ΓΕΥΣΕΙΣ

Ημέρα δέκατη πέμπτη: Παρένθεση

 05/03/2020 16:00

Ημέρα δέκατη πέμπτη: Παρένθεση

Μανώλης Παπουτσάκης


Είναι και εκείνες οι μέρες που ο Πυροφάγος θέλει να μείνει βουβός. Πάει να πει μια κουβέντα και πνίγεται. Πάει να μιλήσει για νοστιμιές, για μυρωδιές, για αναμνήσεις, για υλικά αγαπημένα και το χέρι δεν μπορεί γράψει τίποτα. Γιατί είναι άλλα τα σημαντικά και τα μεγάλα που φράζουν το στόμα και την ψυχή.

Εγώ μεγάλωσα σε ένα σπίτι ταπεινό. Η αξιοπρέπεια ήταν πάντα πάνω από τη φτώχεια και η συμπόνια για τον αδύναμο μια αυτονόητη αξία. Μάθαμε να μην κλείνουμε την πόρτα μας σε κανέναν που είχε ανάγκη και αφήναμε πάντα μια θέση στο τραπέζι μας για όποιον την χρειαζόταν.

Θα μου πείτε πως είμαι ένας ρομαντικός, ο οποίος, ακριβώς επειδή δεν έχει στην αυλή του το πρόβλημα, γράφει με την πολυτέλεια της ησυχίας του για εκείνα που οι άλλοι βιώνουν ως μια σκληρή αλήθεια. Ισχύει. Και οφείλω να σκεφτώ και να καταλάβω τα ζόρια των ανθρώπων που καλούνται να αντιμετωπίσουν καταστάσεις δύσκολες και πρωτόγνωρες και να μην βγάλω τα εύκολα συμπεράσματά μου για το πόσο σκληροί και αναίσθητοι είναι κάποιοι. Δεν μπορώ, όμως, να μην επικαλεστώ και την ανθρωπιά μου. Την ανθρωπιά μας που μας κάνει να ξεχωρίζουμε ως λαός, ως τόπος, ως ιδιοσυγκρασία.

Είμαστε σχεδόν ρημαγμένοι. Κοντεύουμε να απωλέσουμε το σημαντικότερο όλων, την ίδια μας την ανθρώπινη ταυτότητα για να αμυνθούμε σε μια κατάσταση πρωτόγνωρη που κανονικά θα ‘πρεπε άλλοι να ‘χουν φροντίσει να μην συμβεί ποτέ. Και τώρα τι; Θα αφήσουμε όλην αυτή την ασχήμια να μας κατακυριεύσει και θα μεταμορφωθούμε σε άψυχα τέρατα που αδιαφορούν για τα βάσανα των άλλων; Όχι. Ξεκάθαρα όχι. Αυτή η άρνηση- οφείλουμε στον εαυτό μας πρώτα απ’ όλα- να είναι βροντερή και απόλυτη. Αν θέλουμε να καμαρώνουμε ακόμα για κάτι που θεωρούμε «εθνικό» και «Ελληνικό». Και αυτό, αγαπητοί μου, δεν είναι ούτε ο ήλιος, ούτε η θάλασσα, ούτε το φαΐ, ούτε οι αρχαίοι ημών πρόγονοι. Είναι η ίδια η ανθρωπιά μας που βυθίζεται ολοένα και περισσότερο μέσα στην σκοτεινιά των ημερών.

* Δημοσιεύτηκε στη "Θεσσαλονίκη" στις 05.03.2020.

Σχετικά Άρθρα


Είναι και εκείνες οι μέρες που ο Πυροφάγος θέλει να μείνει βουβός. Πάει να πει μια κουβέντα και πνίγεται. Πάει να μιλήσει για νοστιμιές, για μυρωδιές, για αναμνήσεις, για υλικά αγαπημένα και το χέρι δεν μπορεί γράψει τίποτα. Γιατί είναι άλλα τα σημαντικά και τα μεγάλα που φράζουν το στόμα και την ψυχή.

Εγώ μεγάλωσα σε ένα σπίτι ταπεινό. Η αξιοπρέπεια ήταν πάντα πάνω από τη φτώχεια και η συμπόνια για τον αδύναμο μια αυτονόητη αξία. Μάθαμε να μην κλείνουμε την πόρτα μας σε κανέναν που είχε ανάγκη και αφήναμε πάντα μια θέση στο τραπέζι μας για όποιον την χρειαζόταν.

Θα μου πείτε πως είμαι ένας ρομαντικός, ο οποίος, ακριβώς επειδή δεν έχει στην αυλή του το πρόβλημα, γράφει με την πολυτέλεια της ησυχίας του για εκείνα που οι άλλοι βιώνουν ως μια σκληρή αλήθεια. Ισχύει. Και οφείλω να σκεφτώ και να καταλάβω τα ζόρια των ανθρώπων που καλούνται να αντιμετωπίσουν καταστάσεις δύσκολες και πρωτόγνωρες και να μην βγάλω τα εύκολα συμπεράσματά μου για το πόσο σκληροί και αναίσθητοι είναι κάποιοι. Δεν μπορώ, όμως, να μην επικαλεστώ και την ανθρωπιά μου. Την ανθρωπιά μας που μας κάνει να ξεχωρίζουμε ως λαός, ως τόπος, ως ιδιοσυγκρασία.

Είμαστε σχεδόν ρημαγμένοι. Κοντεύουμε να απωλέσουμε το σημαντικότερο όλων, την ίδια μας την ανθρώπινη ταυτότητα για να αμυνθούμε σε μια κατάσταση πρωτόγνωρη που κανονικά θα ‘πρεπε άλλοι να ‘χουν φροντίσει να μην συμβεί ποτέ. Και τώρα τι; Θα αφήσουμε όλην αυτή την ασχήμια να μας κατακυριεύσει και θα μεταμορφωθούμε σε άψυχα τέρατα που αδιαφορούν για τα βάσανα των άλλων; Όχι. Ξεκάθαρα όχι. Αυτή η άρνηση- οφείλουμε στον εαυτό μας πρώτα απ’ όλα- να είναι βροντερή και απόλυτη. Αν θέλουμε να καμαρώνουμε ακόμα για κάτι που θεωρούμε «εθνικό» και «Ελληνικό». Και αυτό, αγαπητοί μου, δεν είναι ούτε ο ήλιος, ούτε η θάλασσα, ούτε το φαΐ, ούτε οι αρχαίοι ημών πρόγονοι. Είναι η ίδια η ανθρωπιά μας που βυθίζεται ολοένα και περισσότερο μέσα στην σκοτεινιά των ημερών.

* Δημοσιεύτηκε στη "Θεσσαλονίκη" στις 05.03.2020.

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία