Η νίκη της δημοσιογραφίας που σπεύδει βραδέως

 18/11/2019 15:10

Πυκνώνουν τα μηνύματα που θέλουν το σοβαρό κοινό να μη θέλει πια να παίξει το παιχνίδι του εντυπωσιασμού με ειδήσεις που «παραφουσκώνονται» -αν δεν αλλοιώνονται σε ό,τι αφορά τα ίδια τα γεγονότα- αλλά να στρέφεται στα τεκμηριωμένα, ύστερα από χρονοβόρα επίπονη έρευνα, θέματα.

Μέσα σ’ αυτά βρίσκουμε και έναν όρο που χρησιμοποιείται όλο και πιο συχνά για να περιγράψει αυτήν την τάση: «Αργή δημοσιογραφία»!

Η μάχη δεν θα είναι εύκολη. Το κυνηγητό των likes, views του «στιγμιαίου» εντυπωσιασμού και οποιασδήποτε άλλης εφήμερης «επιτυχίας» όπως και η αποθέωση των υπερβολών της χρήσης των social media είναι προϊόν μιας πορείας που προέκυψε από την εξέλιξη της τεχνολογίας και δεν σχεδιάστηκε από... επιπόλαιους εχθρούς της πραγματικής ερευνητικής δημοσιογραφίας.

Το θέμα είναι πως δεν συνιστά δημοσιογραφική επιτυχία το να κεντρίζεις για κάποια δευτερόλεπτα το ενδιαφέρον του κοινού, πριν αυτό στραφεί σε άλλο κυνηγό εντυπώσεων. Σκεφτείτε μια σκηνή σε ένα αεροδρόμιο όπως λ.χ. το «Χίθροου». Βγαίνοντας μπορεί φευγαλέα να δεις χιλιάδες πρόσωπα, τα οποία σε ένα δευτερόλεπτο τα έχεις ξεχάσει.

Μεγάλος έλληνας μουσικός δημιουργός μού έλεγε ότι οι πρόσκαιρη δημοτικότητα, η τηλεθέαση κτλ. έχουν «κοντά ποδάρια» και σημασία έχει το πόσες φορές συγκίνησες το κοινό, πόσο βαθιά άγγιξες τη συνείδησή του. Το ίδιο συμβαίνει και με έναν δημοσιογράφο που ερευνά, προβληματίζεται και ο ίδιος σέβεται την αλήθεια των άλλων και πάντα αμφισβητεί και αμφιβάλλει αντί αυτάρεσκα να αναδεικνύεται σε «ξερόλα». Αν και νομίζω ότι η περιγραφή της ως «αργή δημοσιογραφία» αδικεί τη νέα τάση της κατ’ ανάγκην χρονοβόρου έρευνας για ένα τεκμηριωμένο σε βάθος ρεπορτάζ, το θέμα δεν αλλάζει. Η εποχή που η αλήθεια, μέσα στην ξέφρενη αλλαγή εικόνων και φευγαλέων εντυπώσεων, φαίνεται απλώς σαν μία «βερσιόν» από τις πολλές του ψεύτικου, θα παρέλθει από την κόπωση του κοινού και τη βαθιά ανάγκη του να μάθει επιτέλους τι ακριβώς συμβαίνει...

Πάντως, ακόμα και δημοσιογραφικοί κολοσσοί πήραν ως αλήθεια μία βερσιόν του ψεύτικου και έγιναν ρεζίλι:

Παράδειγμα το CNN. Έπειτα από τρομοκρατική επίθεση στις Βρυξέλλες, η πρώτη φωτογραφία που έκανε το γύρο του κόσμου ήταν από τα ενδότερα του αεροδρομίου. Πέρασαν ώρες μέχρι να διαπιστωθεί ότι η φωτογραφία από αρχείο που «ανέβασε» ο χρήστης ήταν από γεγονότα στη Μόσχα!

Το κακό όμως είχε γίνει. Πολλά ΜΜΕ τη δημοσίευσαν ως αποκλειστική εικόνα από τις Βρυξέλλες…

Ο όρος «αργή δημοσιογραφία» έχει μάλλον προέλευση και έμπνευση από τον όρο «αργή εστίαση» (slow food ή μάλλον slow food movement), ένα κίνημα που ξεκίνησε από ιταλούς εστιάτορες και μάγειρες, σε αντίδραση με το fast food. H αντίθεσή τους στο fast food είναι ότι χρησιμοποιώντας παραδοσιακά προϊόντα και παραδοσιακές τεχνικές καθυστερεί μεν η γαστριμαργική ικανοποίηση (και εδώ μπαίνει ο όρος delayed gratification) γιατί χρειάζεται λίγη ώρα παραπάνω, αλλά η ικανοποίηση που παίρνεις τελικά -πέρα από το ό,τι είναι πιο υγιεινό- είναι ένα γευστικό και πλήρες γεύμα σε σχέση με το fast food !

Στο τελευταίο χρησιμοποιούνται γρήγορες τεχνικές (π.χ. τηγάνισμα σε υψηλές θερμοκρασίες ή ψήσιμο σε πλάκα) και πιθανόν ύποπτα υλικά και πρόσθετα ικανοποιείται μεν αμέσως το αίσθημα της πείνας, δημιουργείται αίσθημα κορεσμού, αλλά τελικά σου αφήνει ένα αίσθημα βάρους, δυσφορίας ακόμα και τύψεων («τι ήθελα και έφαγα αυτό το βρόμικο»)!

Ο όρος delayed gratification χρησιμοποιείται συχνά σε σχέση με εργασιακές σχέσεις ή σχολικό περιβάλλον, αλλά και στην καθημερινή ζωή γενικότερα. «Συγκεντρώσου και τελείωσε πρώτα τη δουλειά που έχεις μπροστά σου και μετά θα βγεις έξω να παίξεις ή θα μπεις στο ίντερνετ ή θα πας έξω στα μπαρ κτλ. Έχοντας τελειώσει τη δουλειά σου, θα χαρείς περισσότερο όλα αυτά, αφού θα είσαι απαλλαγμένος από το άγχος ή τις τύψεις»«. Με άλλα λόγια, καθυστερείς τον πειρασμό μιας άμεσης ικανοποίησης για μία μεγαλύτερη αμοιβή αργότερα (θυμίζει λίγο το μύθο του τζίτζικα και του μέρμηγκα).

Για να επιστρέψουμε στη δημοσιογραφία, το «fast food» στην περίπτωσή της είναι το «instant gratification» (στιγμιαία ικανοποίηση). Είναι ο «sensationalism» (αισθησιασμός) της γρήγορης μετάδοσης μιας πιθανότατα ελλιπώς διασταυρωμένης είδησης, με σκοπό να εξάψει την περιέργεια και ίσως όχι τα ευγενέστερα ένστικτα του ακροατηρίου, ενώ το «slow food» είναι να πάρεις χρόνο για fact checking -διασταύρωση πηγών, νηφάλια ανάλυση, ώριμη θεώρηση.

Αυτό το βλέπουμε σε έντυπα που κάνουν σοβαρή δημοσιογραφία -αναφέρω απλώς ενδεικτικά και όχι αξιολογώντας, το «Atlantic», τον «Guardian», τους «New York Times» κ.ά. και προϋποθέτει, κατά τη γνώμη μας, γνώση και ωριμότητα εκ μέρους του δημοσιογράφου και μακρά θητεία στο χώρο. Αυτό ικανοποιεί περισσότερο τους σοβαρούς αναγνώστες των εντύπων που έχουν απομείνει σε σχέση με την «αμάσητη πληροφορία» που μπορεί να είναι και fake news, και έχει σκοπό να εξάψει την αδηφαγία του κοινού για περισσότερο κουτσομπολιό, με τελικό σκοπό να αυξήσει την επισκεψιμότητα μιας σελίδας που είναι τίγκα στις διαφημίσεις.

Πάντως, όταν πολιτικοί και δημοσιογράφοι από την Ευρώπη, την Αμερική, την Αφρική και την Ασία συναντήθηκαν σε παγκόσμια διάσκεψη για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης στο Λονδίνο τον περασμένο Ιούλιο, αναγνώρισαν ότι η άνοδος της παραπληροφόρησης συνέβαλε στη μείωση της εμπιστοσύνης του κοινού στους πολιτικούς και τα ΜΜΕ. Ωστόσο, δεν φαίνεται να υπήρξαν προτάσεις για αποτελεσματικές λύσεις.

Η φωτογραφία είναι από το περιοδικό «Delayd Gradification» που επενδύει στην καλή «μεγάλη φόρμα» του ρεπορτάζ και τη δημοσιογραφία που ερευνά και εμβαθύνει.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 17 Νοεμβρίου 2019

Πυκνώνουν τα μηνύματα που θέλουν το σοβαρό κοινό να μη θέλει πια να παίξει το παιχνίδι του εντυπωσιασμού με ειδήσεις που «παραφουσκώνονται» -αν δεν αλλοιώνονται σε ό,τι αφορά τα ίδια τα γεγονότα- αλλά να στρέφεται στα τεκμηριωμένα, ύστερα από χρονοβόρα επίπονη έρευνα, θέματα.

Μέσα σ’ αυτά βρίσκουμε και έναν όρο που χρησιμοποιείται όλο και πιο συχνά για να περιγράψει αυτήν την τάση: «Αργή δημοσιογραφία»!

Η μάχη δεν θα είναι εύκολη. Το κυνηγητό των likes, views του «στιγμιαίου» εντυπωσιασμού και οποιασδήποτε άλλης εφήμερης «επιτυχίας» όπως και η αποθέωση των υπερβολών της χρήσης των social media είναι προϊόν μιας πορείας που προέκυψε από την εξέλιξη της τεχνολογίας και δεν σχεδιάστηκε από... επιπόλαιους εχθρούς της πραγματικής ερευνητικής δημοσιογραφίας.

Το θέμα είναι πως δεν συνιστά δημοσιογραφική επιτυχία το να κεντρίζεις για κάποια δευτερόλεπτα το ενδιαφέρον του κοινού, πριν αυτό στραφεί σε άλλο κυνηγό εντυπώσεων. Σκεφτείτε μια σκηνή σε ένα αεροδρόμιο όπως λ.χ. το «Χίθροου». Βγαίνοντας μπορεί φευγαλέα να δεις χιλιάδες πρόσωπα, τα οποία σε ένα δευτερόλεπτο τα έχεις ξεχάσει.

Μεγάλος έλληνας μουσικός δημιουργός μού έλεγε ότι οι πρόσκαιρη δημοτικότητα, η τηλεθέαση κτλ. έχουν «κοντά ποδάρια» και σημασία έχει το πόσες φορές συγκίνησες το κοινό, πόσο βαθιά άγγιξες τη συνείδησή του. Το ίδιο συμβαίνει και με έναν δημοσιογράφο που ερευνά, προβληματίζεται και ο ίδιος σέβεται την αλήθεια των άλλων και πάντα αμφισβητεί και αμφιβάλλει αντί αυτάρεσκα να αναδεικνύεται σε «ξερόλα». Αν και νομίζω ότι η περιγραφή της ως «αργή δημοσιογραφία» αδικεί τη νέα τάση της κατ’ ανάγκην χρονοβόρου έρευνας για ένα τεκμηριωμένο σε βάθος ρεπορτάζ, το θέμα δεν αλλάζει. Η εποχή που η αλήθεια, μέσα στην ξέφρενη αλλαγή εικόνων και φευγαλέων εντυπώσεων, φαίνεται απλώς σαν μία «βερσιόν» από τις πολλές του ψεύτικου, θα παρέλθει από την κόπωση του κοινού και τη βαθιά ανάγκη του να μάθει επιτέλους τι ακριβώς συμβαίνει...

Πάντως, ακόμα και δημοσιογραφικοί κολοσσοί πήραν ως αλήθεια μία βερσιόν του ψεύτικου και έγιναν ρεζίλι:

Παράδειγμα το CNN. Έπειτα από τρομοκρατική επίθεση στις Βρυξέλλες, η πρώτη φωτογραφία που έκανε το γύρο του κόσμου ήταν από τα ενδότερα του αεροδρομίου. Πέρασαν ώρες μέχρι να διαπιστωθεί ότι η φωτογραφία από αρχείο που «ανέβασε» ο χρήστης ήταν από γεγονότα στη Μόσχα!

Το κακό όμως είχε γίνει. Πολλά ΜΜΕ τη δημοσίευσαν ως αποκλειστική εικόνα από τις Βρυξέλλες…

Ο όρος «αργή δημοσιογραφία» έχει μάλλον προέλευση και έμπνευση από τον όρο «αργή εστίαση» (slow food ή μάλλον slow food movement), ένα κίνημα που ξεκίνησε από ιταλούς εστιάτορες και μάγειρες, σε αντίδραση με το fast food. H αντίθεσή τους στο fast food είναι ότι χρησιμοποιώντας παραδοσιακά προϊόντα και παραδοσιακές τεχνικές καθυστερεί μεν η γαστριμαργική ικανοποίηση (και εδώ μπαίνει ο όρος delayed gratification) γιατί χρειάζεται λίγη ώρα παραπάνω, αλλά η ικανοποίηση που παίρνεις τελικά -πέρα από το ό,τι είναι πιο υγιεινό- είναι ένα γευστικό και πλήρες γεύμα σε σχέση με το fast food !

Στο τελευταίο χρησιμοποιούνται γρήγορες τεχνικές (π.χ. τηγάνισμα σε υψηλές θερμοκρασίες ή ψήσιμο σε πλάκα) και πιθανόν ύποπτα υλικά και πρόσθετα ικανοποιείται μεν αμέσως το αίσθημα της πείνας, δημιουργείται αίσθημα κορεσμού, αλλά τελικά σου αφήνει ένα αίσθημα βάρους, δυσφορίας ακόμα και τύψεων («τι ήθελα και έφαγα αυτό το βρόμικο»)!

Ο όρος delayed gratification χρησιμοποιείται συχνά σε σχέση με εργασιακές σχέσεις ή σχολικό περιβάλλον, αλλά και στην καθημερινή ζωή γενικότερα. «Συγκεντρώσου και τελείωσε πρώτα τη δουλειά που έχεις μπροστά σου και μετά θα βγεις έξω να παίξεις ή θα μπεις στο ίντερνετ ή θα πας έξω στα μπαρ κτλ. Έχοντας τελειώσει τη δουλειά σου, θα χαρείς περισσότερο όλα αυτά, αφού θα είσαι απαλλαγμένος από το άγχος ή τις τύψεις»«. Με άλλα λόγια, καθυστερείς τον πειρασμό μιας άμεσης ικανοποίησης για μία μεγαλύτερη αμοιβή αργότερα (θυμίζει λίγο το μύθο του τζίτζικα και του μέρμηγκα).

Για να επιστρέψουμε στη δημοσιογραφία, το «fast food» στην περίπτωσή της είναι το «instant gratification» (στιγμιαία ικανοποίηση). Είναι ο «sensationalism» (αισθησιασμός) της γρήγορης μετάδοσης μιας πιθανότατα ελλιπώς διασταυρωμένης είδησης, με σκοπό να εξάψει την περιέργεια και ίσως όχι τα ευγενέστερα ένστικτα του ακροατηρίου, ενώ το «slow food» είναι να πάρεις χρόνο για fact checking -διασταύρωση πηγών, νηφάλια ανάλυση, ώριμη θεώρηση.

Αυτό το βλέπουμε σε έντυπα που κάνουν σοβαρή δημοσιογραφία -αναφέρω απλώς ενδεικτικά και όχι αξιολογώντας, το «Atlantic», τον «Guardian», τους «New York Times» κ.ά. και προϋποθέτει, κατά τη γνώμη μας, γνώση και ωριμότητα εκ μέρους του δημοσιογράφου και μακρά θητεία στο χώρο. Αυτό ικανοποιεί περισσότερο τους σοβαρούς αναγνώστες των εντύπων που έχουν απομείνει σε σχέση με την «αμάσητη πληροφορία» που μπορεί να είναι και fake news, και έχει σκοπό να εξάψει την αδηφαγία του κοινού για περισσότερο κουτσομπολιό, με τελικό σκοπό να αυξήσει την επισκεψιμότητα μιας σελίδας που είναι τίγκα στις διαφημίσεις.

Πάντως, όταν πολιτικοί και δημοσιογράφοι από την Ευρώπη, την Αμερική, την Αφρική και την Ασία συναντήθηκαν σε παγκόσμια διάσκεψη για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης στο Λονδίνο τον περασμένο Ιούλιο, αναγνώρισαν ότι η άνοδος της παραπληροφόρησης συνέβαλε στη μείωση της εμπιστοσύνης του κοινού στους πολιτικούς και τα ΜΜΕ. Ωστόσο, δεν φαίνεται να υπήρξαν προτάσεις για αποτελεσματικές λύσεις.

Η φωτογραφία είναι από το περιοδικό «Delayd Gradification» που επενδύει στην καλή «μεγάλη φόρμα» του ρεπορτάζ και τη δημοσιογραφία που ερευνά και εμβαθύνει.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 17 Νοεμβρίου 2019

ΣΧΟΛΙΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Επιλέξτε Κατηγορία