ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΙΝΕ ΓΣΕΕ: To 1/3 των νοικοκυριών δυσκολεύεται να καλύψει δαπάνες διαβίωσης

Η ελληνική οικονομία ανακάμπτει με αγκάθια το κύμα ακρίβειας και την αδυναμία αποταμίευσης των νοικοκυριών, επισημαίνει το Ινστιτούτο Εργασίας

 23/09/2021 12:46

ΙΝΕ ΓΣΕΕ: To 1/3 των νοικοκυριών δυσκολεύεται να καλύψει δαπάνες διαβίωσης

Τα τελευταία διαθέσιμα μακροοικονομικά δεδομένα δείχνουν ότι η ελληνική οικονομία έχει εισέλθει σε μια φάση ανάκαμψης η δυναμική της οποίας θα εξαρτηθεί, πέραν της αβεβαιότητας που εξακολουθεί να δημιουργεί η εξέλιξη της πανδημίας COVID-19, από την ουσιαστική αύξηση της απασχόλησης και του διαθέσιμου εισοδήματος και τη διατηρησιμότητα του ιδιωτικού χρέους και της συνολικής ζήτησης. Παράλληλα, η πορεία της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας οικονομίας, η αντίδραση των κεντρικών τραπεζών στην πίεση των πληθωριστικών προσδοκιών, οι επιπτώσεις της ακρίβειας στην αγοραστική δύναμη και στο βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών, οι δημοσιονομικές επιλογές της ΕΕ και η μεταβολή σημαντικών κοινωνικών δεικτών θα καθορίσουν το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον που θα επιταχύνει ή θα επιβραδύνει τη δυναμική της μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Είναι καθοριστικής οικονομικής και κοινωνικής σημασίας να αντιμετωπιστούν οι αποκλίνουσες επιπτώσεις της πανδημίας στην απασχόληση σε όλους τους κλάδους. 


Τα προγράμματα στήριξης των εργαζομένων στις επιχειρήσεις και στους κλάδους της οικονομίας που έχουν πληγεί από την πανδημία και εξακολουθούν να κινδυνεύουν από πιθανά νέα κύματα του ιού πρέπει να παραμείνουν σε ισχύ. Ο περιορισμός αποκλεισμών στην απασχόληση και η ελαχιστοποίηση της απώλειας θέσεων εργασίας είναι ζωτικής σημασίας για να διασφαλιστεί ότι η αγορά εργασίας θα ανακάμψει γρήγορα και βιώσιμα μετά την πανδημία. Στο πλαίσιο αυτό είναι απολύτως απαραίτητες στοχευμένες πολιτικές για τμήματα της αγοράς εργασίας σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο (π.χ. νέοι, χαμηλής ειδίκευσης, μακροχρόνια άνεργοι) που έχουν υποστεί τις συνέπειες της πανδημίας και πιθανά να υστερήσουν στη φάση της ανάκαμψης. 

H παγκόσμια οικονομία φαίνεται να αφήνει πίσω της την πρωτοφανή στα ιστορικά χρονικά ύφεση του 2020 και να εισέρχεται σταδιακά σε μια φάση δυναμικής ανάκαμψης χάρη, μεταξύ άλλων, στα γενικευμένα νομισματικά και δημοσιονομικά μέτρα στήριξης που έλαβαν κεντρικές τράπεζες και κυβερνήσεις ανά τον κόσμο, στη μερική άρση των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης (lockdown), στην αύξηση των εμβολιασμών, καθώς και στην ενίσχυση του διεθνούς εμπορίου σε συνθήκες αυξανόμενου πλην όμως ελεγχόμενου έως σήμερα πληθωρισμού. 

Προβληματισμό, ωστόσο, δημιουργεί το γεγονός ότι η ισχυρή ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας το 2021 αναμένεται να είναι άνιση, πολλαπλών ταχυτήτων (IMF, 2021) και ευάλωτη. Τα νέα υψηλά επίπεδα ιδιωτικού και δημόσιου χρέους, η αβεβαιότητα που προκαλεί η ταχεία διάδοση της μετάλλαξης Δέλτα του κορονοϊού ακόμη και σε εμβολιασμένους, οι μεγάλες δημοσιονομικές επιβαρύνσεις από τη διαχείριση της πανδημικής και της κλιματικής κρίσης σε συνδυασμό με τις διακοπές στη λειτουργία των εφοδιαστικών αλυσίδων και τις νέες γεωπολιτικές εντάσεις (ΗΠΑ-Κίνα, Ουκρανία, Ιράν, Αφγανιστάν, Ανατ. Μεσόγειος κ.α.) αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες στη δυναμική της ανάκαμψης με σύνθετες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις σε εθνικό επίπεδο. 


Στους παραπάνω παράγοντες πρέπει να προστεθεί και να υπογραμμιστεί και η πρόσφατη άνοδος του πληθωρισμού σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς και οι χρηματοπιστωτικές επιπτώσεις που θα προκληθούν από μια πιθανή άρση της διευκολυντικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών ή/και την απόσυρση των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης στην Ευρώπη. Το ενδεχόμενο μείωσης της ρευστότητας και αύξησης των επιτοκίων εκτιμάται πως θα είχε σοβαρές αρνητικές συνέπειες εξαιτίας της πολύ υψηλής συσσώρευσης χρέους και των υπερτιμημένων αγορών περιουσιακών στοιχείων (μετοχές, ομόλογα, ακίνητα κ.λπ.). Ο κίνδυνος αυτός είναι μάλιστα μεγαλύτερος δεδομένης της μεγάλης πτώσης της απασχόλησης λόγω της πανδημίας (Διάγραμμα 1) και θα αυξηθεί περαιτέρω εάν υπάρξει νέα αναστολή της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία θα υποσκάψει την προοπτική ανάκαμψης των οικονομιών. Τους τελευταίους 2-3 μήνες παρατηρείται ήδη επιβράδυνση των ρυθμών επέκτασης, όπως αποτυπώνεται στους δείκτες οικονομικής δραστηριότητας των υπηρεσιών και της μεταποίησης των ΗΠΑ, της Ευρωζώνης και της Κίνας. 

Σε κάθε περίπτωση, η αύξηση του πληθωρισμού στην Ελλάδα είναι μέχρι στιγμής συγκρατημένη, με τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή να αυξάνεται σε ετήσια βάση τον Αύγουστο κατά 1,2%7 (έναντι -2,3% το αντίστοιχο περσινό διάστημα), που αποτελεί τη δεύτερη χαμηλότερη μεταξύ των 19 κρατών-μελών της Ευρωζώνης Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, και με δεδομένη την αβεβαιότητα για τον τερματισμό της πανδημίας, μια τέτοια εξέλιξη όχι μόνο θα εξανεμίσει την πολύ μικρή αύξηση του κατώτατου μισθού που αποφασίστηκε για το 2022, αλλά θα πλήξει οριζόντια και το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και την αγοραστική δύναμη εργαζομένων και νοικοκυριών. Το πλήγμα αυτό αναμένεται να είναι μεγαλύτερο στον βαθμό που η άνοδος του πληθωρισμού σταθεί αφορμή για τη σύσφιξη της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, αποκόπτοντας έτσι σημαντικές πηγές ροών ρευστότητας που στηρίζουν σήμερα χρηματοπιστωτικά τον ιδιωτικό τομέα και το επίπεδο της εγχώριας δαπάνης. Σε αυτό το πλαίσιο, η αναπροσαρμογή των έμμεσων φόρων, ειδικά του ΦΠΑ, και ο αποτελεσματικός έλεγχος αθέμιτων πρακτικών αισχροκέρδειας στην αγορά θα μπορούσαν, μεταξύ άλλων, να συμβάλουν στην αποτροπή των πληθωριστικών πιέσεων και της υποβάθμισης του εισοδήματος και των συνθηκών διαβίωσης των πολιτών.  

Είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι η αύξηση των τιμών λαμβάνει χώρα σε μια περίοδο κατά την οποία τα νοικοκυριά βρίσκονται σε δεινή χρηματοοικονομική κατάσταση, αφού ούτε τα εισοδήματα ούτε τα ποσοστά απασχόλησης και φτώχειας έχουν ανακάμψει από την παρατεταμένη οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας και την επίπτωση της πανδημικής κρίσης στην οικονομία. Είναι ενδεικτικό ότι το 2020 το ποσοστό των πολιτών άνω των 18 ετών που διαβιούσαν σε συνθήκες σοβαρής υλικής υστέρησης διαμορφώθηκε στο 15,9%, ανακόπτοντας την τάση αποκλιμάκωσης του συγκεκριμένου δείκτη που καταγράφεται στη χώρα μας από το 2017 και ύστερα. Μεταξύ των εργαζομένων, το ποσοστό σοβαρής υλικής υστέρησης στη χώρα μας σημείωσε άνοδο 0,6 ποσοστιαίων μονάδων και ανήλθε στο 11,7%, αποτυπώνοντας την επίπτωση της πανδημικής κρίσης στην αγορά εργασίας και στο εισόδημα των των νοικοκυριών που δηλώνουν αδυναμία κάλυψης σημαντικών για την ποιότητα ζωής δαπανών. 

Είναι ενδεικτικό ότι το 2019 τα μισά σχεδόν νοικοκυριά στην Ελλάδα δήλωσαν ότι δεν μπορούσαν να πραγματοποιήσουν διακοπές διάρκειας επτά ημερών, όταν στην Ευρωζώνη το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 26,2%. Το ποσοστό επίσης εκείνων που αδυνατούσαν να πληρώσουν λογαριασμούς (π.χ. δόση δανείου ή ενοίκιο, πάγιους λογαριασμούς κ.ά) ήταν σχεδόν εξαπλάσιο συγκριτικά με αυτό της Ευρωζώνης (41,4% στην Ελλάδα, έναντι 7,5% στην Ευρωζώνη). Αντίστοιχη διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Ευρωζώνης παρατηρείται και όσον αφορά το ποσοστό των νοικοκυριών που δυσκολεύονται πολύ να τα βγάλουν πέρα οικονομικά. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η διάκριση της μέσης μηνιαίας δαπάνης ανάλογα με το αν τα νοικοκυριά βρίσκονται κάτω από το κατώφλι φτώχειας ή όχι. Η συνολική μέση μηνιαία δαπάνη τόσο των φτωχών όσο και των μη φτωχών νοικοκυριών υπερβαίνει τον κατώτατο μισθό, ενώ σε αυτή δεν υπολογίζονται οι τόκοι από ενυπόθηκα δάνεια ή το ενοίκιο. 


Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε και την επιβάρυνση από το ενοίκιο, τους τόκους ενυπόθηκου δανείου ή του κόστους συντήρησης της οικίας, τότε είναι πολύ πιθανό η μέση δαπάνη του νοικοκυριού να υπερβαίνει το επίπεδο του μισθού διαβίωσης. Από αυτό το εύρημα προκύπτουν τα εξής δύο σημαντικά συμπεράσματα: 1. Όσο ο κατώτατος μισθός βρίσκεται κάτω από το όριο σχετικής (και απόλυτης) φτώχειας και το εγχώριο παραγωγικό σύστημα δημιουργεί χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας, τόσο το ποσοστό ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας θα παραμένει υψηλό και το επίπεδο διαβίωσης μεγάλης μερίδας των πολιτών θα είναι χαμηλό. 2. Ακολούθως, τα άτομα σε κίνδυνο φτώχειας είναι αναγκασμένα να δανειστούν ή να αξιοποιήσουν τις καταθέσεις τους, πράγμα που τα οδηγεί σε μεγαλύτερη φτώχεια. Επίσης, το γεγονός αυτό δημιουργεί σημαντική δυναμική αύξησης της ανισότητας εισοδήματος και πλούτου, υπονομεύοντας ταυτόχρονα τη χρηματοοικονομική σταθερότητα της οικονομίας σε μακροοικονομικό επίπεδο. Η δυσκολία κάλυψης των δαπανών διαβίωσης δεν αφορά μόνο τα φτωχά νοικοκυριά αλλά περίπου το ένα τρίτο (1/3) του συνόλου των νοικοκυριών. Tο 35% του συνόλου των νοικοκυριών και περίπου το 60% των φτωχών νοικοκυριών δεν είχε αποταμιεύσεις για να στηρίξει το επίπεδο διαβίωσής του, σε περίπτωση που θα έμενε χωρίς εισόδημα. Ταυτόχρονα, ελάχιστα ήταν τα νοικοκυριά τα οποία μπορούσαν να συντηρήσουν το ίδιο επίπεδο διαβίωσης για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών.

 Ειδικότερα, μόλις το 37% του συνόλου των νοικοκυριών και το 9% των φτωχών νοικοκυριών κατάφερε να αποταμιεύσει το 2020, ενώ το 43% του συνόλου των νοικοκυριών και το 67% των φτωχών νοικοκυριών θα έπρεπε είτε να δανειστεί είτε να ξοδέψει από τις αποταμιεύσεις του (Διάγραμμα 12). Το αποτέλεσμα αυτό αφορά κυρίως την περίοδο της εφαρμογής μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης για την αντιμετώπιση της COVID-19, ταυτόχρονα όμως αντανακλά και την αρνητική διαφορά που υπάρχει από το 2012 μέχρι σήμερα μεταξύ του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και της κατανάλωσής τους σε εθνικό επίπεδο. Η πανδημική κρίση επιδείνωσε τα ήδη συμπιεσμένα από την πολύχρονη κρίση εισοδήματα. 

 Η αδυναμία της συντριπτικής πλειονότητας των νοικοκυριών να αποταμιεύσει δημιουργεί ανησυχία αναφορικά με τη χρηματοοικονομική τους συνοχή, τη μεσοπρόθεσμη δυναμική της ιδιωτικής κατανάλωσης, αλλά και την αύξηση της οικονομικής ανισότητας μεταξύ των πολιτών. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 2019 η εισοδηματική ανισότητα στην Ελλάδα ήταν υψηλότερη τόσο του μέσου όρου της Ευρωζώνης όσο και του μέσου όρου της ΕΕ. Ολοκληρώνοντας, σε αυτό το τοπίο, η ακρίβεια που σημειώνεται σε βασικά αγαθά θα υποβαθμίσει περαιτέρω το επίπεδο διαβίωσης των νοικοκυριών και την κοινωνική συνοχή. Μια αλλαγή του μείγματος και των στόχων της φορολογικής και της κοινωνικής πολιτικής σε συνδυασμό με τον έλεγχο της αγοράς για την αποτροπή υπερτιμολογήσεων και άλλων πρακτικών αισχροκέρδειας είναι απαραίτητη. Όμως, ζωτικής σημασίας για την οικονομική και την κοινωνική σταθερότητα της χώρας είναι ο άμεσος αναπροσανατολισμός της οικονομικής πολιτικής με επίκεντρο την κοινωνική ευημερία, την ποιοτική απασχόληση και την ποιότητα ζωής των πολιτών. Η τριμηνιαία δυναμική της μεγέθυνσης του ΑΕΠ είναι ένας δείκτης που δεν αποτυπώνει τις μεγάλες οικονομικές ανισότητες, τον κίνδυνο φτώχειας και φτωχοποίησης πολλών νοικοκυριών, την υπερσυσσώρευση ιδιωτικού και δημόσιου χρέους και τα προβλήματα βιωσιμότητας της κοινωνίας.

Τα τελευταία διαθέσιμα μακροοικονομικά δεδομένα δείχνουν ότι η ελληνική οικονομία έχει εισέλθει σε μια φάση ανάκαμψης η δυναμική της οποίας θα εξαρτηθεί, πέραν της αβεβαιότητας που εξακολουθεί να δημιουργεί η εξέλιξη της πανδημίας COVID-19, από την ουσιαστική αύξηση της απασχόλησης και του διαθέσιμου εισοδήματος και τη διατηρησιμότητα του ιδιωτικού χρέους και της συνολικής ζήτησης. Παράλληλα, η πορεία της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας οικονομίας, η αντίδραση των κεντρικών τραπεζών στην πίεση των πληθωριστικών προσδοκιών, οι επιπτώσεις της ακρίβειας στην αγοραστική δύναμη και στο βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών, οι δημοσιονομικές επιλογές της ΕΕ και η μεταβολή σημαντικών κοινωνικών δεικτών θα καθορίσουν το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον που θα επιταχύνει ή θα επιβραδύνει τη δυναμική της μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Είναι καθοριστικής οικονομικής και κοινωνικής σημασίας να αντιμετωπιστούν οι αποκλίνουσες επιπτώσεις της πανδημίας στην απασχόληση σε όλους τους κλάδους. 


Τα προγράμματα στήριξης των εργαζομένων στις επιχειρήσεις και στους κλάδους της οικονομίας που έχουν πληγεί από την πανδημία και εξακολουθούν να κινδυνεύουν από πιθανά νέα κύματα του ιού πρέπει να παραμείνουν σε ισχύ. Ο περιορισμός αποκλεισμών στην απασχόληση και η ελαχιστοποίηση της απώλειας θέσεων εργασίας είναι ζωτικής σημασίας για να διασφαλιστεί ότι η αγορά εργασίας θα ανακάμψει γρήγορα και βιώσιμα μετά την πανδημία. Στο πλαίσιο αυτό είναι απολύτως απαραίτητες στοχευμένες πολιτικές για τμήματα της αγοράς εργασίας σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο (π.χ. νέοι, χαμηλής ειδίκευσης, μακροχρόνια άνεργοι) που έχουν υποστεί τις συνέπειες της πανδημίας και πιθανά να υστερήσουν στη φάση της ανάκαμψης. 

H παγκόσμια οικονομία φαίνεται να αφήνει πίσω της την πρωτοφανή στα ιστορικά χρονικά ύφεση του 2020 και να εισέρχεται σταδιακά σε μια φάση δυναμικής ανάκαμψης χάρη, μεταξύ άλλων, στα γενικευμένα νομισματικά και δημοσιονομικά μέτρα στήριξης που έλαβαν κεντρικές τράπεζες και κυβερνήσεις ανά τον κόσμο, στη μερική άρση των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης (lockdown), στην αύξηση των εμβολιασμών, καθώς και στην ενίσχυση του διεθνούς εμπορίου σε συνθήκες αυξανόμενου πλην όμως ελεγχόμενου έως σήμερα πληθωρισμού. 

Προβληματισμό, ωστόσο, δημιουργεί το γεγονός ότι η ισχυρή ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας το 2021 αναμένεται να είναι άνιση, πολλαπλών ταχυτήτων (IMF, 2021) και ευάλωτη. Τα νέα υψηλά επίπεδα ιδιωτικού και δημόσιου χρέους, η αβεβαιότητα που προκαλεί η ταχεία διάδοση της μετάλλαξης Δέλτα του κορονοϊού ακόμη και σε εμβολιασμένους, οι μεγάλες δημοσιονομικές επιβαρύνσεις από τη διαχείριση της πανδημικής και της κλιματικής κρίσης σε συνδυασμό με τις διακοπές στη λειτουργία των εφοδιαστικών αλυσίδων και τις νέες γεωπολιτικές εντάσεις (ΗΠΑ-Κίνα, Ουκρανία, Ιράν, Αφγανιστάν, Ανατ. Μεσόγειος κ.α.) αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες στη δυναμική της ανάκαμψης με σύνθετες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις σε εθνικό επίπεδο. 


Στους παραπάνω παράγοντες πρέπει να προστεθεί και να υπογραμμιστεί και η πρόσφατη άνοδος του πληθωρισμού σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς και οι χρηματοπιστωτικές επιπτώσεις που θα προκληθούν από μια πιθανή άρση της διευκολυντικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών ή/και την απόσυρση των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης στην Ευρώπη. Το ενδεχόμενο μείωσης της ρευστότητας και αύξησης των επιτοκίων εκτιμάται πως θα είχε σοβαρές αρνητικές συνέπειες εξαιτίας της πολύ υψηλής συσσώρευσης χρέους και των υπερτιμημένων αγορών περιουσιακών στοιχείων (μετοχές, ομόλογα, ακίνητα κ.λπ.). Ο κίνδυνος αυτός είναι μάλιστα μεγαλύτερος δεδομένης της μεγάλης πτώσης της απασχόλησης λόγω της πανδημίας (Διάγραμμα 1) και θα αυξηθεί περαιτέρω εάν υπάρξει νέα αναστολή της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία θα υποσκάψει την προοπτική ανάκαμψης των οικονομιών. Τους τελευταίους 2-3 μήνες παρατηρείται ήδη επιβράδυνση των ρυθμών επέκτασης, όπως αποτυπώνεται στους δείκτες οικονομικής δραστηριότητας των υπηρεσιών και της μεταποίησης των ΗΠΑ, της Ευρωζώνης και της Κίνας. 

Σε κάθε περίπτωση, η αύξηση του πληθωρισμού στην Ελλάδα είναι μέχρι στιγμής συγκρατημένη, με τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή να αυξάνεται σε ετήσια βάση τον Αύγουστο κατά 1,2%7 (έναντι -2,3% το αντίστοιχο περσινό διάστημα), που αποτελεί τη δεύτερη χαμηλότερη μεταξύ των 19 κρατών-μελών της Ευρωζώνης Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, και με δεδομένη την αβεβαιότητα για τον τερματισμό της πανδημίας, μια τέτοια εξέλιξη όχι μόνο θα εξανεμίσει την πολύ μικρή αύξηση του κατώτατου μισθού που αποφασίστηκε για το 2022, αλλά θα πλήξει οριζόντια και το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και την αγοραστική δύναμη εργαζομένων και νοικοκυριών. Το πλήγμα αυτό αναμένεται να είναι μεγαλύτερο στον βαθμό που η άνοδος του πληθωρισμού σταθεί αφορμή για τη σύσφιξη της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, αποκόπτοντας έτσι σημαντικές πηγές ροών ρευστότητας που στηρίζουν σήμερα χρηματοπιστωτικά τον ιδιωτικό τομέα και το επίπεδο της εγχώριας δαπάνης. Σε αυτό το πλαίσιο, η αναπροσαρμογή των έμμεσων φόρων, ειδικά του ΦΠΑ, και ο αποτελεσματικός έλεγχος αθέμιτων πρακτικών αισχροκέρδειας στην αγορά θα μπορούσαν, μεταξύ άλλων, να συμβάλουν στην αποτροπή των πληθωριστικών πιέσεων και της υποβάθμισης του εισοδήματος και των συνθηκών διαβίωσης των πολιτών.  

Είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι η αύξηση των τιμών λαμβάνει χώρα σε μια περίοδο κατά την οποία τα νοικοκυριά βρίσκονται σε δεινή χρηματοοικονομική κατάσταση, αφού ούτε τα εισοδήματα ούτε τα ποσοστά απασχόλησης και φτώχειας έχουν ανακάμψει από την παρατεταμένη οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας και την επίπτωση της πανδημικής κρίσης στην οικονομία. Είναι ενδεικτικό ότι το 2020 το ποσοστό των πολιτών άνω των 18 ετών που διαβιούσαν σε συνθήκες σοβαρής υλικής υστέρησης διαμορφώθηκε στο 15,9%, ανακόπτοντας την τάση αποκλιμάκωσης του συγκεκριμένου δείκτη που καταγράφεται στη χώρα μας από το 2017 και ύστερα. Μεταξύ των εργαζομένων, το ποσοστό σοβαρής υλικής υστέρησης στη χώρα μας σημείωσε άνοδο 0,6 ποσοστιαίων μονάδων και ανήλθε στο 11,7%, αποτυπώνοντας την επίπτωση της πανδημικής κρίσης στην αγορά εργασίας και στο εισόδημα των των νοικοκυριών που δηλώνουν αδυναμία κάλυψης σημαντικών για την ποιότητα ζωής δαπανών. 

Είναι ενδεικτικό ότι το 2019 τα μισά σχεδόν νοικοκυριά στην Ελλάδα δήλωσαν ότι δεν μπορούσαν να πραγματοποιήσουν διακοπές διάρκειας επτά ημερών, όταν στην Ευρωζώνη το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 26,2%. Το ποσοστό επίσης εκείνων που αδυνατούσαν να πληρώσουν λογαριασμούς (π.χ. δόση δανείου ή ενοίκιο, πάγιους λογαριασμούς κ.ά) ήταν σχεδόν εξαπλάσιο συγκριτικά με αυτό της Ευρωζώνης (41,4% στην Ελλάδα, έναντι 7,5% στην Ευρωζώνη). Αντίστοιχη διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Ευρωζώνης παρατηρείται και όσον αφορά το ποσοστό των νοικοκυριών που δυσκολεύονται πολύ να τα βγάλουν πέρα οικονομικά. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η διάκριση της μέσης μηνιαίας δαπάνης ανάλογα με το αν τα νοικοκυριά βρίσκονται κάτω από το κατώφλι φτώχειας ή όχι. Η συνολική μέση μηνιαία δαπάνη τόσο των φτωχών όσο και των μη φτωχών νοικοκυριών υπερβαίνει τον κατώτατο μισθό, ενώ σε αυτή δεν υπολογίζονται οι τόκοι από ενυπόθηκα δάνεια ή το ενοίκιο. 


Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε και την επιβάρυνση από το ενοίκιο, τους τόκους ενυπόθηκου δανείου ή του κόστους συντήρησης της οικίας, τότε είναι πολύ πιθανό η μέση δαπάνη του νοικοκυριού να υπερβαίνει το επίπεδο του μισθού διαβίωσης. Από αυτό το εύρημα προκύπτουν τα εξής δύο σημαντικά συμπεράσματα: 1. Όσο ο κατώτατος μισθός βρίσκεται κάτω από το όριο σχετικής (και απόλυτης) φτώχειας και το εγχώριο παραγωγικό σύστημα δημιουργεί χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας, τόσο το ποσοστό ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας θα παραμένει υψηλό και το επίπεδο διαβίωσης μεγάλης μερίδας των πολιτών θα είναι χαμηλό. 2. Ακολούθως, τα άτομα σε κίνδυνο φτώχειας είναι αναγκασμένα να δανειστούν ή να αξιοποιήσουν τις καταθέσεις τους, πράγμα που τα οδηγεί σε μεγαλύτερη φτώχεια. Επίσης, το γεγονός αυτό δημιουργεί σημαντική δυναμική αύξησης της ανισότητας εισοδήματος και πλούτου, υπονομεύοντας ταυτόχρονα τη χρηματοοικονομική σταθερότητα της οικονομίας σε μακροοικονομικό επίπεδο. Η δυσκολία κάλυψης των δαπανών διαβίωσης δεν αφορά μόνο τα φτωχά νοικοκυριά αλλά περίπου το ένα τρίτο (1/3) του συνόλου των νοικοκυριών. Tο 35% του συνόλου των νοικοκυριών και περίπου το 60% των φτωχών νοικοκυριών δεν είχε αποταμιεύσεις για να στηρίξει το επίπεδο διαβίωσής του, σε περίπτωση που θα έμενε χωρίς εισόδημα. Ταυτόχρονα, ελάχιστα ήταν τα νοικοκυριά τα οποία μπορούσαν να συντηρήσουν το ίδιο επίπεδο διαβίωσης για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών.

 Ειδικότερα, μόλις το 37% του συνόλου των νοικοκυριών και το 9% των φτωχών νοικοκυριών κατάφερε να αποταμιεύσει το 2020, ενώ το 43% του συνόλου των νοικοκυριών και το 67% των φτωχών νοικοκυριών θα έπρεπε είτε να δανειστεί είτε να ξοδέψει από τις αποταμιεύσεις του (Διάγραμμα 12). Το αποτέλεσμα αυτό αφορά κυρίως την περίοδο της εφαρμογής μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης για την αντιμετώπιση της COVID-19, ταυτόχρονα όμως αντανακλά και την αρνητική διαφορά που υπάρχει από το 2012 μέχρι σήμερα μεταξύ του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και της κατανάλωσής τους σε εθνικό επίπεδο. Η πανδημική κρίση επιδείνωσε τα ήδη συμπιεσμένα από την πολύχρονη κρίση εισοδήματα. 

 Η αδυναμία της συντριπτικής πλειονότητας των νοικοκυριών να αποταμιεύσει δημιουργεί ανησυχία αναφορικά με τη χρηματοοικονομική τους συνοχή, τη μεσοπρόθεσμη δυναμική της ιδιωτικής κατανάλωσης, αλλά και την αύξηση της οικονομικής ανισότητας μεταξύ των πολιτών. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 2019 η εισοδηματική ανισότητα στην Ελλάδα ήταν υψηλότερη τόσο του μέσου όρου της Ευρωζώνης όσο και του μέσου όρου της ΕΕ. Ολοκληρώνοντας, σε αυτό το τοπίο, η ακρίβεια που σημειώνεται σε βασικά αγαθά θα υποβαθμίσει περαιτέρω το επίπεδο διαβίωσης των νοικοκυριών και την κοινωνική συνοχή. Μια αλλαγή του μείγματος και των στόχων της φορολογικής και της κοινωνικής πολιτικής σε συνδυασμό με τον έλεγχο της αγοράς για την αποτροπή υπερτιμολογήσεων και άλλων πρακτικών αισχροκέρδειας είναι απαραίτητη. Όμως, ζωτικής σημασίας για την οικονομική και την κοινωνική σταθερότητα της χώρας είναι ο άμεσος αναπροσανατολισμός της οικονομικής πολιτικής με επίκεντρο την κοινωνική ευημερία, την ποιοτική απασχόληση και την ποιότητα ζωής των πολιτών. Η τριμηνιαία δυναμική της μεγέθυνσης του ΑΕΠ είναι ένας δείκτης που δεν αποτυπώνει τις μεγάλες οικονομικές ανισότητες, τον κίνδυνο φτώχειας και φτωχοποίησης πολλών νοικοκυριών, την υπερσυσσώρευση ιδιωτικού και δημόσιου χρέους και τα προβλήματα βιωσιμότητας της κοινωνίας.

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία