ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Η υπερχρέωση «νάρκη» στο δρόμο της ανάκαμψης

Έλλειμμα, ιδιωτικό και δημόσιο χρέος υπονομεύουν τις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας - Πάνω από 200 δισ. ευρώ οι οφειλές ιδιωτών και επιχειρήσεων σε εφορία, τράπεζες και ταμεία - Γιατί η ρευστότητα δεν διοχετεύεται στο μικρομεσαίο επιχειρείν

 17/02/2021 07:00

Η υπερχρέωση «νάρκη» στο δρόμο της ανάκαμψης

Στέφανος Μαχτσίρας

Με την οικονομία εγκλωβισμένη σε έναν υφεσιακό κύκλο με άγνωστη ημερομηνία λήξης, η απογείωση του ελλείμματος και του χρέους, ιδίως του ιδιωτικού (οι οφειλές δηλαδή ιδιωτών και επιχειρήσεων), χτυπάνε καμπανάκια δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Τα διαδοχικά lockdown προκαλούν αναταράξεις στα κρατικά έσοδα, θέτοντας σε κίνδυνο την ομαλή εκτέλεση του προϋπολογισμού και φέρνοντας πονοκεφάλους στο οικονομικό επιτελείο.

Συνολικά οι οφειλές στην εφορία ανέρχονται σε 106,2 δισ. ευρώ, ενώ συνολικά το ιδιωτικό χρέος προσεγγίζει το ιλιγγιώδες ποσό των 260 δισ. ευρώ (με τα κορονο-χρέη να αγγίζουν τα 20 δισ. ευρώ). Όπως δείχνουν τα στοιχεία, οι αναστολές φορολογικών υποχρεώσεων και οι εκπτώσεις φόρων (στην πρώτη καραντίνα) δεν στάθηκαν ικανές να αποτρέψουν μία νέα γενιά οφειλών. Με το κόστος του δεύτερου lockdown να υπολογίζεται σε 3 δισ. ευρώ το μήνα και τα δάνεια που «κοκκίνισε» η πανδημία να διαμορφώνονται, σύμφωνα με την ΤτΕ, τα 10 δισ. ευρώ η υπερχρέωση σφίγγει ασφυκτικά την θηλιά γύρω από την οικονομική δραστηριότητα.

Στο πεδίο των ασφαλιστικών εισφορών, το σύνολο των ληξιπρόθεσμων χρεών στο τέλος του τρίτου τριμήνου του 2020 διαμορφώθηκε στα 37,4 δισ. ευρώ, δηλαδή παρουσίασε αύξηση κατά 392,7 εκατ. ευρώ σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Σε συνδυασμό με τον γόρδιο δεσμό των εκκρεμών συντάξεων (ξεπερνούν τις 300.000), τα έσοδα του ΕΦΚΑ πιέζονται επικίνδυνα.

Οι αλλεπάληλες αναστολές και ρυθμίσεις των ληξιπρόθεσμων χρεών και οι νέες παρεμβάσεις που ζυμώνονται αν και βοηθούν την αγορά, δεν δίνουν μόνιμη λύση σε ένα πρόβλημα το οποίο λαμβάνει εκρηκτικές διαστάσεις. Ουσιαστική λύση θα δοθεί μόνο όταν επανέλθει η κανονικότητα στην παραγωγική δραστηριότητα και η οικονομία γυρίσει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, κάτι από το οποίο απέχουμε αρκετά με τα τωρινά δεδομένα.

Στο μέτωπο του δημοσίου χρέους η κατάσταση, αν και ελεγχόμενη, δεν επιτρέπει εφησυχασμό. Οι συνεχείς ανάγκες χρηματοδοτικών ενέσεων στην οικονομία για να μετριαστούν οι δραματικές επιπτώσεις της κορονο-κρίσης, εκτινάσσουν το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ σε επίπεδα πάνω από 200%, καθώς το δημόσιο προσφεύγει στις αγορές για να δανειστεί και να διατηρήσει ταμειακά αποθέματα (αυτή τη στιγμή φτάνουν τα 31 δισ. ευρώ).

Η «αόρατη» ρευστότητα

Αν και στην πραγματική οικονομία διοχετεύθηκαν κεφάλαια ύψους 12,2 δισ. ευρώ (μέσω της επιστρεπτέας προκαταβολής, του ΤΕΠΙΧ ΙΙ και των εγγυοδοτικών προγραμμάτων) το περασμένο έτος, σύμφωνα τουλάχιστον με τα απολογιστικά στοιχεία της κυβέρνησης, μεγάλο μέρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων αντιμετωπίζει ανυπέρβλητα προβλήματα, με φλέγον ζήτημα, τη ρευστότητα. Πολλές ΜμΕ είτε δεν έλαβαν βοήθεια επειδή δεν πληρούσαν τα τραπεζικά κριτήρια είτε έλαβαν αλλά αυτή αποδείχτηκε ανεπαρκής.

Για τη «ξηρασία» που επικρατεί στην αγορά ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό και η αδυναμία του τραπεζικού συστήματος να αιμοδοτήσει την οικονομία. Ο μόνιμος βραχνάς των κόκκινων δανείων που ταλαιπωρεί τα τραπεζικά ιδρύματα φρενάρει την πιστωτική επέκταση (την παροχή δανείων) στο επιχειρείν.

Είναι ενδεικτικό πως αν και το χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει λάβει σχεδόν 750 δισ. ευρώ από τη ρευστότητα που παρέχει αφειδώς η ΕΚΤ αγοράζοντας τραπεζικά ομόλογα, η αγορά εξακολουθεί να δεινοπαθεί καθώς μικρό μέρος από αυτό το ποσό έχει κατευθυνθεί στις επιχειρήσεις.

Παράλληλα, βάσει των στοιχείων του ΥΠΟΙΚ, με έλλειμμα - μαμούθ 21,7 δισ. άφησε το στίγμα του ο κορονοϊός στον προϋπολογισμό του περασμένου χρόνου. Και αυτό, γιατί ενώ ο αρχικός προϋπολογισμός του 2020 που συντάχθηκε τον Νοέμβριο του 2019 προέβλεπε πρωτογενές πλεόνασμα κρατικού προϋπολογισμού 3,5 δισ. ευρώ, τελικά το πρωτογενές έλλειμμα (χωρίς τους τόκους δηλαδή) άγγιξε τα 18,2 δισ. ευρώ.

Τα έσοδα από φόρους ήταν 9 δισ. ευρώ λιγότερα (43,2 δισ. ευρώ από 52,2 δισ. ευρώ που προέβλεπε ο προϋπολογισμός του 2020) και οι δαπάνες 13,5 δισ. ευρώ υψηλότερες (70,8 δισ. ευρώ έναντι 57,2 δισ. ευρώ που προέβλεπε ο προϋπολογισμός). Μεταξύ των τελευταίων, τα 5,5 δισ. ευρώ της επιστρεπτέας προκαταβολής και τα 2,7 δισ. ευρώ για τις αποζημιώσεις ειδικού σκοπού.

Η εικόνα βέβαια είναι κάπως καλύτερη σε σύγκριση με τις εκτιμήσεις του προϋπολογισμού του 2021 που συντάχθηκε τον περασμένο Νοέμβριο και είχαν ληφθεί πλέον υπόψη οι συνέπειες της πανδημίας. Εκεί είχε προβλεφθεί πρωτογενές έλλειμμα 19,6 δισ. ευρώ, ήτοι 1,4 δισ. ευρώ υψηλότερο από αυτό που τελικά προέκυψε. Στο καλύτερο αποτέλεσμα βοήθησε η είσπραξη των ANFAs, 644 εκατ. ευρώ, η σχετικά καλή πορεία των εσόδων, δεδομένου του ασφυκτικού περιβάλλοντος (τα έσοδα από φόρους ήταν αυξημένα κατά 473 εκατ. ευρώ έναντι του στόχου του προϋπολογισμού του 2021, ενώ τα φορολογικά έσοδα του Δεκεμβρίου ήταν μειωμένα κατά 43 εκατ. ευρώ έναντι του στόχου), και η εξοικονόμηση δαπανών 605 εκατ. ευρώ στον τακτικό προϋπολογισμό.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 14 Φεβρουαρίου 2021

Με την οικονομία εγκλωβισμένη σε έναν υφεσιακό κύκλο με άγνωστη ημερομηνία λήξης, η απογείωση του ελλείμματος και του χρέους, ιδίως του ιδιωτικού (οι οφειλές δηλαδή ιδιωτών και επιχειρήσεων), χτυπάνε καμπανάκια δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Τα διαδοχικά lockdown προκαλούν αναταράξεις στα κρατικά έσοδα, θέτοντας σε κίνδυνο την ομαλή εκτέλεση του προϋπολογισμού και φέρνοντας πονοκεφάλους στο οικονομικό επιτελείο.

Συνολικά οι οφειλές στην εφορία ανέρχονται σε 106,2 δισ. ευρώ, ενώ συνολικά το ιδιωτικό χρέος προσεγγίζει το ιλιγγιώδες ποσό των 260 δισ. ευρώ (με τα κορονο-χρέη να αγγίζουν τα 20 δισ. ευρώ). Όπως δείχνουν τα στοιχεία, οι αναστολές φορολογικών υποχρεώσεων και οι εκπτώσεις φόρων (στην πρώτη καραντίνα) δεν στάθηκαν ικανές να αποτρέψουν μία νέα γενιά οφειλών. Με το κόστος του δεύτερου lockdown να υπολογίζεται σε 3 δισ. ευρώ το μήνα και τα δάνεια που «κοκκίνισε» η πανδημία να διαμορφώνονται, σύμφωνα με την ΤτΕ, τα 10 δισ. ευρώ η υπερχρέωση σφίγγει ασφυκτικά την θηλιά γύρω από την οικονομική δραστηριότητα.

Στο πεδίο των ασφαλιστικών εισφορών, το σύνολο των ληξιπρόθεσμων χρεών στο τέλος του τρίτου τριμήνου του 2020 διαμορφώθηκε στα 37,4 δισ. ευρώ, δηλαδή παρουσίασε αύξηση κατά 392,7 εκατ. ευρώ σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Σε συνδυασμό με τον γόρδιο δεσμό των εκκρεμών συντάξεων (ξεπερνούν τις 300.000), τα έσοδα του ΕΦΚΑ πιέζονται επικίνδυνα.

Οι αλλεπάληλες αναστολές και ρυθμίσεις των ληξιπρόθεσμων χρεών και οι νέες παρεμβάσεις που ζυμώνονται αν και βοηθούν την αγορά, δεν δίνουν μόνιμη λύση σε ένα πρόβλημα το οποίο λαμβάνει εκρηκτικές διαστάσεις. Ουσιαστική λύση θα δοθεί μόνο όταν επανέλθει η κανονικότητα στην παραγωγική δραστηριότητα και η οικονομία γυρίσει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, κάτι από το οποίο απέχουμε αρκετά με τα τωρινά δεδομένα.

Στο μέτωπο του δημοσίου χρέους η κατάσταση, αν και ελεγχόμενη, δεν επιτρέπει εφησυχασμό. Οι συνεχείς ανάγκες χρηματοδοτικών ενέσεων στην οικονομία για να μετριαστούν οι δραματικές επιπτώσεις της κορονο-κρίσης, εκτινάσσουν το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ σε επίπεδα πάνω από 200%, καθώς το δημόσιο προσφεύγει στις αγορές για να δανειστεί και να διατηρήσει ταμειακά αποθέματα (αυτή τη στιγμή φτάνουν τα 31 δισ. ευρώ).

Η «αόρατη» ρευστότητα

Αν και στην πραγματική οικονομία διοχετεύθηκαν κεφάλαια ύψους 12,2 δισ. ευρώ (μέσω της επιστρεπτέας προκαταβολής, του ΤΕΠΙΧ ΙΙ και των εγγυοδοτικών προγραμμάτων) το περασμένο έτος, σύμφωνα τουλάχιστον με τα απολογιστικά στοιχεία της κυβέρνησης, μεγάλο μέρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων αντιμετωπίζει ανυπέρβλητα προβλήματα, με φλέγον ζήτημα, τη ρευστότητα. Πολλές ΜμΕ είτε δεν έλαβαν βοήθεια επειδή δεν πληρούσαν τα τραπεζικά κριτήρια είτε έλαβαν αλλά αυτή αποδείχτηκε ανεπαρκής.

Για τη «ξηρασία» που επικρατεί στην αγορά ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό και η αδυναμία του τραπεζικού συστήματος να αιμοδοτήσει την οικονομία. Ο μόνιμος βραχνάς των κόκκινων δανείων που ταλαιπωρεί τα τραπεζικά ιδρύματα φρενάρει την πιστωτική επέκταση (την παροχή δανείων) στο επιχειρείν.

Είναι ενδεικτικό πως αν και το χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει λάβει σχεδόν 750 δισ. ευρώ από τη ρευστότητα που παρέχει αφειδώς η ΕΚΤ αγοράζοντας τραπεζικά ομόλογα, η αγορά εξακολουθεί να δεινοπαθεί καθώς μικρό μέρος από αυτό το ποσό έχει κατευθυνθεί στις επιχειρήσεις.

Παράλληλα, βάσει των στοιχείων του ΥΠΟΙΚ, με έλλειμμα - μαμούθ 21,7 δισ. άφησε το στίγμα του ο κορονοϊός στον προϋπολογισμό του περασμένου χρόνου. Και αυτό, γιατί ενώ ο αρχικός προϋπολογισμός του 2020 που συντάχθηκε τον Νοέμβριο του 2019 προέβλεπε πρωτογενές πλεόνασμα κρατικού προϋπολογισμού 3,5 δισ. ευρώ, τελικά το πρωτογενές έλλειμμα (χωρίς τους τόκους δηλαδή) άγγιξε τα 18,2 δισ. ευρώ.

Τα έσοδα από φόρους ήταν 9 δισ. ευρώ λιγότερα (43,2 δισ. ευρώ από 52,2 δισ. ευρώ που προέβλεπε ο προϋπολογισμός του 2020) και οι δαπάνες 13,5 δισ. ευρώ υψηλότερες (70,8 δισ. ευρώ έναντι 57,2 δισ. ευρώ που προέβλεπε ο προϋπολογισμός). Μεταξύ των τελευταίων, τα 5,5 δισ. ευρώ της επιστρεπτέας προκαταβολής και τα 2,7 δισ. ευρώ για τις αποζημιώσεις ειδικού σκοπού.

Η εικόνα βέβαια είναι κάπως καλύτερη σε σύγκριση με τις εκτιμήσεις του προϋπολογισμού του 2021 που συντάχθηκε τον περασμένο Νοέμβριο και είχαν ληφθεί πλέον υπόψη οι συνέπειες της πανδημίας. Εκεί είχε προβλεφθεί πρωτογενές έλλειμμα 19,6 δισ. ευρώ, ήτοι 1,4 δισ. ευρώ υψηλότερο από αυτό που τελικά προέκυψε. Στο καλύτερο αποτέλεσμα βοήθησε η είσπραξη των ANFAs, 644 εκατ. ευρώ, η σχετικά καλή πορεία των εσόδων, δεδομένου του ασφυκτικού περιβάλλοντος (τα έσοδα από φόρους ήταν αυξημένα κατά 473 εκατ. ευρώ έναντι του στόχου του προϋπολογισμού του 2021, ενώ τα φορολογικά έσοδα του Δεκεμβρίου ήταν μειωμένα κατά 43 εκατ. ευρώ έναντι του στόχου), και η εξοικονόμηση δαπανών 605 εκατ. ευρώ στον τακτικό προϋπολογισμό.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 14 Φεβρουαρίου 2021

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία