ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Mert Kaya: Πώς ανακάλυψα ότι έχω ελληνική καταγωγή…

Συνάντηση της «ΜτΚ» με τον Τούρκο κοινωνιολόγο-συγγραφέα

 28/11/2021 20:30

Mert Kaya: Πώς ανακάλυψα ότι έχω ελληνική καταγωγή…
«Δεν πρέπει να με χαρακτηρίζουν ως προδότη επειδή έγραψα για την οικογενειακή μου ιστορία» λέει στη «ΜτΚ» Τούρκος κοινωνιολόγος-συγγραφέας

Του Νίκου Ασλανίδη

Ο αείμνηστος συγγραφέας Γιώργος Ανδρεάδης, σε κάθε του ομιλία, τόνιζε ότι περίπου 100.000 ελληνόπουλα έμειναν ορφανά την περίοδο της Γενοκτονίας στον Πόντο. Οι αμερικάνικες ανθρωπιστικές οργανώσεις συγκέντρωσαν 25.000 παιδιά και από αυτά 10.000 τα έστειλαν για υιοθεσία στις ΗΠΑ. Τα υπόλοιπα 15.000 παιδιά τα παρέδωσαν στο Πατριαρχείο, στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί μεταφέρθηκαν στα ορφανοτροφεία της Σύρου και των Ιονίων νήσων.

Σύμφωνα με τον Γιώργο Ανδρεάδη τα υπόλοιπα 75.000 παιδιά κατέληξαν στα ορφανοτροφεία της Τουρκίας και ήταν η τελευταία και χειρότερη μορφή Γενίτσαρων… Μεγάλωσαν με την τουρκική προπαγάνδα ότι έμειναν ορφανοί επειδή οι Έλληνες έσφαξαν τους γονείς τους!

Ο Mert Kaya γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1990 και εργάζεται ως κοινωνιολόγος. Όπως αποκάλυψε ο ίδιος είναι απόγονος ενός ορφανού παιδιού που έμεινε στην Τουρκία μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών. Πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά, το βιβλίο του: «Ο εξισλαμισμός των Ελλήνων της Μικράς Ασίας την περίοδο 1919-1925», εκδόσεις Κυριακίδη.

kaya-vivlio.jpg

Πώς ανακαλύψατε ότι έχετε ελληνική καταγωγή;

Τυχαία… Πιστεύω ότι δεν υπάρχει λήθη, υπάρχει αντικατάσταση. Η οικογένειά μου αντικατέστησε την πραγματική ιστορία και τη μνήμη με νέα και ψεύτικη. Όλα τα μέλη της οικογένειάς μου έκρυβαν την ιστορία. Όταν ήμουν 10 χρονών, μία από τις μεγαλύτερες θείες μου επισκέφτηκε την Ελλάδα. Όταν επέστρεψε, κάλεσε όλα τα μέλη της οικογένειας και μας έδειξε ένα βίντεο με έναν γέρο που μιλούσε τούρκικα και μας κουνούσε το χέρι… Σοκαρίστηκα… Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος και γιατί ζει στην Ελλάδα; Κανείς δεν απαντούσε στις ερωτήσεις μου. Μετακόμισε εκεί εγκαίρως, μου είπαν…

Στο γυμνάσιο, το ενδιαφέρον μου για το μάθημα της ιστορίας ήταν αυξημένο. Διάβαζα πολύ. Πάντα ρωτούσα για τον θείο μας. Μια φορά, μου είπαν ότι τον έπιασαν Έλληνες στρατιώτες και τον έκαναν χριστιανό… Πώς έγινε όμως αυτό αφού ζούσαν στο Μπιτλίς. Δεν υπήρχε καμία σχέση μεταξύ Ελλάδας και Μπιτλίς. Στο πανεπιστήμιο, άρχισα να εργάζομαι σε φοιτητικές λέσχες και να μελετώ τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Τουρκία. Διάβαζα πολύ αλλά έλλειπαν κάποια κομμάτια στην ιστορία μας. Επικεντρώθηκα περισσότερο αλλά δεν μου έλεγαν τίποτα για Πόντιους, Έλληνες κ.λπ.

Προσπαθήσατε να βρείτε τους συγγενείς σου στην Ελλάδα;

Ήδη η θεία μου είχε σχέση με τους συγγενείς μας αλλά δεν ανέφερε ποτέ γι’ αυτούς. Μια μέρα, με πήρε τηλέφωνο γιατί λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, υπήρξαν αλλαγές στα τηλέφωνα και έχασε τη σύνδεση. Ήθελε να επικοινωνήσει ξανά μαζί τους και ήθελε βοήθεια από εμένα. Μου έδειξε όλα τα γράμματα αλλά δεν μπόρεσα να τους βρω. Όταν πήγα στη Γερμανία για την εκπαίδευσή μου στο Erasmus το 2013, έστειλα μηνύματα σε άτομα που ήταν από το χωριό Λιβαδοχώρι Σερρών από όπου στέλνονταν τα γράμματα. Ένα άτομο μου έγραψε «Δεν ξέρω» αλλά με παρέπεμψε σε κάποιον που γνώριζε τουρκικά και όπως αποδείχτηκε το άτομο αυτό ήταν συγγενής μας… Έτσι έμαθα τις λεπτομέρειες της ιστορίας μας. Ξαναβρήκα τους συγγενείς μας και ήρθαμε σε επαφή μετά από 93 χρόνια. Τους επισκέφτηκα τέσσερις φορές, μία από αυτές ήταν με τη μητέρα μου και τη θεία μου. Έμαθα λεπτομέρειες της οικογένειάς μας. Πώς οι στρατιώτες τους ανάγκασαν να μεταναστεύσουν στο Μπιτλίς από το χωριό τους στον Πόντο που τώρα ονομάζεται Vezirköprü. Ο παππούς Ισαάκ που ήταν μικρό παιδί, έμεινε σε κουρδική οικογένεια και έγινε μουσουλμάνος το 1924. Ο μεγαλύτερος αδελφός του ήρθε στην Ελλάδα και ξανασυναντήθηκαν τα αδέρφια μετά από 40 χρόνια στο Μπιτλίς. Μετά από αυτή τη συνάντηση ο παππούς Ισαάκ αποφάσισε να μετακομίσει στη Σμύρνη…

Μόλις έμαθα την ιστορία της οικογένειάς μου άρχισα να ψάχνω σε ιστορικά βιβλία και να διαβάζω πολλά έγγραφα. Σε κάποια συνέδρια μίλησα για την ιστορία των δύο αδερφών και μερικοί άνθρωποι μου έστειλαν μηνύματα για τις οικογενειακές τους ιστορίες. Ο κύκλος επεκτάθηκε. Πολλοί ήθελαν να μου πουν για την ελληνική τους καταγωγή. Αποφάσισα να συγκεντρώσω όλα τα στοιχεία και να γράψω τη διατριβή μου. Αποφάσισα να γράψω την αλήθεια γιατί κάποιος έπρεπε να το κάνει…

Συναντήσατε δυσκολίες όταν κάνατε τη διατριβή σας;

Φυσικά και συνάντησα. Ωστόσο, συνέχισα. Δέχτηκα πολλά απειλητικά μηνύματα. Με χαρακτηρίζουν ως προδότη σε ορισμένες τοπικές εφημερίδες και σελίδες κοινωνικής δικτύωσης... Επίσης, είχα απορριφθεί τρεις φορές ως βοηθός ερευνητής στα πανεπιστήμια λόγω του θέματος της διατριβής μου. Πριν γράψω γι’ αυτό, ο καθηγητής μου με προειδοποίησε για πιθανές δυσκολίες, αλλά έπρεπε να γράψω για την ψυχή του παππού και της γιαγιάς μου. Ο οργανισμός όπου εργαζόμουν με προειδοποίησε πολλές φορές να διαγράψω τις σελίδες μου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αναγκάστηκα να τις διαγράψω γιατί έπρεπε να δουλέψω. Έγραψα τις πραγματικές ιστορίες, δεν δημιούργησα τίποτα καινούριο. Έγραψα για τις λύπες των παππούδων μου, αλλά και πάλι φοβάμαι γιατί η καθημερινή πολιτική της Τουρκίας είναι τόσο μεταβλητή. Σήμερα είμαι πολύ προσεκτικός όταν χρησιμοποιώ τα λόγια μου γιατί μπορεί να υπάρξει παρεξήγηση. Δεν είμαι προδότης, αγαπώ την Ανατολία περισσότερο από τους εθνικιστές γιατί γνωρίζω τις πολυπολιτισμικές πραγματικότητες.

Δηλώσατε ότι «δεν διστάζω να πω ότι είμαι Έλληνας Πόντιος». Δεν φοβάστε ότι αυτή η δήλωση θα σας βάλει σε μπελάδες;

Ο Πόντος είναι μία πραγματικότητα στην ιστορία της Ανατολίας. Είναι το όνομα μιας περιοχής που σήμερα τη λέμε Μαύρη Θάλασσα. Εγώ δεν δημιούργησα την οικογενειακή μου ιστορία. Άκουσα, διάβασα τα γράμματα και βρήκα την αλήθεια. Γιατί να την κρύψω ξανά; Η μητρική μου πλευρά είναι από τον Πόντο με καταγωγή ελληνική. Είναι το ίδιο να λες ότι είμαι Κούρδος ή Τούρκος ή Κιρκάσιος. Η οικογενειακή μου καταγωγή είναι ποντιακή ελληνική και δεν διστάζω να το πω. Για να είμαι ειλικρινής, φοβάμαι και η οικογένειά μου φοβάται. Όλοι οι άνθρωποι γύρω μου αγωνιούν γι’ αυτό, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Τι πρέπει να κάνω; Στην πραγματικότητα, δεν πιστεύω τις ταυτότητες. Κατά τη γνώμη μου, όλες οι ταυτότητες είναι τεχνητές, αλλά νιώθω ότι πρέπει να χρησιμοποιήσω την ελληνική ταυτότητα του Ποντίου για να υπενθυμίσω στους ανθρώπους ότι ζούσαν κάποτε εδώ. Αυτό είναι ένα είδος αποστολής για μένα. Θέλω να υπενθυμίσω στους ανθρώπους ότι ήταν εδώ Έλληνες και εγώ είμαι ακόμα εδώ. Απλώς κρυβόμαστε για πολλούς λόγους. Θέλω οι άνθρωποι να συζητήσουν τους λόγους απόκρυψης της ιστορίας, όπως και για τις δημόσιες πιέσεις, την εθνικιστική πολιτική, τα δικαιώματα των μειονοτήτων… Πιστεύω ότι μπορούμε να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον, αν ακούσουμε και κλάψουμε ο ένας για τη θλίψη του άλλου…

Σήμερα οι Τούρκοι γνωρίζουν την ιστορία των Ελλήνων που εξισλαμίστηκαν εκείνη την εποχή;

Δύο είναι τα κύρια θέματα προσηλυτισμού των Ελλήνων στην Ανατολία. Η διάσημη διαδικασία μετατροπής τον 19ο αιώνα μετά τους νόμους Τανζιμάτ / Ισλαχάτ (1839-1856) στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Εννοώ τα θέματα των Σταυριωτών και των Κρωμνέων από την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας. Ένα άλλο θέμα που είναι λιγότερο διάσημο είναι ο προσηλυτισμός των Ελλήνων στην περίοδο της ανταλλαγής (1922-1924). Το θέμα μου είναι στο δεύτερο. Πριν από τη διατριβή μου, υπήρχαν ένα ή δύο άρθρα σχετικά με αυτό, αλλά ανέφεραν πώς οι Έλληνες έγιναν εθελοντικά μουσουλμάνοι για να παραμείνουν στην Τουρκία, την περίοδο της ανταλλαγής. Αυτά τα άρθρα προήλθαν από αρχεία σχετικά με την εθελοντική μετατροπή. Αυτά τα άρθρα δεν αναφέρονταν σε απαχθέντα κορίτσια, χαμένα παιδιά ή πώς τα παιδιά έγιναν υπηρέτες σε σπίτια πλουσίων. Η διατριβή μου λέει ότι δεν υπάρχουν μόνο μια-δυο ιστορίες. Υπάρχουν περισσότερες. Δεν είμαι ιστορικός, είμαι κοινωνιολόγος και επικεντρώνομαι στο πώς αναγκάζουν τον εαυτό τους να ξεχάσει και γιατί στη συνέχεια άρχισαν να θυμούνται; Γιατί άρχισαν να μιλάνε στα εγγόνια; Εδώ βλέπουμε τη δύναμη της μνήμης. Όμως ο κόσμος στην Τουρκία ακόμα δεν γνωρίζει ότι υπάρχουν σήμερα εξισλαμισμένοι Έλληνες στην Τουρκία.

Ποιες ήταν οι αντιδράσεις στην Ελλάδα όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο σας στα ελληνικά;

Οι αντιδράσεις ήταν καταπληκτικές. Έλαβα πολλά υποστηρικτικά μηνύματα από τα κοινωνικά δίκτυα. Πολλοί Έλληνες μου έστειλαν μηνύματα για τις δικές τους οικογενειακές ιστορίες. Κάποιοι από αυτούς μου είπαν για τους συγγενείς τους που εξισλαμίστηκαν και έμειναν στην Τουρκία. Όταν επισκέφτηκα την Ελλάδα αφού βρήκα τους συγγενείς μου, ήρθαν κάποιοι από τους χωρικούς να με δουν και μου είπαν ότι και εμείς έχουμε συγγενείς στην Τουρκία αλλά δεν έχουμε καμία σχέση. Σκεφτόμουν ότι είμαι μόνος, ότι η οικογενειακή μου ιστορία είναι μια συγκεκριμένη ιστορία και ότι ο παππούς μου ήταν απλώς άτυχος τύπος, αλλά όχι. Τελικά δεν ήμουν μόνος. Όταν το βιβλίο μου εκδόθηκε στην Τουρκία, εκτός από απειλητικά μηνύματα, έλαβα και διαφορετικά μηνύματα. Πολλοί άρχισαν να μιλούν για τις οικογενειακές τους ιστορίες και την ελληνική καταγωγή. Άρχισαν να αναρωτιούνται για την καταγωγή τους όπως «ο παππούς και η γιαγιά μου δεν έχουν συγγενείς, ήταν μόνοι τους τη δεκαετία του 1920-30, θα μπορούσαμε να είμαστε και εμείς στην καταγωγή Έλληνες;». Το να κάνεις αυτήν την ερώτηση είναι πολύ σημαντική γιατί είναι σαν να κάνεις μια τρύπα στο αυστηρό τουρκικό εθνικό τείχος.

Σκέφτεστε να γράψετε κάποιο άλλο σχετικό βιβλίο;

Τώρα συνεχίζω το διδακτορικό μου. Η διατριβή μου θα αφορά τη σχέση μνήμης και ταυτότητας στους εξισλαμισμένους Έλληνες. Για αυτήν την εργασία, πήρα συνεντεύξεις από περισσότερους από 10 εξισλαμισμένες ελληνικές οικογένειες και έθεσα ερωτήσεις για την ταυτότητα, τα συναισθήματα, την ασφάλεια, τον πολιτισμό τους κ.λπ. Θέλω να αναζητήσω τη σύνδεση μεταξύ των ιστοριών-αναμνήσεων και της ταυτότητάς τους. Πόσο αλλάζουν μετά από αντιπαράθεση με τις πραγματικές οικογενειακές τους ιστορίες. Μετά το διδακτορικό, θέλω να συνεχίσω να γράφω για τις ιστορίες των εξισλαμισμένων Ελλήνων ως μυθιστόρημα.

Τελικά πως θα μπορούσαν κατά τη γνώμη σας Έλληνες και Τούρκοι να ζήσουν ειρηνικά;

Η αντιπαράθεση είναι το κλειδί. Ο λαός στην Τουρκία πρέπει να αντιμετωπίσει την ιστορία του. Υπάρχουν πολλά κομμάτια που λείπουν. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να λύσουν κανένα πρόβλημα με τις φασιστικές ιδεολογίες. Έλληνες και Τούρκοι πρέπει να ακούν ο ένας τον άλλον. Υπάρχουν πολλά κοινά πράγματα μεταξύ των δύο πολιτισμών, πολλές ομοιότητες, αλλά αυτός δεν είναι ο σωστός τρόπος επίλυσης συγκρούσεων. Οι ομοιότητες είναι τόσο σημαντικές, αλλά πρέπει να συζητήσουμε πώς προέκυψαν αυτές οι ομοιότητες. Πώς μπορούσαμε να ζήσουμε μαζί πριν και τώρα, γιατί δεν μπορούμε να ζήσουμε πια; Οι ιδεολογίες του έθνους-κράτους δημιουργούν πάντα εχθρούς. Υπάρχει μια κοινή παροιμία στην Τουρκία «Ο Τούρκος δεν έχει φίλο παρά τον Τούρκο», αλλά γιατί; Αυτό πρέπει να αλλάξει. Έλληνες και Τούρκοι πρέπει να σέβονται ο ένας τη θλίψη του άλλου. Για παράδειγμα, δεν πρέπει να με χαρακτηρίζουν ως προδότη επειδή έγραψα για την οικογενειακή μου ιστορία. Εγώ την έγραψα, δεν τη δημιούργησα. Πρέπει να κατηγορήσουμε τους ανθρώπους που ανάγκασαν τους ανθρώπους να μεταναστεύσουν, να ασπαστούν τον μουσουλμανισμό και να κρύψουν τις ιστορίες τους, τους ανάγκασαν να ζήσουν χωρίς τις οικογένειές τους επί πολλά χρόνια. Ο παππούς μου ήταν μόλις 12 ετών όταν χώρισε από την οικογένειά του. Πρέπει να στεναχωριόμαστε για αυτό το παιδί. Πρέπει να σκεφτόμαστε πόσο τρόμαξε και πώς ένιωθε μόνος. Ίσως μπορούμε να δημιουργήσουμε νέες γέφυρες μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας με σεβασμό σε αυτού του είδους τις ιστορίες.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 28 Νοεμβρίου 2021

Του Νίκου Ασλανίδη

Ο αείμνηστος συγγραφέας Γιώργος Ανδρεάδης, σε κάθε του ομιλία, τόνιζε ότι περίπου 100.000 ελληνόπουλα έμειναν ορφανά την περίοδο της Γενοκτονίας στον Πόντο. Οι αμερικάνικες ανθρωπιστικές οργανώσεις συγκέντρωσαν 25.000 παιδιά και από αυτά 10.000 τα έστειλαν για υιοθεσία στις ΗΠΑ. Τα υπόλοιπα 15.000 παιδιά τα παρέδωσαν στο Πατριαρχείο, στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί μεταφέρθηκαν στα ορφανοτροφεία της Σύρου και των Ιονίων νήσων.

Σύμφωνα με τον Γιώργο Ανδρεάδη τα υπόλοιπα 75.000 παιδιά κατέληξαν στα ορφανοτροφεία της Τουρκίας και ήταν η τελευταία και χειρότερη μορφή Γενίτσαρων… Μεγάλωσαν με την τουρκική προπαγάνδα ότι έμειναν ορφανοί επειδή οι Έλληνες έσφαξαν τους γονείς τους!

Ο Mert Kaya γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1990 και εργάζεται ως κοινωνιολόγος. Όπως αποκάλυψε ο ίδιος είναι απόγονος ενός ορφανού παιδιού που έμεινε στην Τουρκία μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών. Πρόσφατα κυκλοφόρησε στα ελληνικά, το βιβλίο του: «Ο εξισλαμισμός των Ελλήνων της Μικράς Ασίας την περίοδο 1919-1925», εκδόσεις Κυριακίδη.

kaya-vivlio.jpg

Πώς ανακαλύψατε ότι έχετε ελληνική καταγωγή;

Τυχαία… Πιστεύω ότι δεν υπάρχει λήθη, υπάρχει αντικατάσταση. Η οικογένειά μου αντικατέστησε την πραγματική ιστορία και τη μνήμη με νέα και ψεύτικη. Όλα τα μέλη της οικογένειάς μου έκρυβαν την ιστορία. Όταν ήμουν 10 χρονών, μία από τις μεγαλύτερες θείες μου επισκέφτηκε την Ελλάδα. Όταν επέστρεψε, κάλεσε όλα τα μέλη της οικογένειας και μας έδειξε ένα βίντεο με έναν γέρο που μιλούσε τούρκικα και μας κουνούσε το χέρι… Σοκαρίστηκα… Ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος και γιατί ζει στην Ελλάδα; Κανείς δεν απαντούσε στις ερωτήσεις μου. Μετακόμισε εκεί εγκαίρως, μου είπαν…

Στο γυμνάσιο, το ενδιαφέρον μου για το μάθημα της ιστορίας ήταν αυξημένο. Διάβαζα πολύ. Πάντα ρωτούσα για τον θείο μας. Μια φορά, μου είπαν ότι τον έπιασαν Έλληνες στρατιώτες και τον έκαναν χριστιανό… Πώς έγινε όμως αυτό αφού ζούσαν στο Μπιτλίς. Δεν υπήρχε καμία σχέση μεταξύ Ελλάδας και Μπιτλίς. Στο πανεπιστήμιο, άρχισα να εργάζομαι σε φοιτητικές λέσχες και να μελετώ τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Τουρκία. Διάβαζα πολύ αλλά έλλειπαν κάποια κομμάτια στην ιστορία μας. Επικεντρώθηκα περισσότερο αλλά δεν μου έλεγαν τίποτα για Πόντιους, Έλληνες κ.λπ.

Προσπαθήσατε να βρείτε τους συγγενείς σου στην Ελλάδα;

Ήδη η θεία μου είχε σχέση με τους συγγενείς μας αλλά δεν ανέφερε ποτέ γι’ αυτούς. Μια μέρα, με πήρε τηλέφωνο γιατί λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, υπήρξαν αλλαγές στα τηλέφωνα και έχασε τη σύνδεση. Ήθελε να επικοινωνήσει ξανά μαζί τους και ήθελε βοήθεια από εμένα. Μου έδειξε όλα τα γράμματα αλλά δεν μπόρεσα να τους βρω. Όταν πήγα στη Γερμανία για την εκπαίδευσή μου στο Erasmus το 2013, έστειλα μηνύματα σε άτομα που ήταν από το χωριό Λιβαδοχώρι Σερρών από όπου στέλνονταν τα γράμματα. Ένα άτομο μου έγραψε «Δεν ξέρω» αλλά με παρέπεμψε σε κάποιον που γνώριζε τουρκικά και όπως αποδείχτηκε το άτομο αυτό ήταν συγγενής μας… Έτσι έμαθα τις λεπτομέρειες της ιστορίας μας. Ξαναβρήκα τους συγγενείς μας και ήρθαμε σε επαφή μετά από 93 χρόνια. Τους επισκέφτηκα τέσσερις φορές, μία από αυτές ήταν με τη μητέρα μου και τη θεία μου. Έμαθα λεπτομέρειες της οικογένειάς μας. Πώς οι στρατιώτες τους ανάγκασαν να μεταναστεύσουν στο Μπιτλίς από το χωριό τους στον Πόντο που τώρα ονομάζεται Vezirköprü. Ο παππούς Ισαάκ που ήταν μικρό παιδί, έμεινε σε κουρδική οικογένεια και έγινε μουσουλμάνος το 1924. Ο μεγαλύτερος αδελφός του ήρθε στην Ελλάδα και ξανασυναντήθηκαν τα αδέρφια μετά από 40 χρόνια στο Μπιτλίς. Μετά από αυτή τη συνάντηση ο παππούς Ισαάκ αποφάσισε να μετακομίσει στη Σμύρνη…

Μόλις έμαθα την ιστορία της οικογένειάς μου άρχισα να ψάχνω σε ιστορικά βιβλία και να διαβάζω πολλά έγγραφα. Σε κάποια συνέδρια μίλησα για την ιστορία των δύο αδερφών και μερικοί άνθρωποι μου έστειλαν μηνύματα για τις οικογενειακές τους ιστορίες. Ο κύκλος επεκτάθηκε. Πολλοί ήθελαν να μου πουν για την ελληνική τους καταγωγή. Αποφάσισα να συγκεντρώσω όλα τα στοιχεία και να γράψω τη διατριβή μου. Αποφάσισα να γράψω την αλήθεια γιατί κάποιος έπρεπε να το κάνει…

Συναντήσατε δυσκολίες όταν κάνατε τη διατριβή σας;

Φυσικά και συνάντησα. Ωστόσο, συνέχισα. Δέχτηκα πολλά απειλητικά μηνύματα. Με χαρακτηρίζουν ως προδότη σε ορισμένες τοπικές εφημερίδες και σελίδες κοινωνικής δικτύωσης... Επίσης, είχα απορριφθεί τρεις φορές ως βοηθός ερευνητής στα πανεπιστήμια λόγω του θέματος της διατριβής μου. Πριν γράψω γι’ αυτό, ο καθηγητής μου με προειδοποίησε για πιθανές δυσκολίες, αλλά έπρεπε να γράψω για την ψυχή του παππού και της γιαγιάς μου. Ο οργανισμός όπου εργαζόμουν με προειδοποίησε πολλές φορές να διαγράψω τις σελίδες μου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αναγκάστηκα να τις διαγράψω γιατί έπρεπε να δουλέψω. Έγραψα τις πραγματικές ιστορίες, δεν δημιούργησα τίποτα καινούριο. Έγραψα για τις λύπες των παππούδων μου, αλλά και πάλι φοβάμαι γιατί η καθημερινή πολιτική της Τουρκίας είναι τόσο μεταβλητή. Σήμερα είμαι πολύ προσεκτικός όταν χρησιμοποιώ τα λόγια μου γιατί μπορεί να υπάρξει παρεξήγηση. Δεν είμαι προδότης, αγαπώ την Ανατολία περισσότερο από τους εθνικιστές γιατί γνωρίζω τις πολυπολιτισμικές πραγματικότητες.

Δηλώσατε ότι «δεν διστάζω να πω ότι είμαι Έλληνας Πόντιος». Δεν φοβάστε ότι αυτή η δήλωση θα σας βάλει σε μπελάδες;

Ο Πόντος είναι μία πραγματικότητα στην ιστορία της Ανατολίας. Είναι το όνομα μιας περιοχής που σήμερα τη λέμε Μαύρη Θάλασσα. Εγώ δεν δημιούργησα την οικογενειακή μου ιστορία. Άκουσα, διάβασα τα γράμματα και βρήκα την αλήθεια. Γιατί να την κρύψω ξανά; Η μητρική μου πλευρά είναι από τον Πόντο με καταγωγή ελληνική. Είναι το ίδιο να λες ότι είμαι Κούρδος ή Τούρκος ή Κιρκάσιος. Η οικογενειακή μου καταγωγή είναι ποντιακή ελληνική και δεν διστάζω να το πω. Για να είμαι ειλικρινής, φοβάμαι και η οικογένειά μου φοβάται. Όλοι οι άνθρωποι γύρω μου αγωνιούν γι’ αυτό, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Τι πρέπει να κάνω; Στην πραγματικότητα, δεν πιστεύω τις ταυτότητες. Κατά τη γνώμη μου, όλες οι ταυτότητες είναι τεχνητές, αλλά νιώθω ότι πρέπει να χρησιμοποιήσω την ελληνική ταυτότητα του Ποντίου για να υπενθυμίσω στους ανθρώπους ότι ζούσαν κάποτε εδώ. Αυτό είναι ένα είδος αποστολής για μένα. Θέλω να υπενθυμίσω στους ανθρώπους ότι ήταν εδώ Έλληνες και εγώ είμαι ακόμα εδώ. Απλώς κρυβόμαστε για πολλούς λόγους. Θέλω οι άνθρωποι να συζητήσουν τους λόγους απόκρυψης της ιστορίας, όπως και για τις δημόσιες πιέσεις, την εθνικιστική πολιτική, τα δικαιώματα των μειονοτήτων… Πιστεύω ότι μπορούμε να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον, αν ακούσουμε και κλάψουμε ο ένας για τη θλίψη του άλλου…

Σήμερα οι Τούρκοι γνωρίζουν την ιστορία των Ελλήνων που εξισλαμίστηκαν εκείνη την εποχή;

Δύο είναι τα κύρια θέματα προσηλυτισμού των Ελλήνων στην Ανατολία. Η διάσημη διαδικασία μετατροπής τον 19ο αιώνα μετά τους νόμους Τανζιμάτ / Ισλαχάτ (1839-1856) στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Εννοώ τα θέματα των Σταυριωτών και των Κρωμνέων από την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας. Ένα άλλο θέμα που είναι λιγότερο διάσημο είναι ο προσηλυτισμός των Ελλήνων στην περίοδο της ανταλλαγής (1922-1924). Το θέμα μου είναι στο δεύτερο. Πριν από τη διατριβή μου, υπήρχαν ένα ή δύο άρθρα σχετικά με αυτό, αλλά ανέφεραν πώς οι Έλληνες έγιναν εθελοντικά μουσουλμάνοι για να παραμείνουν στην Τουρκία, την περίοδο της ανταλλαγής. Αυτά τα άρθρα προήλθαν από αρχεία σχετικά με την εθελοντική μετατροπή. Αυτά τα άρθρα δεν αναφέρονταν σε απαχθέντα κορίτσια, χαμένα παιδιά ή πώς τα παιδιά έγιναν υπηρέτες σε σπίτια πλουσίων. Η διατριβή μου λέει ότι δεν υπάρχουν μόνο μια-δυο ιστορίες. Υπάρχουν περισσότερες. Δεν είμαι ιστορικός, είμαι κοινωνιολόγος και επικεντρώνομαι στο πώς αναγκάζουν τον εαυτό τους να ξεχάσει και γιατί στη συνέχεια άρχισαν να θυμούνται; Γιατί άρχισαν να μιλάνε στα εγγόνια; Εδώ βλέπουμε τη δύναμη της μνήμης. Όμως ο κόσμος στην Τουρκία ακόμα δεν γνωρίζει ότι υπάρχουν σήμερα εξισλαμισμένοι Έλληνες στην Τουρκία.

Ποιες ήταν οι αντιδράσεις στην Ελλάδα όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο σας στα ελληνικά;

Οι αντιδράσεις ήταν καταπληκτικές. Έλαβα πολλά υποστηρικτικά μηνύματα από τα κοινωνικά δίκτυα. Πολλοί Έλληνες μου έστειλαν μηνύματα για τις δικές τους οικογενειακές ιστορίες. Κάποιοι από αυτούς μου είπαν για τους συγγενείς τους που εξισλαμίστηκαν και έμειναν στην Τουρκία. Όταν επισκέφτηκα την Ελλάδα αφού βρήκα τους συγγενείς μου, ήρθαν κάποιοι από τους χωρικούς να με δουν και μου είπαν ότι και εμείς έχουμε συγγενείς στην Τουρκία αλλά δεν έχουμε καμία σχέση. Σκεφτόμουν ότι είμαι μόνος, ότι η οικογενειακή μου ιστορία είναι μια συγκεκριμένη ιστορία και ότι ο παππούς μου ήταν απλώς άτυχος τύπος, αλλά όχι. Τελικά δεν ήμουν μόνος. Όταν το βιβλίο μου εκδόθηκε στην Τουρκία, εκτός από απειλητικά μηνύματα, έλαβα και διαφορετικά μηνύματα. Πολλοί άρχισαν να μιλούν για τις οικογενειακές τους ιστορίες και την ελληνική καταγωγή. Άρχισαν να αναρωτιούνται για την καταγωγή τους όπως «ο παππούς και η γιαγιά μου δεν έχουν συγγενείς, ήταν μόνοι τους τη δεκαετία του 1920-30, θα μπορούσαμε να είμαστε και εμείς στην καταγωγή Έλληνες;». Το να κάνεις αυτήν την ερώτηση είναι πολύ σημαντική γιατί είναι σαν να κάνεις μια τρύπα στο αυστηρό τουρκικό εθνικό τείχος.

Σκέφτεστε να γράψετε κάποιο άλλο σχετικό βιβλίο;

Τώρα συνεχίζω το διδακτορικό μου. Η διατριβή μου θα αφορά τη σχέση μνήμης και ταυτότητας στους εξισλαμισμένους Έλληνες. Για αυτήν την εργασία, πήρα συνεντεύξεις από περισσότερους από 10 εξισλαμισμένες ελληνικές οικογένειες και έθεσα ερωτήσεις για την ταυτότητα, τα συναισθήματα, την ασφάλεια, τον πολιτισμό τους κ.λπ. Θέλω να αναζητήσω τη σύνδεση μεταξύ των ιστοριών-αναμνήσεων και της ταυτότητάς τους. Πόσο αλλάζουν μετά από αντιπαράθεση με τις πραγματικές οικογενειακές τους ιστορίες. Μετά το διδακτορικό, θέλω να συνεχίσω να γράφω για τις ιστορίες των εξισλαμισμένων Ελλήνων ως μυθιστόρημα.

Τελικά πως θα μπορούσαν κατά τη γνώμη σας Έλληνες και Τούρκοι να ζήσουν ειρηνικά;

Η αντιπαράθεση είναι το κλειδί. Ο λαός στην Τουρκία πρέπει να αντιμετωπίσει την ιστορία του. Υπάρχουν πολλά κομμάτια που λείπουν. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να λύσουν κανένα πρόβλημα με τις φασιστικές ιδεολογίες. Έλληνες και Τούρκοι πρέπει να ακούν ο ένας τον άλλον. Υπάρχουν πολλά κοινά πράγματα μεταξύ των δύο πολιτισμών, πολλές ομοιότητες, αλλά αυτός δεν είναι ο σωστός τρόπος επίλυσης συγκρούσεων. Οι ομοιότητες είναι τόσο σημαντικές, αλλά πρέπει να συζητήσουμε πώς προέκυψαν αυτές οι ομοιότητες. Πώς μπορούσαμε να ζήσουμε μαζί πριν και τώρα, γιατί δεν μπορούμε να ζήσουμε πια; Οι ιδεολογίες του έθνους-κράτους δημιουργούν πάντα εχθρούς. Υπάρχει μια κοινή παροιμία στην Τουρκία «Ο Τούρκος δεν έχει φίλο παρά τον Τούρκο», αλλά γιατί; Αυτό πρέπει να αλλάξει. Έλληνες και Τούρκοι πρέπει να σέβονται ο ένας τη θλίψη του άλλου. Για παράδειγμα, δεν πρέπει να με χαρακτηρίζουν ως προδότη επειδή έγραψα για την οικογενειακή μου ιστορία. Εγώ την έγραψα, δεν τη δημιούργησα. Πρέπει να κατηγορήσουμε τους ανθρώπους που ανάγκασαν τους ανθρώπους να μεταναστεύσουν, να ασπαστούν τον μουσουλμανισμό και να κρύψουν τις ιστορίες τους, τους ανάγκασαν να ζήσουν χωρίς τις οικογένειές τους επί πολλά χρόνια. Ο παππούς μου ήταν μόλις 12 ετών όταν χώρισε από την οικογένειά του. Πρέπει να στεναχωριόμαστε για αυτό το παιδί. Πρέπει να σκεφτόμαστε πόσο τρόμαξε και πώς ένιωθε μόνος. Ίσως μπορούμε να δημιουργήσουμε νέες γέφυρες μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας με σεβασμό σε αυτού του είδους τις ιστορίες.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 28 Νοεμβρίου 2021

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία