ΑΠΟΨΕΙΣ

Να απαλλάξουμε τη δημοκρατία μας από τη σκιά των υποκλοπών

Η απαλλαγή της πολιτικής ζωής της χώρας από αυτόν τον… βραχνά, αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση της ομαλής λειτουργίας των θεσμών και της εμπιστοσύνης των πολιτών σε αυτούς, χωρίς την οποία η δημοκρατία είναι ανάπηρη

 11/12/2022 20:00

Να απαλλάξουμε τη δημοκρατία μας από τη σκιά των υποκλοπών

Μιχάλης Αλεξανδρίδης

Όσοι πίστευαν πως τελειώσαμε με την ιστορία των υποκλοπών, πως η υπόθεση μπήκε στο χρονοντούλαπο και έκλεισε ερμητικά, πως η μη απάντηση στα ερωτήματα και η θωράκιση πίσω από το απόρρητο είναι επαρκής για την πολιτική και ενδεχομένως ποινική αθώωση των εμπλεκομένων, αργά ή γρήγορα θα καταλάβουν το λάθος τους.

Το θέμα θα επανέρχεται συνεχώς στο προσκήνιο με τυχαίες ή συνειδητές αφορμές, καθώς άπτεται του θεμελιώδους δικαιώματος των ανθρώπων σε μια δημοκρατική χώρα.

Τις τελευταίες μέρες, ήταν η σειρά του Αντώνη Σαμαρά σε επίσημη ομιλία του, ενώπιον μάλιστα του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, να επαναφέρει το θέμα στην επικαιρότητα λέγοντας χαρακτηριστικά : «Δεν πιστεύω, δε θέλω να πιστέψω ότι η κυβέρνηση υπέκλεπτε συνομιλίες. Θα ήταν αδιανόητο. Θα ήταν αντιδημοκρατική εκτροπή. Πρέπει να δοθούν ξεκάθαρες απαντήσεις. Χωρίς να δίνουμε την αίσθηση ότι το απόρρητο είναι βολική δικαιολογία. Έχει σχέση με το ποιοι είμαστε και πού θέλουμε να πάμε τον τόπο».

Την ίδια μέρα, είδε το φως κι ένα εκτενές ρεπορτάζ των έγκριτων «New York Times» υπογεγραμμένο μάλιστα από τρεις εμπειρότατους δημοσιογράφους...

Η ιστορία θα πρέπει να διαλευκανθεί πάση θυσία. Να αποδοθούν οι πολιτικές ευθύνες όπου αυτές ανήκουν και να πάρουν τον δρόμο οι δικαστικές διαδικασίες απόδοσης και ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών στους όποιους εμπλεκόμενους.

Δε γίνεται να πάει η χώρα με τέτοια σκιά στις εκλογές, όπως και δε γίνεται αυτή η σκιά να βαραίνει τις μετεκλογικές διεργασίες για τον σχηματισμό κυβέρνησης και την διαμόρφωση προγραμματικού πλαισίου κυβερνητικής πολιτικής ευρύτερης στήριξης.

Η απαλλαγή της πολιτικής ζωής της χώρας από αυτόν τον… βραχνά, αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση της ομαλής λειτουργίας των θεσμών και της εμπιστοσύνης των πολιτών σε αυτούς, χωρίς την οποία η δημοκρατία είναι ανάπηρη.

Οι συνταγματικές επιταγές για την διάκριση των εξουσιών, οφείλουν να γίνουν σεβαστές απόλυτα.

Η εκτελεστική εξουσία, πρέπει να μην επιδιώκει την αθέμιτη επέκταση της εξουσίας της.

Η δικαιοσύνη οφείλει να αυτοπροστατευτεί και να μην επιτρέπει την χρησιμοποίησή της κατά το δοκούν, πείθοντας ότι είναι ανεξάρτητη, τυφλή και αμερόληπτη.

Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, οφείλουν να ελέγχουν αυστηρά αλλά δίκαια, αποφεύγοντας τόσο την παραπληροφόρηση όσο και την αποσιώπηση.

Μόνον έτσι, η δημοκρατία μας θα κάνει ένα σημαντικό βήμα προς την ολοκλήρωσή της.



Μία εβδομάδα από εκείνες που δε θες να έρθουν και παράλληλα ανυπομονείς να τελειώσουν κυριολεκτικά και μεταφορικά αναίμακτα είναι αυτή που ολοκληρώνεται. Η τραγική ιστορία με τον πυροβολισμό στο κεφάλι ενός 16χρονου από αστυνομικό της ομάδας ΔΙΑΣ, πέραν του προφανούς και πρώτιστου κακού, της σκληρής (και ίσως άνισης) μάχης που δίνει ο νεαρός Ρομά στο Ιπποκράτειο, φέρνει στην επιφάνεια δύο εξίσου σημαντικά ζητήματα, τα οποία έχουν εθνική-κρατική και ταυτόχρονα κοινωνική διάσταση.

Το πρώτο ζήτημα αφορά το ίδιο το περιστατικό και τον κατηγορούμενο αστυνομικό, ο οποίος μετά τη διαφωνία ανακριτή και εισαγγελέα, θα μείνει σε κατ’ οίκον περιορισμό μέχρι να αποφασίσει το δικαστικό συμβούλιο περί της προφυλάκισής του ή όχι. Και εδώ τα πράγματα, όπως προκύπτουν από τις αποκαλύψεις που έγιναν τις τελευταίες ημέρες είναι μάλλον σαφή. Αυτό που αρχικά, λοιπόν, παρουσιάστηκε ακόμα και ως ανταλλαγή πυροβολισμών μεταξύ αστυνομικών και κακοποιού, κατέληξε να φανεί πως ήταν διπλός πυροβολισμός από την πλευρά του αστυνομικού, με αποτέλεσμα η μία σφαίρα να καρφωθεί στο πίσω μέρος του κεφαλιού του νεαρού.

Έχουμε, λοιπόν, και λέμε και αυτά δεν επιδέχονται ούτε σχολιασμού, ούτε αμφισβήτησης, ούτε του συνήθους «ναι μεν αλλά». Όταν κάποιος πολίτης (παραβατικός, αλήτης, περίεργος, προσθέστε ελεύθερα) προβαίνει σε παράνομη πράξη, η απάντηση από τον εκπαιδευμένο αστυνομικό δε μπορεί να είναι μία σφαίρα στο κεφάλι.

Σύμφωνα με όσα ξέρω αλλά και όσα είδα από ανακοινώσεις σωματείων εν ενεργεία αλλά και απόστρατων αστυνομικών, στη συγκεκριμένη περίπτωση οι αστυνομικοί δεν ακολούθησαν ούτε καν το δικό τους εγχειρίδιο για παρόμοιες περιπτώσεις, ενώ στις περιπτώσεις καταδίωξης δεν υπάρχει πουθενά πυροβολισμός για τραυματισμό ή εξουδετέρωση (ειδικά όταν κυνηγάμε αυτόν που δεν πλήρωσε για βενζίνη αξίας 20 ευρώ καβάλα στη μηχανή σε κατοικημένη περιοχή).

Για τα της ποινικής μεταχείρισης του συγκεκριμένου αστυνομικού θα αποφανθούν οι αρμόδιοι, δηλαδή η δικαιοσύνη, βάσει στοιχείων και ντοκουμέντων, οπότε πάω στο δεύτερο ζήτημα και πιο σημαντικό κατά τη γνώμη μου, γιατί όσο δεν το λύνουμε, θα το βρίσκουμε συνέχεια μπροστά μας και ο ένας Κώστας θα γίνει δύο και τα θύματα θα ζητούν εκδίκηση και θα έχουμε να ασχολούμαστε με μια αέναη βεντέτα.

Το πώς αντιμετωπίζει, λοιπόν, η κοινωνία μας τους Ρομά είναι το θέμα και πώς συμπεριφέρονται και οι ίδιοι. Κατ’ αρχήν, θεωρώ μάλλον θέσφατο πως η γκετοποίηση γεννά αντίδραση και ναι, και εγκληματικότητα. Και απέναντι στους Ρομά το ελληνικό κράτος δημιουργεί διαχρονικά γκετοποίηση, το βαθμό της οποίας ξέρουν μονάχα οι ίδιοι που ζουν σε άθλιους καταυλισμούς και οι λίγοι που προσπαθούν κάτι να κάνουν (είτε είναι δήμαρχοι, είτε δάσκαλοι, είτε εθελοντές).

Λέμε, λοιπόν, οι υπόλοιποι, οι οποίοι πρέπει να σταματήσουμε να λέμε για τους εαυτούς μας πως δεν είμαστε ρατσιστές γιατί είμαστε όχι απλώς στη θέα κάποιου Ρομά στα μέρη μας αλλά ακόμα και στις εκφράσεις που χρησιμοποιούμε καθημερινά για να την... πούμε σε κάποιον είτε για βρομιά, είτε για τσιγκουνιά, είτε για μικρολαμογιά (ο «γύφτος» πάει κι έρχεται στις σχετικές αναφορές), πως οι Ρομά είναι παραβατικοί, είναι αναλφάβητοι, δεν ζουν με τους δικούς μας δυτικούς κανόνες, δεν, δεν, δεν.

Ακόμα και εάν αυτά σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό ισχύουν για μερίδα των Ρομά, πρέπει η κρίση μας να συνοδεύεται από δύο ερωτήματα: το γιατί είναι έτσι και το πώς θα αλλάξει. Και στα δύο η απάντηση είναι ίδια: η γκετοποίηση, η απομόνωση, ο ασυνείδητος ρατσισμός (οι ενσυνείδητοι δεν έχουν γιατρειά).

Με αφορμή τη σφαίρα στο κεφάλι του Κώστα, πρέπει ως κοινωνία να αφήσουμε τα στερεότυπα στην άκρη και να απλώσουμε το χέρι σ’ αυτούς που είναι ωσάν θηρία στα κλουβιά. Άλλωστε, δεν είναι πολύς ο καιρός από τότε που ο Σωτήρης Τσιόδρας το έκανε, τείνοντας εν μέσω COVID χείρα φιλίας, εμπιστοσύνης και εξηγήσεων ανθρώπου προς συνάνθρωπο.


* Δημοσιεύτηκε στη «ΜτΚ» στις 11.12.2022

Όσοι πίστευαν πως τελειώσαμε με την ιστορία των υποκλοπών, πως η υπόθεση μπήκε στο χρονοντούλαπο και έκλεισε ερμητικά, πως η μη απάντηση στα ερωτήματα και η θωράκιση πίσω από το απόρρητο είναι επαρκής για την πολιτική και ενδεχομένως ποινική αθώωση των εμπλεκομένων, αργά ή γρήγορα θα καταλάβουν το λάθος τους.

Το θέμα θα επανέρχεται συνεχώς στο προσκήνιο με τυχαίες ή συνειδητές αφορμές, καθώς άπτεται του θεμελιώδους δικαιώματος των ανθρώπων σε μια δημοκρατική χώρα.

Τις τελευταίες μέρες, ήταν η σειρά του Αντώνη Σαμαρά σε επίσημη ομιλία του, ενώπιον μάλιστα του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, να επαναφέρει το θέμα στην επικαιρότητα λέγοντας χαρακτηριστικά : «Δεν πιστεύω, δε θέλω να πιστέψω ότι η κυβέρνηση υπέκλεπτε συνομιλίες. Θα ήταν αδιανόητο. Θα ήταν αντιδημοκρατική εκτροπή. Πρέπει να δοθούν ξεκάθαρες απαντήσεις. Χωρίς να δίνουμε την αίσθηση ότι το απόρρητο είναι βολική δικαιολογία. Έχει σχέση με το ποιοι είμαστε και πού θέλουμε να πάμε τον τόπο».

Την ίδια μέρα, είδε το φως κι ένα εκτενές ρεπορτάζ των έγκριτων «New York Times» υπογεγραμμένο μάλιστα από τρεις εμπειρότατους δημοσιογράφους...

Η ιστορία θα πρέπει να διαλευκανθεί πάση θυσία. Να αποδοθούν οι πολιτικές ευθύνες όπου αυτές ανήκουν και να πάρουν τον δρόμο οι δικαστικές διαδικασίες απόδοσης και ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών στους όποιους εμπλεκόμενους.

Δε γίνεται να πάει η χώρα με τέτοια σκιά στις εκλογές, όπως και δε γίνεται αυτή η σκιά να βαραίνει τις μετεκλογικές διεργασίες για τον σχηματισμό κυβέρνησης και την διαμόρφωση προγραμματικού πλαισίου κυβερνητικής πολιτικής ευρύτερης στήριξης.

Η απαλλαγή της πολιτικής ζωής της χώρας από αυτόν τον… βραχνά, αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση της ομαλής λειτουργίας των θεσμών και της εμπιστοσύνης των πολιτών σε αυτούς, χωρίς την οποία η δημοκρατία είναι ανάπηρη.

Οι συνταγματικές επιταγές για την διάκριση των εξουσιών, οφείλουν να γίνουν σεβαστές απόλυτα.

Η εκτελεστική εξουσία, πρέπει να μην επιδιώκει την αθέμιτη επέκταση της εξουσίας της.

Η δικαιοσύνη οφείλει να αυτοπροστατευτεί και να μην επιτρέπει την χρησιμοποίησή της κατά το δοκούν, πείθοντας ότι είναι ανεξάρτητη, τυφλή και αμερόληπτη.

Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, οφείλουν να ελέγχουν αυστηρά αλλά δίκαια, αποφεύγοντας τόσο την παραπληροφόρηση όσο και την αποσιώπηση.

Μόνον έτσι, η δημοκρατία μας θα κάνει ένα σημαντικό βήμα προς την ολοκλήρωσή της.



Μία εβδομάδα από εκείνες που δε θες να έρθουν και παράλληλα ανυπομονείς να τελειώσουν κυριολεκτικά και μεταφορικά αναίμακτα είναι αυτή που ολοκληρώνεται. Η τραγική ιστορία με τον πυροβολισμό στο κεφάλι ενός 16χρονου από αστυνομικό της ομάδας ΔΙΑΣ, πέραν του προφανούς και πρώτιστου κακού, της σκληρής (και ίσως άνισης) μάχης που δίνει ο νεαρός Ρομά στο Ιπποκράτειο, φέρνει στην επιφάνεια δύο εξίσου σημαντικά ζητήματα, τα οποία έχουν εθνική-κρατική και ταυτόχρονα κοινωνική διάσταση.

Το πρώτο ζήτημα αφορά το ίδιο το περιστατικό και τον κατηγορούμενο αστυνομικό, ο οποίος μετά τη διαφωνία ανακριτή και εισαγγελέα, θα μείνει σε κατ’ οίκον περιορισμό μέχρι να αποφασίσει το δικαστικό συμβούλιο περί της προφυλάκισής του ή όχι. Και εδώ τα πράγματα, όπως προκύπτουν από τις αποκαλύψεις που έγιναν τις τελευταίες ημέρες είναι μάλλον σαφή. Αυτό που αρχικά, λοιπόν, παρουσιάστηκε ακόμα και ως ανταλλαγή πυροβολισμών μεταξύ αστυνομικών και κακοποιού, κατέληξε να φανεί πως ήταν διπλός πυροβολισμός από την πλευρά του αστυνομικού, με αποτέλεσμα η μία σφαίρα να καρφωθεί στο πίσω μέρος του κεφαλιού του νεαρού.

Έχουμε, λοιπόν, και λέμε και αυτά δεν επιδέχονται ούτε σχολιασμού, ούτε αμφισβήτησης, ούτε του συνήθους «ναι μεν αλλά». Όταν κάποιος πολίτης (παραβατικός, αλήτης, περίεργος, προσθέστε ελεύθερα) προβαίνει σε παράνομη πράξη, η απάντηση από τον εκπαιδευμένο αστυνομικό δε μπορεί να είναι μία σφαίρα στο κεφάλι.

Σύμφωνα με όσα ξέρω αλλά και όσα είδα από ανακοινώσεις σωματείων εν ενεργεία αλλά και απόστρατων αστυνομικών, στη συγκεκριμένη περίπτωση οι αστυνομικοί δεν ακολούθησαν ούτε καν το δικό τους εγχειρίδιο για παρόμοιες περιπτώσεις, ενώ στις περιπτώσεις καταδίωξης δεν υπάρχει πουθενά πυροβολισμός για τραυματισμό ή εξουδετέρωση (ειδικά όταν κυνηγάμε αυτόν που δεν πλήρωσε για βενζίνη αξίας 20 ευρώ καβάλα στη μηχανή σε κατοικημένη περιοχή).

Για τα της ποινικής μεταχείρισης του συγκεκριμένου αστυνομικού θα αποφανθούν οι αρμόδιοι, δηλαδή η δικαιοσύνη, βάσει στοιχείων και ντοκουμέντων, οπότε πάω στο δεύτερο ζήτημα και πιο σημαντικό κατά τη γνώμη μου, γιατί όσο δεν το λύνουμε, θα το βρίσκουμε συνέχεια μπροστά μας και ο ένας Κώστας θα γίνει δύο και τα θύματα θα ζητούν εκδίκηση και θα έχουμε να ασχολούμαστε με μια αέναη βεντέτα.

Το πώς αντιμετωπίζει, λοιπόν, η κοινωνία μας τους Ρομά είναι το θέμα και πώς συμπεριφέρονται και οι ίδιοι. Κατ’ αρχήν, θεωρώ μάλλον θέσφατο πως η γκετοποίηση γεννά αντίδραση και ναι, και εγκληματικότητα. Και απέναντι στους Ρομά το ελληνικό κράτος δημιουργεί διαχρονικά γκετοποίηση, το βαθμό της οποίας ξέρουν μονάχα οι ίδιοι που ζουν σε άθλιους καταυλισμούς και οι λίγοι που προσπαθούν κάτι να κάνουν (είτε είναι δήμαρχοι, είτε δάσκαλοι, είτε εθελοντές).

Λέμε, λοιπόν, οι υπόλοιποι, οι οποίοι πρέπει να σταματήσουμε να λέμε για τους εαυτούς μας πως δεν είμαστε ρατσιστές γιατί είμαστε όχι απλώς στη θέα κάποιου Ρομά στα μέρη μας αλλά ακόμα και στις εκφράσεις που χρησιμοποιούμε καθημερινά για να την... πούμε σε κάποιον είτε για βρομιά, είτε για τσιγκουνιά, είτε για μικρολαμογιά (ο «γύφτος» πάει κι έρχεται στις σχετικές αναφορές), πως οι Ρομά είναι παραβατικοί, είναι αναλφάβητοι, δεν ζουν με τους δικούς μας δυτικούς κανόνες, δεν, δεν, δεν.

Ακόμα και εάν αυτά σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό ισχύουν για μερίδα των Ρομά, πρέπει η κρίση μας να συνοδεύεται από δύο ερωτήματα: το γιατί είναι έτσι και το πώς θα αλλάξει. Και στα δύο η απάντηση είναι ίδια: η γκετοποίηση, η απομόνωση, ο ασυνείδητος ρατσισμός (οι ενσυνείδητοι δεν έχουν γιατρειά).

Με αφορμή τη σφαίρα στο κεφάλι του Κώστα, πρέπει ως κοινωνία να αφήσουμε τα στερεότυπα στην άκρη και να απλώσουμε το χέρι σ’ αυτούς που είναι ωσάν θηρία στα κλουβιά. Άλλωστε, δεν είναι πολύς ο καιρός από τότε που ο Σωτήρης Τσιόδρας το έκανε, τείνοντας εν μέσω COVID χείρα φιλίας, εμπιστοσύνης και εξηγήσεων ανθρώπου προς συνάνθρωπο.


* Δημοσιεύτηκε στη «ΜτΚ» στις 11.12.2022

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία