ΓΕΥΣΕΙΣ

Κατσίκι ή αρνί το αιώνιο debate!

Τελικά τι να σουβλίσουμε το Πάσχα;  

 25/04/2019 15:36

Κατσίκι ή αρνί το αιώνιο debate!
Photo Credit : Κώστας Αμοιρίδης

 Ο Γιώργος Μαντζουρανίδης επέλεξε το κατσίκι

Αν και δεν καταλάβαμε ακριβώς γιατί  


Δεν τρώω κατσίκι.

Ορίστε, το ‘πα.

Ξέρω. Κάπου μέσα σου αυτή τη στιγμή, ταυτίζεσαι με αυτές τις 3 λέξεις. 

Θα σου πω όμως κάτι άλλο.

Ψήνω κατσίκι.

Και θα μου πεις “- Μεγάλη δουλειά κάνεις, γυρνάς μια σούβλα και τι έγινε.”

Συμφωνώ. Αυτό που έχει σημασία όμως δεν είναι το γύρισμα του κατσικιού, αλλά αυτό που συμβαίνει γύρω από το δόλιο το (όχι πλέον) ζωντανό -είτε στη σούβλα, είτε στο (πασχαλινό κατά κανόνα) τραπέζι.

Και πιο σημαντικό από την πετσούλα ή το καλοψημένο μπουτάκι, είναι το ότι αυτή είναι μία από τις ευκαιρίες που έχουμε ν’ αφήσουμε στην άκρη τον μοναχικό δίσκο φαγητού και το άχρωμο TV dinner, και να κάτσουμε μαζί. Ως ομοτράπεζοι, ως συνδαιτυμόνες.

Γιατί το φαγητό δεν οφείλει να είναι μόνο εργαλείο επιβίωσης, αλλά και κοινωνία.

Όχι η άδικη. Όχι η μπαμπέσα. Ούτε καν η Θεία.

Ναι, θα σου ζαλίσει τον έρωτα η θεία που σε βλέπει σε γάμους, κηδείες και τραπεζώματα. Ναι, θα έχεις τον θείο που θα κάτσει με τη νεολαία. Ναι, θα χρειαστεί να ανεχτείς τα πεντάχρονα που θα γυρνοβολάνε αφιονισμένα μέχρι να σκουριάσει ο Ρόμποκοπ.
Αλλά δεν θα τρως μόνος -ακόμα και αν δεν το τρως.

Για επιδόρπιο, σου προτείνω το Commensality: From Everyday Food to Feast.

Ακόμα και αν δεν τα λέει όλα, λέει πολλά.

Α, και έχω φάει κατσίκι.

Σε ένα μυθικό σημείο κάπου στην Τσαγκαράδα, πέρσι το καλοκαίρι.

Ορίστε, τα ’πα.


Ο Βασίλης Σερβετάς στηρίζει το αρνί

Αλλά μάλλον συμβιβάζεται και με το κατσίκι 

Οι πιο πολλοί θα αναρωτηθούν «καλά, βρε παιδιά, μας δουλεύουν αυτοί;» διότι πάνω στη σούβλα οι τελευταίοι έσονται πρώτοι, τα κατσίκια έσονται αρνιά και αντιστρόφως και, γενικότερα, «αν γυρίζει, τρώγεται». Αυτή όμως η μειωτική εξίσωση πραγματοποιείται σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα την Κυριακή του Πάσχα, αυτήν την αποφράδα για κάθε vegan και επικερδή για κάθε χασάπη μέρα.

Σε γενικές γραμμές, τα αρνιά και τα κατσίκια είναι τελείως διαφορετικά ζωντανά, τόσο στην εμφάνιση, όσο και στον τρόπο ζωής. Tα κατσίκια είναι άγρια, ψηλά ζώα που ζουν σε απόμερους, δύσβατους και άγονους τόπους, ενώ τα αρνάκια είναι κοντούλικα, φιλικά ζωάκια με λευκό μπουκλωτό τρίχωμα που ολημερίς βόσκουν σε ένα καταπράσινο λιβάδι και βελάζουν νωχελικά. Η ερώτηση είναι, γιατί τα δεύτερα και όχι τα πρώτα;

Επιχείρημα πρώτο: πού να τρέχεις;

Χωρίς να σημαίνει ότι θα πιάσεις μόνος σου την τροφή σου (τόσα χρόνια εξέλιξης δε πήγαν στον βρόντο, άλλωστε) και μόνο στη σκέψη ότι κάποιος κυνήγησε στα κατσάβραχα το αγριοκάτσικο με κίνδυνο να γκρεμοτσακιστεί δε σου δημιουργεί ένα άγχος και μια κούραση;

Επιχείρημα δεύτερο: αθάνατη πατροπαράδοτη «αρνίλα»

Τα κατσίκια συνήθως έχουν πιο εκλεπτυσμένη, ελαφριά γεύση λόγω του σκληρού τρόπου ζωής τους και των βοτάνων με τα οποία τρέφονται (εκεί στα όρη, στα άγρια βουνά που χοροπηδούν). Τα αρνιά όμως έχουν αυτήν την ασύγκριτη λιπαρή γεύση, που καταλήγει σε αυτήν την χαρακτηριστική γλυκύτητα, ως αποτέλεσμα του νωχελικού τρόπου ζωής τους.

Σε κάθε περίπτωση, ό,τι κι αν τραβήξει τελικά η όρεξή σας, σημασία δεν έχει τι είναι πάνω στο τραπέζι, αλλά τι βρίσκεται τριγύρω από αυτό. Συμφαγωθείτε σωστά -γι’ αυτό υπάρχουν, άλλωστε, τα αθάνατα ελληνικά τραπέζια.

Note Ευχαριστούμε θερμά για τη φιλοξενία το κρεοπωλείο Αιμίλιος Κουτράκος, στην Αλ. Σβώλου 25.

 Ο Γιώργος Μαντζουρανίδης επέλεξε το κατσίκι

Αν και δεν καταλάβαμε ακριβώς γιατί  


Δεν τρώω κατσίκι.

Ορίστε, το ‘πα.

Ξέρω. Κάπου μέσα σου αυτή τη στιγμή, ταυτίζεσαι με αυτές τις 3 λέξεις. 

Θα σου πω όμως κάτι άλλο.

Ψήνω κατσίκι.

Και θα μου πεις “- Μεγάλη δουλειά κάνεις, γυρνάς μια σούβλα και τι έγινε.”

Συμφωνώ. Αυτό που έχει σημασία όμως δεν είναι το γύρισμα του κατσικιού, αλλά αυτό που συμβαίνει γύρω από το δόλιο το (όχι πλέον) ζωντανό -είτε στη σούβλα, είτε στο (πασχαλινό κατά κανόνα) τραπέζι.

Και πιο σημαντικό από την πετσούλα ή το καλοψημένο μπουτάκι, είναι το ότι αυτή είναι μία από τις ευκαιρίες που έχουμε ν’ αφήσουμε στην άκρη τον μοναχικό δίσκο φαγητού και το άχρωμο TV dinner, και να κάτσουμε μαζί. Ως ομοτράπεζοι, ως συνδαιτυμόνες.

Γιατί το φαγητό δεν οφείλει να είναι μόνο εργαλείο επιβίωσης, αλλά και κοινωνία.

Όχι η άδικη. Όχι η μπαμπέσα. Ούτε καν η Θεία.

Ναι, θα σου ζαλίσει τον έρωτα η θεία που σε βλέπει σε γάμους, κηδείες και τραπεζώματα. Ναι, θα έχεις τον θείο που θα κάτσει με τη νεολαία. Ναι, θα χρειαστεί να ανεχτείς τα πεντάχρονα που θα γυρνοβολάνε αφιονισμένα μέχρι να σκουριάσει ο Ρόμποκοπ.
Αλλά δεν θα τρως μόνος -ακόμα και αν δεν το τρως.

Για επιδόρπιο, σου προτείνω το Commensality: From Everyday Food to Feast.

Ακόμα και αν δεν τα λέει όλα, λέει πολλά.

Α, και έχω φάει κατσίκι.

Σε ένα μυθικό σημείο κάπου στην Τσαγκαράδα, πέρσι το καλοκαίρι.

Ορίστε, τα ’πα.


Ο Βασίλης Σερβετάς στηρίζει το αρνί

Αλλά μάλλον συμβιβάζεται και με το κατσίκι 

Οι πιο πολλοί θα αναρωτηθούν «καλά, βρε παιδιά, μας δουλεύουν αυτοί;» διότι πάνω στη σούβλα οι τελευταίοι έσονται πρώτοι, τα κατσίκια έσονται αρνιά και αντιστρόφως και, γενικότερα, «αν γυρίζει, τρώγεται». Αυτή όμως η μειωτική εξίσωση πραγματοποιείται σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα την Κυριακή του Πάσχα, αυτήν την αποφράδα για κάθε vegan και επικερδή για κάθε χασάπη μέρα.

Σε γενικές γραμμές, τα αρνιά και τα κατσίκια είναι τελείως διαφορετικά ζωντανά, τόσο στην εμφάνιση, όσο και στον τρόπο ζωής. Tα κατσίκια είναι άγρια, ψηλά ζώα που ζουν σε απόμερους, δύσβατους και άγονους τόπους, ενώ τα αρνάκια είναι κοντούλικα, φιλικά ζωάκια με λευκό μπουκλωτό τρίχωμα που ολημερίς βόσκουν σε ένα καταπράσινο λιβάδι και βελάζουν νωχελικά. Η ερώτηση είναι, γιατί τα δεύτερα και όχι τα πρώτα;

Επιχείρημα πρώτο: πού να τρέχεις;

Χωρίς να σημαίνει ότι θα πιάσεις μόνος σου την τροφή σου (τόσα χρόνια εξέλιξης δε πήγαν στον βρόντο, άλλωστε) και μόνο στη σκέψη ότι κάποιος κυνήγησε στα κατσάβραχα το αγριοκάτσικο με κίνδυνο να γκρεμοτσακιστεί δε σου δημιουργεί ένα άγχος και μια κούραση;

Επιχείρημα δεύτερο: αθάνατη πατροπαράδοτη «αρνίλα»

Τα κατσίκια συνήθως έχουν πιο εκλεπτυσμένη, ελαφριά γεύση λόγω του σκληρού τρόπου ζωής τους και των βοτάνων με τα οποία τρέφονται (εκεί στα όρη, στα άγρια βουνά που χοροπηδούν). Τα αρνιά όμως έχουν αυτήν την ασύγκριτη λιπαρή γεύση, που καταλήγει σε αυτήν την χαρακτηριστική γλυκύτητα, ως αποτέλεσμα του νωχελικού τρόπου ζωής τους.

Σε κάθε περίπτωση, ό,τι κι αν τραβήξει τελικά η όρεξή σας, σημασία δεν έχει τι είναι πάνω στο τραπέζι, αλλά τι βρίσκεται τριγύρω από αυτό. Συμφαγωθείτε σωστά -γι’ αυτό υπάρχουν, άλλωστε, τα αθάνατα ελληνικά τραπέζια.

Note Ευχαριστούμε θερμά για τη φιλοξενία το κρεοπωλείο Αιμίλιος Κουτράκος, στην Αλ. Σβώλου 25.

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία