Ο 80χρονος και η δύναμη των σόσιαλ μίντια

 01/12/2019 20:00

Τελικά στην Ψωροκώσταινα δεν πρόκειται να πλήξουμε ποτέ. Ποτέ όμως!

Αφορμή για αυτήν τη διαπίστωση μου έδωσε η απίστευτη ιστορία με τον 80χρονο συνταξιούχο γυμνασιάρχη από τα Τρίκαλα, που διορίστηκε διοικητής στο νοσοκομείο της Καρδίτσα, για να παυτεί πριν να αναλάβει ύστερα από το σάλο που προκλήθηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (Facebook και Twitter).

Ο ντόρος που δημιουργήθηκε με τα ειρωνικά σχόλια που αναφέρονταν στην ηλικία του δεν ήταν τίποτα μπροστά στο δεύτερο κύμα που ξέσπασε μετά την αποκάλυψη ότι ο εν λόγω υπήρξε στέλεχος του ΛΑΟΣ και μετέπειτα των ΑΝΕΛ, από τους οποίους αποχώρησε όταν δεν τον έκαναν διοικητή στο νοσοκομείο.

Το δεύτερο κύμα, δεν ήταν το μεγαλύτερο, καθώς ακολούθησε τσουνάμι όταν ο ίδιος βγήκε σε κανάλια και ραδιόφωνα, για να πει πως συναντήθηκε προσωπικά με τον Κυριάκο Μητσοτάκη πριν από τις εκλογές και συμφώνησε να προσχωρήσει στη ΝΔ (να προσφέρω τις 1.000 περίπου ψήφους που επηρεάζω, είπε χαρακτηριστικά), λαμβάνοντας την υπόσχεση ότι το αίτημά μου θα γίνει αποδεκτό…

Η όλη ιστορία βοηθά να εξαχθούν πάμπολλα συμπεράσματα για την ελληνική κοινωνία, τα κόμματα, τους νόμους και τους ανθρώπους.

Δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς για ηλικιακό ρατσισμό όποιους επισημαίνουν ότι ένας άνθρωπος στα 80 και πάνω είναι φύσει αδύνατο, ανεξαιρέτως προσόντων, εμπειρίας και δεξιοτήτων, να έχει τη διαύγεια, την αντίληψη, την αντοχή και την ικανότητα, για να μπορέσει να αναλάβει και να εκτελέσει καθήκοντα σε θέση υψηλότατων απαιτήσεων, αντιμετωπίζοντας πολυσύνθετα προβλήματα σε περιορισμένο χρόνο και με τρομακτικές συνέπειες λάθους, παράλειψης ή ολιγωρίας. Γιατί, όπως είπε κάποιος σημαντικός άνθρωπος, «Ο χρόνος περνάει: η υπόληψη μεγαλώνει, οι ικανότητες εξατμίζονται».

Είναι τουλάχιστον ανακόλουθο με το προφίλ της αριστείας, της αυστηρής αξιολόγησης, της ισονομίας που πλασάρει η κυβέρνηση, το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των επιλεγμένων για τις διοικήσεις των νοσοκομείων είναι αποτυχόντες υποψήφιοι βουλευτές και γνωστά στελέχη του κομματικού μηχανισμού της ΝΔ περιορισμένων προσόντων και ασχέτων με το συγκεκριμένο αντικείμενο. Πόσο μάλλον, όταν είναι νωπή η χαρακτηριστική δήλωση του τότε επικεφαλής της αντιπολίτευσης και νυν πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη…

Πώς είναι δυνατόν η ίδια κυβέρνηση που νομοθετεί κι απαγορεύει έναν 70χρονο να εκλεγεί σε διοίκηση αθλητικής νομοθεσίας, να διορίσει έναν 80χρονο σε θέση διοικητή νοσοκομείου; Είναι αυτό πολιτική αρχών που μπορεί να πείσει πως «κάνουμε ό,τι μας συμφέρει, αδιαφορώντας για συνέπειες κι επιπτώσεις»;

Τι μήνυμα στέλνουμε ως κοινωνία στα νέα παιδιά που σπούδασαν Διοίκηση Μονάδων Υγείας ή κάτι παρεμφερές και ενώ αναζητούν μάταια μια ευκαιρία, βλέπουν απόστρατους, συνταξιούχους ή βολεμένους δημόσιους υπαλλήλους να πιάνουν τα πόστα με μοναδικό προσόν ότι κουβαλάνε ψήφους, ή ξέρουν τον Α και τον Β;

Θεωρώ αβάσιμη δικαιολογία και ατυχέστατο επιχείρημα αυτό που διατυπώθηκε από υπουργό-σύμβολο της διακυβέρνησης ότι με μισθό 1.800 ευρώ μόνο συνταξιούχοι θέλουν να γίνουν διοικητές. Βγάλτε μία προκήρυξη, να δείτε…


*************************************************************************************************************************

* Ως φύσει αισιόδοξος άνθρωπος, κρατώ από την ιστορία αυτή τα δύο θετικά που παρατηρήθηκαν (άλλωστε ουδέν κακόν αμιγές καλού):

- Πρώτον, την οξύτατη αντίδραση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που οδήγησε στην παραίτηση του, ύστερα από μία πρωτοφανή κι εν πολλοίς υπερβολική και σκληρή κατακραυγή. (Τα σόσιαλ μίντια πλέον έχουν τεράστια δύναμη και ουδείς μπορεί να τα αγνοεί).

Δεύτερον, το Μαξίμου επέδειξε ταχύτατα αντανακλαστικά και πριν καλά καλά διογκωθεί η χιονοστιβάδα των αντιδράσεων, ανακοινώθηκε η παραίτηση. Μπορεί η κυβέρνηση να μην προνόησε, αλλά τουλάχιστον άκουσε και δεν δίστασε να ανακαλέσει την εσφαλμένη απόφαση, προλαβαίνοντας τα χειρότερα.

Το τρίτο καλό που θα ανέμενε κανείς, τη θεσμοθέτηση δηλαδή της επιλογής των κρατικών αξιωματούχων μέσα από διαφανή κι αδιάβλητη διαδικασία, δεν το είδαμε ακόμη. Ας ελπίσουμε να γίνει πριν από το επόμενο φιάσκο…

* Η γνωστή παροιμία για τα παλικάρια που έγιναν μαλλιά κουβάρια μού ήρθε στο νου, παρακολουθώντας το ξεκατίνιασμα Δοξιάδη, Προκοπάκη και Μανιάτη.

Ο Μανιάτης (δημοσιογράφος στα μέσα του Μαρινάκη), σχολιάζοντας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ξέφυγε τελείως στην κριτική του προς τη συντονίστρια για τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα (την αποκάλεσε «πατσαβούρα»), για να προκαλέσει την οργίλη απάντηση του Προκοπάκη.

Στο… μαλλιοτράβηγμα Μανιάτη - Προκοπάκη, χώθηκε ο Δοξιάδης, στέλνοντας επιστολή στην εφημερίδα που εργάζεται ο πρώτος και χρησιμοποιώντας ακραίους απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, ζήτησε εμμέσως πλην σαφώς, την απόλυση του δημοσιογράφου. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να δηλώσει ότι διακόπτει την συνεργασία του με την εν λόγω εφημερίδα, γιατί δεν μπορεί να γράφει στο ίδιο φύλλο με τον Μανιάτη.

Απίστευτα πράγματα. Ας ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα, πριν να φτάσει η φωτιά που άναψε και στο δικό μας σπίτι:

Αν έχει κάποιος παράπονα από έναν δημοσιογράφο (είτε για ένα του ρεπορτάζ είτε για ένα άρθρο του, είτε για ένα σχόλιο στο facebook ή στους φίλους του στο καφενείο), δεν στέλνει επιστολή στον διευθυντή του, ζητώντας την απόλυσή του. Όπως κι αν ένας δημοσιογράφος διαφωνεί την άποψη ενός φιλοξενούμενου αρθρογράφου ή σχολιαστή, δεν ζητά δημοσίως την απόρριψη της δημοσίευσής της.

  • Τα παράπονα των αναγνωστών για τους δημοσιογράφους ή οι αιτιάσεις των δημοσιογράφων εις βάρος δημόσιων προσώπων ή δημοσιολογούντων εκφράζονται προς τους διευθυντές του μέσου, οι οποίοι έχουν την ευθύνη για την αξιολόγηση των κατηγοριών και τη λήψη των όποιων αποφάσεων.
  • Το όποιο βάσιμο να έχει η κριτική του δημοσιογράφου προς ένα δημόσιο πρόσωπο, χάνεται όταν, αντί επιχειρημάτων, χρησιμοποιούνται υβριστικοί χαρακτηρισμοί. Παρομοίως χάνει το δίκιο της, όποια κριτική προς δημοσιογράφο για παραβίαση της δεοντολογίας που στο διά ταύτα της έχει την απαίτηση της φίμωσής του.

Αλίμονο αν η σχέση ζωής ενός επιφανούς πολίτη με μία εφημερίδα διακόπτεται, αν ένας εργαζόμενος στην εφημερίδα κάνει ένα σχόλιο που δεν του αρέσει (πόσο μάλλον, όταν το σχόλιο αυτό, δεν δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα, αλλά έγινε σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης).

* Κοντολογίς, πριν πούμε κάτι, καλό θα είναι να βουτήξουμε την γλώσσα μας στο μυαλό μας. Ιδιαίτερα αν είμαστε δημοσιογράφοι, ή άνθρωποι του πνεύματος και των γραμμάτων…

Μπορούμε για να ασκήσουμε δριμεία κριτική, χωρίς να καταφύγουμε σε ύβρεις (ας αφήσουμε στους Πολάκηδες κάθε χρώματος αυτό το προνόμιο), όπως και για να διαμαρτυρηθούμε για μια απρεπή ανάρτηση, δεν χρειάζεται να κόψουμε τη δουλειά και το ψωμί του παραβάτη.


* Δημοσιεύτηκε στη "Μακεδονία της Κυριακής" στη 1.12.2019.

Τελικά στην Ψωροκώσταινα δεν πρόκειται να πλήξουμε ποτέ. Ποτέ όμως!

Αφορμή για αυτήν τη διαπίστωση μου έδωσε η απίστευτη ιστορία με τον 80χρονο συνταξιούχο γυμνασιάρχη από τα Τρίκαλα, που διορίστηκε διοικητής στο νοσοκομείο της Καρδίτσα, για να παυτεί πριν να αναλάβει ύστερα από το σάλο που προκλήθηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (Facebook και Twitter).

Ο ντόρος που δημιουργήθηκε με τα ειρωνικά σχόλια που αναφέρονταν στην ηλικία του δεν ήταν τίποτα μπροστά στο δεύτερο κύμα που ξέσπασε μετά την αποκάλυψη ότι ο εν λόγω υπήρξε στέλεχος του ΛΑΟΣ και μετέπειτα των ΑΝΕΛ, από τους οποίους αποχώρησε όταν δεν τον έκαναν διοικητή στο νοσοκομείο.

Το δεύτερο κύμα, δεν ήταν το μεγαλύτερο, καθώς ακολούθησε τσουνάμι όταν ο ίδιος βγήκε σε κανάλια και ραδιόφωνα, για να πει πως συναντήθηκε προσωπικά με τον Κυριάκο Μητσοτάκη πριν από τις εκλογές και συμφώνησε να προσχωρήσει στη ΝΔ (να προσφέρω τις 1.000 περίπου ψήφους που επηρεάζω, είπε χαρακτηριστικά), λαμβάνοντας την υπόσχεση ότι το αίτημά μου θα γίνει αποδεκτό…

Η όλη ιστορία βοηθά να εξαχθούν πάμπολλα συμπεράσματα για την ελληνική κοινωνία, τα κόμματα, τους νόμους και τους ανθρώπους.

Δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς για ηλικιακό ρατσισμό όποιους επισημαίνουν ότι ένας άνθρωπος στα 80 και πάνω είναι φύσει αδύνατο, ανεξαιρέτως προσόντων, εμπειρίας και δεξιοτήτων, να έχει τη διαύγεια, την αντίληψη, την αντοχή και την ικανότητα, για να μπορέσει να αναλάβει και να εκτελέσει καθήκοντα σε θέση υψηλότατων απαιτήσεων, αντιμετωπίζοντας πολυσύνθετα προβλήματα σε περιορισμένο χρόνο και με τρομακτικές συνέπειες λάθους, παράλειψης ή ολιγωρίας. Γιατί, όπως είπε κάποιος σημαντικός άνθρωπος, «Ο χρόνος περνάει: η υπόληψη μεγαλώνει, οι ικανότητες εξατμίζονται».

Είναι τουλάχιστον ανακόλουθο με το προφίλ της αριστείας, της αυστηρής αξιολόγησης, της ισονομίας που πλασάρει η κυβέρνηση, το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των επιλεγμένων για τις διοικήσεις των νοσοκομείων είναι αποτυχόντες υποψήφιοι βουλευτές και γνωστά στελέχη του κομματικού μηχανισμού της ΝΔ περιορισμένων προσόντων και ασχέτων με το συγκεκριμένο αντικείμενο. Πόσο μάλλον, όταν είναι νωπή η χαρακτηριστική δήλωση του τότε επικεφαλής της αντιπολίτευσης και νυν πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη…

Πώς είναι δυνατόν η ίδια κυβέρνηση που νομοθετεί κι απαγορεύει έναν 70χρονο να εκλεγεί σε διοίκηση αθλητικής νομοθεσίας, να διορίσει έναν 80χρονο σε θέση διοικητή νοσοκομείου; Είναι αυτό πολιτική αρχών που μπορεί να πείσει πως «κάνουμε ό,τι μας συμφέρει, αδιαφορώντας για συνέπειες κι επιπτώσεις»;

Τι μήνυμα στέλνουμε ως κοινωνία στα νέα παιδιά που σπούδασαν Διοίκηση Μονάδων Υγείας ή κάτι παρεμφερές και ενώ αναζητούν μάταια μια ευκαιρία, βλέπουν απόστρατους, συνταξιούχους ή βολεμένους δημόσιους υπαλλήλους να πιάνουν τα πόστα με μοναδικό προσόν ότι κουβαλάνε ψήφους, ή ξέρουν τον Α και τον Β;

Θεωρώ αβάσιμη δικαιολογία και ατυχέστατο επιχείρημα αυτό που διατυπώθηκε από υπουργό-σύμβολο της διακυβέρνησης ότι με μισθό 1.800 ευρώ μόνο συνταξιούχοι θέλουν να γίνουν διοικητές. Βγάλτε μία προκήρυξη, να δείτε…


*************************************************************************************************************************

* Ως φύσει αισιόδοξος άνθρωπος, κρατώ από την ιστορία αυτή τα δύο θετικά που παρατηρήθηκαν (άλλωστε ουδέν κακόν αμιγές καλού):

- Πρώτον, την οξύτατη αντίδραση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που οδήγησε στην παραίτηση του, ύστερα από μία πρωτοφανή κι εν πολλοίς υπερβολική και σκληρή κατακραυγή. (Τα σόσιαλ μίντια πλέον έχουν τεράστια δύναμη και ουδείς μπορεί να τα αγνοεί).

Δεύτερον, το Μαξίμου επέδειξε ταχύτατα αντανακλαστικά και πριν καλά καλά διογκωθεί η χιονοστιβάδα των αντιδράσεων, ανακοινώθηκε η παραίτηση. Μπορεί η κυβέρνηση να μην προνόησε, αλλά τουλάχιστον άκουσε και δεν δίστασε να ανακαλέσει την εσφαλμένη απόφαση, προλαβαίνοντας τα χειρότερα.

Το τρίτο καλό που θα ανέμενε κανείς, τη θεσμοθέτηση δηλαδή της επιλογής των κρατικών αξιωματούχων μέσα από διαφανή κι αδιάβλητη διαδικασία, δεν το είδαμε ακόμη. Ας ελπίσουμε να γίνει πριν από το επόμενο φιάσκο…

* Η γνωστή παροιμία για τα παλικάρια που έγιναν μαλλιά κουβάρια μού ήρθε στο νου, παρακολουθώντας το ξεκατίνιασμα Δοξιάδη, Προκοπάκη και Μανιάτη.

Ο Μανιάτης (δημοσιογράφος στα μέσα του Μαρινάκη), σχολιάζοντας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ξέφυγε τελείως στην κριτική του προς τη συντονίστρια για τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα (την αποκάλεσε «πατσαβούρα»), για να προκαλέσει την οργίλη απάντηση του Προκοπάκη.

Στο… μαλλιοτράβηγμα Μανιάτη - Προκοπάκη, χώθηκε ο Δοξιάδης, στέλνοντας επιστολή στην εφημερίδα που εργάζεται ο πρώτος και χρησιμοποιώντας ακραίους απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, ζήτησε εμμέσως πλην σαφώς, την απόλυση του δημοσιογράφου. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να δηλώσει ότι διακόπτει την συνεργασία του με την εν λόγω εφημερίδα, γιατί δεν μπορεί να γράφει στο ίδιο φύλλο με τον Μανιάτη.

Απίστευτα πράγματα. Ας ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα, πριν να φτάσει η φωτιά που άναψε και στο δικό μας σπίτι:

Αν έχει κάποιος παράπονα από έναν δημοσιογράφο (είτε για ένα του ρεπορτάζ είτε για ένα άρθρο του, είτε για ένα σχόλιο στο facebook ή στους φίλους του στο καφενείο), δεν στέλνει επιστολή στον διευθυντή του, ζητώντας την απόλυσή του. Όπως κι αν ένας δημοσιογράφος διαφωνεί την άποψη ενός φιλοξενούμενου αρθρογράφου ή σχολιαστή, δεν ζητά δημοσίως την απόρριψη της δημοσίευσής της.

  • Τα παράπονα των αναγνωστών για τους δημοσιογράφους ή οι αιτιάσεις των δημοσιογράφων εις βάρος δημόσιων προσώπων ή δημοσιολογούντων εκφράζονται προς τους διευθυντές του μέσου, οι οποίοι έχουν την ευθύνη για την αξιολόγηση των κατηγοριών και τη λήψη των όποιων αποφάσεων.
  • Το όποιο βάσιμο να έχει η κριτική του δημοσιογράφου προς ένα δημόσιο πρόσωπο, χάνεται όταν, αντί επιχειρημάτων, χρησιμοποιούνται υβριστικοί χαρακτηρισμοί. Παρομοίως χάνει το δίκιο της, όποια κριτική προς δημοσιογράφο για παραβίαση της δεοντολογίας που στο διά ταύτα της έχει την απαίτηση της φίμωσής του.

Αλίμονο αν η σχέση ζωής ενός επιφανούς πολίτη με μία εφημερίδα διακόπτεται, αν ένας εργαζόμενος στην εφημερίδα κάνει ένα σχόλιο που δεν του αρέσει (πόσο μάλλον, όταν το σχόλιο αυτό, δεν δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα, αλλά έγινε σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης).

* Κοντολογίς, πριν πούμε κάτι, καλό θα είναι να βουτήξουμε την γλώσσα μας στο μυαλό μας. Ιδιαίτερα αν είμαστε δημοσιογράφοι, ή άνθρωποι του πνεύματος και των γραμμάτων…

Μπορούμε για να ασκήσουμε δριμεία κριτική, χωρίς να καταφύγουμε σε ύβρεις (ας αφήσουμε στους Πολάκηδες κάθε χρώματος αυτό το προνόμιο), όπως και για να διαμαρτυρηθούμε για μια απρεπή ανάρτηση, δεν χρειάζεται να κόψουμε τη δουλειά και το ψωμί του παραβάτη.


* Δημοσιεύτηκε στη "Μακεδονία της Κυριακής" στη 1.12.2019.

ΣΧΟΛΙΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Επιλέξτε Κατηγορία