ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Κίνδυνος πολιτικής αστάθειας ακόμη και μετά τη δεύτερη κάλπη

Μετά όσα συνέβησαν το μοιραίο βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου ο πολιτικός χρόνος διαιρείται σε «πριν» και «μετά» τα Τέμπη

 27/03/2023 07:00

Κίνδυνος πολιτικής αστάθειας ακόμη και μετά τη δεύτερη κάλπη

Νίκος Ηλιάδης

Ο πολιτικός χρόνος στην Ελλάδα δεν μετράται πλέον με τον τρόπο που είχαμε συνηθίσει. Μετά όσα συνέβησαν το μοιραίο βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου ο πολιτικός χρόνος διαιρείται σε «πριν» και «μετά» τα Τέμπη. Ό,τι ξέραμε έως τότε, ό,τι φαινόταν ως εξαιρετικά πιθανό, σήμερα δεν υφίσταται. Η πρώτη άμεση πολιτική επίπτωση του τραγικού δυστυχήματος ήταν η χρονική μετάθεση των εκλογών. Η 9η Απριλίου τελείωσε και τώρα ως πιθανότερη ημερομηνία για να στηθούν οι κάλπες φαντάζει η 21η Μαΐου. Η δεύτερη και σημαντικότερη επίπτωση είναι η ραγδαία μεταβολή του πολιτικού σκηνικού. Η κυβέρνηση δέχθηκε ένα ισχυρότατο πλήγμα το μέγεθος του οποίου δεν είναι εύκολο να εκτιμηθεί αυτή τη στιγμή. Εκεί που το κυβερνών κόμμα βάδιζε με ένδυμα περιπάτου προς μία καθαρή νίκη, έχοντας ως ρεαλιστικό στόχο την αυτοδυναμία, ει δυνατόν και από την πρώτη κάλπη, τώρα υποχρεούται σε μάχες οπισθοφυλακής με στόχο να διατηρήσει την πρωτιά, έστω και με βραχεία κεφαλή. Όλες οι μετά τα Τέμπη δημοσκοπήσεις δείχνουν μία φθορά του κυβερνώντος κόμματος της τάξης του 2,5% έως 5%, με το ποσοστό της Νέας Δημοκρατίας να ανιχνεύεται κάτω από το 30% (χωρίς τις αναγωγές). Βεβαίως, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια τι θα συμβεί τις επόμενες εβδομάδες. Όμως, με τα σημερινά δεδομένα, ακόμη και εάν η ΝΔ έρθει πρώτο κόμμα, το ενδεχόμενο της αυτοδυναμίας φαντάζει σχεδόν απίθανο, ενδεχομένως ακόμη και μετά τις επαναληπτικές εκλογές οι οποίες θα γίνουν πιθανότατα στις 2 Ιουλίου.

Τις απώλειες του κυβερνώντος κόμματος αδυνατεί να τις καρπωθεί η αξιωματική αντιπολίτευση. Τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ στην καλύτερη περίπτωση παραμένουν καθηλωμένα, ενώ σε αρκετές δημοσκοπήσεις εμφανίζουν μείωση της τάξης του 0,5% έως 1%. Ανάλογη εικόνα εμφανίζει και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ το οποίο φαίνεται να βρίσκεται σε καθοδική τροχιά. Είναι προφανές πως για ό,τι συνέβη στα Τέμπη η κοινή γνώμη καταλογίζει ευθύνες και στα τρία κόμματα τα οποία κυβέρνησαν τη χώρα την τελευταία δεκαπενταετία. Το καθένα με το μερίδιό του. Οι απώλειες κατευθύνονται είτε προς τα λεγόμενα αντισυστημικά κόμματα (Ελληνική Λύση, ΜέΡΑ25, ακροδεξιά σχήματα) είτε προς την θολή δεξαμενή των αναποφάσιστων και της αποχής η οποία μετράται αυτήν την περίοδο γύρω στο 15% ως και 17%.

Σίγουρες οι δεύτερες εκλογές

Υπό αυτά τα δεδομένα η πιθανότητα να προκύψει κυβέρνηση από τις πρώτες εκλογές φαντάζει σχεδόν αδύνατη. Εκτός εάν συναινέσουν και τα τρία μεγαλύτερα κόμματα, ενδεχόμενο παντελώς αδύνατο. Για την Ελλάδα μιλάμε. Είτε βγει πρώτο κόμμα η ΝΔ είτε ο ΣΥΡΙΖΑ, το άθροισμα των ποσοστών του καθενός με το αντίστοιχο του ΠΑΣΟΚ αδυνατούν να συγκροτήσουν κοινοβουλευτική πλειοψηφία ή, στην καλύτερη περίπτωση θα πρόκειται για μία αναιμική της τάξης των δύο, τριών βουλευτών. Η προοπτική συγκυβέρνησης ΝΔ και ΠΑΣΟΚ δυσχεραίνεται και από τις πρόσφατες δηλώσεις του Νίκου Ανδρουλάκη ο οποίος ξεκαθάρισε ότι δεν πρόκειται να δεχθεί για πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη και ότι θα αντιπροτείνει κάποιο τρίτο πολιτικό πρόσωπο. Επομένως, η προσφυγή σε δεύτερες εκλογές θα πρέπει να θεωρείται μάλλον δεδομένη. Αυτό σημαίνει ότι η χώρα θα βαδίσει για περίπου τριάντα με σαράντα ημέρες με υπηρεσιακή κυβέρνηση.

...ίσως και τρίτες

Όμως ο κίνδυνος ακυβερνησίας δεν αποκλείεται να παραμείνει και μετά τις δεύτερες εκλογές. Όχι ίσως υπό την μορφή της αδυναμίας συγκρότησης κυβέρνησης συνεργασίας του πρώτου με το τρίτο κόμμα. Το αποτέλεσμα της κάλπης μπορεί να παράξει μία οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία η οποία όμως να μην είναι μακράς πνοής, έστω με ορίζοντα διετίας, αλλά να οδηγήσει σε μία βραχύβια κυβέρνηση με μοναδικό στόχο της διαχείριση της τουριστικής σεζόν και την προπαρασκευή των επόμενων εκλογών, στις αρχές του φθινοπώρου. Στο σενάριο αυτό μπορεί να οδηγηθεί η χώρα δεδομένου ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, πιθανότατα και ο Αλέξης Τσίπρας, δεν θα συναινέσουν σε μια κυβέρνηση τύπου Παπαδήμου ή έστω Τζαννετάκη, δηλαδή μια κυβέρνηση ειδικού σκοπού, με περιορισμένο χρονικό ορίζοντα, με πρωθυπουργό τρίτο πρόσωπο, όπως διακηρύσσει προς ώρας τουλάχιστον ο ελάσσων κυβερνητικός εταίρος, Νίκος Ανδρουλάκης. Βεβαίως, πολλά από αυτά μπορεί να αλλάξουν υπό το βάρος του εκλογικού αποτελέσματος.

Το διακύβευμα

Ενδέχεται όμως να αλλάξουν και στην περίπτωση που η πολιτική ηγεσία συναισθανθεί ποιο θα είναι το διακύβευμα για τη χώρα το επόμενο κρίσιμο χρονικό διάστημα. Οι οικονομικές και γεωπολιτικές εξελίξεις θα είναι απρόβλεπτες. Η Τουρκία θα έχει ξεμπερδέψει με τις εκλογές ήδη από τα μέσα Μαΐου και θα έχει αποκτήσει κυβέρνηση είτε με τον Ταγίπ Ερντογάν στην προεδρία είτε με τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου. Απέναντι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα ήταν εξαιρετικά προβληματικό η Ελλάδα να τελεί υπό καθεστώς ακυβερνησίας.

Πέραν αυτού, η ευρωπαϊκή αλλά και η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται ήδη σε καθεστώς αστάθειας μετά την κατάρρευση δύο τραπεζών σε ΗΠΑ και Ελβετία. Οι εξελίξεις σε αυτό το πεδίο δεν μπορούν αυτή τη στιγμή να εκτιμηθούν όμως οι οιωνοί δεν είναι ευνοϊκοί. Ήδη, στελέχη και εκπρόσωποι των διεθνών επενδυτικών οίκων σε συνομιλίες τους με εγχώριους επιχειρηματίες και τραπεζικά στελέχη εκφράζουν την ανησυχία τους για το ενδεχόμενο πολιτικής αστάθειας που μπορεί να ενσκήψει στη χώρα. Ο στόχος της ανάκτησης της περίφημης επενδυτικής βαθμίδας δεν έχει επιτευχθεί ακόμη και θα είναι πολύ δύσκολο αυτό να συμβεί σε συνθήκες πολιτικής ρευστότητας. Κάτι τέτοιο όμως, σε συνδυασμό με την περιορισμένη δυνατότητα της χώρας να βγει στις αγορές, την καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτη σε συνθήκες οικονομικής αστάθειας. Το ερώτημα σε μία τέτοια περίπτωση είναι εάν ο ευρωπαϊκός παράγοντας θα επιχειρήσει να ασκήσει πιέσεις προς το εγχώριο πολιτικό προσωπικό ώστε να αποτραπεί η πολιτική αστάθεια, τουλάχιστον επί μακρόν.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 25-26.03.2023

Ο πολιτικός χρόνος στην Ελλάδα δεν μετράται πλέον με τον τρόπο που είχαμε συνηθίσει. Μετά όσα συνέβησαν το μοιραίο βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου ο πολιτικός χρόνος διαιρείται σε «πριν» και «μετά» τα Τέμπη. Ό,τι ξέραμε έως τότε, ό,τι φαινόταν ως εξαιρετικά πιθανό, σήμερα δεν υφίσταται. Η πρώτη άμεση πολιτική επίπτωση του τραγικού δυστυχήματος ήταν η χρονική μετάθεση των εκλογών. Η 9η Απριλίου τελείωσε και τώρα ως πιθανότερη ημερομηνία για να στηθούν οι κάλπες φαντάζει η 21η Μαΐου. Η δεύτερη και σημαντικότερη επίπτωση είναι η ραγδαία μεταβολή του πολιτικού σκηνικού. Η κυβέρνηση δέχθηκε ένα ισχυρότατο πλήγμα το μέγεθος του οποίου δεν είναι εύκολο να εκτιμηθεί αυτή τη στιγμή. Εκεί που το κυβερνών κόμμα βάδιζε με ένδυμα περιπάτου προς μία καθαρή νίκη, έχοντας ως ρεαλιστικό στόχο την αυτοδυναμία, ει δυνατόν και από την πρώτη κάλπη, τώρα υποχρεούται σε μάχες οπισθοφυλακής με στόχο να διατηρήσει την πρωτιά, έστω και με βραχεία κεφαλή. Όλες οι μετά τα Τέμπη δημοσκοπήσεις δείχνουν μία φθορά του κυβερνώντος κόμματος της τάξης του 2,5% έως 5%, με το ποσοστό της Νέας Δημοκρατίας να ανιχνεύεται κάτω από το 30% (χωρίς τις αναγωγές). Βεβαίως, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια τι θα συμβεί τις επόμενες εβδομάδες. Όμως, με τα σημερινά δεδομένα, ακόμη και εάν η ΝΔ έρθει πρώτο κόμμα, το ενδεχόμενο της αυτοδυναμίας φαντάζει σχεδόν απίθανο, ενδεχομένως ακόμη και μετά τις επαναληπτικές εκλογές οι οποίες θα γίνουν πιθανότατα στις 2 Ιουλίου.

Τις απώλειες του κυβερνώντος κόμματος αδυνατεί να τις καρπωθεί η αξιωματική αντιπολίτευση. Τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ στην καλύτερη περίπτωση παραμένουν καθηλωμένα, ενώ σε αρκετές δημοσκοπήσεις εμφανίζουν μείωση της τάξης του 0,5% έως 1%. Ανάλογη εικόνα εμφανίζει και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ το οποίο φαίνεται να βρίσκεται σε καθοδική τροχιά. Είναι προφανές πως για ό,τι συνέβη στα Τέμπη η κοινή γνώμη καταλογίζει ευθύνες και στα τρία κόμματα τα οποία κυβέρνησαν τη χώρα την τελευταία δεκαπενταετία. Το καθένα με το μερίδιό του. Οι απώλειες κατευθύνονται είτε προς τα λεγόμενα αντισυστημικά κόμματα (Ελληνική Λύση, ΜέΡΑ25, ακροδεξιά σχήματα) είτε προς την θολή δεξαμενή των αναποφάσιστων και της αποχής η οποία μετράται αυτήν την περίοδο γύρω στο 15% ως και 17%.

Σίγουρες οι δεύτερες εκλογές

Υπό αυτά τα δεδομένα η πιθανότητα να προκύψει κυβέρνηση από τις πρώτες εκλογές φαντάζει σχεδόν αδύνατη. Εκτός εάν συναινέσουν και τα τρία μεγαλύτερα κόμματα, ενδεχόμενο παντελώς αδύνατο. Για την Ελλάδα μιλάμε. Είτε βγει πρώτο κόμμα η ΝΔ είτε ο ΣΥΡΙΖΑ, το άθροισμα των ποσοστών του καθενός με το αντίστοιχο του ΠΑΣΟΚ αδυνατούν να συγκροτήσουν κοινοβουλευτική πλειοψηφία ή, στην καλύτερη περίπτωση θα πρόκειται για μία αναιμική της τάξης των δύο, τριών βουλευτών. Η προοπτική συγκυβέρνησης ΝΔ και ΠΑΣΟΚ δυσχεραίνεται και από τις πρόσφατες δηλώσεις του Νίκου Ανδρουλάκη ο οποίος ξεκαθάρισε ότι δεν πρόκειται να δεχθεί για πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη και ότι θα αντιπροτείνει κάποιο τρίτο πολιτικό πρόσωπο. Επομένως, η προσφυγή σε δεύτερες εκλογές θα πρέπει να θεωρείται μάλλον δεδομένη. Αυτό σημαίνει ότι η χώρα θα βαδίσει για περίπου τριάντα με σαράντα ημέρες με υπηρεσιακή κυβέρνηση.

...ίσως και τρίτες

Όμως ο κίνδυνος ακυβερνησίας δεν αποκλείεται να παραμείνει και μετά τις δεύτερες εκλογές. Όχι ίσως υπό την μορφή της αδυναμίας συγκρότησης κυβέρνησης συνεργασίας του πρώτου με το τρίτο κόμμα. Το αποτέλεσμα της κάλπης μπορεί να παράξει μία οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία η οποία όμως να μην είναι μακράς πνοής, έστω με ορίζοντα διετίας, αλλά να οδηγήσει σε μία βραχύβια κυβέρνηση με μοναδικό στόχο της διαχείριση της τουριστικής σεζόν και την προπαρασκευή των επόμενων εκλογών, στις αρχές του φθινοπώρου. Στο σενάριο αυτό μπορεί να οδηγηθεί η χώρα δεδομένου ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, πιθανότατα και ο Αλέξης Τσίπρας, δεν θα συναινέσουν σε μια κυβέρνηση τύπου Παπαδήμου ή έστω Τζαννετάκη, δηλαδή μια κυβέρνηση ειδικού σκοπού, με περιορισμένο χρονικό ορίζοντα, με πρωθυπουργό τρίτο πρόσωπο, όπως διακηρύσσει προς ώρας τουλάχιστον ο ελάσσων κυβερνητικός εταίρος, Νίκος Ανδρουλάκης. Βεβαίως, πολλά από αυτά μπορεί να αλλάξουν υπό το βάρος του εκλογικού αποτελέσματος.

Το διακύβευμα

Ενδέχεται όμως να αλλάξουν και στην περίπτωση που η πολιτική ηγεσία συναισθανθεί ποιο θα είναι το διακύβευμα για τη χώρα το επόμενο κρίσιμο χρονικό διάστημα. Οι οικονομικές και γεωπολιτικές εξελίξεις θα είναι απρόβλεπτες. Η Τουρκία θα έχει ξεμπερδέψει με τις εκλογές ήδη από τα μέσα Μαΐου και θα έχει αποκτήσει κυβέρνηση είτε με τον Ταγίπ Ερντογάν στην προεδρία είτε με τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου. Απέναντι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα ήταν εξαιρετικά προβληματικό η Ελλάδα να τελεί υπό καθεστώς ακυβερνησίας.

Πέραν αυτού, η ευρωπαϊκή αλλά και η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται ήδη σε καθεστώς αστάθειας μετά την κατάρρευση δύο τραπεζών σε ΗΠΑ και Ελβετία. Οι εξελίξεις σε αυτό το πεδίο δεν μπορούν αυτή τη στιγμή να εκτιμηθούν όμως οι οιωνοί δεν είναι ευνοϊκοί. Ήδη, στελέχη και εκπρόσωποι των διεθνών επενδυτικών οίκων σε συνομιλίες τους με εγχώριους επιχειρηματίες και τραπεζικά στελέχη εκφράζουν την ανησυχία τους για το ενδεχόμενο πολιτικής αστάθειας που μπορεί να ενσκήψει στη χώρα. Ο στόχος της ανάκτησης της περίφημης επενδυτικής βαθμίδας δεν έχει επιτευχθεί ακόμη και θα είναι πολύ δύσκολο αυτό να συμβεί σε συνθήκες πολιτικής ρευστότητας. Κάτι τέτοιο όμως, σε συνδυασμό με την περιορισμένη δυνατότητα της χώρας να βγει στις αγορές, την καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτη σε συνθήκες οικονομικής αστάθειας. Το ερώτημα σε μία τέτοια περίπτωση είναι εάν ο ευρωπαϊκός παράγοντας θα επιχειρήσει να ασκήσει πιέσεις προς το εγχώριο πολιτικό προσωπικό ώστε να αποτραπεί η πολιτική αστάθεια, τουλάχιστον επί μακρόν.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 25-26.03.2023

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία