ΑΠΟΨΕΙΣ

Μία εβδομάδα που δεν κατάφερε να γίνει Μεγάλη

 30/04/2019 18:01

Προσδοκώ Ανάσταση νεκρών με το πιστόλι στον κρόταφο. Ομολογώ την αναπηρία μου. Ανάβω κι άλλο κερί. Αναζητώ τον διακόπτη να ανοίξω το φως. Σε ένα έρημο δωμάτιο γκρίζο βρίσκομαι με ένα σιδερένιο κρεβάτι. Δεμένος βρίσκομαι κι έξω ακούω τον όχλο να απαιτεί να αναστηθώ.

Μια πέτρα σπάει τη σιωπή μου, ματώνω στο δόξα πατρί. Άπατρις κι ανάδελφος χωρίς χαρτιά βρίσκομαι. Οι λέξεις μου κραυγή. Φωνήεντα που σκορπίζονται στο χώρο. Ξέχασα πια να μιλώ. Ξέχασα πια γενικά…

Ξανθή περούκα, μπούκλα το μαλλί κι απανωτά τσιγάρα, Μεγάλη Τρίτη κι οι εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσες γυνές βγήκαν στους δρόμους, με ψίχουλα αγάπης, ξεγέλασαν την πείνα τους, με δάκρυα ποτίσαν τις απουσίες τους. Πελάτες που τις αναζητούν στα πεζοδρόμια.

...γίνεται η περιφορά των επιταφίων των κλειστών μαγαζιών, απόγευμα στη Βαλαωρίτου, βήμα σημειωτόν ανάμεσα σε βιτρίνες που λύνουν τη σιωπή τους, συμμετέχοντας στο πένθος. Ο σεβασμός του «κλειστόν» στα χρόνια μιας ιντερνετικής αποκτήνωσης, που γεννάει ο φόβος του ανώνυμου σχολίου.

Οι περίεργοι κι οι θρήσκοι, οι ανένταχτοι της ηδονής και οι φιλομαθείς. Μη ξεχάσετε ν’ ανάψετε κερί. Για την ψυχή αυτών που αγαπήσατε κι αφήσατε να φύγουν από τη ζωή σας.

Προσδοκώ Ανάσταση νεκρών, γιατί δεν πρόλαβα να πω το σ’ αγαπώ. Επέμενα να υπενθυμίζω πού διαφωνώ κι έχασα χρόνο. Και τώρα, μπροστά στο Θαύμα, τιποτένιος γίνομαι. Ανώνυμος, καταθλιπτικός κι άπιστος. Λιγότεροι κάθε Μεγάλο Σάββατο, όλο και λιγότεροι. Τα δάκρυα δεν φέρνουν πίσω τους νεκρούς ούτε η πίστη. Μια προσδοκία μοναχά στο θαύμα. Έτσι μου ’μάθαν. Με τέτοια με κορόιδευαν, ώσπου ξύπνησα με άσπρα μαλλιά, τον θάνατον πατήσας, γέρος. Μακρινά που μοιάζουν τα χρόνια της δράσης, τώρα στην εποχή της περισυλλογής που έφτασα. Εγκλωβισμένος. Με καμπαρντίνα κατακαλόκαιρο και μαύρα γυαλιά ανωνυμίας, κοιτώ το καλοκαίρι που ’ρχεται. Κι αν δεν αναστηθώ, τουλάχιστον σ’ όσους απόμειναν να προφτάσω να πω το γιατί της αγάπης μου…

Πριν να αναληφθώ, πριν να γίνω προσευχή και θαύμα εκπορευόμενο εκ δεξιών του Πατρός. Εκεί, λίγο πριν τις στάχτες μου σκορπίσουν στα νερά και τα κεριά μου λιώσουν. Πριν να γίνω κι εγώ ένα ανάξιο Πάσχα των Ελλήνων, μια χαλκομανία πάνω σε ένα κόκκινο αυγό, που βάφτηκε μόνο για να το σπάσουν.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 27-28 Απριλίου 2019

Δημοφιλείς Απόψεις