ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

«Φόνισσα»: Ένα αξιόλογο και δυνατό καλλιτεχνικό θέαμα

Η συγκεκριμένη θεατρική προσέγγιση βοηθάει να κατανοήσουμε ακόμη καλύτερα τη βαθύτερη ουσία του έργου του Παπαδιαμάντη

 23/05/2019 07:00

«Φόνισσα»: Ένα αξιόλογο και δυνατό καλλιτεχνικό θέαμα

Του Νίκου Αγγελή Άνθη

Επισκεφτήκαμε το «Θέατρο Τ», για να παρακολουθήσουμε την πολυαναμενόμενη παράσταση «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη.

Η παράσταση που συζητήθηκε αρκετά μεταξύ των θεατρόφιλων της Θεσσαλονίκης, πριν καν αρχίσει, είναι η νέα παραγωγή της Πειραματικής Σκηνής της «Τέχνης», με πρωταγωνίστρια την καταξιωμένη ηθοποιό Έφη Σταμούλη. 

Το «Θέατρο Τ» είναι μικρής χωρητικότητας, που όμως, χάρη στις υψηλών προδιαγραφών παραστάσεις που ανεβάζει, έχει πετύχει να λειτουργεί τα τελευταία χρόνια ως ένας ισχυρός πολιτιστικός πυρήνας της Θεσσαλονίκης, προάγοντας δυναμικά καλό και ποιοτικό θέατρο. Έτσι, και η παράσταση αυτή που παρακολουθήσαμε, επιβεβαιώνοντας τη φήμη του θεάτρου, ήταν ένα αξιόλογο και δυνατό καλλιτεχνικό θέαμα.

Ένα αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας

Η «Φόνισσα» είναι το δεύτερο συγγραφικό έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα κείμενα της ελληνικής λογοτεχνίας, το οποίο άφησε το δικό του ξεχωριστό στίγμα στη σφαίρα της συγγραφικής διαχρονικότητας. 

Το κείμενο, που είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα, δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1903 και έκτοτε έχει διαβαστεί από χιλιάδες αναγνώστες. Με το έργο αυτό ο Παπαδιαμάντης καθιερώθηκε στο πάνθεον των σημαντικότερων ελλήνων συγγραφέων, δημιουργώντας τη δική του ξεχωριστή λογοτεχνική ταυτότητα, η οποία μέχρι και σήμερα φαίνεται να επηρεάζει άλλους νεότερους συγγραφείς. 

Το έργο λαμβάνει χώρα στην ιδιαίτερη πατρίδα του Παπαδιαμάντη, τη Σκιάθο. Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας είναι η Φραγκογιαννού, μία γυναίκα χήρα και μεγάλη σε ηλικία, της οποίας η ζωή παρουσιάζεται γεμάτη κακουχίες, δυσκολίες και απροσπέλαστα εμπόδια, από την παιδική της ηλικία μέχρι και σήμερα.

Οι δυσκολίες αυτές την οδηγούν εντέλει στην παραφροσύνη, καθώς πιστεύει ότι η γέννηση ενός κοριτσιού φέρνει μόνο δυστυχία και βάσανα στη ζωή των γονιών του, και ότι μόνο ο θάνατός του μπορεί να τους επαναφέρει την ευτυχία και τη γαλήνη. Έτσι, για να επιτύχει το σκοπό της, αποφασίζει η ίδια να αναλάβει το ρόλο της φόνισσας, σκοτώνοντας μικρά και φτωχά κορίτσια, μεταξύ των οποίων και την άρρωστη εγγονή της.

Το έργο έχει χαρακτηριστεί αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, διότι καταφέρνει με τρόπο αριστοτεχνικό να θίξει πολυάριθμα κοινωνικά προβλήματα εκείνης της εποχής, μέσα όμως από την ωμή και σκληρή έννοια του θανάτου και συγκεκριμένα της δολοφονίας.

Λειτουργεί σαν προπομπός της γυναικείας χειραφέτησης

Η διαχρονικότητα του έργου έγκειται στο ότι θίγει πολυάριθμες κοινωνικές παθογένειες εκείνης της εποχής, όπως η κοινωνική και φυλετική ανισότητα, ο θεσμός της προίκας, οι αντιλήψεις της κοινωνίας σχετικά με τη θέση της γυναίκας μέσα στο πλαίσιο της οικογένειας κ.ά., πολλές από τις οποίες δυστυχώς δεν έχουν εξαλειφθεί απόλυτα μέχρι και σήμερα. Επομένως, η νουβέλα του Παπαδιαμάντη θα μπορούσε να θεωρηθεί προπομπός της γυναικείας χειραφέτησης, για την οποία αγωνίζονται ακόμη και τώρα πολλές γυναίκες. 

Ο λόγος είναι φυσικά ότι η πρωταγωνίστρια του έργου του, η Φραγκογιαννού, καταφέρνει να αποτινάξει τα σεξιστικά στερεότυπα εκείνης της εποχής, στηλιτεύοντας στο έπακρο την πατριαρχική κοινωνία στην οποία ζει. Όλα αυτά τα στοιχεία μετατρέπουν το διήγημα του Παπαδιαμάντη σε φορέα, τόσο λογοτεχνικής όσο και κοινωνικής καινοτομίας.

Σκηνοθεσία μινιμαλιστική χωρίς ωστόσο να καταλήγει ελλιπής ή ανούσια

Η σκηνοθεσία της παράστασης, την οποία ανέλαβε μαζί με τη μουσική επιμέλεια ο Πάνος Δεληνικόπουλος, ήταν απλοϊκή και μινιμαλιστική, χωρίς ωστόσο να καταλήγει ελλιπής ή ανούσια. Αντίθετα, θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε ότι κατάφερε χωρίς ιδιαίτερες φαμφάρες να βοηθήσει το θεατή να αφοσιωθεί απόλυτα στα βαθυστόχαστα και πολύπλευρα νοήματα του Παπαδιαμάντη. Παράλληλα, η μουσική επένδυση της παράστασης ήταν ιδιαίτερα σημαντική για τη ροή του έργου, καθώς έδινε ένα μεγαλύτερο συναισθηματικό βάθος στην όλη καλλιτεχνική προσπάθεια, προσδίδοντας ταυτόχρονα και αρκετές δόσεις εκσυγχρονισμού. Αυτό συνέβη, γιατί, σε αντίθεση με την κλασικότητα του έργου, οι μουσικές επιλογές που ακούστηκαν ήταν ιδιαίτερα σύγχρονες, χωρίς ωστόσο να φαντάζουν ξένες με το γενικότερο δωρικό κλίμα της παράστασης. 

Από την άλλη πλευρά, ξεχωριστή αναφορά οφείλουμε να κάνουμε και στα σκηνικά-κοστούμια αλλά και στα φώτα του έργου, τα οποία ανέλαβαν οι Μαρία Καραδελόγλου και Αθηνά Μπανάβα αντίστοιχα, και τα οποία έδωσαν μία ισχυρή καλλιτεχνική ώθηση στο όλο θεατρικό δημιούργημα, καθώς επισφραγίζοντας την κυριαρχία του μπλε χρώματος κατάφεραν άμεσα να μας μεταφέρουν στο νησιώτικο και παραθαλάσσιο κλίμα της Σκιάθου.

Αξιοπρόσεκτος καλλιτεχνικός δυϊσμός

Το συγκεκριμένο θεατρικό ανέβασμα θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε δωρικό και κλασικό, καθώς οι ηθοποιοί της παράστασης, σε αρκετά σημεία, φαίνονταν σαν να «ακροβατούν» ανάμεσα στην αρχαιοελληνική τραγωδία και στο λογοτεχνικό δράμα, δημιουργώντας έτσι έναν αξιοπρόσεκτο καλλιτεχνικό δυϊσμό. 

Μάλιστα, οι επιρροές από την αρχαιοελληνική τραγωδία διαφαίνονταν και από τον τρόπο με τον οποίο κινούνταν οι γυναίκες ηθοποιοί, εκτός της πρωταγωνίστριας, διότι σε αρκετά σημεία του έργου λειτουργούσαν συγχρονισμένα και ομαδικά, όπως δηλαδή ο χορός στην αρχαία τραγωδία, επαναλαμβάνοντας όλες μαζί τα ίδια λόγια ή ακόμη και τις ίδιες κινήσεις. 

Το στοιχείο αυτό έπαιξε βέβαια καθοριστικό ρόλο για την ποιότητα του τελικού θεατρικού δημιουργήματος, γιατί κατάφερε να δημιουργήσει ένα κλίμα ιδιαίτερα μυσταγωγικό και ατμοσφαιρικό, αυξάνοντας έτσι τη συναισθηματική πολυπλοκότητα του έργου. Φυσικά δεν θα μπορούσαμε να μην κάνουμε ειδική μνεία στην κυρία Έφη Σταμούλη, η οποία, υποδυόμενη τη Φραγκογιαννού, απέδειξε για ακόμα μία φορά την τεράστια υποκριτική της δεινότητα, που έρχεται εν μέρει και ως φυσικό απότοκο της πολύχρονης πορείας της στο θεατρικό σανίδι. 

Η ερμηνεία της υπήρξε ιδιαίτερα επιτυχημένη, διότι κατάφερε με πολύ διακριτικό τρόπο και χωρίς θεατρινίστικους εντυπωσιασμούς να αποδώσει ακόμα και τις πιο αμυδρές και λεπτές ψυχολογικές αποχρώσεις του ρόλου της.

Κλείνοντας λοιπόν, μπορούμε με μεγάλη σιγουριά να υποστηρίξουμε ότι η παράσταση «Φόνισσα» στο «Θέατρο Τ», η οποία θα συνεχίσει να παίζεται μέχρι και τις 28 Μαΐου του 2019, είναι ένα καλλιτεχνικό θέαμα, το οποίο αξίζει κανείς να το παρακολουθήσει. Η συγκεκριμένη προσέγγιση βοηθάει να κατανοήσουμε ακόμη καλύτερα τη βαθύτερη ουσία του έργου του Παπαδιαμάντη.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 19 Μαΐου 2019

Του Νίκου Αγγελή Άνθη

Επισκεφτήκαμε το «Θέατρο Τ», για να παρακολουθήσουμε την πολυαναμενόμενη παράσταση «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη.

Η παράσταση που συζητήθηκε αρκετά μεταξύ των θεατρόφιλων της Θεσσαλονίκης, πριν καν αρχίσει, είναι η νέα παραγωγή της Πειραματικής Σκηνής της «Τέχνης», με πρωταγωνίστρια την καταξιωμένη ηθοποιό Έφη Σταμούλη. 

Το «Θέατρο Τ» είναι μικρής χωρητικότητας, που όμως, χάρη στις υψηλών προδιαγραφών παραστάσεις που ανεβάζει, έχει πετύχει να λειτουργεί τα τελευταία χρόνια ως ένας ισχυρός πολιτιστικός πυρήνας της Θεσσαλονίκης, προάγοντας δυναμικά καλό και ποιοτικό θέατρο. Έτσι, και η παράσταση αυτή που παρακολουθήσαμε, επιβεβαιώνοντας τη φήμη του θεάτρου, ήταν ένα αξιόλογο και δυνατό καλλιτεχνικό θέαμα.

Ένα αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας

Η «Φόνισσα» είναι το δεύτερο συγγραφικό έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα κείμενα της ελληνικής λογοτεχνίας, το οποίο άφησε το δικό του ξεχωριστό στίγμα στη σφαίρα της συγγραφικής διαχρονικότητας. 

Το κείμενο, που είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα, δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1903 και έκτοτε έχει διαβαστεί από χιλιάδες αναγνώστες. Με το έργο αυτό ο Παπαδιαμάντης καθιερώθηκε στο πάνθεον των σημαντικότερων ελλήνων συγγραφέων, δημιουργώντας τη δική του ξεχωριστή λογοτεχνική ταυτότητα, η οποία μέχρι και σήμερα φαίνεται να επηρεάζει άλλους νεότερους συγγραφείς. 

Το έργο λαμβάνει χώρα στην ιδιαίτερη πατρίδα του Παπαδιαμάντη, τη Σκιάθο. Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας είναι η Φραγκογιαννού, μία γυναίκα χήρα και μεγάλη σε ηλικία, της οποίας η ζωή παρουσιάζεται γεμάτη κακουχίες, δυσκολίες και απροσπέλαστα εμπόδια, από την παιδική της ηλικία μέχρι και σήμερα.

Οι δυσκολίες αυτές την οδηγούν εντέλει στην παραφροσύνη, καθώς πιστεύει ότι η γέννηση ενός κοριτσιού φέρνει μόνο δυστυχία και βάσανα στη ζωή των γονιών του, και ότι μόνο ο θάνατός του μπορεί να τους επαναφέρει την ευτυχία και τη γαλήνη. Έτσι, για να επιτύχει το σκοπό της, αποφασίζει η ίδια να αναλάβει το ρόλο της φόνισσας, σκοτώνοντας μικρά και φτωχά κορίτσια, μεταξύ των οποίων και την άρρωστη εγγονή της.

Το έργο έχει χαρακτηριστεί αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, διότι καταφέρνει με τρόπο αριστοτεχνικό να θίξει πολυάριθμα κοινωνικά προβλήματα εκείνης της εποχής, μέσα όμως από την ωμή και σκληρή έννοια του θανάτου και συγκεκριμένα της δολοφονίας.

Λειτουργεί σαν προπομπός της γυναικείας χειραφέτησης

Η διαχρονικότητα του έργου έγκειται στο ότι θίγει πολυάριθμες κοινωνικές παθογένειες εκείνης της εποχής, όπως η κοινωνική και φυλετική ανισότητα, ο θεσμός της προίκας, οι αντιλήψεις της κοινωνίας σχετικά με τη θέση της γυναίκας μέσα στο πλαίσιο της οικογένειας κ.ά., πολλές από τις οποίες δυστυχώς δεν έχουν εξαλειφθεί απόλυτα μέχρι και σήμερα. Επομένως, η νουβέλα του Παπαδιαμάντη θα μπορούσε να θεωρηθεί προπομπός της γυναικείας χειραφέτησης, για την οποία αγωνίζονται ακόμη και τώρα πολλές γυναίκες. 

Ο λόγος είναι φυσικά ότι η πρωταγωνίστρια του έργου του, η Φραγκογιαννού, καταφέρνει να αποτινάξει τα σεξιστικά στερεότυπα εκείνης της εποχής, στηλιτεύοντας στο έπακρο την πατριαρχική κοινωνία στην οποία ζει. Όλα αυτά τα στοιχεία μετατρέπουν το διήγημα του Παπαδιαμάντη σε φορέα, τόσο λογοτεχνικής όσο και κοινωνικής καινοτομίας.

Σκηνοθεσία μινιμαλιστική χωρίς ωστόσο να καταλήγει ελλιπής ή ανούσια

Η σκηνοθεσία της παράστασης, την οποία ανέλαβε μαζί με τη μουσική επιμέλεια ο Πάνος Δεληνικόπουλος, ήταν απλοϊκή και μινιμαλιστική, χωρίς ωστόσο να καταλήγει ελλιπής ή ανούσια. Αντίθετα, θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε ότι κατάφερε χωρίς ιδιαίτερες φαμφάρες να βοηθήσει το θεατή να αφοσιωθεί απόλυτα στα βαθυστόχαστα και πολύπλευρα νοήματα του Παπαδιαμάντη. Παράλληλα, η μουσική επένδυση της παράστασης ήταν ιδιαίτερα σημαντική για τη ροή του έργου, καθώς έδινε ένα μεγαλύτερο συναισθηματικό βάθος στην όλη καλλιτεχνική προσπάθεια, προσδίδοντας ταυτόχρονα και αρκετές δόσεις εκσυγχρονισμού. Αυτό συνέβη, γιατί, σε αντίθεση με την κλασικότητα του έργου, οι μουσικές επιλογές που ακούστηκαν ήταν ιδιαίτερα σύγχρονες, χωρίς ωστόσο να φαντάζουν ξένες με το γενικότερο δωρικό κλίμα της παράστασης. 

Από την άλλη πλευρά, ξεχωριστή αναφορά οφείλουμε να κάνουμε και στα σκηνικά-κοστούμια αλλά και στα φώτα του έργου, τα οποία ανέλαβαν οι Μαρία Καραδελόγλου και Αθηνά Μπανάβα αντίστοιχα, και τα οποία έδωσαν μία ισχυρή καλλιτεχνική ώθηση στο όλο θεατρικό δημιούργημα, καθώς επισφραγίζοντας την κυριαρχία του μπλε χρώματος κατάφεραν άμεσα να μας μεταφέρουν στο νησιώτικο και παραθαλάσσιο κλίμα της Σκιάθου.

Αξιοπρόσεκτος καλλιτεχνικός δυϊσμός

Το συγκεκριμένο θεατρικό ανέβασμα θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε δωρικό και κλασικό, καθώς οι ηθοποιοί της παράστασης, σε αρκετά σημεία, φαίνονταν σαν να «ακροβατούν» ανάμεσα στην αρχαιοελληνική τραγωδία και στο λογοτεχνικό δράμα, δημιουργώντας έτσι έναν αξιοπρόσεκτο καλλιτεχνικό δυϊσμό. 

Μάλιστα, οι επιρροές από την αρχαιοελληνική τραγωδία διαφαίνονταν και από τον τρόπο με τον οποίο κινούνταν οι γυναίκες ηθοποιοί, εκτός της πρωταγωνίστριας, διότι σε αρκετά σημεία του έργου λειτουργούσαν συγχρονισμένα και ομαδικά, όπως δηλαδή ο χορός στην αρχαία τραγωδία, επαναλαμβάνοντας όλες μαζί τα ίδια λόγια ή ακόμη και τις ίδιες κινήσεις. 

Το στοιχείο αυτό έπαιξε βέβαια καθοριστικό ρόλο για την ποιότητα του τελικού θεατρικού δημιουργήματος, γιατί κατάφερε να δημιουργήσει ένα κλίμα ιδιαίτερα μυσταγωγικό και ατμοσφαιρικό, αυξάνοντας έτσι τη συναισθηματική πολυπλοκότητα του έργου. Φυσικά δεν θα μπορούσαμε να μην κάνουμε ειδική μνεία στην κυρία Έφη Σταμούλη, η οποία, υποδυόμενη τη Φραγκογιαννού, απέδειξε για ακόμα μία φορά την τεράστια υποκριτική της δεινότητα, που έρχεται εν μέρει και ως φυσικό απότοκο της πολύχρονης πορείας της στο θεατρικό σανίδι. 

Η ερμηνεία της υπήρξε ιδιαίτερα επιτυχημένη, διότι κατάφερε με πολύ διακριτικό τρόπο και χωρίς θεατρινίστικους εντυπωσιασμούς να αποδώσει ακόμα και τις πιο αμυδρές και λεπτές ψυχολογικές αποχρώσεις του ρόλου της.

Κλείνοντας λοιπόν, μπορούμε με μεγάλη σιγουριά να υποστηρίξουμε ότι η παράσταση «Φόνισσα» στο «Θέατρο Τ», η οποία θα συνεχίσει να παίζεται μέχρι και τις 28 Μαΐου του 2019, είναι ένα καλλιτεχνικό θέαμα, το οποίο αξίζει κανείς να το παρακολουθήσει. Η συγκεκριμένη προσέγγιση βοηθάει να κατανοήσουμε ακόμη καλύτερα τη βαθύτερη ουσία του έργου του Παπαδιαμάντη.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 19 Μαΐου 2019

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία