ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Λία Μεγάλου-Σεφεριάδη: «H εμπιστοσύνη στην ηγεσία μιας χώρας είναι ένα άυλο κεφάλαιο που δεν έχουμε αντιληφθεί πόσο σημαντικό είναι»

Με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου της "Οι σαράντα τρεις σιωπές" η συγγραφέας μιλάει στο makthes.gr

 09/04/2019 10:00

Λία Μεγάλου-Σεφεριάδη: «H εμπιστοσύνη στην ηγεσία μιας χώρας είναι ένα άυλο κεφάλαιο που δεν έχουμε αντιληφθεί πόσο σημαντικό είναι»

Αλέξανδρος Παντελάκης

Λίγο πριν τη σημερινή παρουσίαση του νέου της βιβλίου «Οι σαράντα τρεις σιωπές», η Λία Μεγάλου-Σεφεριάδη μιλάει στο makthes.gr για τους λόγους που την ώθησαν να γράψει για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και τις αθέατες πλευρές της ιστορίας.

Την εισβολή στην Κύπρο θέτει στο επίκεντρο της πένας της η συγγραφέας Λία Μεγάλου Σεφεριάδη στο 20ο της βιβλίο, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος, συμπληρώνοντας περίπου 45 χρόνια στη συγγραφή. Με έναν αινιγματικό τίτλο «το νόημα» του οποίου «θέλει να το βρουν οι αναγνώστες καθώς το διαβάζουν» και με κεντρική ηρωΐδα την Έλλη, η συγγραφέας μέσα από το βιβλίο της υμνεί τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, κάνει ένα πέρασμα από σημαντικά γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας όπως τον ξεριζωμό στη Μικρά Ασία για να καταλήξει στην εισβολή που αποτελεί και το ιστορικό φόντο της αφήγησης της.

Η Έλλη, τρίτης γενιάς μετανάστρια της Αυστραλίας - οι παπούδες της από τη μεριά της μητέρας της είχαν μεταναστεύσει στην Αυστραλία από την Ιταλοκρατούμενη Σύμη που είχε πολύ βαριά κατοχή και ο κόσμος εγκατέλειπε το νησί και από την πλευρά του πατέρα της πάλι από πρόσφυγες γονείς από τη Μικρά Ασία - πηγαίνει με τους γονείς της στην Ελλάδα για να γνωρίσουν τη χώρα των προγόνων τους. Εκεί η ίδια γοητεύεται από τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό και αποφασίζει να σπουδάσει Αρχαιολογία. Έτσι δυο χρόνια μετά την ξαναβρίσκουμε στην Κύπρο ως αριστούχα πρωτοετή φοιτήτρια του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης που πηγαίνει εκεί για να πάρει μέρος στην πρώτη ανασκαφή που διεξάγει το πανεπιστήμιο της. Εκεί γνωρίζεται με έναν κύπριο και ζει έναν ενθουσιώδη νεανικό έρωτα μέχρι που γίνεται η εισβολή που καταστρέφει τα πάντα.

«Η ηρωίδα μου πέφτει από την ευτυχία στη δυστυχία. Ζει μια περιπέτεια με την αρχαία έννοια της λέξης, η αιφνίδια μετάπτωση από την ευτυχία στη δυστυχία. Είναι ένα μοιραίο καλοκαίρι αυτό του 1974 και για την ηρωίδα μου και για την Κύπρο» επισημαίνει η συγγραφέας.

Αφορμή για να πει αυτή την ιστορία στάθηκε «η συνεχής και αδιάλειπτη τουρκική απειλή απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο που μάλιστα κατά καιρούς αναζωπυρώνεται και είναι διαρκής». Όπως μας λέει: «Θεώρησα αυτό το ιστορικό φόντο, που αποτελεί την τελευταία προς ώρας τραγωδία του ελληνισμού, ότι ήταν το καταλληλότερο για να μπορέσω να εκφραστώ σε συνδυασμό με την ιστορία αγάπης. Βέβαια, παρακολουθούμε τη ζωή της ηρωίδας μου, η οποία καταλήγει μέχρι και στη σημερινή Κύπρο».

saranta-siopes.jpg

Οι «εγκλωβισμένοι»

Η ίδια έχοντας μεγάλη τριβή με την ιστορία της μεγαλονήσου εκτιμά ότι οι συζητήσεις θα συνεχίσουν να οδηγούνται σε «αδιέξοδο» και ότι δεν θα λυθεί το κυπριακό. «Για το βιβλίο αυτό έκανα ένα ταξίδι στην Κύπρο γιατί είχα να πάω πολλά χρόνια. Αυτή τη φορά πέρασα με διαβατήριο και στα κατεχόμενα και έφτασα μέχρι την Καρπασία, τη χαρακτηριστική βορειοανατολική χερσόνησο όπου υπάρχουν και οι λεγόμενοι ‘εγκλωβισμένοι’. Μετά την Τουρκική εισβολή 200.000 Κύπριοι έφυγαν από το βόρειο τμήμα εγκαταλείποντας τα πάντα για να σώσουν τη ζωή τους. Όταν έγινε η ανακωχή, ξετρύπωσαν κάπου 20.000 άτομα που είχαν κρυφτεί σε σπηλιές, υπόγεια και άλλα σημεία και δεν γνώριζαν τι να κάνουν με αυτούς, δεν μπορούσαν να τους σκοτώσουν εν ψυχρώ. Οπότε υπέγραψαν στη Βιέννη τον Αύγουστο του ‘74 μια συμφωνία ότι θα σεβαστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα του πληθυσμού αυτού. Εννοείται ότι δε σεβάστηκαν τίποτα. Από την επομένη άρχισαν βιαιοπραγίες και επικράτησε μια αφόρητη κατάσταση και μέσα σε 2 χρόνια έφυγαν και αυτοί στον νότο εγκαταλείποντας τις περιουσίες τους. Έμειναν μόνο 300 ξεροκέφαλοι απομονωμένοι πάνω στην Καρπασία και υπάρχουν εκεί μέχρι σήμερα, τους αποκαλούν, μάλιστα, οι ‘300 του Λεωνίδα’. Είναι αποκλεισμένοι. Τα χωριά που ήταν ελληνικά τώρα έχουν αυτούς τους Έλληνες και κάποιους χιλιάδες Τουρκοπόντιους. Όσοι πεθαίνουν τους παίρνουν τα σπίτια, τα χωράφια κλπ. Δεν τα κληρωνόμουν τα παιδιά τους» μας διηγείται από όσα έμαθε στο ταξίδι της και από την προσωπική της έρευνα ενώ προσθέτει: «Διαπίστωσα τη λεηλασία ενός πολιτισμού. Εξαλείφεται σαν να μην υπήρξε ποτέ ελληνικό». Περιγράφοντας τις σκηνές που αντίκρισε μας αναφέρει ότι «οι εκκλησίες δεν είχαν ούτε τοιχογραφίες. Έχουν αποτοιχιστεί… Είναι κουφάρια όσες στέκονται ακόμη όρθιες. Από μέσα έχουν πάρει τα τέμπλα, τους θρόνους, ψηφιδωτά. Υπάρχει κανένας Παντοκράτορας στον τρούλο που δεν μπορούν να τον αποτοιχίσουν και αυτός πάλι πυροβολημένος.

Όσον αφορά τις αρχαιολογικές ανασκαφές που γίνονται στα κατεχόμενα και συγκεκριμένα στη Σαλαμίνα, η συγγραφέας μας λέει ότι «ανασκάπτουν και δεν τηρούν καμία δεοντολογία. Στα φυλλάδια τους πάντως όλα τα αρχαία είναι ρωμαϊκά».

Η τέχνη πάντα στηρίζει τους ανθρώπους

Σαν κάτι που είχε μείνει ανεκπλήρωτο μέσα της μοιάζει η απόφαση της να γράψει για την Κύπρο. Όπως μας λέει η μεγαλόνησος αποτέλεσε την αφορμή να γράψει το πρώτο ποίημα της ζωής της: «Εγώ ως παιδάκι το 1955 που είχε ξεκινήσει ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας της Κύπρου και είχε γίνει μέγα συλλαλητήριο θυμάμαι από το ραδιόφωνο - μου είχε κάνει εντύπωση -  ότι είχαν λιθοβολήσει και είχαν σπάσει τζάμια του αγγλικού προξενείου στη Θεσσαλονίκη. Και με αφορμή αυτά τα γεγονότα έγραψα το πρώτο ποίημα της ζωής μου. Εμπνεύστηκα από τον αγώνα για την ελευθερία και πήρα χαρτί και μολύβι και έγραψα ένα ποίημα για την Κύπρο. Και μετά από 60 χρόνια ήρθε πάλι η Κύπρος σε ένα μυθιστόρημα μου ως φόντο ιστορικό».

Η συμβολή της τέχνης σε δύσκολους καιρούς μπορεί να είναι καθοριστική υπό προϋποθέσεις. «Η τέχνη πάντα στηρίζει τους ανθρώπους, τους παρηγορεί, μπορεί σε έναν βαθμό να αφυπνίσει συνειδήσεις, επειδή, όμως, δεν είναι πάρα πολλοί οι αποδέκτες της δεν μπορεί να αλλάξει τον ρου της ιστορίας. Υπάρχουν και ιστορικές στιγμές που η τέχνη έχει μια μαζική απήχηση και μπορεί να εμψυχώσει και να ανυψώσει ένα λαό και νομίζω ότι τρανό παράδειγμα είναι η ‘πολιορκία των 900 ημερών’ του Λένινγκραντ στον Β' Π.Π. όπου οι άνθρωποι έβρισκαν παρηγοριά στο θέατρο, την ποίηση, τη μουσική και γενικά στην τέχνη. Η τέχνη τους στήριζε. Είχε εντυπωσιαστεί ο Σοστακόβιτς που ζούσε στη Μόσχα και εμπνεύστηκε από αυτή την πολιορκία την 7η συμφωνία και παίχτηκε εντός του Λένινγκραντ η παγκόσμια πρώτη. Οργανώθηκε τότε μια στρατιωτική επιχείρηση μοναδική στα παγκόσμια χρονικά. Φανταστείτε ότι οι παρτιτούρες έπεσαν με αλεξίπτωτα. Και αναζητήθηκαν στο μέτωπο οι μουσικοί που απάρτιζαν τη συμφωνική ορχήστρα και έπαιξαν για πρώτη φορά την 7η συμφωνία, η οποία αναμεταδόθηκε τότε από τα ραδιόφωνα της Σοβιετικής Ένωσης ως τα πέρατα της χώρας. Η μουσική, η τέχνη, εμψύχωσε τον λαό εντός και εκτός των τειχών».

Παρόμοια περιστατικά θυμάται και από τη χώρα μας δίνοντας το παράδειγμα της κηδείας του Παλαμά και του Σεφέρη: «Στην Ελλάδα έχουμε ως παράδειγμα την κηδεία του Παλαμά εν μέσω κατοχής όπου ο Σικελιανός συγκλονισμένος από αυτό τον θάνατο έγραψε ένα ποίημα μέσα στη νύχτα που το απήγγειλε στην κηδεία, αυτό το "βόγκα παιάνα οι σημαίες οι φοβερές της λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα, σε αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα". Τότε ο κόσμος συγκινήθηκε τόσο πολύ που μετέτρεψε την κηδεία εν μέσω κατοχής που έπεφταν σφαίρες, σε αντικατοχική διαδήλωση. Ή η δικιά μου η γενιά που ζήσαμε την κηδεία του Σεφέρη τον καιρό της δικτατορίας που μετατράπηκε σε μια διαδήλωση κατά της Χούντας».

Η σημασία ενός ηγέτη

Η συζήτηση μας πήγε και στο παρόν της χώρας μας. Η συγγραφέας φέρνοντας ως παράδειγμα τις προηγούμενες φορές που πτώχευσε η Ελλάδα και τελικά κατάφερε εκεί που δεν το περίμενε κανείς να σταθεί στα πόδια της, επισημαίνει ότι το πιο σημαντικό είναι να υπάρχει μια «πεφωτισμένη ηγεσία»: «Τα θαύματα γίνονται με πεφωτισμένη ηγεσία, σοβαρότητα, σχέδιο, ορίζοντα… Απαιτούν παιδεία εκτός από όλες τις άλλες αρετές που πρέπει να έχουν οι ηγέτες» και καταλήγει στο ότι «η εμπιστοσύνη ενισχύει μια κοινωνία, ενισχύει μια χώρα. Είναι ένα άυλο κεφάλαιο που δεν έχουμε αντιληφθεί πόσο σημαντικό είναι. Ένας οικονομολόγος θα έπρεπε να ερευνήσει τι στοιχίζει στην Ελλάδα η αναξιοπιστία της…».

INFO
Παρουσίαση βιβλίου
“Οι σαράντα τρεις σιωπές”
Εκδόσεις Κέδρος
Ιανός Αριστοτέλους
Σήμερα στις 7 μ.μ.

Αλέξανδρος Παντελάκης

Λίγο πριν τη σημερινή παρουσίαση του νέου της βιβλίου «Οι σαράντα τρεις σιωπές», η Λία Μεγάλου-Σεφεριάδη μιλάει στο makthes.gr για τους λόγους που την ώθησαν να γράψει για την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και τις αθέατες πλευρές της ιστορίας.

Την εισβολή στην Κύπρο θέτει στο επίκεντρο της πένας της η συγγραφέας Λία Μεγάλου Σεφεριάδη στο 20ο της βιβλίο, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος, συμπληρώνοντας περίπου 45 χρόνια στη συγγραφή. Με έναν αινιγματικό τίτλο «το νόημα» του οποίου «θέλει να το βρουν οι αναγνώστες καθώς το διαβάζουν» και με κεντρική ηρωΐδα την Έλλη, η συγγραφέας μέσα από το βιβλίο της υμνεί τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, κάνει ένα πέρασμα από σημαντικά γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας όπως τον ξεριζωμό στη Μικρά Ασία για να καταλήξει στην εισβολή που αποτελεί και το ιστορικό φόντο της αφήγησης της.

Η Έλλη, τρίτης γενιάς μετανάστρια της Αυστραλίας - οι παπούδες της από τη μεριά της μητέρας της είχαν μεταναστεύσει στην Αυστραλία από την Ιταλοκρατούμενη Σύμη που είχε πολύ βαριά κατοχή και ο κόσμος εγκατέλειπε το νησί και από την πλευρά του πατέρα της πάλι από πρόσφυγες γονείς από τη Μικρά Ασία - πηγαίνει με τους γονείς της στην Ελλάδα για να γνωρίσουν τη χώρα των προγόνων τους. Εκεί η ίδια γοητεύεται από τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό και αποφασίζει να σπουδάσει Αρχαιολογία. Έτσι δυο χρόνια μετά την ξαναβρίσκουμε στην Κύπρο ως αριστούχα πρωτοετή φοιτήτρια του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης που πηγαίνει εκεί για να πάρει μέρος στην πρώτη ανασκαφή που διεξάγει το πανεπιστήμιο της. Εκεί γνωρίζεται με έναν κύπριο και ζει έναν ενθουσιώδη νεανικό έρωτα μέχρι που γίνεται η εισβολή που καταστρέφει τα πάντα.

«Η ηρωίδα μου πέφτει από την ευτυχία στη δυστυχία. Ζει μια περιπέτεια με την αρχαία έννοια της λέξης, η αιφνίδια μετάπτωση από την ευτυχία στη δυστυχία. Είναι ένα μοιραίο καλοκαίρι αυτό του 1974 και για την ηρωίδα μου και για την Κύπρο» επισημαίνει η συγγραφέας.

Αφορμή για να πει αυτή την ιστορία στάθηκε «η συνεχής και αδιάλειπτη τουρκική απειλή απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο που μάλιστα κατά καιρούς αναζωπυρώνεται και είναι διαρκής». Όπως μας λέει: «Θεώρησα αυτό το ιστορικό φόντο, που αποτελεί την τελευταία προς ώρας τραγωδία του ελληνισμού, ότι ήταν το καταλληλότερο για να μπορέσω να εκφραστώ σε συνδυασμό με την ιστορία αγάπης. Βέβαια, παρακολουθούμε τη ζωή της ηρωίδας μου, η οποία καταλήγει μέχρι και στη σημερινή Κύπρο».

saranta-siopes.jpg

Οι «εγκλωβισμένοι»

Η ίδια έχοντας μεγάλη τριβή με την ιστορία της μεγαλονήσου εκτιμά ότι οι συζητήσεις θα συνεχίσουν να οδηγούνται σε «αδιέξοδο» και ότι δεν θα λυθεί το κυπριακό. «Για το βιβλίο αυτό έκανα ένα ταξίδι στην Κύπρο γιατί είχα να πάω πολλά χρόνια. Αυτή τη φορά πέρασα με διαβατήριο και στα κατεχόμενα και έφτασα μέχρι την Καρπασία, τη χαρακτηριστική βορειοανατολική χερσόνησο όπου υπάρχουν και οι λεγόμενοι ‘εγκλωβισμένοι’. Μετά την Τουρκική εισβολή 200.000 Κύπριοι έφυγαν από το βόρειο τμήμα εγκαταλείποντας τα πάντα για να σώσουν τη ζωή τους. Όταν έγινε η ανακωχή, ξετρύπωσαν κάπου 20.000 άτομα που είχαν κρυφτεί σε σπηλιές, υπόγεια και άλλα σημεία και δεν γνώριζαν τι να κάνουν με αυτούς, δεν μπορούσαν να τους σκοτώσουν εν ψυχρώ. Οπότε υπέγραψαν στη Βιέννη τον Αύγουστο του ‘74 μια συμφωνία ότι θα σεβαστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα του πληθυσμού αυτού. Εννοείται ότι δε σεβάστηκαν τίποτα. Από την επομένη άρχισαν βιαιοπραγίες και επικράτησε μια αφόρητη κατάσταση και μέσα σε 2 χρόνια έφυγαν και αυτοί στον νότο εγκαταλείποντας τις περιουσίες τους. Έμειναν μόνο 300 ξεροκέφαλοι απομονωμένοι πάνω στην Καρπασία και υπάρχουν εκεί μέχρι σήμερα, τους αποκαλούν, μάλιστα, οι ‘300 του Λεωνίδα’. Είναι αποκλεισμένοι. Τα χωριά που ήταν ελληνικά τώρα έχουν αυτούς τους Έλληνες και κάποιους χιλιάδες Τουρκοπόντιους. Όσοι πεθαίνουν τους παίρνουν τα σπίτια, τα χωράφια κλπ. Δεν τα κληρωνόμουν τα παιδιά τους» μας διηγείται από όσα έμαθε στο ταξίδι της και από την προσωπική της έρευνα ενώ προσθέτει: «Διαπίστωσα τη λεηλασία ενός πολιτισμού. Εξαλείφεται σαν να μην υπήρξε ποτέ ελληνικό». Περιγράφοντας τις σκηνές που αντίκρισε μας αναφέρει ότι «οι εκκλησίες δεν είχαν ούτε τοιχογραφίες. Έχουν αποτοιχιστεί… Είναι κουφάρια όσες στέκονται ακόμη όρθιες. Από μέσα έχουν πάρει τα τέμπλα, τους θρόνους, ψηφιδωτά. Υπάρχει κανένας Παντοκράτορας στον τρούλο που δεν μπορούν να τον αποτοιχίσουν και αυτός πάλι πυροβολημένος.

Όσον αφορά τις αρχαιολογικές ανασκαφές που γίνονται στα κατεχόμενα και συγκεκριμένα στη Σαλαμίνα, η συγγραφέας μας λέει ότι «ανασκάπτουν και δεν τηρούν καμία δεοντολογία. Στα φυλλάδια τους πάντως όλα τα αρχαία είναι ρωμαϊκά».

Η τέχνη πάντα στηρίζει τους ανθρώπους

Σαν κάτι που είχε μείνει ανεκπλήρωτο μέσα της μοιάζει η απόφαση της να γράψει για την Κύπρο. Όπως μας λέει η μεγαλόνησος αποτέλεσε την αφορμή να γράψει το πρώτο ποίημα της ζωής της: «Εγώ ως παιδάκι το 1955 που είχε ξεκινήσει ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας της Κύπρου και είχε γίνει μέγα συλλαλητήριο θυμάμαι από το ραδιόφωνο - μου είχε κάνει εντύπωση -  ότι είχαν λιθοβολήσει και είχαν σπάσει τζάμια του αγγλικού προξενείου στη Θεσσαλονίκη. Και με αφορμή αυτά τα γεγονότα έγραψα το πρώτο ποίημα της ζωής μου. Εμπνεύστηκα από τον αγώνα για την ελευθερία και πήρα χαρτί και μολύβι και έγραψα ένα ποίημα για την Κύπρο. Και μετά από 60 χρόνια ήρθε πάλι η Κύπρος σε ένα μυθιστόρημα μου ως φόντο ιστορικό».

Η συμβολή της τέχνης σε δύσκολους καιρούς μπορεί να είναι καθοριστική υπό προϋποθέσεις. «Η τέχνη πάντα στηρίζει τους ανθρώπους, τους παρηγορεί, μπορεί σε έναν βαθμό να αφυπνίσει συνειδήσεις, επειδή, όμως, δεν είναι πάρα πολλοί οι αποδέκτες της δεν μπορεί να αλλάξει τον ρου της ιστορίας. Υπάρχουν και ιστορικές στιγμές που η τέχνη έχει μια μαζική απήχηση και μπορεί να εμψυχώσει και να ανυψώσει ένα λαό και νομίζω ότι τρανό παράδειγμα είναι η ‘πολιορκία των 900 ημερών’ του Λένινγκραντ στον Β' Π.Π. όπου οι άνθρωποι έβρισκαν παρηγοριά στο θέατρο, την ποίηση, τη μουσική και γενικά στην τέχνη. Η τέχνη τους στήριζε. Είχε εντυπωσιαστεί ο Σοστακόβιτς που ζούσε στη Μόσχα και εμπνεύστηκε από αυτή την πολιορκία την 7η συμφωνία και παίχτηκε εντός του Λένινγκραντ η παγκόσμια πρώτη. Οργανώθηκε τότε μια στρατιωτική επιχείρηση μοναδική στα παγκόσμια χρονικά. Φανταστείτε ότι οι παρτιτούρες έπεσαν με αλεξίπτωτα. Και αναζητήθηκαν στο μέτωπο οι μουσικοί που απάρτιζαν τη συμφωνική ορχήστρα και έπαιξαν για πρώτη φορά την 7η συμφωνία, η οποία αναμεταδόθηκε τότε από τα ραδιόφωνα της Σοβιετικής Ένωσης ως τα πέρατα της χώρας. Η μουσική, η τέχνη, εμψύχωσε τον λαό εντός και εκτός των τειχών».

Παρόμοια περιστατικά θυμάται και από τη χώρα μας δίνοντας το παράδειγμα της κηδείας του Παλαμά και του Σεφέρη: «Στην Ελλάδα έχουμε ως παράδειγμα την κηδεία του Παλαμά εν μέσω κατοχής όπου ο Σικελιανός συγκλονισμένος από αυτό τον θάνατο έγραψε ένα ποίημα μέσα στη νύχτα που το απήγγειλε στην κηδεία, αυτό το "βόγκα παιάνα οι σημαίες οι φοβερές της λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα, σε αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα". Τότε ο κόσμος συγκινήθηκε τόσο πολύ που μετέτρεψε την κηδεία εν μέσω κατοχής που έπεφταν σφαίρες, σε αντικατοχική διαδήλωση. Ή η δικιά μου η γενιά που ζήσαμε την κηδεία του Σεφέρη τον καιρό της δικτατορίας που μετατράπηκε σε μια διαδήλωση κατά της Χούντας».

Η σημασία ενός ηγέτη

Η συζήτηση μας πήγε και στο παρόν της χώρας μας. Η συγγραφέας φέρνοντας ως παράδειγμα τις προηγούμενες φορές που πτώχευσε η Ελλάδα και τελικά κατάφερε εκεί που δεν το περίμενε κανείς να σταθεί στα πόδια της, επισημαίνει ότι το πιο σημαντικό είναι να υπάρχει μια «πεφωτισμένη ηγεσία»: «Τα θαύματα γίνονται με πεφωτισμένη ηγεσία, σοβαρότητα, σχέδιο, ορίζοντα… Απαιτούν παιδεία εκτός από όλες τις άλλες αρετές που πρέπει να έχουν οι ηγέτες» και καταλήγει στο ότι «η εμπιστοσύνη ενισχύει μια κοινωνία, ενισχύει μια χώρα. Είναι ένα άυλο κεφάλαιο που δεν έχουμε αντιληφθεί πόσο σημαντικό είναι. Ένας οικονομολόγος θα έπρεπε να ερευνήσει τι στοιχίζει στην Ελλάδα η αναξιοπιστία της…».

INFO
Παρουσίαση βιβλίου
“Οι σαράντα τρεις σιωπές”
Εκδόσεις Κέδρος
Ιανός Αριστοτέλους
Σήμερα στις 7 μ.μ.

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία