ΑΠΟΨΕΙΣ

Η τριετής δοκιμασία της ανθρωπότητας

Οι μεγάλες δοκιμασίες, πρέπει να μας βγάζουν σοφότερους, δυνατότερους, καλύτερους. Εκτός κι αν στερούμαστε σοβαρότητας και στοιχειώδους αίσθησης ευθύνης

 19/03/2023 20:00

Η τριετής δοκιμασία της ανθρωπότητας

Μιχάλης Αλεξανδρίδης

Τρία χρόνια πριν, τέτοιες μέρες, έντρομοι από τον νέο-τότε- κορονοϊό που είχε ενσκήψει ως... θεϊκό, ακατανόητο, δυσερμήνευτο και ανίκητο κακό, κλεινόμασταν τα σπίτια μας σοκαρισμένοι.

Είχε επιβληθεί το πρώτο lockdown, που έκλεινε μαγαζιά, νέκρωνε τις πόλεις και κάθε οικονομική δραστηριότητα, επέβαλε την απόλυτη απομόνωση, απαγόρευε την κυκλοφορία.

Το κυριότερο ότι ματαίωνε κάθε σκέψη για κοινωνική επαφή, γνωριμία, φλερτ, γλέντι, καταργώντας την χαρά της ζωής και εγκαθιστώντας ένα μαύρο σύννεφο αβεβαιότητας και τρόμου πάνω από τις κοινωνίες των ανθρώπων.

Να μην έχουμε τίποτα καλύτερο να κάνουμε από το να παρακολουθούμε τους δείκτες των ρολογιών να γυρίζουν, περιμένοντας να φτάσει το απόγευμα για να ακούσουμε την ημερήσια καταμέτρηση των κρουσμάτων και των νεκρών και να περιμένουμε να δούμε στους τηλεοπτικούς μας δέκτες την ασκητική μορφή του καθηγητή Τσιόδρα να προσπαθεί να μας εξηγήσει τα ανεξήγητα και να μας δίνει συμβουλές επιβίωσης…

Παράλληλα να ακούμε σενάρια συνωμοσίας, κινδυνολογίες εκτός ορίων, «συμβουλές» ανευθυνοϋπεύθυνων, γιατροσόφια διάφορων σκιτζήδων και κομπογιαννιτών και καθετί πιθανό κι απίθανο.

Στο μεταξύ, κόσμος να πεθαίνει, ο κλοιός των νοσούντων να σφίγγει δίπλα μας και τα καλά νέα που προσμέναμε εναγωνίως για την ανακάλυψη εμβολίου ή αποτελεσματικών αντιιικών φαρμάκων, να αργούν.

Η ανθρωπότητα πάλεψε, είχε σημαντικές απώλειες σε ζωές, αλλά νίκησε.

Σήμερα, τρία χρόνια μετά, είμαστε ελεύθεροι, χωρίς περιοριστικά μέτρα και απαγορεύσεις, μπορούμε και πάλι να αγκαλιαζόμαστε, να φιλιόμαστε, να γλεντάμε, να ζούμε.

Όλα αυτά ήρθαν στο μυαλό μου, όταν έπεσε στα χέρια μου μια μελέτη για την τοτινή μάχη με το άγνωστο και την εξέλιξή της.

Σκαλίζοντας την μνήμη μου και ανατρέχοντας στις αναμνήσεις μου, ήρθαν ξαφνικά μπροστά μου όλα εκείνα. Μου φάνηκαν ωστόσο πολύ μακρινά.

Σε αντίθεση με κάθε παρελθοντολογία που μου φαίνεται σαν να ήταν χθες, οι θύμησες των lockdown, του θανάτου να κόβει βόλτες γύρω μας, της τρομοκρατίας για το μέλλον μας, είχαν απωθηθεί πολύ βαθιά στη συνείδησή μου.

Σκληρό ον ο άνθρωπος. Έχει σφυρηλατηθεί με την λαχτάρα της ζωής και την ανάγκη της επιβίωσης. Έτσι, όλα τα ωραία μένουν ζωντανά στη θύμησή του, ενώ όλα τα άσχημα θάβονται βαθιά στην λήθη και την λησμονιά.

Αυτό από τη μια είναι καλό, αλλά από την άλλη ολέθριο.

Στην περίπτωση της πανδημίας, πολύ καλά κάνουμε και λειτουργούμε ωσάν να είναι τόσο μακρινά όλα εκείνα που ζήσαμε. Από την άλλη, μία δυσάρεστη κατάσταση, μία μεγάλη καταστροφή, δεν επιτρέπεται να περνά στη λήθη αβρόχοις ποσίν, γιατί τότε είσαι καταδικασμένος να την ξαναζήσεις- με άλλη μορφή βεβαίως, αλλά θα την ξαναζήσεις.

Οι μεγάλες δοκιμασίες, πρέπει να μας βγάζουν σοφότερους, δυνατότερους, καλύτερους. Εκτός κι αν στερούμαστε σοβαρότητας και στοιχειώδους αίσθησης ευθύνης.


Κάπως έτσι ανέμελους μας βρήκε το κακό με το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών.

Μία κοινωνία που ζούσε σε μια ψεύτικη πραγματικότητα, ότι είμαστε ωραίοι, ότι όλα καλά, ότι γίναμε Ευρώπη, ότι έχουμε λεφτά ή κι αν δεν έχουμε παίρνουμε επιδόματα. Ότι η σύγχρονη τεχνολογία, το διαδίκτυο και η και ψηφιακή εποχή είναι πλέον εδώ, ότι το υπουργείο μεταφορών και υποδομών σκίζει με έργα δισεκατομμυρίων που αλλάζουν την χώρα και τις ζωές μας, ότι…ότι …ότι.

Και ξαφνικά, πέσαμε πάνω σε έναν τοίχο. Σκοτείνιασαν όλα. Ο θρήνος ανείπωτος. Πέραν αυτού, ακόμη χειρότερο είναι ότι η… σύγκρουσή μας με τον τοίχο, δεν οφείλεται σε κάποια φυσική καταστροφή που ήρθε και μας τσάκισε, αλλά στην απρονοησία, την αβελτηρία, την αδιαφορία μας ως κοινωνία. Στην αδυναμία μας δηλαδή να δώσουμε λύση σε ένα θέμα κάνοντας ό, τι έκαναν στην υπόλοιπη Ευρώπη δεκαπέντε χρόνια πριν.

Γι’ αυτό και το σοκ ήταν μεγάλο και ενδέχεται να αφήσει σημάδια που δεν θα επουλωθούν εύκολα. Γιατί πώς θα πεις ότι ξοδέψαμε τόσα εκατομμύρια και για μία λεπτομέρεια μερικών χιλιάδων ευρώ, δεν μπορέσαμε να αποτρέψουμε αυτήν την ολέθρια τραγωδία;

Τι πολιτικό σύστημα είναι αυτό, που αντί να προσπαθεί να λύνει προβλήματα και να επικαλείται το έργο του για να εξασφαλίζει την εμπιστοσύνη και την στήριξη των πολιτών, αρκείται αφενός στο να τα διευθετεί διαπραγματευόμενο με τους εργολάβους (πάνω ή κάτω από το τραπέζι), αφετέρου στο να τα διαχειρίζεται επικοινωνιακά προσπαθώντας μέσω των συμψηφισμών, της θολούρας, του όλοι φταίμε, να επιβάλλει την λησμονιά και την ατιμωρησία;


Μάθανε ότι μπιπ, πλάκωσαν και οι… κατάσκοποι… Αυτό μου ήρθε στο νου βλέποντας να ξεδιπλώνεται μπροστά μας ένα κατασκοπικό θρίλερ σαν εκείνα που βλέπαμε μόνο στο σινεμά και τη μικρή οθόνη.

Οι λεπτομέρειες πολλές και άκρως γαργαλιστικές, όμως πολλά είναι και τα ερωτήματα που γεννιούνται από την αποκάλυψη πως μία Ρωσίδα αλώνιζε επί 5 χρόνια στο Παγκράτι, κατασκόπευε τους πάντες και τα πάντα και αφού διέφυγε στο εξωτερικό, η ΕΥΠ άρχισε να διαρρέει τα περί της ύπαρξής της.

Ερώτημα στους εντός: αφού τη βρήκαν και αφού έμαθαν τόσες λεπτομέρειες, πώς γίνεται να μην την έπιασαν; Στόχος της ΕΥΠ είναι να γεμίζει τις εφημερίδες και τις ιστοσελίδες με «χολιγουντιανές» λεπτομέρειες ή να συλλαμβάνει τον κατάσκοπο χωρίς εμείς να μάθουμε το παραμικρό;

Ερώτημα στους Ρώσους: με δεδομένο πως η χώρα μας είναι ξέφραγο αμπέλι από κάθε άποψη, γιατί θεώρησαν πως χρειάζεται να πληρώσουν τόσα εκατομμύρια για να πλάσουν μία κατασκευασμένη προσωπικότητα που έλαβε εν συνεχεία η πράκτοράς τους;

Ερώτημα σοβαρό προς όλους: εάν ισχύουν τα όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας και με δεδομένο πως η «Μαρία Τσάλλα» δεν ήταν απλά μία πράκτορας, αλλά μέλος μίας επίλεκτης ομάδας, των «Παράνομων» που ακόμα και το μισό Κρεμλίνο απαγορεύεται να ενημερώνεται για τα έργα και τις ημέρες τους, τι συμβαίνει επιτέλους στην Ευρώπη και πόσο εκτεθειμένη είναι η Ε.Ε., όλες οι δομές, οι θεσμοί, η ίδια μας η ασφάλεια;

Επειδή τα δύο πρώτα αποκλείεται να απαντηθούν, ας ελπίσουμε το τρίτο να το απαντήσει η Ευρώπη στην πράξη. Και χωρίς να μάθουμε τίποτα...


* Δημοσιεύτηκε στη «ΜτΚ» στις 19.03.2023

Τρία χρόνια πριν, τέτοιες μέρες, έντρομοι από τον νέο-τότε- κορονοϊό που είχε ενσκήψει ως... θεϊκό, ακατανόητο, δυσερμήνευτο και ανίκητο κακό, κλεινόμασταν τα σπίτια μας σοκαρισμένοι.

Είχε επιβληθεί το πρώτο lockdown, που έκλεινε μαγαζιά, νέκρωνε τις πόλεις και κάθε οικονομική δραστηριότητα, επέβαλε την απόλυτη απομόνωση, απαγόρευε την κυκλοφορία.

Το κυριότερο ότι ματαίωνε κάθε σκέψη για κοινωνική επαφή, γνωριμία, φλερτ, γλέντι, καταργώντας την χαρά της ζωής και εγκαθιστώντας ένα μαύρο σύννεφο αβεβαιότητας και τρόμου πάνω από τις κοινωνίες των ανθρώπων.

Να μην έχουμε τίποτα καλύτερο να κάνουμε από το να παρακολουθούμε τους δείκτες των ρολογιών να γυρίζουν, περιμένοντας να φτάσει το απόγευμα για να ακούσουμε την ημερήσια καταμέτρηση των κρουσμάτων και των νεκρών και να περιμένουμε να δούμε στους τηλεοπτικούς μας δέκτες την ασκητική μορφή του καθηγητή Τσιόδρα να προσπαθεί να μας εξηγήσει τα ανεξήγητα και να μας δίνει συμβουλές επιβίωσης…

Παράλληλα να ακούμε σενάρια συνωμοσίας, κινδυνολογίες εκτός ορίων, «συμβουλές» ανευθυνοϋπεύθυνων, γιατροσόφια διάφορων σκιτζήδων και κομπογιαννιτών και καθετί πιθανό κι απίθανο.

Στο μεταξύ, κόσμος να πεθαίνει, ο κλοιός των νοσούντων να σφίγγει δίπλα μας και τα καλά νέα που προσμέναμε εναγωνίως για την ανακάλυψη εμβολίου ή αποτελεσματικών αντιιικών φαρμάκων, να αργούν.

Η ανθρωπότητα πάλεψε, είχε σημαντικές απώλειες σε ζωές, αλλά νίκησε.

Σήμερα, τρία χρόνια μετά, είμαστε ελεύθεροι, χωρίς περιοριστικά μέτρα και απαγορεύσεις, μπορούμε και πάλι να αγκαλιαζόμαστε, να φιλιόμαστε, να γλεντάμε, να ζούμε.

Όλα αυτά ήρθαν στο μυαλό μου, όταν έπεσε στα χέρια μου μια μελέτη για την τοτινή μάχη με το άγνωστο και την εξέλιξή της.

Σκαλίζοντας την μνήμη μου και ανατρέχοντας στις αναμνήσεις μου, ήρθαν ξαφνικά μπροστά μου όλα εκείνα. Μου φάνηκαν ωστόσο πολύ μακρινά.

Σε αντίθεση με κάθε παρελθοντολογία που μου φαίνεται σαν να ήταν χθες, οι θύμησες των lockdown, του θανάτου να κόβει βόλτες γύρω μας, της τρομοκρατίας για το μέλλον μας, είχαν απωθηθεί πολύ βαθιά στη συνείδησή μου.

Σκληρό ον ο άνθρωπος. Έχει σφυρηλατηθεί με την λαχτάρα της ζωής και την ανάγκη της επιβίωσης. Έτσι, όλα τα ωραία μένουν ζωντανά στη θύμησή του, ενώ όλα τα άσχημα θάβονται βαθιά στην λήθη και την λησμονιά.

Αυτό από τη μια είναι καλό, αλλά από την άλλη ολέθριο.

Στην περίπτωση της πανδημίας, πολύ καλά κάνουμε και λειτουργούμε ωσάν να είναι τόσο μακρινά όλα εκείνα που ζήσαμε. Από την άλλη, μία δυσάρεστη κατάσταση, μία μεγάλη καταστροφή, δεν επιτρέπεται να περνά στη λήθη αβρόχοις ποσίν, γιατί τότε είσαι καταδικασμένος να την ξαναζήσεις- με άλλη μορφή βεβαίως, αλλά θα την ξαναζήσεις.

Οι μεγάλες δοκιμασίες, πρέπει να μας βγάζουν σοφότερους, δυνατότερους, καλύτερους. Εκτός κι αν στερούμαστε σοβαρότητας και στοιχειώδους αίσθησης ευθύνης.


Κάπως έτσι ανέμελους μας βρήκε το κακό με το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών.

Μία κοινωνία που ζούσε σε μια ψεύτικη πραγματικότητα, ότι είμαστε ωραίοι, ότι όλα καλά, ότι γίναμε Ευρώπη, ότι έχουμε λεφτά ή κι αν δεν έχουμε παίρνουμε επιδόματα. Ότι η σύγχρονη τεχνολογία, το διαδίκτυο και η και ψηφιακή εποχή είναι πλέον εδώ, ότι το υπουργείο μεταφορών και υποδομών σκίζει με έργα δισεκατομμυρίων που αλλάζουν την χώρα και τις ζωές μας, ότι…ότι …ότι.

Και ξαφνικά, πέσαμε πάνω σε έναν τοίχο. Σκοτείνιασαν όλα. Ο θρήνος ανείπωτος. Πέραν αυτού, ακόμη χειρότερο είναι ότι η… σύγκρουσή μας με τον τοίχο, δεν οφείλεται σε κάποια φυσική καταστροφή που ήρθε και μας τσάκισε, αλλά στην απρονοησία, την αβελτηρία, την αδιαφορία μας ως κοινωνία. Στην αδυναμία μας δηλαδή να δώσουμε λύση σε ένα θέμα κάνοντας ό, τι έκαναν στην υπόλοιπη Ευρώπη δεκαπέντε χρόνια πριν.

Γι’ αυτό και το σοκ ήταν μεγάλο και ενδέχεται να αφήσει σημάδια που δεν θα επουλωθούν εύκολα. Γιατί πώς θα πεις ότι ξοδέψαμε τόσα εκατομμύρια και για μία λεπτομέρεια μερικών χιλιάδων ευρώ, δεν μπορέσαμε να αποτρέψουμε αυτήν την ολέθρια τραγωδία;

Τι πολιτικό σύστημα είναι αυτό, που αντί να προσπαθεί να λύνει προβλήματα και να επικαλείται το έργο του για να εξασφαλίζει την εμπιστοσύνη και την στήριξη των πολιτών, αρκείται αφενός στο να τα διευθετεί διαπραγματευόμενο με τους εργολάβους (πάνω ή κάτω από το τραπέζι), αφετέρου στο να τα διαχειρίζεται επικοινωνιακά προσπαθώντας μέσω των συμψηφισμών, της θολούρας, του όλοι φταίμε, να επιβάλλει την λησμονιά και την ατιμωρησία;


Μάθανε ότι μπιπ, πλάκωσαν και οι… κατάσκοποι… Αυτό μου ήρθε στο νου βλέποντας να ξεδιπλώνεται μπροστά μας ένα κατασκοπικό θρίλερ σαν εκείνα που βλέπαμε μόνο στο σινεμά και τη μικρή οθόνη.

Οι λεπτομέρειες πολλές και άκρως γαργαλιστικές, όμως πολλά είναι και τα ερωτήματα που γεννιούνται από την αποκάλυψη πως μία Ρωσίδα αλώνιζε επί 5 χρόνια στο Παγκράτι, κατασκόπευε τους πάντες και τα πάντα και αφού διέφυγε στο εξωτερικό, η ΕΥΠ άρχισε να διαρρέει τα περί της ύπαρξής της.

Ερώτημα στους εντός: αφού τη βρήκαν και αφού έμαθαν τόσες λεπτομέρειες, πώς γίνεται να μην την έπιασαν; Στόχος της ΕΥΠ είναι να γεμίζει τις εφημερίδες και τις ιστοσελίδες με «χολιγουντιανές» λεπτομέρειες ή να συλλαμβάνει τον κατάσκοπο χωρίς εμείς να μάθουμε το παραμικρό;

Ερώτημα στους Ρώσους: με δεδομένο πως η χώρα μας είναι ξέφραγο αμπέλι από κάθε άποψη, γιατί θεώρησαν πως χρειάζεται να πληρώσουν τόσα εκατομμύρια για να πλάσουν μία κατασκευασμένη προσωπικότητα που έλαβε εν συνεχεία η πράκτοράς τους;

Ερώτημα σοβαρό προς όλους: εάν ισχύουν τα όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας και με δεδομένο πως η «Μαρία Τσάλλα» δεν ήταν απλά μία πράκτορας, αλλά μέλος μίας επίλεκτης ομάδας, των «Παράνομων» που ακόμα και το μισό Κρεμλίνο απαγορεύεται να ενημερώνεται για τα έργα και τις ημέρες τους, τι συμβαίνει επιτέλους στην Ευρώπη και πόσο εκτεθειμένη είναι η Ε.Ε., όλες οι δομές, οι θεσμοί, η ίδια μας η ασφάλεια;

Επειδή τα δύο πρώτα αποκλείεται να απαντηθούν, ας ελπίσουμε το τρίτο να το απαντήσει η Ευρώπη στην πράξη. Και χωρίς να μάθουμε τίποτα...


* Δημοσιεύτηκε στη «ΜτΚ» στις 19.03.2023

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία