ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Film Vs Stream: Μία κινηματογραφική μάχη για τα μάτια του κοινού

Κινδυνεύουν οι κινηματογραφικές αίθουσες από τις νέες μορφές θέασης; Ποιοι βλέπουν ταινίες στο… Τik Tok; Ο κριτικός κινηματογράφου Πάνος Αχτσιόγλου και αιθουσάρχες της Θεσσαλονίκης απαντούν στη «ΜτΚ»

 30/01/2023 07:00

Film Vs Stream: Μία κινηματογραφική μάχη για τα μάτια του κοινού

Βιολέτα Φωτιάδη

Θα προτιμούσατε να δείτε τη Τζοκόντα στο Λούβρο ή σε μία εικόνα στην οθόνη του υπολογιστή σας; Παρόλο που η απάντηση μοιάζει προφανής, τελικά όλοι λίγο - πολύ επιλέγουμε, σχεδόν καθημερινά, να βλέπουμε τη Μόνα Λίζα στον υπολογιστή.

Αρκεί να φανταστούμε πως η Τζοκόντα είναι μία ταινία, το Λούβρο μία κινηματογραφική αίθουσα και ο υπολογιστής μία από τις δεκάδες πλατφόρμες streaming.

Ο θεσμός του σινεμά προσφέρει μία εντελώς διαφορετική εμπειρία από εκείνη της πλατφόρμας και φυσικά το καθένα από αυτά τα δύο έχει το δικό του ρόλο στη ζωή μας. Δυστυχώς όμως για πολλούς τα όρια ανάμεσα στις κινηματογραφικές αίθουσες και την τηλεόραση ή τον υπολογιστή είναι δυσδιάκριτα και δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιλέγουν τις νέες μορφές θέασης έναντι της μεγάλης οθόνης. Κάπως έτσι το «Λούβρο» απειλείται, μεταξύ άλλων, από τον υπολογιστή μας. Βέβαια, ο κινηματογράφος έχει αντιμετωπίσει διάφορες κρίσεις ανά τα χρόνια και η κάθε μία αποσπούσε το κοινό από τις αίθουσες με διαφορετικό τρόπο. 

Όπως εξηγεί στη «ΜτΚ», ο Πάνος Αχτσιόγλου, κριτικός κινηματογράφου και προγραμματιστής αιθουσών ετήσιας δραστηριότητας του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, αυτή τη φορά «το σινεμά αντιμετωπίζει δύο προκλήσεις οι οποίες για κακή του τύχη έφτασαν μαζί: πανδημία και πλατφόρμες». «Αρκεί να σκεφτούμε πως στην Ελλάδα την περίοδο του κορονοϊού ιδρύθηκαν 200 νόμιμες πλατφόρμες οπτικοακουστικού υλικού. Επίσης η πανδημία μάς έκλεισε σπίτι και αυτό ωφέλησε πολύ τους ιδρυτές της κάθε πλατφόρμας γιατί όλοι στράφηκαν εκεί. Αν αναλογιστούμε ότι το κοινό των αιθουσών χωρίζεται σε δύο μεγάλες κατηγορίες, τους 20-25 ετών και τους άνω των 55 καταλαβαίνουμε πως οι μεγαλύτερης ηλικίας θεατές φοβήθηκαν ακόμα περισσότερο και δεν πήγαν σινεμά αλλά στράφηκαν στις πλατφόρμες. Σε συνδυασμό με τα περιοριστικά μέτρα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα να παρατηρηθεί μία τεράστια πτώση εισιτηρίων. Ωστόσο, ακόμα και τώρα που δεν υπάρχουν πια αυτά, στην Ελλάδα ο κόσμος δεν έχει επιστρέψει στις αίθουσες. Στην υπόλοιπη Ευρώπη αυτό δεν συμβαίνει», επισημαίνει ο κ. Αχτσιόγλου.

Σύμφωνα με τον ίδιο, η απάντηση στο γιατί παραμένουν άδεια τα καθίσματα στα σινεμά βρίσκεται στις κινήσεις που δεν γίνονται είτε από την ίδια την πολιτεία ώστε να αναδειχθεί η σημασία της συλλογικής θέασης είτε από τους ίδιους τους αιθουσάρχες.

«Σε κινηματογραφικά προηγμένες χώρες υπάρχουν δικλείδες ασφαλείας, νομοθετιμένα μέτρα, που διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα των κινηματογράφων όπως για παράδειγμα στη Γερμανία που με νόμο εξασφαλίζεται ότι η προβολή μίας ταινίας στην κινηματογραφική αίθουσα θα γίνει με χρονική απόσταση από την προβολή της ίδιας ταινίας σε μία πλατφόρμα ώστε να μπορέσουν οι κινηματογράφοι να κόψουν εισιτήρια».

Για απελπιστική κατάσταση, αναφορικά με την προσέλευση στις κινηματογραφικές αίθουσες την περίοδο Σεπτεμβρίου-Δεκεμβρίου, κάνει λόγο και ο Γιάννης Ζαφειρίου, διαχειριστής των κινηματογράφων «Κολοσαίον», «Φαργκάνη» και «Ελληνίς».

Το θερινό σινεμά φαίνεται πως έχει καταφέρει να κερδίσει μία θέση ανάμεσα στις πρώτες επιλογές του κοινού όταν προγραμματίζουν τις εξόδους τους τα καλοκαιρινά βράδια.

Αντίθετα, οι κινηματογραφικές αίθουσες τον χειμώνα ερήμωσαν και όπως αναφέρει ο κ. Ζαφειρίου, υπήρξαν φορές που τα εισιτήρια που κόπηκαν δεν ξεπέρασαν τα 10. Ο ίδιος αποδίδει αυτό το φαινόμενο στην «έλλειψη πολιτιστικού προϊόντος - ταινιών λόγω πανδημίας» και στο φόβο που ενδεχομένως να νιώθει ακόμα μέρος του κοινού για τους κλειστούς χώρους.

Παράλληλα, η υπερτροφοδότηση και υπερκατανάλωση εικόνων, μέσω των εφαρμογών, των smartphone, της όποιας οπτικοακουστικής πλατφόρμας κ.λπ. κρατά τους θεατές μακριά από τα σινεμά:

«Ο κινηματογράφος έχει περάσει πολλές κρίσεις οι οποίες εμφανίζονται και εξαφανίζονται αλλά επειδή το σινεμά αποτελεί, μεταξύ άλλων, μία κοινωνική διασκέδαση ο κόσμος επανέρχεται σε αυτό. Ο άμεσος ανταγωνισμός μας πια δεν είναι μόνο οι πλατφόρμες αλλά η υπερκατανάλωση εικόνων. Όλοι μας είμαστε πάνω από ένα κινητό και καταβροχθίζουμε εικόνες. Όταν συμβαίνει αυτό και το κοινό είναι κορεσμένο από εικόνες γιατί να έρθει στο σινεμά προκειμένου να διασκεδάσει πάλι καταναλώνοντας εικόνες; Αυτό σημαίνει ότι και ο (χειμερινός) κινηματογράφος πρέπει να αλλάξει και να μετατραπεί και πάλι σε εμπειρία, όπως τα θερινά», τονίζει ο κ. Ζαφειρίου.

Το ίδιο κλίμα περιγράφει και η Ιωάννα Ράππου, διαχειρίστρια των κινηματογράφων «Βακούρα», «Μακεδονικόν», «Ναταλί» και «Απόλλων».

H κ. Ράπου αποδίδει εν μέρει στις πλατφόρμες την απουσία κοινού από τις σκοτεινές αίθουσες ειδικά των συνοικιακών κινηματογράφων καθώς «προβάλουμε συχνά παλιές ταινίες οπότε κάποιος μπορεί να πει ότι δεν θα πληρώσει εισιτήριο για να τις δει στο σινεμά αφού μπορεί να μείνει σπίτι και να τις παρακολουθήσει μέσω μίας πλατφόρμας».

Τι δουλειά έχει το Tik Tok και με την έβδομη τέχνη;

Κι όμως η δημοφιλής εφαρμογή έχει καταφέρει να δώσει το στίγμα της και στον «κινηματογράφο» αφού με έκπληξη παρατηρούμε πως νεαρής ηλικίας θεατές «βλέπουν» ταινίες μέσω του Tik Tok το οποίο πλέον θεωρείται νέο μέσο θέασης (;) «πλάθωντας» μία νέα γενιά «cross viewers».

Σύμφωνα με τον κ. Αχτσιόγλου «κατεβάζει κάποιος παράνομα μία ταινία, τη σπάει σε κομμάτια και την ανεβάζει στο Tik Tok. Υπάρχουν παιδιά που βλέπουν έτσι ταινίες -ή μέρος τους- σε μονόλεπτα βίντεο. Η πρόσβαση που έχουν στο τεράστιο οπτικοακουστικό υλικό τα παιδιά και η ταχύτητα εναλλαγής του μειώνει το χρόνο συγκέντρωσης. To attention spam των νέων είναι στα 10 δευτερόλεπτα».

Υπάρχει μέλλον χωρίς σινεμά;

Η προοπτική ενός μέλλοντος χωρίς σινεμά φαντάζει τουλάχιστον τρομακτική αν και δεν είναι πιθανή σύμφωνα και με τους τρεις καθώς το ομιχλώδες τοπίο διαπερνούν κάποιες «κινηματογραφικές» ηλιαχτίδες που θρέφουν την ελπίδα επιστροφής στις αίθουσες.

«Η ‘Φάλαινα’, για παράδειγμα, έκανε ρεκόρ τετραετίας εισιτηρίων. Στο Ολύμπιον κόψαμε 3.600 εισιτήρια σε μία εβδομάδα. Η ταινία επικοινωνήθηκε πολύ και ανέδειξε τη σημασία της συλλογικής θέασης. Oι θεατές συζητούσαν μετά την προβολή και έκλαιγαν μαζί κατά τη διάρκειά της», επισημαίνει ο Πάνος Αχτσιόγλου, κριτικός κινηματογράφου και προγραμματιστής αιθουσών ετήσιας δραστηριότητας του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και συμπληρώνει πως «δεν έχει νόημα να ανοίξεις πόλεμο με τις πλατφόρμες. Πρέπει να βρεθούν τρόποι ώστε να υπάρξει μία ήπια συσχέτιση μεταξύ των νέων μορφών θέασης και του κινηματογράφου. Αυτό όμως χρειάζεται και την παρέμβαση της πολιτείας.

Αν αναδειχθεί η ουσία του κινηματογράφου και ενισχυθεί η εμπειρία του σινεμά θα επιβιώσουν και οι πλατφόρμες και το σινεμά».

Ωστόσο, οι κινηματογράφοι που μεγάλωσαν γενιές και γενιές σινεφίλ δεν απειλούνται μόνο από τις πλατφόρμες streaming. Η ενεργειακή κρίση γονατίζει τους αιθουσάρχες και όσο το λουκέτο «περιμένει» στη γωνία η μετακύληση μέρους του κόστους στο εισιτήριο δεν μπορεί να καλύψει τις υπέρμετρες ενεργειακές ανάγκες που απαιτούν οι αίθουσες.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 29.01.2023

Θα προτιμούσατε να δείτε τη Τζοκόντα στο Λούβρο ή σε μία εικόνα στην οθόνη του υπολογιστή σας; Παρόλο που η απάντηση μοιάζει προφανής, τελικά όλοι λίγο - πολύ επιλέγουμε, σχεδόν καθημερινά, να βλέπουμε τη Μόνα Λίζα στον υπολογιστή.

Αρκεί να φανταστούμε πως η Τζοκόντα είναι μία ταινία, το Λούβρο μία κινηματογραφική αίθουσα και ο υπολογιστής μία από τις δεκάδες πλατφόρμες streaming.

Ο θεσμός του σινεμά προσφέρει μία εντελώς διαφορετική εμπειρία από εκείνη της πλατφόρμας και φυσικά το καθένα από αυτά τα δύο έχει το δικό του ρόλο στη ζωή μας. Δυστυχώς όμως για πολλούς τα όρια ανάμεσα στις κινηματογραφικές αίθουσες και την τηλεόραση ή τον υπολογιστή είναι δυσδιάκριτα και δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιλέγουν τις νέες μορφές θέασης έναντι της μεγάλης οθόνης. Κάπως έτσι το «Λούβρο» απειλείται, μεταξύ άλλων, από τον υπολογιστή μας. Βέβαια, ο κινηματογράφος έχει αντιμετωπίσει διάφορες κρίσεις ανά τα χρόνια και η κάθε μία αποσπούσε το κοινό από τις αίθουσες με διαφορετικό τρόπο. 

Όπως εξηγεί στη «ΜτΚ», ο Πάνος Αχτσιόγλου, κριτικός κινηματογράφου και προγραμματιστής αιθουσών ετήσιας δραστηριότητας του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, αυτή τη φορά «το σινεμά αντιμετωπίζει δύο προκλήσεις οι οποίες για κακή του τύχη έφτασαν μαζί: πανδημία και πλατφόρμες». «Αρκεί να σκεφτούμε πως στην Ελλάδα την περίοδο του κορονοϊού ιδρύθηκαν 200 νόμιμες πλατφόρμες οπτικοακουστικού υλικού. Επίσης η πανδημία μάς έκλεισε σπίτι και αυτό ωφέλησε πολύ τους ιδρυτές της κάθε πλατφόρμας γιατί όλοι στράφηκαν εκεί. Αν αναλογιστούμε ότι το κοινό των αιθουσών χωρίζεται σε δύο μεγάλες κατηγορίες, τους 20-25 ετών και τους άνω των 55 καταλαβαίνουμε πως οι μεγαλύτερης ηλικίας θεατές φοβήθηκαν ακόμα περισσότερο και δεν πήγαν σινεμά αλλά στράφηκαν στις πλατφόρμες. Σε συνδυασμό με τα περιοριστικά μέτρα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα να παρατηρηθεί μία τεράστια πτώση εισιτηρίων. Ωστόσο, ακόμα και τώρα που δεν υπάρχουν πια αυτά, στην Ελλάδα ο κόσμος δεν έχει επιστρέψει στις αίθουσες. Στην υπόλοιπη Ευρώπη αυτό δεν συμβαίνει», επισημαίνει ο κ. Αχτσιόγλου.

Σύμφωνα με τον ίδιο, η απάντηση στο γιατί παραμένουν άδεια τα καθίσματα στα σινεμά βρίσκεται στις κινήσεις που δεν γίνονται είτε από την ίδια την πολιτεία ώστε να αναδειχθεί η σημασία της συλλογικής θέασης είτε από τους ίδιους τους αιθουσάρχες.

«Σε κινηματογραφικά προηγμένες χώρες υπάρχουν δικλείδες ασφαλείας, νομοθετιμένα μέτρα, που διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα των κινηματογράφων όπως για παράδειγμα στη Γερμανία που με νόμο εξασφαλίζεται ότι η προβολή μίας ταινίας στην κινηματογραφική αίθουσα θα γίνει με χρονική απόσταση από την προβολή της ίδιας ταινίας σε μία πλατφόρμα ώστε να μπορέσουν οι κινηματογράφοι να κόψουν εισιτήρια».

Για απελπιστική κατάσταση, αναφορικά με την προσέλευση στις κινηματογραφικές αίθουσες την περίοδο Σεπτεμβρίου-Δεκεμβρίου, κάνει λόγο και ο Γιάννης Ζαφειρίου, διαχειριστής των κινηματογράφων «Κολοσαίον», «Φαργκάνη» και «Ελληνίς».

Το θερινό σινεμά φαίνεται πως έχει καταφέρει να κερδίσει μία θέση ανάμεσα στις πρώτες επιλογές του κοινού όταν προγραμματίζουν τις εξόδους τους τα καλοκαιρινά βράδια.

Αντίθετα, οι κινηματογραφικές αίθουσες τον χειμώνα ερήμωσαν και όπως αναφέρει ο κ. Ζαφειρίου, υπήρξαν φορές που τα εισιτήρια που κόπηκαν δεν ξεπέρασαν τα 10. Ο ίδιος αποδίδει αυτό το φαινόμενο στην «έλλειψη πολιτιστικού προϊόντος - ταινιών λόγω πανδημίας» και στο φόβο που ενδεχομένως να νιώθει ακόμα μέρος του κοινού για τους κλειστούς χώρους.

Παράλληλα, η υπερτροφοδότηση και υπερκατανάλωση εικόνων, μέσω των εφαρμογών, των smartphone, της όποιας οπτικοακουστικής πλατφόρμας κ.λπ. κρατά τους θεατές μακριά από τα σινεμά:

«Ο κινηματογράφος έχει περάσει πολλές κρίσεις οι οποίες εμφανίζονται και εξαφανίζονται αλλά επειδή το σινεμά αποτελεί, μεταξύ άλλων, μία κοινωνική διασκέδαση ο κόσμος επανέρχεται σε αυτό. Ο άμεσος ανταγωνισμός μας πια δεν είναι μόνο οι πλατφόρμες αλλά η υπερκατανάλωση εικόνων. Όλοι μας είμαστε πάνω από ένα κινητό και καταβροχθίζουμε εικόνες. Όταν συμβαίνει αυτό και το κοινό είναι κορεσμένο από εικόνες γιατί να έρθει στο σινεμά προκειμένου να διασκεδάσει πάλι καταναλώνοντας εικόνες; Αυτό σημαίνει ότι και ο (χειμερινός) κινηματογράφος πρέπει να αλλάξει και να μετατραπεί και πάλι σε εμπειρία, όπως τα θερινά», τονίζει ο κ. Ζαφειρίου.

Το ίδιο κλίμα περιγράφει και η Ιωάννα Ράππου, διαχειρίστρια των κινηματογράφων «Βακούρα», «Μακεδονικόν», «Ναταλί» και «Απόλλων».

H κ. Ράπου αποδίδει εν μέρει στις πλατφόρμες την απουσία κοινού από τις σκοτεινές αίθουσες ειδικά των συνοικιακών κινηματογράφων καθώς «προβάλουμε συχνά παλιές ταινίες οπότε κάποιος μπορεί να πει ότι δεν θα πληρώσει εισιτήριο για να τις δει στο σινεμά αφού μπορεί να μείνει σπίτι και να τις παρακολουθήσει μέσω μίας πλατφόρμας».

Τι δουλειά έχει το Tik Tok και με την έβδομη τέχνη;

Κι όμως η δημοφιλής εφαρμογή έχει καταφέρει να δώσει το στίγμα της και στον «κινηματογράφο» αφού με έκπληξη παρατηρούμε πως νεαρής ηλικίας θεατές «βλέπουν» ταινίες μέσω του Tik Tok το οποίο πλέον θεωρείται νέο μέσο θέασης (;) «πλάθωντας» μία νέα γενιά «cross viewers».

Σύμφωνα με τον κ. Αχτσιόγλου «κατεβάζει κάποιος παράνομα μία ταινία, τη σπάει σε κομμάτια και την ανεβάζει στο Tik Tok. Υπάρχουν παιδιά που βλέπουν έτσι ταινίες -ή μέρος τους- σε μονόλεπτα βίντεο. Η πρόσβαση που έχουν στο τεράστιο οπτικοακουστικό υλικό τα παιδιά και η ταχύτητα εναλλαγής του μειώνει το χρόνο συγκέντρωσης. To attention spam των νέων είναι στα 10 δευτερόλεπτα».

Υπάρχει μέλλον χωρίς σινεμά;

Η προοπτική ενός μέλλοντος χωρίς σινεμά φαντάζει τουλάχιστον τρομακτική αν και δεν είναι πιθανή σύμφωνα και με τους τρεις καθώς το ομιχλώδες τοπίο διαπερνούν κάποιες «κινηματογραφικές» ηλιαχτίδες που θρέφουν την ελπίδα επιστροφής στις αίθουσες.

«Η ‘Φάλαινα’, για παράδειγμα, έκανε ρεκόρ τετραετίας εισιτηρίων. Στο Ολύμπιον κόψαμε 3.600 εισιτήρια σε μία εβδομάδα. Η ταινία επικοινωνήθηκε πολύ και ανέδειξε τη σημασία της συλλογικής θέασης. Oι θεατές συζητούσαν μετά την προβολή και έκλαιγαν μαζί κατά τη διάρκειά της», επισημαίνει ο Πάνος Αχτσιόγλου, κριτικός κινηματογράφου και προγραμματιστής αιθουσών ετήσιας δραστηριότητας του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και συμπληρώνει πως «δεν έχει νόημα να ανοίξεις πόλεμο με τις πλατφόρμες. Πρέπει να βρεθούν τρόποι ώστε να υπάρξει μία ήπια συσχέτιση μεταξύ των νέων μορφών θέασης και του κινηματογράφου. Αυτό όμως χρειάζεται και την παρέμβαση της πολιτείας.

Αν αναδειχθεί η ουσία του κινηματογράφου και ενισχυθεί η εμπειρία του σινεμά θα επιβιώσουν και οι πλατφόρμες και το σινεμά».

Ωστόσο, οι κινηματογράφοι που μεγάλωσαν γενιές και γενιές σινεφίλ δεν απειλούνται μόνο από τις πλατφόρμες streaming. Η ενεργειακή κρίση γονατίζει τους αιθουσάρχες και όσο το λουκέτο «περιμένει» στη γωνία η μετακύληση μέρους του κόστους στο εισιτήριο δεν μπορεί να καλύψει τις υπέρμετρες ενεργειακές ανάγκες που απαιτούν οι αίθουσες.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 29.01.2023

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία