ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Μηνάς Βιντιάδης: Πολλές φορές μια αόρατη δύναμη κατακρεουργεί τους στόχους και τα όνειρά μας

Ο γνωστός δημοσιογράφος και συγγραφέας έρχεται στη Θεσσαλονίκη μαζί με τον «Κάτω Παρθενώνα» του και μιλάει γι αυτό στη «ΜτΚ»

 27/01/2020 12:41

Μηνάς Βιντιάδης: Πολλές φορές μια αόρατη δύναμη κατακρεουργεί τους στόχους και τα όνειρά μας

Της Κυριακής Τσολάκη

Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη με την οποία έχει συνδέσει αξέχαστες στιγμές της ζωής του. «Πέραν του ότι ανεβοκατέβαινα επί πέντε χρόνια από την Αθήνα για επαγγελματικούς λόγους, στον ‘Ιανό’ της Αριστοτέλους παρουσίασα για πρώτη φορά το ‘Τι είπα στην Κλαούντια’, στο ΚΘΒΕ ανέβηκε για πρώτη φορά το έργο μου ‘Κάτω Παρθενώνας’, στη Θεσσαλονίκη ήμουν όμως όταν έχασα και τη μητέρα μου», λέει στη «ΜτΚ» ο γνωστός δημοσιογράφος και συγγραφέας.

Τώρα, ο Μηνάς Βιντιάδης έρχεται για ακόμη μια φορά στην πόλη με την οποία έδεσε καλές και κακές μνήμες. Αιτία η παρουσίαση του «Κάτω Παρθενώνα» του στο θέατρο Αμαλία, ένα έργο του που είχε ανεβεί και το 2015 από το ΚΘΒΕ. Η υπόθεση μπορεί να εκτυλίσσεται στην Αθήνα, αλλά το έργο «προσαρμόζεται σε κάθε τόπο σε όλη την Ευρώπη», όπως τονίζει ο Μηνάς Βιντιάδης. «Είναι η Ελλάδα του σήμερα, η Ευρώπη του σήμερα, η κοινωνία του σήμερα με τις δύο διαστάσεις της», επισημαίνει.

Η πρώτη έμπνευσή του για το κείμενο αυτό ήταν ένα μονόστηλο που δημοσιεύτηκε πριν δεκαπέντε χρόνια σε γνωστό αθηναϊκό φύλλο που εργαζόταν τότε. «Σε μια πολιτεία της Αμερικής ένας πανέξυπνος τύπος προσέγγισε έναν μαύρο περιορισμένης διανοητικής κατάστασης και του είπε ‘κράτα το μαχαίρι να πέσω εγώ επάνω και θα σου δώσω τόσα δολάρια’», λέει ο συγγραφέας.

Αυτό κυριαρχεί και στον «Κάτω Παρθενώνα» όπου ένας αποτυχημένος χρηματιστής και ένας ιδιοφυής άστεγος διαπραγματεύονται μια «συνεργασία» που ισορροπεί εφιαλτικά ανάμεσα στην ιδεολογία και τη δικαιολογία, τη φτώχια και την ηθική εξαθλίωση, την ευκαιρία και την καταστροφή, τη δολοφονία και τη σωτηρία. Σε έναν κόσμο που κυβερνούν οι τράπεζες και οι οίκοι αξιολογήσεων, οι ήρωες έχουν, κυρίως, ν’ αντιμετωπίσουν τους προσωπικούς τους δαίμονες. Δυνατός σε αυτή τη μάχη δεν είναι, πια, αυτός που έχει τα χρήματα. Είναι αυτός που έχει το μαχαίρι. Το παιχνίδι σκληραίνει. Οι αλήθειες πονάνε όσο βγαίνουν στο φως…

Οι δύο βασικοί ρόλοι του έργου εκπροσωπούν διαφορετικά πράγματα. «Ο ένας αγαπάει το πνεύμα, ο άλλος την ύλη. Πέρα από αυτό όμως, το βασικό είναι ότι στην ουσία είμαστε εμείς με τους δυο μας εαυτούς. Όταν έγραφα εγώ το έργο είχα στο μυαλό μου στην ουσία τους δύο δικούς μου εαυτούς», αποκαλύπτει. Σκιαγράφησε τον άστεγό του πάνω σε ένα υπαρκτό πρόσωπο. «Ερχόταν στα διαλλείματά μου στην εφημερίδα όταν πήγαινα να φάω, με κυνηγούσε παντού και μου πουλούσε βιβλία», θυμάται.

«Η κρίση μας έκανε να κατεβάσουμε τις προσδοκίες μας»

Διαβάζοντας κανείς την υπόθεση του έργου μπορεί να αντιληφθεί αμέσως ότι ο συγγραφέας του το έγραψε ορμώμενος από την κρίση. «Μέσα λέει ότι στον τόπο αυτόν ζουν επιχειρηματίες που απέτυχαν, άνθρωποι που έχασαν τις δουλειές τους, παππούδες και γιαγιάδες που εγκαταλείφθηκαν από παιδιά κι εγγόνια, ξένοι χωρίς πατρίδα, αλλά και κάποιοι που βρίσκονται εκεί από ιδεολογία – δικαιολογία», λέει.

Πώς σχολιάζει όμως ο ίδιος όλη αυτή την περιπέτεια της ελληνικής κρίσης; «Η κρίση μας έκανε να κατεβάσουμε τις προσδοκίες μας, να αρχίσουμε να βλέπουμε και κάτι άλλο. Κάποτε όλη η ανάγκη μας ήταν τα πολυτελή διαμερίσματα, τα ακριβά αυτοκίνητα, τα ταξίδια με υπερβολή. Φτάσαμε σε ένα σημείο ακόμη και σήμερα που νομίζουμε οι έλληνες ότι πέρασε η κρίση να πληρώνουμε 70-80 ευρώ για ένα κρασί την ίδια ώρα που ο άλλος παίρνει 90 ευρώ βδομαδιάτικο για να δουλεύει σαν σκυλί σε ένα ταχυφαγείο…», επισημαίνει ο συγγραφέας.

Θεωρεί πάντως πως μια τέτοια κατάσταση έδωσε ευκαιρία για ξεσκαρταρίσματα σε όλα. «Από τους δίπλα μας, από αυτούς που ορίσαμε να μας κυβερνούν, αλλά και από τη δική μας κακή πλευρά, τον δικό μας κακό εαυτό. Με όλο αυτό που πέρασε και περνάει το επάγγελμά μας κατάλαβα ότι τελικά πιο πολύ σημασία είχε μια απλή στιγμή με έναν φίλο, με το παιδί ή με τον σύντροφό σου, παρά όλο αυτό το φεστιβάλ ματαιοδοξίας. Οπότε η ευτυχία άλλαξε πρόσωπο και αντιλήφθηκα τι σημαίνει ξενοιασιά ή τι σημαίνουν κάποιες ώρες που μπορεί ο άνθρωπος να είναι σε επικοινωνία με τον εαυτό του και, άρα, να νιώθει μια ισορροπία», υπογραμμίζει.

«Χάνονται οι άνθρωποι και δεν το παίρνει κανένας είδηση»

Τον ενδιαφέρει η προετοιμασία μιας παράστασης, γιατί όπως λέει, γίνεται καλύτερος. «Δεν πηγαίνω με μανία σε πρόβες, θεωρώ ότι πρέπει να είσαι διακριτικός. Περιμένω να με καλέσει ο σκηνοθέτης. Οι περισσότεροι σκηνοθέτες –τουλάχιστον οι τέσσερις που συνεργάστηκα – είναι ή γίνονται φίλοι, ποτέ όμως δεν τους αιφνιδίασα λέγοντάς τους ότι πάω σε πρόβα. Αντίθετα με κάλεσαν για να τους πω τη γνώμη μου. Ποτέ δεν έπεσα στην παγίδα του να είμαι εκεί. Το έργο έπρεπε να πάει στον σκηνοθέτη κι εκείνος να καταθέσει ό,τι πρέπει, να το πάει ένα βήμα παραπέρα, να το μεταδώσει στους ηθοποιούς κι εκείνοι με τη σειρά τους να το εξελίξουν και, κυρίως, να πάει στους θεατές που θα το κάνουν δικό τους».

Πέρα όμως από τα θεατρικά του έχει στο ενεργητικό του και πεζογραφία. Τώρα, ετοιμάζει ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Ρίφι» που διαδραματίζεται στο νησί του, την Κάσο. «Το δουλεύω εδώ και δέκα χρόνια. Ξεκινάει από μια οικογένεια πειρατών που γίνονται ήρωες της επανάστασης του 1821, γίνονται κτηνοτρόφοι, απλοί βοσκοί και πολλά άλλα. Θα μείνω στην Κάσο από την 1η Ιουνίου έως τις 31 Σεπτεμβρίου, οπότε μάλλον θα εκδοθεί τα Χριστούγεννα από τα ‘Ελληνικά Γράμματα’».

Δεν θέλει όμως να κάνει σχέδια για το μέλλον γιατί όπως λέει «πολλές φορές έχουμε όνειρα και στόχους και μπαίνει μια αόρατη δύναμη και τα κατακρεουργεί όλα. Αυτό με τρομάζει. Χάνονται οι άνθρωποι και δεν το παίρνει κανένας είδηση», λέει με αφορμή την ξαφνική απώλεια ενός πολύ δικού του ανθρώπου. «Οπότε λες ας μην κάνω πολλά σχέδια. Έτσι προσωρινά αυτό που με ενδιαφέρει είναι να ανέβω πάνω και να πάει καλά το έργο», καταλήγει.

* Δημοσιεύτηκε στη ΜτΚ στις 26/01/2020

Της Κυριακής Τσολάκη

Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη με την οποία έχει συνδέσει αξέχαστες στιγμές της ζωής του. «Πέραν του ότι ανεβοκατέβαινα επί πέντε χρόνια από την Αθήνα για επαγγελματικούς λόγους, στον ‘Ιανό’ της Αριστοτέλους παρουσίασα για πρώτη φορά το ‘Τι είπα στην Κλαούντια’, στο ΚΘΒΕ ανέβηκε για πρώτη φορά το έργο μου ‘Κάτω Παρθενώνας’, στη Θεσσαλονίκη ήμουν όμως όταν έχασα και τη μητέρα μου», λέει στη «ΜτΚ» ο γνωστός δημοσιογράφος και συγγραφέας.

Τώρα, ο Μηνάς Βιντιάδης έρχεται για ακόμη μια φορά στην πόλη με την οποία έδεσε καλές και κακές μνήμες. Αιτία η παρουσίαση του «Κάτω Παρθενώνα» του στο θέατρο Αμαλία, ένα έργο του που είχε ανεβεί και το 2015 από το ΚΘΒΕ. Η υπόθεση μπορεί να εκτυλίσσεται στην Αθήνα, αλλά το έργο «προσαρμόζεται σε κάθε τόπο σε όλη την Ευρώπη», όπως τονίζει ο Μηνάς Βιντιάδης. «Είναι η Ελλάδα του σήμερα, η Ευρώπη του σήμερα, η κοινωνία του σήμερα με τις δύο διαστάσεις της», επισημαίνει.

Η πρώτη έμπνευσή του για το κείμενο αυτό ήταν ένα μονόστηλο που δημοσιεύτηκε πριν δεκαπέντε χρόνια σε γνωστό αθηναϊκό φύλλο που εργαζόταν τότε. «Σε μια πολιτεία της Αμερικής ένας πανέξυπνος τύπος προσέγγισε έναν μαύρο περιορισμένης διανοητικής κατάστασης και του είπε ‘κράτα το μαχαίρι να πέσω εγώ επάνω και θα σου δώσω τόσα δολάρια’», λέει ο συγγραφέας.

Αυτό κυριαρχεί και στον «Κάτω Παρθενώνα» όπου ένας αποτυχημένος χρηματιστής και ένας ιδιοφυής άστεγος διαπραγματεύονται μια «συνεργασία» που ισορροπεί εφιαλτικά ανάμεσα στην ιδεολογία και τη δικαιολογία, τη φτώχια και την ηθική εξαθλίωση, την ευκαιρία και την καταστροφή, τη δολοφονία και τη σωτηρία. Σε έναν κόσμο που κυβερνούν οι τράπεζες και οι οίκοι αξιολογήσεων, οι ήρωες έχουν, κυρίως, ν’ αντιμετωπίσουν τους προσωπικούς τους δαίμονες. Δυνατός σε αυτή τη μάχη δεν είναι, πια, αυτός που έχει τα χρήματα. Είναι αυτός που έχει το μαχαίρι. Το παιχνίδι σκληραίνει. Οι αλήθειες πονάνε όσο βγαίνουν στο φως…

Οι δύο βασικοί ρόλοι του έργου εκπροσωπούν διαφορετικά πράγματα. «Ο ένας αγαπάει το πνεύμα, ο άλλος την ύλη. Πέρα από αυτό όμως, το βασικό είναι ότι στην ουσία είμαστε εμείς με τους δυο μας εαυτούς. Όταν έγραφα εγώ το έργο είχα στο μυαλό μου στην ουσία τους δύο δικούς μου εαυτούς», αποκαλύπτει. Σκιαγράφησε τον άστεγό του πάνω σε ένα υπαρκτό πρόσωπο. «Ερχόταν στα διαλλείματά μου στην εφημερίδα όταν πήγαινα να φάω, με κυνηγούσε παντού και μου πουλούσε βιβλία», θυμάται.

«Η κρίση μας έκανε να κατεβάσουμε τις προσδοκίες μας»

Διαβάζοντας κανείς την υπόθεση του έργου μπορεί να αντιληφθεί αμέσως ότι ο συγγραφέας του το έγραψε ορμώμενος από την κρίση. «Μέσα λέει ότι στον τόπο αυτόν ζουν επιχειρηματίες που απέτυχαν, άνθρωποι που έχασαν τις δουλειές τους, παππούδες και γιαγιάδες που εγκαταλείφθηκαν από παιδιά κι εγγόνια, ξένοι χωρίς πατρίδα, αλλά και κάποιοι που βρίσκονται εκεί από ιδεολογία – δικαιολογία», λέει.

Πώς σχολιάζει όμως ο ίδιος όλη αυτή την περιπέτεια της ελληνικής κρίσης; «Η κρίση μας έκανε να κατεβάσουμε τις προσδοκίες μας, να αρχίσουμε να βλέπουμε και κάτι άλλο. Κάποτε όλη η ανάγκη μας ήταν τα πολυτελή διαμερίσματα, τα ακριβά αυτοκίνητα, τα ταξίδια με υπερβολή. Φτάσαμε σε ένα σημείο ακόμη και σήμερα που νομίζουμε οι έλληνες ότι πέρασε η κρίση να πληρώνουμε 70-80 ευρώ για ένα κρασί την ίδια ώρα που ο άλλος παίρνει 90 ευρώ βδομαδιάτικο για να δουλεύει σαν σκυλί σε ένα ταχυφαγείο…», επισημαίνει ο συγγραφέας.

Θεωρεί πάντως πως μια τέτοια κατάσταση έδωσε ευκαιρία για ξεσκαρταρίσματα σε όλα. «Από τους δίπλα μας, από αυτούς που ορίσαμε να μας κυβερνούν, αλλά και από τη δική μας κακή πλευρά, τον δικό μας κακό εαυτό. Με όλο αυτό που πέρασε και περνάει το επάγγελμά μας κατάλαβα ότι τελικά πιο πολύ σημασία είχε μια απλή στιγμή με έναν φίλο, με το παιδί ή με τον σύντροφό σου, παρά όλο αυτό το φεστιβάλ ματαιοδοξίας. Οπότε η ευτυχία άλλαξε πρόσωπο και αντιλήφθηκα τι σημαίνει ξενοιασιά ή τι σημαίνουν κάποιες ώρες που μπορεί ο άνθρωπος να είναι σε επικοινωνία με τον εαυτό του και, άρα, να νιώθει μια ισορροπία», υπογραμμίζει.

«Χάνονται οι άνθρωποι και δεν το παίρνει κανένας είδηση»

Τον ενδιαφέρει η προετοιμασία μιας παράστασης, γιατί όπως λέει, γίνεται καλύτερος. «Δεν πηγαίνω με μανία σε πρόβες, θεωρώ ότι πρέπει να είσαι διακριτικός. Περιμένω να με καλέσει ο σκηνοθέτης. Οι περισσότεροι σκηνοθέτες –τουλάχιστον οι τέσσερις που συνεργάστηκα – είναι ή γίνονται φίλοι, ποτέ όμως δεν τους αιφνιδίασα λέγοντάς τους ότι πάω σε πρόβα. Αντίθετα με κάλεσαν για να τους πω τη γνώμη μου. Ποτέ δεν έπεσα στην παγίδα του να είμαι εκεί. Το έργο έπρεπε να πάει στον σκηνοθέτη κι εκείνος να καταθέσει ό,τι πρέπει, να το πάει ένα βήμα παραπέρα, να το μεταδώσει στους ηθοποιούς κι εκείνοι με τη σειρά τους να το εξελίξουν και, κυρίως, να πάει στους θεατές που θα το κάνουν δικό τους».

Πέρα όμως από τα θεατρικά του έχει στο ενεργητικό του και πεζογραφία. Τώρα, ετοιμάζει ένα μυθιστόρημα με τίτλο «Ρίφι» που διαδραματίζεται στο νησί του, την Κάσο. «Το δουλεύω εδώ και δέκα χρόνια. Ξεκινάει από μια οικογένεια πειρατών που γίνονται ήρωες της επανάστασης του 1821, γίνονται κτηνοτρόφοι, απλοί βοσκοί και πολλά άλλα. Θα μείνω στην Κάσο από την 1η Ιουνίου έως τις 31 Σεπτεμβρίου, οπότε μάλλον θα εκδοθεί τα Χριστούγεννα από τα ‘Ελληνικά Γράμματα’».

Δεν θέλει όμως να κάνει σχέδια για το μέλλον γιατί όπως λέει «πολλές φορές έχουμε όνειρα και στόχους και μπαίνει μια αόρατη δύναμη και τα κατακρεουργεί όλα. Αυτό με τρομάζει. Χάνονται οι άνθρωποι και δεν το παίρνει κανένας είδηση», λέει με αφορμή την ξαφνική απώλεια ενός πολύ δικού του ανθρώπου. «Οπότε λες ας μην κάνω πολλά σχέδια. Έτσι προσωρινά αυτό που με ενδιαφέρει είναι να ανέβω πάνω και να πάει καλά το έργο», καταλήγει.

* Δημοσιεύτηκε στη ΜτΚ στις 26/01/2020

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία