ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ

Μουντιάλ: Το ποδόσφαιρο στην υπηρεσία του Ψυχρού Πολέμου (βίντεο)

Το ματς μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Γερμανίας έγινε στις 22 Ιουνίου 1974 μπροστά σε 60.000 θεατές στο Αμβούργο και το απόλυτο αουτσάιντερ νίκησε 1-0, με γκολ του 26χρονου τότε Γιούργκεν Σπάρβασερ στο 77ο λεπτό

 04/12/2022 16:30

Μουντιάλ: Το ποδόσφαιρο στην υπηρεσία του Ψυχρού Πολέμου (βίντεο)

Βασίλης Μόσχου

Το καλοκαίρι του 1974 ο Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν στο απόγειό του, ο κίνδυνος ενός πυρηνικού «ατυχήματος» ήταν μεγαλύτερος από ποτέ και τίποτε δεν προμήνυε την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, που έμελλε να συμβεί 15 χρόνια αργότερα.

Στην οικονομικά ευημερούσα Δυτική Γερμανία, που ζούσε ακόμη τον απόηχο του μεταπολεμικού θαύματος, ο σοσιαλδημοκράτης Χέλμουτ Σμιτ είχε μόλις διαδεχθεί τον πολιτικό του μέντορα, Βίλι Μπραντ στην καγκελαρία και το μεγαλύτερο πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει ήταν η δράση της ακροαριστερής τρομοκρατικής οργάνωσης RAF, που οι Αρχές αποκαλούσαν «συμμορία Μπάαντερ-Μάινχοφ», από τα επώνυμα των ιδρυτών της, Αντρέας Μπάαντερ και Ουρλίκε Μάινχοφ.

Για τους ποδοσφαιρόφιλους ανά τον κόσμο, όμως, το μεγαλύτερο γεγονός ήταν το Παγκόσμιο Κύπελλο, τη διοργάνωση του οποίου είχε αναλάβει η Δυτική Γερμανία. Η τύχη τα έφερε έτσι ώστε οι αμφιτρύωνες να βρεθούν αντιμέτωποι με την DDR, δηλαδή την κομμουνιστική Ανατολική Γερμανία που αποτελούσε ξεχωριστή κρατική οντότητα από τις 7 Οκτωβρίου του 1949.

Στο άκουσμα της κλήρωσης οι Δυτικογερμανοί αντέδρασαν ψύχραιμα και προσπάθησαν να υποβαθμίσουν την πολιτική σημασία της αναμέτρησης.

Στην άλλη πλευρά του Βερολίνου, όμως, η αντίδραση ήταν εντελώς διαφορετική. Ο επικεφαλής του καθεστώτος Έριχ Χόνεκερ συγκάλεσε αμέσως το «Πολιτμπιρό» και κάπως έτσι άρχισε να καταστρώνεται το σχέδιο πολιτικής αξιοποίησης του μεγάλου αγώνα με τους «παραστρατημένους» συμπατριώτες.

Κομβικό ρόλο στο όλο πρότζεκτ είχε ο επικεφαλής της κρατικής υπηρεσίας ασφαλείας της DDR, της διαβόητης Στάζι, ο πανίσχυρος, όσο και αδίστακτος, Έριχ Μίλκε.

Μία από τις προτεραιότητές του ήταν η παρακολούθηση των μελών της εθνικής ομάδας της Ανατολικής Γερμανίας, ώστε να εξαλειφθεί κάθε ενδεχόμενο αυτομολίας στη Δύση, πριν ή μετά τον αγώνα. Ο μηχανισμός παρακολούθησης τέθηκε αμέσως σε λειτουργία και το καθεστώς ήλεγχε σε 24ωρη βάση τις κινήσεις κάθε μέλους της ομάδας, ακόμη και των φροντιστών!

Παράλληλα, ο Χόνεκερ ζήτησε από τον απολύτως ελεγχόμενο Τύπο να ξεκινήσει την προπαγάνδα περί αναμέτρησης δύο κόσμων, μεταξύ δηλαδή της υποταγμένης στους Αμερικανούς, καπιταλιστικής Δυτικής Γερμανίας και της περήφανης σοσιαλιστικής χώρας των πραγματικών Γερμανών, της οποίας ο ίδιος ηγείτο.

Το καθεστώς γνώριζε βέβαια πολύ καλά πως, σε αγωνιστικό επίπεδο, η παρέα του Φραντς Μπεκενμπάουερ ήταν ασυναγώνιστη, επομένως το κόνσεπτ ήταν εξαρχής καθαρό.

Αν η Δυτική Γερμανία κέρδιζε το ματς, η νίκη της θα οφειλόταν στην εύνοια της διαιτησίας ή στο κλίμα τρομοκρατίας που σίγουρα θα επηρέαζε τους παίκτες της DDR.

Αν όμως νικήτρια αναδεικνυόταν η περήφανη DDR, δεν θα επρόκειτο απλά για την επικράτηση της μίας ομάδας έναντι της άλλης, αλλά για την περίτρανη απόδειξη της σαφούς ανωτερότητας του σοσιαλιστικού μοντέλου διακυβέρνησης.

mueller-weise.jpg

Το ματς έγινε στις 22 Ιουνίου μπροστά σε 60.000 θεατές, στο «Φόλκσπαρκ Στάντιον» του Αμβούργου με διαιτητή τον Ραμόν Μπαρέτο και το απόλυτο αουτσάιντερ νίκησε 1-0 με γκολ του 26χρονου τότε Γιούργκεν Σπάρβασερ, στο 77ο λεπτό. Το σοκ για τους Δυτικούς ήταν τεράστιο.

Ο Χόνεκερ, ο Μίλκε και σχεδόν όλοι οι υπόλοιποι αξιωματούχοι του καθεστώτος είχαν δώσει ραντεβού για να παρακολουθήσουν μαζί το ματς και το αποτέλεσμα, που γιορτάστηκε δεόντως, τούς επέτρεψε να απογειώσουν την προπαγάνδα, κάνοντας λόγο για έναν «ανεπανάληπτο σοσιαλιστικό θρίαμβο έναντι της καπιταλιστικής-ιμπεριαλιστικής Δύσης».

Ο Σπάρβασερ απέκτησε αμέσως το στάτους του εθνικού ήρωα και η κρατική τηλεόραση τον συνέκρινε με τους σοβιετικούς στρατιώτες του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου που κατατρόπωσαν τους Ναζί.

Ο ίδιος πάντως, μολονότι απόλαυσε τη μεγάλη του ποδοσφαιρική στιγμή όπως θα έκανε κάθε αθλητής, δεν ήταν φιλικά προσκείμενος στο καθεστώς και στο μυαλό του στριφογύριζε πάντα το ενδεχόμενο της απόδρασης από την κομμουνιστική φυλακή του Χόνεκερ.

sparwasser.jpg

Έξι χρόνια μετά τον θρίαμβο στο Αμβούργο, ο Σπαρβάσερ πήρε τη μεγάλη απόφαση να αποδράσει προς τη Δυτική Γερμανία, αναζητώντας μία καλύτερη ζωή. Ο σκοπός στο Τείχος τον εντόπισε και τον ακινητοποίησε. Χρειάστηκε όμως ελάχιστα δευτερόλεπτα για να τον αναγνωρίσει και σε ένδειξη σεβασμού προς τον «ήρωα του Αμβούργου», έστρεψε αλλού το βλέμμα του, αφήνοντάς τον να περάσει στην άλλη όχθη.

Όταν ο Μίλκε πληροφορήθηκε τι είχε συμβεί, έγινε έξαλλος και αφού επέβαλε βαρύτατες ποινές στους υπευθύνους για την απόδραση, δρομολόγησε αμέσως την προσπάθεια αποδόμησης του Σπάρβασερ. Ο ήρωας αποκαθηλώθηκε βιαίως και σε λίγα λεπτά μετατράπηκε σε προδότη.

Τριάντα δύο χρόνια αργότερα, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006 πια, ο σκόρερ της θρυλικής αναμέτρησης έλεγε: «Η ιστορία θυμάται τους νικητές. Όταν πεθάνω, θέλω στην επιτύμβια πλάκα να γράφει "Αμβούργο 1974". Έτσι, όλοι όσοι κοιτούν τον τάφο, θα καταλαβαίνουν ποιος κείτεται εκεί».

Το καλοκαίρι του 1974 ο Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν στο απόγειό του, ο κίνδυνος ενός πυρηνικού «ατυχήματος» ήταν μεγαλύτερος από ποτέ και τίποτε δεν προμήνυε την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, που έμελλε να συμβεί 15 χρόνια αργότερα.

Στην οικονομικά ευημερούσα Δυτική Γερμανία, που ζούσε ακόμη τον απόηχο του μεταπολεμικού θαύματος, ο σοσιαλδημοκράτης Χέλμουτ Σμιτ είχε μόλις διαδεχθεί τον πολιτικό του μέντορα, Βίλι Μπραντ στην καγκελαρία και το μεγαλύτερο πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει ήταν η δράση της ακροαριστερής τρομοκρατικής οργάνωσης RAF, που οι Αρχές αποκαλούσαν «συμμορία Μπάαντερ-Μάινχοφ», από τα επώνυμα των ιδρυτών της, Αντρέας Μπάαντερ και Ουρλίκε Μάινχοφ.

Για τους ποδοσφαιρόφιλους ανά τον κόσμο, όμως, το μεγαλύτερο γεγονός ήταν το Παγκόσμιο Κύπελλο, τη διοργάνωση του οποίου είχε αναλάβει η Δυτική Γερμανία. Η τύχη τα έφερε έτσι ώστε οι αμφιτρύωνες να βρεθούν αντιμέτωποι με την DDR, δηλαδή την κομμουνιστική Ανατολική Γερμανία που αποτελούσε ξεχωριστή κρατική οντότητα από τις 7 Οκτωβρίου του 1949.

Στο άκουσμα της κλήρωσης οι Δυτικογερμανοί αντέδρασαν ψύχραιμα και προσπάθησαν να υποβαθμίσουν την πολιτική σημασία της αναμέτρησης.

Στην άλλη πλευρά του Βερολίνου, όμως, η αντίδραση ήταν εντελώς διαφορετική. Ο επικεφαλής του καθεστώτος Έριχ Χόνεκερ συγκάλεσε αμέσως το «Πολιτμπιρό» και κάπως έτσι άρχισε να καταστρώνεται το σχέδιο πολιτικής αξιοποίησης του μεγάλου αγώνα με τους «παραστρατημένους» συμπατριώτες.

Κομβικό ρόλο στο όλο πρότζεκτ είχε ο επικεφαλής της κρατικής υπηρεσίας ασφαλείας της DDR, της διαβόητης Στάζι, ο πανίσχυρος, όσο και αδίστακτος, Έριχ Μίλκε.

Μία από τις προτεραιότητές του ήταν η παρακολούθηση των μελών της εθνικής ομάδας της Ανατολικής Γερμανίας, ώστε να εξαλειφθεί κάθε ενδεχόμενο αυτομολίας στη Δύση, πριν ή μετά τον αγώνα. Ο μηχανισμός παρακολούθησης τέθηκε αμέσως σε λειτουργία και το καθεστώς ήλεγχε σε 24ωρη βάση τις κινήσεις κάθε μέλους της ομάδας, ακόμη και των φροντιστών!

Παράλληλα, ο Χόνεκερ ζήτησε από τον απολύτως ελεγχόμενο Τύπο να ξεκινήσει την προπαγάνδα περί αναμέτρησης δύο κόσμων, μεταξύ δηλαδή της υποταγμένης στους Αμερικανούς, καπιταλιστικής Δυτικής Γερμανίας και της περήφανης σοσιαλιστικής χώρας των πραγματικών Γερμανών, της οποίας ο ίδιος ηγείτο.

Το καθεστώς γνώριζε βέβαια πολύ καλά πως, σε αγωνιστικό επίπεδο, η παρέα του Φραντς Μπεκενμπάουερ ήταν ασυναγώνιστη, επομένως το κόνσεπτ ήταν εξαρχής καθαρό.

Αν η Δυτική Γερμανία κέρδιζε το ματς, η νίκη της θα οφειλόταν στην εύνοια της διαιτησίας ή στο κλίμα τρομοκρατίας που σίγουρα θα επηρέαζε τους παίκτες της DDR.

Αν όμως νικήτρια αναδεικνυόταν η περήφανη DDR, δεν θα επρόκειτο απλά για την επικράτηση της μίας ομάδας έναντι της άλλης, αλλά για την περίτρανη απόδειξη της σαφούς ανωτερότητας του σοσιαλιστικού μοντέλου διακυβέρνησης.

mueller-weise.jpg

Το ματς έγινε στις 22 Ιουνίου μπροστά σε 60.000 θεατές, στο «Φόλκσπαρκ Στάντιον» του Αμβούργου με διαιτητή τον Ραμόν Μπαρέτο και το απόλυτο αουτσάιντερ νίκησε 1-0 με γκολ του 26χρονου τότε Γιούργκεν Σπάρβασερ, στο 77ο λεπτό. Το σοκ για τους Δυτικούς ήταν τεράστιο.

Ο Χόνεκερ, ο Μίλκε και σχεδόν όλοι οι υπόλοιποι αξιωματούχοι του καθεστώτος είχαν δώσει ραντεβού για να παρακολουθήσουν μαζί το ματς και το αποτέλεσμα, που γιορτάστηκε δεόντως, τούς επέτρεψε να απογειώσουν την προπαγάνδα, κάνοντας λόγο για έναν «ανεπανάληπτο σοσιαλιστικό θρίαμβο έναντι της καπιταλιστικής-ιμπεριαλιστικής Δύσης».

Ο Σπάρβασερ απέκτησε αμέσως το στάτους του εθνικού ήρωα και η κρατική τηλεόραση τον συνέκρινε με τους σοβιετικούς στρατιώτες του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου που κατατρόπωσαν τους Ναζί.

Ο ίδιος πάντως, μολονότι απόλαυσε τη μεγάλη του ποδοσφαιρική στιγμή όπως θα έκανε κάθε αθλητής, δεν ήταν φιλικά προσκείμενος στο καθεστώς και στο μυαλό του στριφογύριζε πάντα το ενδεχόμενο της απόδρασης από την κομμουνιστική φυλακή του Χόνεκερ.

sparwasser.jpg

Έξι χρόνια μετά τον θρίαμβο στο Αμβούργο, ο Σπαρβάσερ πήρε τη μεγάλη απόφαση να αποδράσει προς τη Δυτική Γερμανία, αναζητώντας μία καλύτερη ζωή. Ο σκοπός στο Τείχος τον εντόπισε και τον ακινητοποίησε. Χρειάστηκε όμως ελάχιστα δευτερόλεπτα για να τον αναγνωρίσει και σε ένδειξη σεβασμού προς τον «ήρωα του Αμβούργου», έστρεψε αλλού το βλέμμα του, αφήνοντάς τον να περάσει στην άλλη όχθη.

Όταν ο Μίλκε πληροφορήθηκε τι είχε συμβεί, έγινε έξαλλος και αφού επέβαλε βαρύτατες ποινές στους υπευθύνους για την απόδραση, δρομολόγησε αμέσως την προσπάθεια αποδόμησης του Σπάρβασερ. Ο ήρωας αποκαθηλώθηκε βιαίως και σε λίγα λεπτά μετατράπηκε σε προδότη.

Τριάντα δύο χρόνια αργότερα, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006 πια, ο σκόρερ της θρυλικής αναμέτρησης έλεγε: «Η ιστορία θυμάται τους νικητές. Όταν πεθάνω, θέλω στην επιτύμβια πλάκα να γράφει "Αμβούργο 1974". Έτσι, όλοι όσοι κοιτούν τον τάφο, θα καταλαβαίνουν ποιος κείτεται εκεί».

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία