ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Μετατροπή μουσείων σε ΝΠΔΔ: Γιατί οι αρχαιολόγοι αρνούνται να «εκσυγχρονιστούν»;

Οι σφοδρές αντιδράσεις και τα «αγκάθια» στον δρόμο της «βελτίωσης» της μουσειακής πολιτικής και της αλλαγής του νομικού καθεστώτος των μουσείων

 14/03/2023 07:00

Μετατροπή μουσείων σε ΝΠΔΔ: Γιατί οι αρχαιολόγοι αρνούνται να «εκσυγχρονιστούν»;

Βιολέτα Φωτιάδη

Ευελιξία που στερούνταν ως περιφερειακές υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού, παράκαμψη γραφειοκρατικών «τεράτων», οικονομική αυτοτέλεια και γέφυρες συνεργασίας με μεγάλα ιδρύματα του εξωτερικού υπόσχεται, μεταξύ άλλων, η αλλαγή του νομικού πλαισίου πέντε μεγάλων μουσείων της χώρας και η μετατροπή τους σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου.

Σύμφωνα με το νομοσχέδιο του υπουργείου Πολιτισμού για τον «εκσυγχρονισμό της μουσειακής πολιτικής», το οποίο υπερψηφίστηκε κατά πλειοψηφία και μόνο από τους κυβερνητικούς βουλευτές στην Ολομέλεια της Βουλής στις 13 Φεβρουαρίου, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης και το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου οδηγούνται σε μία νέα εποχή.

«Φάρος» που οδηγεί τους εν λόγω πολιτιστικούς οργανισμούς στη μετατροπή τους σε ΝΠΔΔ είναι το μουσείου της Ακρόπολης το οποίο μάλιστα, η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, έχει επικαλεστεί πολλάκις προκειμένου να τονίσει τα πολλά και τεκμηριωμένα οφέλη της λειτουργίας των μουσείων ως ΝΠΔΔ.

Ωστόσο, την ίδια ώρα, ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ), ο Ενιαίος Σύλλογος Υπαλλήλων ΥΠΠΟ Αττικής, Στερεάς και Νήσων και πολλά ακόμη σωματεία φωνάζουν «κάτω τα χέρια από τα μουσεία» και κάνουν λόγο για έναν καταστροφικό νόμο που αποκόπτει πέντε από τα σημαντικότερα μουσεία της χώρας από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, τα μετατρέπει σε κυβερνητικά «υποχείρια» ενώ επιτρέπει την εισβολή ιδιωτικών συμφερόντων στην πολιτιστική διαχείριση με απώτερο στόχο την εμπορευματοποίηση.

Μιλώντας στη «ΜτΚ», ο πρόεδρος του παραρτήματος Μακεδονίας Θράκης του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, Γιάννης Καρλιάμπας, απαντά σε ερωτήματα αναφορικά με τις επικείμενες αλλαγές στα πέντε μουσεία στα οποία αφορά ο νόμος και εξηγεί γιατί πλήθος εργαζόμενων στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς αρνείται να «εκσυγχρονιστεί»:

Πώς διαμορφώνεται η διοικητική διάρθρωση των μουσείων;

«Τα πέντε αυτά μεγάλα μουσεία ήταν ειδικές περιφερειακές υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ, ενταγμένες στη Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Μέχρι τώρα η διοικητική τους διάρθρωση ήταν η εξής: ξεκινώντας από την κορυφή της πυραμίδας υπήρχε ένας προϊστάμενος - διευθυντής του μουσείου αρχαιολόγος και στο αμέσως επόμενο διοικητικό επίπεδο υπήρχαν τα τμήματα με προϊστάμενο έναν τμηματάρχη και σε κάθε τμήμα ενταγμένοι υπάλληλοι. 

Τα τμήματα αυτά είναι τα τμήματα των συλλογών, το διοικητικό τμήμα, το τεχνικό τμήμα και το τμήμα επικοινωνίας. Στο νέο οργανισμό υπάρχει ένα δ.σ. με πρόεδρο και μέλη, ένας γενικός διευθυντής, κάποιοι ακόμα διευθυντές και κάτω από τις διευθύνσεις βρίσκονται τα τμήματα τα οποία έχουν προϊστάμενους τμηματάρχες και σε αυτά τα τμήματα εντάσσονται και οι υπόλοιποι υπάλληλοι. 

Όπως γίνεται κατανοητό στο νέο σχήμα έχουν προστεθεί επίπεδα διοικητικής ιεραρχίας οπότε βλέπουμε πως με τη νέα διοικητική διάρθρωση δημιουργούνται πιο δυσκίνητοι γραφειοκρατικά μηχανισμοί ενώ υποτίθεται ότι οι νέοι αυτοί οργανισμοί έχουν στόχο την ευελιξία.

Το δ.σ. θα έχει και την αρμοδιότητα του καθορισμού της πολιτικής του κάθε μουσείου η οποία μέχρι τώρα οριζόταν από ότι προβλέπει ο αρχαιολογικός νόμος, ο οργανισμός της υπηρεσίας και το Σύνταγμα για τη διαχείριση της πολιτιστική κληρονομιάς. 

Για παράδειγμα, τις αποφάσεις για μία περιοδική έκθεση έπαιρναν οι συνάδελφοι εργαζόμενοι στα μουσεία οι οποίοι όμως έχουν και την ειδική κατάρτιση γι’ αυτό. Μιλάμε δηλαδή για μουσειολόγους, αρχαιολόγους και αρχιτέκτονες. 

Όπως αναφέρεται στο νομοσχέδιο τα μέλη του δ.σ. θα είναι άτομα αναγνωρισμένου κύρους στον χώρο των τεχνών, των γραμμάτων και των επιστημών. Αυτό τι σημαίνει; Ότι ακόμα και με τις καλύτερες προθέσεις αυτοί οι άνθρωποι έχουν την κατάρτιση που προκύπτει είτε από τις μακροχρόνιες σπουδές είτε από την εμπειρία πάνω στο αντικείμενο; Σε καμία περίπτωση.

Ακόμα και τα πιο καταρτισμένα πρόσωπα να επιλεγούν θα διορίζονται από έναν υπουργό Πολιτισμού και από τη στιγμή που τα δ.σ. θα καθορίζουν την πολιτική σε κάθε μουσείο για κάθε επίπεδο ουσιαστικά καθορίζονται από την πολιτική ηγεσία. Έχουμε δηλαδή τη μετατροπή των δημόσιων μουσείων σε κυβερνητικά.

Ακόμα κι αν η επιλογή του κάθε δ.σ. γινόταν με διαφορετικό τρόπο δεν μπορούμε να δεχθούμε τέτοιες γενικές διατυπώσεις όπως ‘άτομα καταξιωμένα στον επαγγελματικό τους χώρο’ κ.λπ.».

Τι συμβαίνει με τον δανεισμό αρχαιοτήτων;

«Τα εκθέματα των μουσείων αντιμετωπίζονται σαν μεμονωμένα εκθέματα. Αυτό φάνηκε και από την διαδικασία διαχείρισης της συλλογής Στερν. Δεν θέλησαν να δουν ότι η ίδια η υπουργός που είχε αναλάβει προσωπικά τις συνεννοήσεις δεν ενδιαφέρθηκε ούτε για την προέλευση των εκθεμάτων, ούτε για τη γνησιότητά τους.

Τα ελληνικά αρχαιολογικά μουσεία τροφοδοτούνται από την βασική πρωτογενή αρχαιολογική έρευνα, τις ανασκαφές. Ξέρουμε λοιπόν πού βρέθηκαν τα εκθέματα, πώς βρέθηκαν και μαζί με τι άλλο βρέθηκαν. Είναι δηλαδή τμήματα ενός γενικότερου συνόλου. 

Αυτό είναι που ξεχωρίζει τα ελληνικά αρχαιολογικά μουσεία από αρχαιολογικά μουσεία άλλων χωρών τα οποία μπορεί να εκθέτουν εκθέματα προερχόμενα από ανασκαφές και δραστηριότητες με βάθος χρόνου αλλά πλέον δεν είναι αποδεκτές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα Γλυπτά του Παρθενώνα τα οποία εκτίθενται στο Βρετανικό Μουσείο και όλοι γνωρίζουμε πώς αποκτήθηκαν. Αυτή η ουσιώδης διαφοροποίηση κάνει τα ελληνικά αρχαιολογικά μουσεία ξεχωριστά και πιο σημαντικά.

Το αφήγημα πως τα εκθέματα μπορούν να δανείζονται υποβαθμίζει τη σημασία των συλλογών και σε επιστημονικό επίπεδο.

Η αποσπασματική αυτή προσέγγιση υποβαθμίζει τα αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία ως αντικείμενα ενσωματώνουν πάρα πολλές όψεις και σχέσεις και έχουν αναφορές στο παρελθόν και στο παρόν, σε απλά εκθέματα που θα μπορούσαν να βρίσκονται σε μία γκαλερί ή σε μία έκθεση παλαιοπωλείου. Δεν είναι αυτός ο ρόλος των μουσειακών εκθεμάτων.

Υπάρχουν κάποια εκθέματα τα οποία πρέπει να είναι αμετακίνητα. Εδώ δεν διασφαλίζεται κάπως αυτό αφού με μία πιθανή πρόταση του δ.σ. κάποιου μουσείου -και εφόσον γίνει αποδεκτή από το υπουργείο- τα εκθέματα θα μπορούν να μετακινηθούν και να βρεθούν σε κάποια έκθεση σε κάποιο μέρος του κόσμου για άγνωστο χρονικό διάστημα. 

Σε αυτό το πλαίσιο του υποτιθέμενου εκσυγχρονισμού η μετακίνηση των εκθεμάτων, η οποία ουσιαστικά δίνει τη δυνατότητα να φύγουν τα εκθέματα και να αδειάσουν τα μουσεία με τον τρόπο που πάει να γίνει, συζητιέται και προτείνεται ως κάτι νέο ενώ σε διαφορετικό πλαίσιο, με περισσότερες δικλείδες ασφαλείας και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα πολλά εκθέματα από ελληνικά μουσεία ταξιδεύουν σε εκθέσεις του εξωτερικού».

Τι μέλλει γενέσθαι για τους εργαζόμενους;

«Οι εργαζόμενοι επηρεάζονται σαφέστατα από το νομοσχέδιο. Συνάδελφοι και συναδέλφισες με τους οποίους βρισκόμαστε ως αρχαιολόγοι ή ως υπάλληλοι του υπουργείου Πολιτισμού και της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς θα κληθούν κάποια στιγμή να διαλέξουν αν θα παραμείνουν σε κάτι που επέλεξαν με συγκεκριμένο τρόπο ή αν θα αλλάξει αυτό και με όλη την ανασφάλεια που ενέχει αυτή η διαδικασία».

«Επίσης στο κομμάτι του νόμου για τη μετακίνηση των υπαλλήλων θεωρούμε ότι εφαρμόζεται ο υπαλληλικός κώδικα και αυτό εγείρει κάποια νομικά ζητήματα και είμαστε σε μία κατεύθυνση να διερευνήσουμε αυτό το ζήτημα. Δεν είναι δυνατόν να μην εφαρμόζεται ο υπαλληλικός κώδικας σε διαδικασίες που αφορούν τη μετακίνηση υπαλλήλων του δημοσίου».

Το «Μουσείο της Ακρόπολης» είναι όντως ένα success story;

«Το μουσείο της Ακρόπολης λειτούργησε εξ αρχής ως ΝΠΔΔ. Ωστόσο, η εμπειρία που έχουμε όλοι από τη λειτουργία του δείχνει ότι υπολείπεται σε πολλά ζητήματα σε σχέση με τα υπόλοιπα μουσεία. Επίσης οι εργαζόμενοι στο μουσείο της Ακρόπολης με ανακοίνωσή τους εκφράζουν την αντίθεσή τους για τη μετατροπή του καθεστώτος των πέντε μουσείων σε ΝΠΔΔ.

Η λειτουργία ενός μουσείου είναι πολύμορφη και πολυσχιδής. Προάγει την έρευνα και την επιστήμη, έχει εκπαιδευτικούς αλλά και ψυχαγωγικούς σκοπούς.

Όλα τα χρόνια της λειτουργίας του μουσείου της Ακρόπολης όσα συνέδρια και επιστημονικές ημερίδες έγιναν εκεί ήταν δράσεις και εκδηλώσεις που φιλοξενήθηκαν από το μουσείο και δεν διοργανώθηκαν από το ίδιο. Από το 2006 το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης έχει πραγματοποιήσει 77 επιστημονικές συναντήσεις και 26 σεμινάρια, τα οποία συνοδεύονται από τις αντίστοιχες έντυπες εκδόσεις. Σε αυτά δεν περιλαμβάνονται οι διαλέξεις και κάποιες άλλες επιστημονικές δράσεις οι οποίες μπορεί να φιλοξενήθηκαν στο μουσείο. Παράλληλα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης έχουν γίνει 115 περιοδικές εκθέσεις.

Σε όλα τα επίπεδα της λειτουργίας που σχετίζονται με την εξωστρέφεια μόνο τα ποσοτικά στοιχεία από τα πέντε μουσεία ανατρέπουν το βασικό επιχείρημα της ανάγκης του εκσυγχρονισμού αναφορικά με αυτή την κατεύθυνση. Φυσικά και θα μπορούσαν να γίνουν βελτιώσεις στη λειτουργία των μουσείων αλλά με το νόμο αυτό ο υποτιθέμενος εκσυγχρονισμός που επιχειρείται με τη μετατροπή των μουσείων σε ΝΠΔΔ είναι καθαρά προσχηματικός».

Βλέπετε να υπάρχει κάτι θετικό στο νέο καθεστώς;

«Θα είμαι κατηγορηματικός, όχι. Όσα θα μπορούσαν να είναι θετικά αναφορικά με τους στόχους των μουσείων γίνονται ήδη και δεν χρειάζεται αυτή η θεσμική αλλαγή. Για να βελτιωθεί η λειτουργία τους ναι θα μπορούσαν να γίνουν κάποιες παρεμβάσεις αλλά στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο.

Όλο αυτό το νομοσχέδιο φαίνεται πως έχει έναν στόχο: τον έλεγχο της μουσειακής πολιτικής από τους χορηγούς. Την ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς. Οι χορηγίες υπήρχαν και είναι ένα εργαλείο το οποίο έχει και άλλες διαστάσεις πέρα από τους οικονομικούς πόρους που μπορεί να προσφέρει σε ένα μουσείο ή σε μία υπηρεσία.

Για παράδειγμα, σε τοπικό επίπεδο, η χορηγία μπορεί να διαμορφώσει καλύτερες σχέσεις συνεργασίας ανάμεσα στο μουσείο ή μιας εφορίας αρχαιοτήτων που διαχειρίζεται έναν αρχαιολογικό χώρο με την τοπική κοινότητα. Μία χορηγία όμως έχει ως εταίρο και την τοπική κοινότητα ενώ στο πλαίσιο που διαμορφώνεται τώρα η τοπική κοινότητα εξορίζεται από αυτή τη διαδικασία».

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 12.03.2023

Ευελιξία που στερούνταν ως περιφερειακές υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού, παράκαμψη γραφειοκρατικών «τεράτων», οικονομική αυτοτέλεια και γέφυρες συνεργασίας με μεγάλα ιδρύματα του εξωτερικού υπόσχεται, μεταξύ άλλων, η αλλαγή του νομικού πλαισίου πέντε μεγάλων μουσείων της χώρας και η μετατροπή τους σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου.

Σύμφωνα με το νομοσχέδιο του υπουργείου Πολιτισμού για τον «εκσυγχρονισμό της μουσειακής πολιτικής», το οποίο υπερψηφίστηκε κατά πλειοψηφία και μόνο από τους κυβερνητικούς βουλευτές στην Ολομέλεια της Βουλής στις 13 Φεβρουαρίου, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης και το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου οδηγούνται σε μία νέα εποχή.

«Φάρος» που οδηγεί τους εν λόγω πολιτιστικούς οργανισμούς στη μετατροπή τους σε ΝΠΔΔ είναι το μουσείου της Ακρόπολης το οποίο μάλιστα, η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, έχει επικαλεστεί πολλάκις προκειμένου να τονίσει τα πολλά και τεκμηριωμένα οφέλη της λειτουργίας των μουσείων ως ΝΠΔΔ.

Ωστόσο, την ίδια ώρα, ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων (ΣΕΑ), ο Ενιαίος Σύλλογος Υπαλλήλων ΥΠΠΟ Αττικής, Στερεάς και Νήσων και πολλά ακόμη σωματεία φωνάζουν «κάτω τα χέρια από τα μουσεία» και κάνουν λόγο για έναν καταστροφικό νόμο που αποκόπτει πέντε από τα σημαντικότερα μουσεία της χώρας από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, τα μετατρέπει σε κυβερνητικά «υποχείρια» ενώ επιτρέπει την εισβολή ιδιωτικών συμφερόντων στην πολιτιστική διαχείριση με απώτερο στόχο την εμπορευματοποίηση.

Μιλώντας στη «ΜτΚ», ο πρόεδρος του παραρτήματος Μακεδονίας Θράκης του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, Γιάννης Καρλιάμπας, απαντά σε ερωτήματα αναφορικά με τις επικείμενες αλλαγές στα πέντε μουσεία στα οποία αφορά ο νόμος και εξηγεί γιατί πλήθος εργαζόμενων στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς αρνείται να «εκσυγχρονιστεί»:

Πώς διαμορφώνεται η διοικητική διάρθρωση των μουσείων;

«Τα πέντε αυτά μεγάλα μουσεία ήταν ειδικές περιφερειακές υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ, ενταγμένες στη Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Μέχρι τώρα η διοικητική τους διάρθρωση ήταν η εξής: ξεκινώντας από την κορυφή της πυραμίδας υπήρχε ένας προϊστάμενος - διευθυντής του μουσείου αρχαιολόγος και στο αμέσως επόμενο διοικητικό επίπεδο υπήρχαν τα τμήματα με προϊστάμενο έναν τμηματάρχη και σε κάθε τμήμα ενταγμένοι υπάλληλοι. 

Τα τμήματα αυτά είναι τα τμήματα των συλλογών, το διοικητικό τμήμα, το τεχνικό τμήμα και το τμήμα επικοινωνίας. Στο νέο οργανισμό υπάρχει ένα δ.σ. με πρόεδρο και μέλη, ένας γενικός διευθυντής, κάποιοι ακόμα διευθυντές και κάτω από τις διευθύνσεις βρίσκονται τα τμήματα τα οποία έχουν προϊστάμενους τμηματάρχες και σε αυτά τα τμήματα εντάσσονται και οι υπόλοιποι υπάλληλοι. 

Όπως γίνεται κατανοητό στο νέο σχήμα έχουν προστεθεί επίπεδα διοικητικής ιεραρχίας οπότε βλέπουμε πως με τη νέα διοικητική διάρθρωση δημιουργούνται πιο δυσκίνητοι γραφειοκρατικά μηχανισμοί ενώ υποτίθεται ότι οι νέοι αυτοί οργανισμοί έχουν στόχο την ευελιξία.

Το δ.σ. θα έχει και την αρμοδιότητα του καθορισμού της πολιτικής του κάθε μουσείου η οποία μέχρι τώρα οριζόταν από ότι προβλέπει ο αρχαιολογικός νόμος, ο οργανισμός της υπηρεσίας και το Σύνταγμα για τη διαχείριση της πολιτιστική κληρονομιάς. 

Για παράδειγμα, τις αποφάσεις για μία περιοδική έκθεση έπαιρναν οι συνάδελφοι εργαζόμενοι στα μουσεία οι οποίοι όμως έχουν και την ειδική κατάρτιση γι’ αυτό. Μιλάμε δηλαδή για μουσειολόγους, αρχαιολόγους και αρχιτέκτονες. 

Όπως αναφέρεται στο νομοσχέδιο τα μέλη του δ.σ. θα είναι άτομα αναγνωρισμένου κύρους στον χώρο των τεχνών, των γραμμάτων και των επιστημών. Αυτό τι σημαίνει; Ότι ακόμα και με τις καλύτερες προθέσεις αυτοί οι άνθρωποι έχουν την κατάρτιση που προκύπτει είτε από τις μακροχρόνιες σπουδές είτε από την εμπειρία πάνω στο αντικείμενο; Σε καμία περίπτωση.

Ακόμα και τα πιο καταρτισμένα πρόσωπα να επιλεγούν θα διορίζονται από έναν υπουργό Πολιτισμού και από τη στιγμή που τα δ.σ. θα καθορίζουν την πολιτική σε κάθε μουσείο για κάθε επίπεδο ουσιαστικά καθορίζονται από την πολιτική ηγεσία. Έχουμε δηλαδή τη μετατροπή των δημόσιων μουσείων σε κυβερνητικά.

Ακόμα κι αν η επιλογή του κάθε δ.σ. γινόταν με διαφορετικό τρόπο δεν μπορούμε να δεχθούμε τέτοιες γενικές διατυπώσεις όπως ‘άτομα καταξιωμένα στον επαγγελματικό τους χώρο’ κ.λπ.».

Τι συμβαίνει με τον δανεισμό αρχαιοτήτων;

«Τα εκθέματα των μουσείων αντιμετωπίζονται σαν μεμονωμένα εκθέματα. Αυτό φάνηκε και από την διαδικασία διαχείρισης της συλλογής Στερν. Δεν θέλησαν να δουν ότι η ίδια η υπουργός που είχε αναλάβει προσωπικά τις συνεννοήσεις δεν ενδιαφέρθηκε ούτε για την προέλευση των εκθεμάτων, ούτε για τη γνησιότητά τους.

Τα ελληνικά αρχαιολογικά μουσεία τροφοδοτούνται από την βασική πρωτογενή αρχαιολογική έρευνα, τις ανασκαφές. Ξέρουμε λοιπόν πού βρέθηκαν τα εκθέματα, πώς βρέθηκαν και μαζί με τι άλλο βρέθηκαν. Είναι δηλαδή τμήματα ενός γενικότερου συνόλου. 

Αυτό είναι που ξεχωρίζει τα ελληνικά αρχαιολογικά μουσεία από αρχαιολογικά μουσεία άλλων χωρών τα οποία μπορεί να εκθέτουν εκθέματα προερχόμενα από ανασκαφές και δραστηριότητες με βάθος χρόνου αλλά πλέον δεν είναι αποδεκτές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα Γλυπτά του Παρθενώνα τα οποία εκτίθενται στο Βρετανικό Μουσείο και όλοι γνωρίζουμε πώς αποκτήθηκαν. Αυτή η ουσιώδης διαφοροποίηση κάνει τα ελληνικά αρχαιολογικά μουσεία ξεχωριστά και πιο σημαντικά.

Το αφήγημα πως τα εκθέματα μπορούν να δανείζονται υποβαθμίζει τη σημασία των συλλογών και σε επιστημονικό επίπεδο.

Η αποσπασματική αυτή προσέγγιση υποβαθμίζει τα αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία ως αντικείμενα ενσωματώνουν πάρα πολλές όψεις και σχέσεις και έχουν αναφορές στο παρελθόν και στο παρόν, σε απλά εκθέματα που θα μπορούσαν να βρίσκονται σε μία γκαλερί ή σε μία έκθεση παλαιοπωλείου. Δεν είναι αυτός ο ρόλος των μουσειακών εκθεμάτων.

Υπάρχουν κάποια εκθέματα τα οποία πρέπει να είναι αμετακίνητα. Εδώ δεν διασφαλίζεται κάπως αυτό αφού με μία πιθανή πρόταση του δ.σ. κάποιου μουσείου -και εφόσον γίνει αποδεκτή από το υπουργείο- τα εκθέματα θα μπορούν να μετακινηθούν και να βρεθούν σε κάποια έκθεση σε κάποιο μέρος του κόσμου για άγνωστο χρονικό διάστημα. 

Σε αυτό το πλαίσιο του υποτιθέμενου εκσυγχρονισμού η μετακίνηση των εκθεμάτων, η οποία ουσιαστικά δίνει τη δυνατότητα να φύγουν τα εκθέματα και να αδειάσουν τα μουσεία με τον τρόπο που πάει να γίνει, συζητιέται και προτείνεται ως κάτι νέο ενώ σε διαφορετικό πλαίσιο, με περισσότερες δικλείδες ασφαλείας και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα πολλά εκθέματα από ελληνικά μουσεία ταξιδεύουν σε εκθέσεις του εξωτερικού».

Τι μέλλει γενέσθαι για τους εργαζόμενους;

«Οι εργαζόμενοι επηρεάζονται σαφέστατα από το νομοσχέδιο. Συνάδελφοι και συναδέλφισες με τους οποίους βρισκόμαστε ως αρχαιολόγοι ή ως υπάλληλοι του υπουργείου Πολιτισμού και της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς θα κληθούν κάποια στιγμή να διαλέξουν αν θα παραμείνουν σε κάτι που επέλεξαν με συγκεκριμένο τρόπο ή αν θα αλλάξει αυτό και με όλη την ανασφάλεια που ενέχει αυτή η διαδικασία».

«Επίσης στο κομμάτι του νόμου για τη μετακίνηση των υπαλλήλων θεωρούμε ότι εφαρμόζεται ο υπαλληλικός κώδικα και αυτό εγείρει κάποια νομικά ζητήματα και είμαστε σε μία κατεύθυνση να διερευνήσουμε αυτό το ζήτημα. Δεν είναι δυνατόν να μην εφαρμόζεται ο υπαλληλικός κώδικας σε διαδικασίες που αφορούν τη μετακίνηση υπαλλήλων του δημοσίου».

Το «Μουσείο της Ακρόπολης» είναι όντως ένα success story;

«Το μουσείο της Ακρόπολης λειτούργησε εξ αρχής ως ΝΠΔΔ. Ωστόσο, η εμπειρία που έχουμε όλοι από τη λειτουργία του δείχνει ότι υπολείπεται σε πολλά ζητήματα σε σχέση με τα υπόλοιπα μουσεία. Επίσης οι εργαζόμενοι στο μουσείο της Ακρόπολης με ανακοίνωσή τους εκφράζουν την αντίθεσή τους για τη μετατροπή του καθεστώτος των πέντε μουσείων σε ΝΠΔΔ.

Η λειτουργία ενός μουσείου είναι πολύμορφη και πολυσχιδής. Προάγει την έρευνα και την επιστήμη, έχει εκπαιδευτικούς αλλά και ψυχαγωγικούς σκοπούς.

Όλα τα χρόνια της λειτουργίας του μουσείου της Ακρόπολης όσα συνέδρια και επιστημονικές ημερίδες έγιναν εκεί ήταν δράσεις και εκδηλώσεις που φιλοξενήθηκαν από το μουσείο και δεν διοργανώθηκαν από το ίδιο. Από το 2006 το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης έχει πραγματοποιήσει 77 επιστημονικές συναντήσεις και 26 σεμινάρια, τα οποία συνοδεύονται από τις αντίστοιχες έντυπες εκδόσεις. Σε αυτά δεν περιλαμβάνονται οι διαλέξεις και κάποιες άλλες επιστημονικές δράσεις οι οποίες μπορεί να φιλοξενήθηκαν στο μουσείο. Παράλληλα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης έχουν γίνει 115 περιοδικές εκθέσεις.

Σε όλα τα επίπεδα της λειτουργίας που σχετίζονται με την εξωστρέφεια μόνο τα ποσοτικά στοιχεία από τα πέντε μουσεία ανατρέπουν το βασικό επιχείρημα της ανάγκης του εκσυγχρονισμού αναφορικά με αυτή την κατεύθυνση. Φυσικά και θα μπορούσαν να γίνουν βελτιώσεις στη λειτουργία των μουσείων αλλά με το νόμο αυτό ο υποτιθέμενος εκσυγχρονισμός που επιχειρείται με τη μετατροπή των μουσείων σε ΝΠΔΔ είναι καθαρά προσχηματικός».

Βλέπετε να υπάρχει κάτι θετικό στο νέο καθεστώς;

«Θα είμαι κατηγορηματικός, όχι. Όσα θα μπορούσαν να είναι θετικά αναφορικά με τους στόχους των μουσείων γίνονται ήδη και δεν χρειάζεται αυτή η θεσμική αλλαγή. Για να βελτιωθεί η λειτουργία τους ναι θα μπορούσαν να γίνουν κάποιες παρεμβάσεις αλλά στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο.

Όλο αυτό το νομοσχέδιο φαίνεται πως έχει έναν στόχο: τον έλεγχο της μουσειακής πολιτικής από τους χορηγούς. Την ιδιωτικοποίηση της διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς. Οι χορηγίες υπήρχαν και είναι ένα εργαλείο το οποίο έχει και άλλες διαστάσεις πέρα από τους οικονομικούς πόρους που μπορεί να προσφέρει σε ένα μουσείο ή σε μία υπηρεσία.

Για παράδειγμα, σε τοπικό επίπεδο, η χορηγία μπορεί να διαμορφώσει καλύτερες σχέσεις συνεργασίας ανάμεσα στο μουσείο ή μιας εφορίας αρχαιοτήτων που διαχειρίζεται έναν αρχαιολογικό χώρο με την τοπική κοινότητα. Μία χορηγία όμως έχει ως εταίρο και την τοπική κοινότητα ενώ στο πλαίσιο που διαμορφώνεται τώρα η τοπική κοινότητα εξορίζεται από αυτή τη διαδικασία».

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 12.03.2023

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία