ΑΠΟΨΕΙΣ

Κάποτε κι εκείνος ήταν νέος…

 21/04/2022 19:00

Ο Όμηρος υμνεί παντού την τρίτη ηλικία. Στην Ιλιάδα μέσα από τον μύθο του Αινεία που σήκωσε στα χέρια του τον ηλικιωμένο πατέρα του για να τον πάρει μαζί του, αλλά και στην Οδύσσεια μέσα από τον τρόπο που περιγράφει τον Λαέρτη, τον πατέρα του Οδυσσέα.

Ο Μέγας Αλέξανδρος ανάμεσα σε πολλά στοιχεία της ελληνικής παιδείας που μετέφερε στους βάρβαρους και απολίτιστους λαούς ήταν και ο σεβασμός των γερόντων, η φροντίδα των παιδιών για τη γηροκόμηση των γονέων.

Δεν θυμάμαι ποιος φιλόσοφος ή συγγραφέας είχε γράψει πως μία κοινωνία που δεν σέβεται τους ηλικιωμένους της είναι μία ανήθικη, ανύπαρκτη κοινωνία.

Είναι οι άνθρωποι που μας έφεραν στη ζωή, αυτοί που μας στήριξαν και μας στηρίζουν ακόμη, οι παλιοί και σοφοί, που μπορούν με τη γνώση και την εμπειρία τους να καθοδηγήσουν τους απογόνους τους.

Στην εποχή του κορονοϊού και της πανδημίας είδαμε αυτή τη γενιά σχεδόν να αποδεκατίζεται. Έφυγαν από τη ζωή παππούδες και γιαγιάδες που πρόσφεραν και θα μπορούσαν να προσφέρουν ακόμη πολλά σε παιδιά, εγγόνια, αλλά και να ζήσουν «καλά στερνά», που λέμε, αφού πια τα ηλικιακά όρια έχουν μεγαλώσει κατά πολύ σε σχέση με τις γενιές των προγόνων μας.

Αυτό βέβαια ήταν κάτι που δεν μπορούσε να ελέγξει ως ένα σημείο ούτε η επιστήμη, ούτε και ο ανθρώπινος παράγοντας μέσα σε όλο αυτό το απρόβλεπτο και αλλοπρόσαλλο που μας βρήκε. Κοινώς, δεν ήταν κάτι που περνούσε από το χέρι μας.

Όταν όμως περνάει; Τι κάνουμε; Αφήνουμε τους ηλικιωμένους μας να ξεθωριάζουν; Να περιθωριοποιούνται;

Θα μου πείτε τώρα τι έπαθες κυριακάτικα και ασχολείσαι με την τρίτη ηλικία… Είναι επειδή είχα αδυναμία στους παππούδες μου από παιδί, επειδή θεωρώ ότι οι ηλικιωμένοι είναι οι στυλοβάτες μας, αλλά και επειδή πολύ πρόσφατα άκουσα μία αληθινή ιστορία που με συγκλόνισε:

Κάποτε κι εκείνος ήταν νέος. Αγωνιστής της ζωής. Παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, έχασε το ένα από τα δύο, το λατρεμένο αγόρι του, πολύ νωρίς από ατύχημα για το οποίο αποζημιώθηκε με ένα μεγάλο ποσό από το ελληνικό κράτος.

Ο πόνος ήταν βαθύς και βαρύς, αλλά αξιοποίησε για την υπόλοιπη οικογένεια ό,τι του έδωσαν, αγοράζοντας διαμερίσματα και νοικιάζοντάς τα για να υπάρχει, έστω, ένα σταθερό εισόδημα για όλους. Λίγα χρόνια μετά η γυναίκα του δεν άντεξε τον χαμό του βλασταριού της και το ακολούθησε ήσυχα και ξαφνικά, ένα βράδυ στον ύπνο της. Απαρηγόρητος εκείνος που έχασε και τη σύντροφο ζωής, άργησε πολύ να σηκωθεί από όλο αυτό, να ξανασταθεί στα πόδια του. Είχε όμως την κόρη του και, κυρίως τον εγγονό του, που ήταν για εκείνον η χαρά της ζωής!

Μέχρι που πέθανε και η θυγατέρα του, πρόωρα και άδικα. Άλλος πόνος, άλλη διαχείριση, άλλο βούλιαγμα. Εξακολουθούσε όμως να έχει το φως του: ο εγγονός εκεί, κερί αναμμένο, του στεκόταν σαν το τρίτο παιδί του. Τέτοιο δέσιμο σπάνια έβλεπες σε παππού και απόγονο.

Έτσι, αποφάσισε να του γράψει όλη την περιουσία του, αφού η εμπιστοσύνη που του είχε ήταν αδιαπραγμάτευτη.

Όταν εκείνος παντρεύτηκε ένα χαμόγελο ήρθε πάλι στα χείλη του και ένα δάκρυ που όλη αυτή την ευτυχία την περνούσε χωρίς τους δικούς του ανθρώπους. Γλυκόπικρες στιγμές, αλλά είχε το ζευγάρι που τον έστεργε και τον ήθελε κοντά του, να έχει ένα δωμάτιο στο σπίτι να μην νιώθε μόνος. Ώσπου ήρθε η μέρα που εκείνος, ο μοναδικός, ο λατρεμένος, ο μονάκριβος ο εγγονός, ο γιος της κόρης του ή αλλιώς του παιδιού του το παιδί που ήταν δυο φορές παιδί του τού ζήτησε να φύγει από το σπίτι. Ήταν η κατάθλιψή του που τους συννέφιαζε; Ήταν η νύφη που δυσανασχετούσε με την παρουσία του γέρου στο σπίτι; Κανείς δεν είπε, κανείς δεν ξέρει…

Πάντως, ένα μεσημέρι τον φώναξαν και οι δύο στην τραπεζαρία και του ανακοίνωσαν πως πρέπει να τους αφήσει στην ησυχία τους και πως τα πράγματά του τα είχαν ήδη έτοιμα στη βαλίτσα, δίπλα στην εξώπορτα.

«Σ’ εμένα το λες αυτό μωρέ;», είπε στον εγγονό, χωρίς να στραφεί καθόλου στη νύφη. «Ναι παππού σ’ εσένα», απάντησε εκείνος. «Θα φύγω τότες», είπε ψυχρά σαν πάγος και άνοιξε την πόρτα, χωρίς καν να αγγίξει την αποσκευή, κατευθυνόμενος προς τα σκαλιά του πάνω ορόφου.

Ο γδούπος που ακούστηκε πολύ έντονα μετά από ένα τέταρτο περίπου στον διπλανό δρόμο ήταν γεμάτος δύναμη και ορμή. Το κυριότερο από όλα όμως: κραύγαζε απανθρωπιά και αναισθησία!

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 17.04.2022