ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Επίτιμη διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου η Κ. Σακελλαροπούλου

Της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών και Επιστημών της Αγωγής

 01/10/2024 23:50

Επίτιμη διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου η Κ. Σακελλαροπούλου
ΑΠΕ-ΜΠΕ

Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, αναγορεύτηκε επίτιμη διδάκτορας της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών και Επιστημών της Αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου, σε επίσημη τελετή που πραγματοποιήθηκε απόψε στη Λευκωσία. 

Το Πανεπιστήμιο Κύπρου τίμησε την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αναγνωρίζοντας τη μακρόχρονη και ουσιαστική συμβολή της στην απονομή της Δικαιοσύνης και την αφοσίωσή της στην προάσπιση των ατομικών ελευθεριών, των δικαιωμάτων των πολιτών, της νομιμότητας και των θεμελιωδών αρχών του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας.

Κατά την ομιλία της, η κυρία Σακελλαροπούλου εξέφρασε τη χαρά και τη συγκίνησή της, που βρίσκεται σήμερα στην Κύπρο, με αφορμή τους εορτασμούς για την 64η επέτειο της Ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας και ευχαρίστησε θερμά τη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών και Επιστημών της Αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου για την τιμή, υπενθυμίζοντας ότι «στα 35 χρόνια λειτουργίας του, το Πανεπιστήμιο αναδείχθηκε σε κορυφαίο φορέα εκπαίδευσης για την Κυπριακή Δημοκρατία και συνέβαλε, ως θεσμός, στην ενίσχυση των αδελφικών δεσμών με την Ελλάδα, μέσω της συνεργασίας του με τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας μου. Οι προερχόμενοι από την Ελλάδα καθηγητές και φοιτητές του αποτελούν, άλλωστε, μία ακόμη γέφυρα που διασφαλίζει τη διατήρηση των δεσμών αυτών».

Τόνισε επίσης, ότι «η συμπόρευση Ελλάδας και Κύπρου μπροστά στις σύγχρονες προκλήσεις είναι κρίσιμη και αναγκαία, όχι μόνο για την υπεράσπιση της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και για τον ίδιο τον κυπριακό Ελληνισμό» και συμπλήρωσε ότι «στο πλαίσιο αυτό, η τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Κύπρο επιτελεί κορυφαίο εθνικό έργο, αυτό της σφυρηλάτησης της ενότητας του Ελληνισμού εναντίον κάθε απόπειρας διάβρωσής του».

Στο πλαίσιο αυτό, σημείωσε ότι «Ελλάδα και Κύπρος στέκονται μαζί, προχωρούν μαζί και αντιμετωπίζουν με ενότητα και σύμπνοια την κάθε δυσκολία, εντός του ευρωπαϊκού και διεθνούς γίγνεσθαι». Όπως είπε «οι προκλήσεις παραμένουν πολλές και αναμένεται να ενταθούν, αλλά το δημοκρατικό και φιλελεύθερο αξιακό μας πλαίσιο είναι αυτό που μας καθοδηγεί. Ο αγώνας για την επίλυση του Κυπριακού στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών και η διαφύλαξη της δημοκρατίας, η εμπέδωση του κράτους δικαίου και η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι και για τις δύο χώρες υπαρξιακή συνθήκη».

Αναφερόμενη στη σύγχρονη συγκυρία, υποστήριξε ότι βρισκόμαστε σε μια περίοδο μεγάλης αβεβαιότητας για την Ευρώπη και τον κόσμο και πρόσθεσε ότι η κατάσταση σε γεωπολιτικό επίπεδο επιτείνει την ανασφάλεια, επηρεάζει την ισορροπία των σύγχρονων κοινωνιών και δημιουργεί υψηλές εντάσεις. Υπενθύμισε ότι «ο πόλεμος στην Ουκρανία, μετά από την απρόκλητη ρωσική επίθεση που συνιστά ωμή παραβίαση του διεθνούς δικαίου, συνεχίζεται εδώ και δυόμιση περίπου χρόνια, θέτοντας σε αμφισβήτηση το διεθνές status quo και απειλώντας την ειρήνη στην Ευρώπη, ενώ δημιουργεί παράλληλα και σοβαρή ενεργειακή κρίση. Την ίδια στιγμή, η ένοπλη σύρραξη στη Μέση Ανατολή, που ξέσπασε μετά από την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς κατά του Ισραήλ πέρυσι τον Οκτώβριο, έχει σημάνει συναγερμό ιδίως στην ευρύτερη περιφέρεια της ανατολικής Μεσογείου. Ήδη παρατηρείται επέκταση της σύγκρουσης στον Λίβανο, ενώ η πιθανή εμπλοκή και άλλων κρατών θα έχει δραματικές επιπτώσεις για όλον τον κόσμο».

Υποστήριξε ακόμη, ότι οι σημαντικές ανασφάλειες της εποχής μας έχουν ενισχύσει έναν αντιδραστικό λόγο που διαβρώνει το πολιτικό και πολιτιστικό κεφάλαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τάχθηκε υπέρ της ανάγκης η Ευρώπη να προχωρήσει μπροστά. «Η παραγωγική και κοινωνική βάση της Ευρώπης εξαρτάται από την κοινωνική δικαιοσύνη, τη δίκαιη κατανομή των βαρών και τη μείωση των ανισοτήτων, ιδίως μεταξύ των χωρών του Βορρά και του Νότου» υπογράμμισε η Πρόεδρος και πρόσθεσε ότι «οι πολιτικές χωρίς αποκλεισμούς που καλωσορίζουν την κοινωνία των πολιτών και τα οράματά της είναι αυτές που ικανοποιούν το αίτημα για μία όλο και πιο πολιτική Ευρώπη».

Παράλληλα, επισήμανε ότι «η δημοκρατία και το κράτος δικαίου αποτελούν θεμελιακές αξίες και κατακτήσεις της ευρωπαϊκής μας οικογένειας» και συμπλήρωσε ότι «η δημοκρατική αρχή και οι φιλελεύθερες εγγυήσεις, τα δικαιώματα και η διάκριση των εξουσιών, δεν μπορούν να διαχωριστούν, καθώς αποτελούν την ίδια την ουσία του συνταγματικού μας κράτους». Όπως εξήγησε «στο κράτος δικαίου, η δημόσια εξουσία ασκείται πάντοτε εντός των ορίων του Συντάγματος, σύμφωνα με τις αξίες της δημοκρατίας και της ελευθερίας, υπό τον έλεγχο ανεξάρτητων και αμερόληπτων δικαστηρίων, τα οποία εγγυώνται την προστασία των θεμελιωδών ατομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων των πολιτών».

Στο ίδιο πλαίσιο ανέφερε ότι «η προστασία του ευρωπαϊκού κεκτημένου συναρτάται με την εύλογη ισορροπία μεταξύ της άσκησης των δικαιωμάτων και του γενικού, καθολικού συμφέροντος» και παρατήρησε ότι «απέναντι στις διαδοχικές κρίσεις, που έχουν υπαρξιακό χαρακτήρα για την Ευρώπη, την Ελλάδα και την Κύπρο, καμία χώρα δεν μπορεί να σταθεί μόνη της. Απαιτείται διεθνής συντονισμός σε κάθε μέτωπο και, σε αυτό το πλαίσιο, τον συνεκτικό μας ιστό τον αποτελούν οι κοινές μας ευρωπαϊκές αξίες».

Αναφερόμενη στην Ελλάδα υπενθύμισε ότι φέτος εορτάζει μισόν αιώνα Μεταπολίτευσης και πρόσθεσε ότι «συμπληρώνονται 50 χρόνια από την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος, που σημάδεψε τη χώρα μας ανεξίτηλα, αφήνοντας πίσω το ανεπούλωτο ακόμα τραύμα της Κύπρου» και υπογράμμισε ότι «είναι επιβεβλημένο να προβούμε σε μία γενική ιστορική αποτίμηση της Μεταπολίτευσης αφού η περίοδος αυτή, με τα πολύτιμα κεκτημένα της, λειτουργεί αναστοχαστικά και κριτικά ως προς τις στρεβλώσεις της και μας καλεί να σχεδιάσουμε αποτελεσματικά το μέλλον». Όπως είπε «καλούμαστε να την επινοήσουμε εκ νέου αναζωογονώντας το δημιουργικό της πνεύμα, προκειμένου να αντλήσουμε έμπνευση για τα πιεστικά προβλήματα του σήμερα. Λειτουργώντας πάντα συλλογικά, με ενότητα, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής και διεθνούς συνεργασίας».

Τόνισε, ακόμη, ότι η επέτειος της Μεταπολίτευσης είναι ιδιαίτερα σημαντική και για την Κύπρο, καθώς φέτος συμπληρώνονται 50 χρόνια από την εισβολή και την παράνομη κατοχή μεγάλου μέρους του εδάφους της, 50 χρόνια κατάφωρης παραβίασης του διεθνούς δικαίου από την Τουρκία. Ειδικότερα, υποστήριξε ότι «το 'δεν ξεχνώ' δεν σημαίνει μόνο τη διατήρηση στη μνήμη μας της τραγωδίας του 1974, αλλά κυρίως την υποχρέωση να φέρουμε σε πέρας το πιο υψηλό εθνικό μας χρέος, τον αδιάλειπτο αγώνα για την απελευθέρωση και επανένωση της Κύπρου».

Επιπροσθέτως σημείωσε, ότι «η δημοκρατία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της δίκαιης και βιώσιμης λύσης του Κυπριακού, καθώς είναι απαραίτητη η διαμόρφωση μιας συνταγματικής τάξης που θα διασφαλίζει τις βασικές αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος και την λειτουργικότητα του κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας σε μία επανενωμένη ομοσπονδιακή Κύπρο. Εξάλλου, η πλήρης απόλαυση του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από όλους τους Κυπρίους δεν είναι εφικτή δίχως μία δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού».


Όπως είπε «η de facto διχοτόμηση της Κύπρου και η παράνομη τουρκική κατοχή μέρους της επικράτειάς της παραμένει όνειδος για τη διεθνή κοινότητα και οδηγεί σε πολλαπλές παραβιάσεις των δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως επανειλημμένως έχει κρίνει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η αδυναμία επιστροφής των εκτοπισμένων στις πατρογονικές τους εστίες, η συνεχιζόμενη καταπάτηση των περιουσιών τους στα κατεχόμενα, οι περιορισμοί που εξακολουθούν να υφίστανται οι ελάχιστοι εναπομείναντες εγκλωβισμένοι, η εκκρεμότητα της διακρίβωσης της τύχης όλων των αγνοουμένων της τουρκικής εισβολής και η καταστροφή της μακραίωνης κυπριακής πολιτιστικής κληρονομιάς αποτελούν μερικά μόνο παραδείγματα».

Επίσης, ανέφερε ότι «η τουρκική κατοχή έχει μεγάλο κόστος και για τους Τουρκοκύπριους, οι οποίοι υποχρεώνονται να ζουν υπό ένα καθεστώς, το οποίο μεριμνά πρωτίστως για τα συμφέροντα μιας τρίτης χώρας και αλλοιώνει τη δημογραφία αλλά και την κοινωνική και πολιτιστική συνοχή της τουρκοκυπριακής κοινότητας μέσω του μαζικού εποικισμού. Ενός εποικισμού που, ας μην ξεχνάμε, συνιστά ένα διαρκές έγκλημα πολέμου».


Ακολούθως, υπογράμμισε, ότι «ο τερματισμός της κατοχής, η αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων και η κατάργηση του αναχρονιστικού συστήματος των εγγυήσεων συνιστούν προαπαιτούμενα της σύμφωνης με το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων λύσης του Κυπριακού. Είναι σημαντικό, λοιπόν, να διαμηνύεται προς πάσα κατεύθυνση ότι ειρήνη, δημοκρατία και ανθρώπινα δικαιώματα υπό την απειλή όπλων δεν νοούνται».

Τέλος, τόνισε ότι Ελλάδα και Κύπρος πέτυχαν πολλά και σπουδαία όταν πορεύτηκαν μαζί, ως δύο αδελφά δημοκρατικά κράτη. «Αποκορύφωμα αυτής της συμπόρευσης υπήρξε η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της σύγχρονης εξωτερικής πολιτικής των δύο χωρών. Στην κοινή αυτή πορεία, οι αξίες που διέπουν την ευρωπαϊκή μας οικογένεια και ο σεβασμός στους κανόνες του διεθνούς δικαίου, πάνω στους οποίους έχει δομηθεί η διεθνής κοινότητα, συνιστούν απαρέγκλιτες αρχές που τηρούν τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος» .

Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, αναγορεύτηκε επίτιμη διδάκτορας της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών και Επιστημών της Αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου, σε επίσημη τελετή που πραγματοποιήθηκε απόψε στη Λευκωσία. 

Το Πανεπιστήμιο Κύπρου τίμησε την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αναγνωρίζοντας τη μακρόχρονη και ουσιαστική συμβολή της στην απονομή της Δικαιοσύνης και την αφοσίωσή της στην προάσπιση των ατομικών ελευθεριών, των δικαιωμάτων των πολιτών, της νομιμότητας και των θεμελιωδών αρχών του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας.

Κατά την ομιλία της, η κυρία Σακελλαροπούλου εξέφρασε τη χαρά και τη συγκίνησή της, που βρίσκεται σήμερα στην Κύπρο, με αφορμή τους εορτασμούς για την 64η επέτειο της Ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας και ευχαρίστησε θερμά τη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών και Επιστημών της Αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου για την τιμή, υπενθυμίζοντας ότι «στα 35 χρόνια λειτουργίας του, το Πανεπιστήμιο αναδείχθηκε σε κορυφαίο φορέα εκπαίδευσης για την Κυπριακή Δημοκρατία και συνέβαλε, ως θεσμός, στην ενίσχυση των αδελφικών δεσμών με την Ελλάδα, μέσω της συνεργασίας του με τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας μου. Οι προερχόμενοι από την Ελλάδα καθηγητές και φοιτητές του αποτελούν, άλλωστε, μία ακόμη γέφυρα που διασφαλίζει τη διατήρηση των δεσμών αυτών».

Τόνισε επίσης, ότι «η συμπόρευση Ελλάδας και Κύπρου μπροστά στις σύγχρονες προκλήσεις είναι κρίσιμη και αναγκαία, όχι μόνο για την υπεράσπιση της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και για τον ίδιο τον κυπριακό Ελληνισμό» και συμπλήρωσε ότι «στο πλαίσιο αυτό, η τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Κύπρο επιτελεί κορυφαίο εθνικό έργο, αυτό της σφυρηλάτησης της ενότητας του Ελληνισμού εναντίον κάθε απόπειρας διάβρωσής του».

Στο πλαίσιο αυτό, σημείωσε ότι «Ελλάδα και Κύπρος στέκονται μαζί, προχωρούν μαζί και αντιμετωπίζουν με ενότητα και σύμπνοια την κάθε δυσκολία, εντός του ευρωπαϊκού και διεθνούς γίγνεσθαι». Όπως είπε «οι προκλήσεις παραμένουν πολλές και αναμένεται να ενταθούν, αλλά το δημοκρατικό και φιλελεύθερο αξιακό μας πλαίσιο είναι αυτό που μας καθοδηγεί. Ο αγώνας για την επίλυση του Κυπριακού στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών και η διαφύλαξη της δημοκρατίας, η εμπέδωση του κράτους δικαίου και η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι και για τις δύο χώρες υπαρξιακή συνθήκη».

Αναφερόμενη στη σύγχρονη συγκυρία, υποστήριξε ότι βρισκόμαστε σε μια περίοδο μεγάλης αβεβαιότητας για την Ευρώπη και τον κόσμο και πρόσθεσε ότι η κατάσταση σε γεωπολιτικό επίπεδο επιτείνει την ανασφάλεια, επηρεάζει την ισορροπία των σύγχρονων κοινωνιών και δημιουργεί υψηλές εντάσεις. Υπενθύμισε ότι «ο πόλεμος στην Ουκρανία, μετά από την απρόκλητη ρωσική επίθεση που συνιστά ωμή παραβίαση του διεθνούς δικαίου, συνεχίζεται εδώ και δυόμιση περίπου χρόνια, θέτοντας σε αμφισβήτηση το διεθνές status quo και απειλώντας την ειρήνη στην Ευρώπη, ενώ δημιουργεί παράλληλα και σοβαρή ενεργειακή κρίση. Την ίδια στιγμή, η ένοπλη σύρραξη στη Μέση Ανατολή, που ξέσπασε μετά από την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς κατά του Ισραήλ πέρυσι τον Οκτώβριο, έχει σημάνει συναγερμό ιδίως στην ευρύτερη περιφέρεια της ανατολικής Μεσογείου. Ήδη παρατηρείται επέκταση της σύγκρουσης στον Λίβανο, ενώ η πιθανή εμπλοκή και άλλων κρατών θα έχει δραματικές επιπτώσεις για όλον τον κόσμο».

Υποστήριξε ακόμη, ότι οι σημαντικές ανασφάλειες της εποχής μας έχουν ενισχύσει έναν αντιδραστικό λόγο που διαβρώνει το πολιτικό και πολιτιστικό κεφάλαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τάχθηκε υπέρ της ανάγκης η Ευρώπη να προχωρήσει μπροστά. «Η παραγωγική και κοινωνική βάση της Ευρώπης εξαρτάται από την κοινωνική δικαιοσύνη, τη δίκαιη κατανομή των βαρών και τη μείωση των ανισοτήτων, ιδίως μεταξύ των χωρών του Βορρά και του Νότου» υπογράμμισε η Πρόεδρος και πρόσθεσε ότι «οι πολιτικές χωρίς αποκλεισμούς που καλωσορίζουν την κοινωνία των πολιτών και τα οράματά της είναι αυτές που ικανοποιούν το αίτημα για μία όλο και πιο πολιτική Ευρώπη».

Παράλληλα, επισήμανε ότι «η δημοκρατία και το κράτος δικαίου αποτελούν θεμελιακές αξίες και κατακτήσεις της ευρωπαϊκής μας οικογένειας» και συμπλήρωσε ότι «η δημοκρατική αρχή και οι φιλελεύθερες εγγυήσεις, τα δικαιώματα και η διάκριση των εξουσιών, δεν μπορούν να διαχωριστούν, καθώς αποτελούν την ίδια την ουσία του συνταγματικού μας κράτους». Όπως εξήγησε «στο κράτος δικαίου, η δημόσια εξουσία ασκείται πάντοτε εντός των ορίων του Συντάγματος, σύμφωνα με τις αξίες της δημοκρατίας και της ελευθερίας, υπό τον έλεγχο ανεξάρτητων και αμερόληπτων δικαστηρίων, τα οποία εγγυώνται την προστασία των θεμελιωδών ατομικών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων των πολιτών».

Στο ίδιο πλαίσιο ανέφερε ότι «η προστασία του ευρωπαϊκού κεκτημένου συναρτάται με την εύλογη ισορροπία μεταξύ της άσκησης των δικαιωμάτων και του γενικού, καθολικού συμφέροντος» και παρατήρησε ότι «απέναντι στις διαδοχικές κρίσεις, που έχουν υπαρξιακό χαρακτήρα για την Ευρώπη, την Ελλάδα και την Κύπρο, καμία χώρα δεν μπορεί να σταθεί μόνη της. Απαιτείται διεθνής συντονισμός σε κάθε μέτωπο και, σε αυτό το πλαίσιο, τον συνεκτικό μας ιστό τον αποτελούν οι κοινές μας ευρωπαϊκές αξίες».

Αναφερόμενη στην Ελλάδα υπενθύμισε ότι φέτος εορτάζει μισόν αιώνα Μεταπολίτευσης και πρόσθεσε ότι «συμπληρώνονται 50 χρόνια από την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος, που σημάδεψε τη χώρα μας ανεξίτηλα, αφήνοντας πίσω το ανεπούλωτο ακόμα τραύμα της Κύπρου» και υπογράμμισε ότι «είναι επιβεβλημένο να προβούμε σε μία γενική ιστορική αποτίμηση της Μεταπολίτευσης αφού η περίοδος αυτή, με τα πολύτιμα κεκτημένα της, λειτουργεί αναστοχαστικά και κριτικά ως προς τις στρεβλώσεις της και μας καλεί να σχεδιάσουμε αποτελεσματικά το μέλλον». Όπως είπε «καλούμαστε να την επινοήσουμε εκ νέου αναζωογονώντας το δημιουργικό της πνεύμα, προκειμένου να αντλήσουμε έμπνευση για τα πιεστικά προβλήματα του σήμερα. Λειτουργώντας πάντα συλλογικά, με ενότητα, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής και διεθνούς συνεργασίας».

Τόνισε, ακόμη, ότι η επέτειος της Μεταπολίτευσης είναι ιδιαίτερα σημαντική και για την Κύπρο, καθώς φέτος συμπληρώνονται 50 χρόνια από την εισβολή και την παράνομη κατοχή μεγάλου μέρους του εδάφους της, 50 χρόνια κατάφωρης παραβίασης του διεθνούς δικαίου από την Τουρκία. Ειδικότερα, υποστήριξε ότι «το 'δεν ξεχνώ' δεν σημαίνει μόνο τη διατήρηση στη μνήμη μας της τραγωδίας του 1974, αλλά κυρίως την υποχρέωση να φέρουμε σε πέρας το πιο υψηλό εθνικό μας χρέος, τον αδιάλειπτο αγώνα για την απελευθέρωση και επανένωση της Κύπρου».

Επιπροσθέτως σημείωσε, ότι «η δημοκρατία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της δίκαιης και βιώσιμης λύσης του Κυπριακού, καθώς είναι απαραίτητη η διαμόρφωση μιας συνταγματικής τάξης που θα διασφαλίζει τις βασικές αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος και την λειτουργικότητα του κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας σε μία επανενωμένη ομοσπονδιακή Κύπρο. Εξάλλου, η πλήρης απόλαυση του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από όλους τους Κυπρίους δεν είναι εφικτή δίχως μία δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού».


Όπως είπε «η de facto διχοτόμηση της Κύπρου και η παράνομη τουρκική κατοχή μέρους της επικράτειάς της παραμένει όνειδος για τη διεθνή κοινότητα και οδηγεί σε πολλαπλές παραβιάσεις των δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως επανειλημμένως έχει κρίνει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η αδυναμία επιστροφής των εκτοπισμένων στις πατρογονικές τους εστίες, η συνεχιζόμενη καταπάτηση των περιουσιών τους στα κατεχόμενα, οι περιορισμοί που εξακολουθούν να υφίστανται οι ελάχιστοι εναπομείναντες εγκλωβισμένοι, η εκκρεμότητα της διακρίβωσης της τύχης όλων των αγνοουμένων της τουρκικής εισβολής και η καταστροφή της μακραίωνης κυπριακής πολιτιστικής κληρονομιάς αποτελούν μερικά μόνο παραδείγματα».

Επίσης, ανέφερε ότι «η τουρκική κατοχή έχει μεγάλο κόστος και για τους Τουρκοκύπριους, οι οποίοι υποχρεώνονται να ζουν υπό ένα καθεστώς, το οποίο μεριμνά πρωτίστως για τα συμφέροντα μιας τρίτης χώρας και αλλοιώνει τη δημογραφία αλλά και την κοινωνική και πολιτιστική συνοχή της τουρκοκυπριακής κοινότητας μέσω του μαζικού εποικισμού. Ενός εποικισμού που, ας μην ξεχνάμε, συνιστά ένα διαρκές έγκλημα πολέμου».


Ακολούθως, υπογράμμισε, ότι «ο τερματισμός της κατοχής, η αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων και η κατάργηση του αναχρονιστικού συστήματος των εγγυήσεων συνιστούν προαπαιτούμενα της σύμφωνης με το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων λύσης του Κυπριακού. Είναι σημαντικό, λοιπόν, να διαμηνύεται προς πάσα κατεύθυνση ότι ειρήνη, δημοκρατία και ανθρώπινα δικαιώματα υπό την απειλή όπλων δεν νοούνται».

Τέλος, τόνισε ότι Ελλάδα και Κύπρος πέτυχαν πολλά και σπουδαία όταν πορεύτηκαν μαζί, ως δύο αδελφά δημοκρατικά κράτη. «Αποκορύφωμα αυτής της συμπόρευσης υπήρξε η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της σύγχρονης εξωτερικής πολιτικής των δύο χωρών. Στην κοινή αυτή πορεία, οι αξίες που διέπουν την ευρωπαϊκή μας οικογένεια και ο σεβασμός στους κανόνες του διεθνούς δικαίου, πάνω στους οποίους έχει δομηθεί η διεθνής κοινότητα, συνιστούν απαρέγκλιτες αρχές που τηρούν τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος» .

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία