devil», «Brown Sugar») ο Sting το 2000 στους Al Gore και George W. Bush για το «Brand New Day».

Στη χώρα των «μετακλητών» και των «συμβούλων στρατηγικής», όπως και των «επιδοματούμενων», δεν χρειαστήκαμε ποτέ τη βοήθεια ενός Καβάκου. Αλλά Don’t Worry, Be Happy…

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 24 Νοεμβρίου 2019

Είναι προφανές ότι διαισθάνθηκαν απειλή κατά του πολιτικού και κομματικού τους αλάθητου αρκετοί που έσπευσαν να καυτηριάσουν τις δηλώσεις του διάσημου έλληνα βιολονίστα Λεωνίδα Καβάκου, ο οποίος εξήγησε τους λόγους που τον οδήγησαν στην απόφαση να φύγει από την Ελλάδα και να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελβετία.

Άλλοι πάλι, όχι ιδιοτελώς αυτοί, διαφώνησαν με τα λόγια όσο και με την απόφασή του, υποστηρίζοντας ότι ο Λεωνίδας Καβάκος έπρεπε να μείνει στη χώρα, για να προσφέρει στον πολιτισμό. Να θυμίσουμε τρεις ατάκες που βγήκαν από τις δηλώσεις του και συζητιούνται ακόμα:

- «Βαρέθηκα να είμαι άχρηστος στην πατρίδα μου».

- «Ο δεύτερος λόγος που έφυγα -και δεν φοβάμαι να το πω- ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Μου δημιουργούσε τεράστια δυστυχία αυτή η αισθητική με αρνητικό πρόσημο…».

- «Το μεγαλύτερο λάθος που έγινε στην Ελλάδα είναι ότι βγαίνουμε από την κρίση χωρίς να έχουμε καταλάβει τίποτα».

Το αν μπορούσε να «προσφέρει» στη χώρα, το απάντησε ο ίδιος στη συνέντευξή του στην «Καθημερινή»: «Κανένας υπουργός Πολιτισμού δεν με κάλεσε ποτέ ν’ ακούσει, έστω, τις απόψεις μου, για το πώς η ελληνική πραγματικότητα θα έρθει πιο κοντά στη διεθνή και πώς θα αποδείξουμε ότι είμαστε κράτος ανεπτυγμένο πολιτιστικά. Αν βγείτε στο δρόμο και ρωτήσετε τους περαστικούς, όλοι θα πουν ότι εμείς δώσαμε τα φώτα μας στην ανθρωπότητα. Σαχλαμάρες! Όχι γιατί δεν είναι αλήθεια, αλλά γιατί τέτοια λόγια βγαίνουν και από το στόμα ανθρώπων που δεν έχουν μελετήσει ούτε μια στιγμή στη ζωή τους».

Αυτός που κράτησε μεγάλη απόσταση από τους πολιτικούς και την πολιτική υποκρισία στην Ελλάδα ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις, ο οποίος μπορεί από πολλούς να θεωρείται ο «μεγάλος ερωτικός» και δημιουργός των ουράνιων μελωδιών που αγάπησαν τρεις γενιές, ωστόσο εξέφρασε και μια βαθιά πολιτική άποψη, υψηλής αισθητικής μέσα από το έργο του. Αυτή δεν είναι εύκολα αναγνωρίσιμη από το μέσο ακροατή. Είναι, όμως, πολύ οικεία σε όσους εμβάθυναν όχι μόνο στο έργο του αλλά και στη δημόσια παρουσία του, την οποία τίμησε με δηλώσεις παρρησίας και αυθεντικότητας.

Τι να θυμηθούμε; Τα «Παράλογα» και τον «Εφιάλτη της Περσεφόνης» με τα άγνωστα για την Ελλάδα του 1976 οικολογικά σκιρτήματα; Τα «Τραγούδια της αμαρτίας» που έσπασαν ταμπού; Την «Ελένη»; «Την «Εποχή της Μελισσάνθης»; Την ανεπανάληπτη, αγέρωχη στάση του στο «ανυπότακτο» Τρίτο Πρόγραμμα, όπου ως διευθυντής αντιμετώπισε πείσμονα και κοντόφθαλμη αντίδραση από δεξιούς, αριστερούς και συνδικαλιστές;

Δική του είναι η παρακάτω δήλωση, με την οποία τα λέει όλα:

«Δεν υπάρχει κανένα σύστημα που θα σας υποσχεθεί την ελευθερία σας. Δεν υπάρχει τέτοιο σύστημα. Σας είπαν ψέματα… Η εξουσία, είτε κομμουνιστική είτε δημοκρατική, είτε ροζ σοσιαλιστική είτε θεοκρατική, είναι άθλια, βάρβαρη κι απάνθρωπη. Και ίσως εκεί πρέπει πλέον να στρέψουμε το μίσος και τους αγώνες μας».

Άλλωστε ο ίδιος δεν ήταν που είπε στη στενή του φίλη συνεργάτιδά του στη «Στέλλα», στο «Ποτέ την Κυριακή» Μελίνα Μερκούρη, όταν η τελευταία ήταν στη ηγεσία τα υπουργείου Πολιτισμού, το περίφημο: «Απόδειξη ότι δεν έχουμε πολιτισμό είναι ότι χρειαζόμαστε υπουργείο Πολιτισμού»;

Οι «συνήθειες» των πολιτικών, τα «καπελώματα», οι «κυβιστήσεις», η δυσανεξία τους στην κριτική και το ελεύθερο πνεύμα των καλλιτεχνών ενέπνευσαν και τον Διονύση Σαββόπουλο. Στα τραγούδια του θα βρούμε κομμάτια και αποσπάσματα στίχων που έμειναν ιστορικά και εδώ και χρόνια χρησιμοποιούνται στους τίτλους εφημερίδων και στην αρθρογραφία.

«Τι να φταίει η Βουλή, τι να φταίν’ οι εκπρόσωποι, έρημοι κι απρόσωποι».

«Όχι στων μανιφέστων τις κλεισούρες, αλλά σ’ κείνο εκεί το μπαρ που ξενυχτάει».

«Δεν είμαι πασόκα, δεν είμαι ούτε κουκουέ. Είμαι ό,τι είμαι κι ό,τι τραγουδώ για σε».

«Και το κόμμα με τραβά απ’ το μανίκι».

«Στη φοιτητριούλα που σ’ έχει ερωτευτεί, θα σε καταγγείλω, πονηρέ πολιτευτή».

Αυτοί όμως που το… τερμάτισαν είναι κάτι πολιτευτάκηδες. Αναπαράγουν μια αθλιότητα, με θαυμαστή συνέπεια, εδώ και σαράντα χρόνια. Φεύγουν οι παλιοί στη σύνταξη για να δώσουν τη θέση τους σε νεότερους, πιο πονηρούς, που θα επαναλάβουν το εξοργιστικά προσβλητικό για τον κορυφαίο αυτόν δημιουργό του ελληνικού πολιτισμού και αγωνιστή σε χαλεπούς καιρούς: «Εγώ με τον Μίκη δεν μιλώ πολιτικά, αλλά προτιμώ να ακούω τη μουσική του»!

Έχω βαρεθεί να ακούω αυτό το εξόχως υποτιμητικό, στερεότυπο και αντιπροσωπευτικό του πεθαμένου «λόγου» των πολιτικών στα πρωινάδικα.

Από το στόμα του τιτανοτεράστιου πολιτευτάκια, σταυροθήρα με τις ατέλειωτες χειραψίες του Σαββατοκύριακου σε κηδείες, μνημόσυνα, γάμους και βαφτίσια, και επαίτη του «δεκαλέπτου» στην τηλεόραση. Δεν είναι του «επίπεδου» του και της πολιτικής του «κλάσης» ο Μίκης Θεοδωράκης. Φυσικά και δεν είναι, αλλά για λόγους που δεν τον αφήνει το κόμμα να καταλάβει.

Αλλά και έξω από την Ελλάδα, σε πιο πλούσιες και αναπτυγμένες κοινωνίες, οι πολιτικοί κρατούν μια σχέση αγάπης-μίσους με τους μεγάλους καλλιτέχνες.

Το θυμάστε το «Don’t Worry, Be Happy»; Κι αν δεν το παίξαμε στο ραδιόφωνο στις εκπομπές μας το 1988. Δροσερή πνοή ήταν. Μια χαρά τραγούδι. Μόνο που ο δημιουργός του, ο Bobby McFerrin, αρνήθηκε να δώσει την άδεια στον George H.W. Bush (τον πρεσβύτερο δηλαδή) να το χρησιμοποιήσει στην καμπάνια του για πρόεδρος των ΗΠΑ.

Το ίδιο αρνητικά απάντησε ο Bruce Springsteen στον Ronald Reagan το 1984, όταν ο τελευταίος του ζήτησε τη χρήση του «Born in the USA»(!), οι Rolling Stones το 2015 στον Donald Trump για τρία τραγούδια τους («You Can’t Always Get What You Want», «Sympathy for the Devil», «Brown Sugar») ο Sting το 2000 στους Al Gore και George W. Bush για το «Brand New Day».

Στη χώρα των «μετακλητών» και των «συμβούλων στρατηγικής», όπως και των «επιδοματούμενων», δεν χρειαστήκαμε ποτέ τη βοήθεια ενός Καβάκου. Αλλά Don’t Worry, Be Happy…

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 24 Νοεμβρίου 2019

ΣΧΟΛΙΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Επιλέξτε Κατηγορία