ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Ενεργοί πολίτες, ευρωβουλευτές και η αντιπολίτευση κρατούν «ανοικτό» το θέμα των υποκλοπών

Η «Πρωτοβουλία» στη Θεσσαλονίκη που εστίασε στην υπόθεση των παρακολουθήσεων

 24/10/2022 07:00

Ενεργοί πολίτες, ευρωβουλευτές και η αντιπολίτευση κρατούν «ανοικτό» το θέμα των υποκλοπών

Σοφία Χριστοφορίδου

Μπορεί η κυβέρνηση να θέλει να κλείσει άρον άρον το θέμα των υποκλοπών των επικοινωνιών του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και δημοσιογράφων, μπορεί κάποια ΜΜΕ να διακηρύττουν ότι «Υποκλοπές τέλος», όμως το θέμα δεν έχει κλείσει. Τουναντίον.

Την περασμένη Παρασκευή συζητήθηκε σε υψηλούς τόνους στην Ολομέλεια της Βουλής το πόρισμα της εξεταστικής επιτροπής για την παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη, ενώ παρά τις καθυστερήσεις και τη χρονοτριβή κάποια στιγμή θα πρέπει να προγραμματιστεί η συζήτηση της υπόθεσης παρακολούθησης του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Χρήστου Σπίρτζη στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας.

Από τις 2 έως τις 4 Νοεμβρίου θα βρεθεί στην Ελλάδα η διερευνητική αποστολή της επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη χρήση του λογισμικού Predator και αντίστοιχου κατασκοπευτικού λογισμικού παρακολούθησης (PEGA), προκειμένου να διερευνήσει αναφορές για παράνομη χρήση spyware εναντίον πολιτών, συμπεριλαμβανομένων πολιτικών και μέσων ενημέρωσης. Στη συγκεκριμένη επιτροπή κατέθεσαν ήδη ο κ. Ανδρουλάκης αλλά και οι δημοσιογράφοι Σταύρος Μαλιχούδης και Θανάσης Κουκάκης, που επίσης έπεσαν θύματα υποκλοπής των επικοινωνιών τους.

Στο μεταξύ, πανεπιστημιακοί κύρους προσπαθούν να κρατούν το θέμα ψηλά στη δημόσια συζήτηση. Την περασμένη Πέμπτη πραγματοποιήθηκαν δύο εκδηλώσεις, στην Αθήνα από τον όμιλο «Αριστόβουλος Μάνεσης» και στη Θεσσαλονίκη η Πρωτοβουλία για την Υπεράσπιση της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου «Ώρα Μηδέν!».

«Η υπόθεση των υποκλοπών δεν είναι πολιτική ρουτίνα, όπως κυνικά θέλουν κάποιοι να πιστέψουμε. Είναι θανάσιμο τραύμα στην καρδιά του πολιτεύματος καθώς πλήττει τον φιλελεύθερο χαρακτήρα του και εν τέλει υπονομεύει την ίδια τη Δημοκρατία. Αν δεν αντιδράσουμε σε αυτό που συνέβη, θα είμαστε άξιοι του θλιβερού εκφυλισμού της δημοκρατίας μας. Και αυτό είναι ασυγχώρητο» αναφέρεται στην κατακλείδα της επιστολής που συνέταξε η «Πρωτοβουλία» και υπογράφουν περισσότεροι από 1.700 πολίτες, μεταξύ αυτών οι καθηγητές Νίκος Χριστοδουλάκης, Δημήτρης Χριστόπουλος, Γιώργος Σωτηρέλης, Μαρία Καβάλα, Πολυμέρης Βόγλης, Νίκος Δεμερτζής, Βαμβακούση Ξένια, Γρηγόρης Γεροτζιαφας, Μαρία Καραμεσίνη κ.ά. Επίσης υπογράφουν συγγραφείς, καλλιτέχνες, μηχανικοί, ιδιωτικοί υπάλληλοι κ.ά.

Είναι προφανές πως τα προβλήματα του κράτους δικαίου στην Ελλάδα είναι δομικά και βαθιά, δηλαδή υπερβαίνουν τη θητεία και την αποκλειστική ευθύνη της τωρινής και κάθε προηγούμενης κυβέρνησης, ωστόσο, η Πρωτοβουλία εστιάζει στην υπόθεση των υποκλοπών της ΕΥΠ, καθώς «τα ιδιαίτερα γνωρίσματά της την καθιστούν κρίσιμο ρήγμα στο δημοκρατικό οικοδόμημα και αναδεικνύουν άλλου τύπου πολιτικές ευθύνες. Αυτές οι ευθύνες πρέπει να αποδοθούν» επισημαίνεται σε σχετική ανακοίνωση.

Στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη στη Θεσσαλονίκη μίλησαν οι καθηγητές νομικής του ΑΠΘ, Eλισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Παναγιώτης Μαντζούφας, ο επικ. καθηγητής και αντιπρόεδρος της Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου Ανδρέας Τάκης, και ο καθηγητής του ΠΑΜΑΚ Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης.


Η Δημοκρατία μας δοκιμάζεται στα σύνορα ενός χώρου γκρίζου και ζοφερού

tsitselidis.jpg
Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης

Καθηγητής δικαίου δικαιωμάτων του ανθρώπου στο ΠΑΜΑΚ





Από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του πολιτεύματος ενισχύθηκαν, σε συνάρτηση μάλιστα με το διεθνές και ευρωπαϊκό πολιτικό-θεσμικό περιβάλλον. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια κάτι δεν πάει καλά στην Ελλάδα. Τα ελλείμματα σε θεματική βάση μπορεί να είναι αναμενόμενα, αν και τα υγιή αντανακλαστικά θα ήταν η συντεταγμένη προσπάθεια θεραπείας τους. Όμως η διολίσθηση σε συγκεκριμένους δείκτες της δημοκρατίας γίνεται σταθερά, αργά και συγκαλυμμένα ή απροκάλυπτα ενίοτε και απότομα με την επίκληση της έκτακτης ανάγκης. Ο μιθριδατισμός της ελληνικής κοινωνίας στα μικρά και μεγάλα που συνθέτουν πια έναν μεγάλο κρατήρα στην καρδιά του Κράτους Δικαίου, οδηγεί στο να θεωρούμε φυσιολογικό το δημοκρατικού έλλειμμα σε τέτοια έκταση και ένταση. Υπάρχουν χειροπιαστοί δείκτες για το συνιστά δημοκρατική σταθερά, ειδικά στην περίπτωση των υποκλοπών, και αυτοί έχουν οριστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αλλά και παραβιαστεί από την κυβέρνηση. Η Δημοκρατία μας δοκιμάζεται στα σύνορα ενός χώρου γκρίζου και ζοφερού, που οι παλιοί γνωρίζουν πολύ καλά, καθώς δεκάδες χιλιάδες πολίτες παρακολουθούνται. Πολιτικοί αντίπαλοι και ενοχλητικοί δημοσιογράφοι. Έπρεπε να γίνει γνωστό ότι παρακολουθείται αρχηγός κόμματος για να ανοίξει η συζήτηση και να αντιληφθούμε ότι (ξανα)ζούμε σε εποχή μαζικού φακελώματος. Η προσχηματική επίκληση της «εθνικής ασφάλειας», όπου παντού «ο εσωτερικός εχθρός ελλοχεύει», αντιστρέφει το πρόσημο της δημοκρατικής νομιμότητας της ίδιας της κυβέρνησης. Οι παρακολουθήσεις αναγνωρίστηκαν από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, όμως ευθύνες δεν αποδόθηκαν. Ούτε εξηγήσεις δόθηκαν, ενώ αποδεικτικά στοιχεία καταστράφηκαν. Η έννοια της ευθύνης (ποινική και πολιτική) έχει κουρελιαστεί. Η συγκάλυψη είναι σαρωτική, ενώ τα ΜΜΕ, ειδικά τα τηλεοπτικά, σιωπούν. Τέλος, η παρακολούθηση δημοσιογράφων και πολιτικών αντιπάλων παραβιάζει μία θεμελιακή συμφωνία που είχε σφραγίσει τη μεταπολίτευση: ότι εσωτερικός εχθρός δεν νοείται κανένα πολιτικό κόμμα. Επιστρέφουμε άραγε σε πρακτικές και τακτικές που σημάδεψαν τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 και που με τόσο κόπο τις είχαμε ξεπεράσει;


Βρισκόμαστε σε συνθήκη συνταγματικής ανωμαλίας

takis.jpg

Ανδρέας Τάκης

Επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας του Δικαίου στο ΑΠΘ






Το σκάνδαλο των επισυνδέσεων, το ελληνικό Γουότεργκέιτ, αποτελεί καμπή στη σύγχρονη πολιτική και συνταγματική ιστορία της χώρας μας για δύο τουλάχιστον λόγους:

Πρώτον, διότι έθεσε και εξακολουθεί δυστυχώς να θέτει σε θανάσιμη δοκιμασία τον δημοκρατικό χαρακτήρα της ελληνικής πολιτείας. Και αυτό όχι μόνον γιατί το να παρακολουθούνται «νομίμως» και, μάλιστα, χωρίς ποτέ να το μάθουν, 15.000 Έλληνες για λόγους εθνικής ασφάλειας υπονοεί ότι βρισκόμαστε σε συνθήκη συνταγματικής ανωμαλίας, αλλά, κυρίως γιατί το να αρνούνται επίμονα οι αρμόδιοι υπεύθυνοι για τις επισυνδέσεις να προσέλθουν στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής επικαλούμενοι λόγους «εθνικού απορρήτου» σημαίνει ευθέως ότι η εκτελεστική εξουσία της χώρας μας, δηλαδή στην πράξη η κυβέρνηση, θεωρεί ότι μπορεί, αν δεν της αρέσει, να μη λογοδοτεί στους εκλεγμένους εκπροσώπους του ελληνικού λαού.

Δεύτερον, διότι αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί την αφορμή να εκδηλώσει για πρώτη φορά η χώρα μας στα 40 χρόνια της συμμετοχής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση ευθεία άρνηση συμμόρφωσης με το ευρωπαϊκό κεκτημένο του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων, που εγγυώνται οι ιδρυτικές συνθήκες. Και το έπραξε μάλιστα αυτό η κυβέρνηση με τρόπο ρητό, πανηγυρικό και επιθετικό, διαμηνύοντας και δια του αρμόδιου έλληνα πρέσβη ΜΕΑ Βρυξελλών στην Ευρωπαϊκή επιτροπή να μην ανακατεύεται στα ζητήματα που αυτή ανέλεγκτα και χωρίς καμία λογοδοσία προς το δημοκρατικό σώμα που εκπροσωπεί τον ελληνικό λαό βαφτίζει κατά βούληση ζητήματα εθνικής ασφάλειας ώστε να τα θέτει εκτός δικαιοδοσίας ευρωπαϊκών αρχών. Αυτό σηματοδοτεί μία ριζική απόκλιση από τον μέχρι σήμερα ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας, που την οδηγεί ολοταχώς σε έναν διεθνή απομονωτισμό παρέα με την Πολωνία των αδελφών Κατσίνσκι και την Ουγγαρία του Βίκτορ Όρμπαν.


Τα μέλη της ΕΥΠ δεν δικαιούνται να επικαλεστούν το απόρρητο

kastanidou.jpg

Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου

Καθηγήτρια Ποινικού Δικαίου στο ΑΠΘ






Τα μέλη της ΕΥΠ -όπως και όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι- δεσμεύονται από το υπηρεσιακό τους απόρρητο έναντι πάντων, ακόμα και έναντι των δικαστικών αρχών (άρθρο 212 ΚΠΔ), εκτός αν ο αρμόδιος υπουργός, με αίτηση της δικαστικής αρχής, κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, τους εξουσιοδοτήσει να καταθέσουν. Δεν δεσμεύονται μόνο και δεν δικαιούνται να επικαλεστούν το απόρρητο έναντι των αρχών στις οποίες έχει ανατεθεί ο έλεγχος των πράξεών τους.

Δεν δικαιούνται λοιπόν να επικαλεστούν το απόρρητο έναντι της ΑΔΑΕ, που έχει συσταθεί με μοναδικό σκοπό να «διασφαλίζει το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας» (άρθρο 19 Συντ.). Γι’ αυτό και τα μέλη της ΑΔΑΕ δεσμεύονται επίσης από το απόρρητο και τιμωρούνται με ειδική διάταξη αν το παραβιάσουν (άρθρο 10 ν. 3115/2003).

Τα μέλη της ΕΥΠ δεν δικαιούνται να επικαλεστούν το απόρρητο ούτε έναντι της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, στην οποία έχει ανατεθεί ο κοινοβουλευτικός έλεγχος της ΕΥΠ (άρθρο 43Α Κανονισμού της Βουλής). Γι’ αυτό και οι συζητήσεις της Επιτροπής είναι απόρρητες και τα μέλη της δεσμεύονται να τηρούν το απόρρητο και μετά την λήξη της θητείας τους.

Ήταν λάθος, επομένως, η απειλή ότι θα τιμωρηθούν όλοι με κάθειρξη αν μαρτυρήσουν. Η υποχρέωση μαρτυρίας αίρεται μόνο αν ο αρμόδιος υπουργός την απαγορεύσει, επικαλούμενος λόγους υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος ή προστασίας δεδομένων, τους οποίους όμως οφείλει να εκθέσει στην Επιτροπή. Αν οι λόγοι δεν εκτεθούν, η υποχρέωση παραμένει και οι υπάλληλοι που δεν καταθέτουν ευθύνονται ποινικά βάσει του άρθρου 224 παρ. 2 ΠΚ.


Συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για τις χιλιάδες παρακολουθήσεις;

mantzoyfas.jpg

Παναγιώτης Μαντζούφας

Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, ΑΠΘ




Την τελευταία εικοσαετία -και ιδίως μετά την έξαρση του φαινομένου της διεθνούς τρομοκρατίας- η ένταση μεταξύ της ασφάλειας και της ελευθερίας αποτελεί ένα νομικό και πολιτικό ζήτημα διαρκούς επικαιρότητας. Η σύγκρουση αυτή αποτυπώνεται και στην άρση του απορρήτου της επικοινωνίας για λόγους εθνικής ασφάλειας. Είναι προφανές, και αρχίζω με αυτό το αποκαρδιωτικό συμπέρασμα, ότι καμία εθνική υπηρεσία και καμία συνταγματική διάταξη ή υπερεθνικός κανόνας δεν μπορεί να τιθασεύσει τη δράση κρατικών υπηρεσιών πληροφοριών -που ενδεχομένως ασκούν κυβερνοπόλεμο- πανίσχυρων ιδιωτικών ψηφιακών πλατφορμών και κακόβουλων λογισμικών.

H προστασία που παρέχει το ελληνικό Σύνταγμα στην ελεύθερη επικοινωνία, ενώ στην διατύπωσή της μοιάζει ολοκληρωμένη, κατά την νομοθετική της εξειδίκευση παρουσιάζει δικαιοκρατικά κενά, όπως για παράδειγμα η απαγόρευση γνωστοποίησης στον ενδιαφερόμενο ότι ήρθη η προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας του για λόγους εθνικής ασφάλειας ακόμα και εκ των υστέρων. Σύμφωνα με την ΑΔΑΕ, μόνο το 2021 υπεγράφησαν 15.475 εισαγγελικές διατάξεις που αφορούσαν άρση απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους «εθνικής ασφάλειας», ενώ ένας πολύ μικρός αναλογικά αριθμός περί τις 400 αιτήσεις απορρίφθηκαν από τον εισαγγελικό λειτουργό. Η διοικητική αυτή πρακτική εγείρει υπόνοιες για το κατά πόσο συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για όλες αυτές τις περιπτώσεις ιδίως σε συνδυασμό με το μικρό ποσοστό απορρίψεων που έχει κριθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (ΕΔΔΑ) ως αντίθετη προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) για όσα κράτη παρουσιάζουν παρόμοια στατιστικά. Επίσης αμφισβητήθηκε για το κατά πόσο ο εισαγγελέας μπορεί να ανταποκριθεί -έχοντας τα απολύτως ασφυκτικά χρονικά περιθώρια ουσιαστικού ελέγχου των 24 ωρών- σε όλα τα αιτήματα της ΕΥΠ.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 23.10.2022

Μπορεί η κυβέρνηση να θέλει να κλείσει άρον άρον το θέμα των υποκλοπών των επικοινωνιών του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και δημοσιογράφων, μπορεί κάποια ΜΜΕ να διακηρύττουν ότι «Υποκλοπές τέλος», όμως το θέμα δεν έχει κλείσει. Τουναντίον.

Την περασμένη Παρασκευή συζητήθηκε σε υψηλούς τόνους στην Ολομέλεια της Βουλής το πόρισμα της εξεταστικής επιτροπής για την παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη, ενώ παρά τις καθυστερήσεις και τη χρονοτριβή κάποια στιγμή θα πρέπει να προγραμματιστεί η συζήτηση της υπόθεσης παρακολούθησης του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Χρήστου Σπίρτζη στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας.

Από τις 2 έως τις 4 Νοεμβρίου θα βρεθεί στην Ελλάδα η διερευνητική αποστολή της επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη χρήση του λογισμικού Predator και αντίστοιχου κατασκοπευτικού λογισμικού παρακολούθησης (PEGA), προκειμένου να διερευνήσει αναφορές για παράνομη χρήση spyware εναντίον πολιτών, συμπεριλαμβανομένων πολιτικών και μέσων ενημέρωσης. Στη συγκεκριμένη επιτροπή κατέθεσαν ήδη ο κ. Ανδρουλάκης αλλά και οι δημοσιογράφοι Σταύρος Μαλιχούδης και Θανάσης Κουκάκης, που επίσης έπεσαν θύματα υποκλοπής των επικοινωνιών τους.

Στο μεταξύ, πανεπιστημιακοί κύρους προσπαθούν να κρατούν το θέμα ψηλά στη δημόσια συζήτηση. Την περασμένη Πέμπτη πραγματοποιήθηκαν δύο εκδηλώσεις, στην Αθήνα από τον όμιλο «Αριστόβουλος Μάνεσης» και στη Θεσσαλονίκη η Πρωτοβουλία για την Υπεράσπιση της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου «Ώρα Μηδέν!».

«Η υπόθεση των υποκλοπών δεν είναι πολιτική ρουτίνα, όπως κυνικά θέλουν κάποιοι να πιστέψουμε. Είναι θανάσιμο τραύμα στην καρδιά του πολιτεύματος καθώς πλήττει τον φιλελεύθερο χαρακτήρα του και εν τέλει υπονομεύει την ίδια τη Δημοκρατία. Αν δεν αντιδράσουμε σε αυτό που συνέβη, θα είμαστε άξιοι του θλιβερού εκφυλισμού της δημοκρατίας μας. Και αυτό είναι ασυγχώρητο» αναφέρεται στην κατακλείδα της επιστολής που συνέταξε η «Πρωτοβουλία» και υπογράφουν περισσότεροι από 1.700 πολίτες, μεταξύ αυτών οι καθηγητές Νίκος Χριστοδουλάκης, Δημήτρης Χριστόπουλος, Γιώργος Σωτηρέλης, Μαρία Καβάλα, Πολυμέρης Βόγλης, Νίκος Δεμερτζής, Βαμβακούση Ξένια, Γρηγόρης Γεροτζιαφας, Μαρία Καραμεσίνη κ.ά. Επίσης υπογράφουν συγγραφείς, καλλιτέχνες, μηχανικοί, ιδιωτικοί υπάλληλοι κ.ά.

Είναι προφανές πως τα προβλήματα του κράτους δικαίου στην Ελλάδα είναι δομικά και βαθιά, δηλαδή υπερβαίνουν τη θητεία και την αποκλειστική ευθύνη της τωρινής και κάθε προηγούμενης κυβέρνησης, ωστόσο, η Πρωτοβουλία εστιάζει στην υπόθεση των υποκλοπών της ΕΥΠ, καθώς «τα ιδιαίτερα γνωρίσματά της την καθιστούν κρίσιμο ρήγμα στο δημοκρατικό οικοδόμημα και αναδεικνύουν άλλου τύπου πολιτικές ευθύνες. Αυτές οι ευθύνες πρέπει να αποδοθούν» επισημαίνεται σε σχετική ανακοίνωση.

Στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη στη Θεσσαλονίκη μίλησαν οι καθηγητές νομικής του ΑΠΘ, Eλισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Παναγιώτης Μαντζούφας, ο επικ. καθηγητής και αντιπρόεδρος της Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου Ανδρέας Τάκης, και ο καθηγητής του ΠΑΜΑΚ Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης.


Η Δημοκρατία μας δοκιμάζεται στα σύνορα ενός χώρου γκρίζου και ζοφερού

tsitselidis.jpg
Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης

Καθηγητής δικαίου δικαιωμάτων του ανθρώπου στο ΠΑΜΑΚ





Από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του πολιτεύματος ενισχύθηκαν, σε συνάρτηση μάλιστα με το διεθνές και ευρωπαϊκό πολιτικό-θεσμικό περιβάλλον. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια κάτι δεν πάει καλά στην Ελλάδα. Τα ελλείμματα σε θεματική βάση μπορεί να είναι αναμενόμενα, αν και τα υγιή αντανακλαστικά θα ήταν η συντεταγμένη προσπάθεια θεραπείας τους. Όμως η διολίσθηση σε συγκεκριμένους δείκτες της δημοκρατίας γίνεται σταθερά, αργά και συγκαλυμμένα ή απροκάλυπτα ενίοτε και απότομα με την επίκληση της έκτακτης ανάγκης. Ο μιθριδατισμός της ελληνικής κοινωνίας στα μικρά και μεγάλα που συνθέτουν πια έναν μεγάλο κρατήρα στην καρδιά του Κράτους Δικαίου, οδηγεί στο να θεωρούμε φυσιολογικό το δημοκρατικού έλλειμμα σε τέτοια έκταση και ένταση. Υπάρχουν χειροπιαστοί δείκτες για το συνιστά δημοκρατική σταθερά, ειδικά στην περίπτωση των υποκλοπών, και αυτοί έχουν οριστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αλλά και παραβιαστεί από την κυβέρνηση. Η Δημοκρατία μας δοκιμάζεται στα σύνορα ενός χώρου γκρίζου και ζοφερού, που οι παλιοί γνωρίζουν πολύ καλά, καθώς δεκάδες χιλιάδες πολίτες παρακολουθούνται. Πολιτικοί αντίπαλοι και ενοχλητικοί δημοσιογράφοι. Έπρεπε να γίνει γνωστό ότι παρακολουθείται αρχηγός κόμματος για να ανοίξει η συζήτηση και να αντιληφθούμε ότι (ξανα)ζούμε σε εποχή μαζικού φακελώματος. Η προσχηματική επίκληση της «εθνικής ασφάλειας», όπου παντού «ο εσωτερικός εχθρός ελλοχεύει», αντιστρέφει το πρόσημο της δημοκρατικής νομιμότητας της ίδιας της κυβέρνησης. Οι παρακολουθήσεις αναγνωρίστηκαν από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, όμως ευθύνες δεν αποδόθηκαν. Ούτε εξηγήσεις δόθηκαν, ενώ αποδεικτικά στοιχεία καταστράφηκαν. Η έννοια της ευθύνης (ποινική και πολιτική) έχει κουρελιαστεί. Η συγκάλυψη είναι σαρωτική, ενώ τα ΜΜΕ, ειδικά τα τηλεοπτικά, σιωπούν. Τέλος, η παρακολούθηση δημοσιογράφων και πολιτικών αντιπάλων παραβιάζει μία θεμελιακή συμφωνία που είχε σφραγίσει τη μεταπολίτευση: ότι εσωτερικός εχθρός δεν νοείται κανένα πολιτικό κόμμα. Επιστρέφουμε άραγε σε πρακτικές και τακτικές που σημάδεψαν τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 και που με τόσο κόπο τις είχαμε ξεπεράσει;


Βρισκόμαστε σε συνθήκη συνταγματικής ανωμαλίας

takis.jpg

Ανδρέας Τάκης

Επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας του Δικαίου στο ΑΠΘ






Το σκάνδαλο των επισυνδέσεων, το ελληνικό Γουότεργκέιτ, αποτελεί καμπή στη σύγχρονη πολιτική και συνταγματική ιστορία της χώρας μας για δύο τουλάχιστον λόγους:

Πρώτον, διότι έθεσε και εξακολουθεί δυστυχώς να θέτει σε θανάσιμη δοκιμασία τον δημοκρατικό χαρακτήρα της ελληνικής πολιτείας. Και αυτό όχι μόνον γιατί το να παρακολουθούνται «νομίμως» και, μάλιστα, χωρίς ποτέ να το μάθουν, 15.000 Έλληνες για λόγους εθνικής ασφάλειας υπονοεί ότι βρισκόμαστε σε συνθήκη συνταγματικής ανωμαλίας, αλλά, κυρίως γιατί το να αρνούνται επίμονα οι αρμόδιοι υπεύθυνοι για τις επισυνδέσεις να προσέλθουν στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής επικαλούμενοι λόγους «εθνικού απορρήτου» σημαίνει ευθέως ότι η εκτελεστική εξουσία της χώρας μας, δηλαδή στην πράξη η κυβέρνηση, θεωρεί ότι μπορεί, αν δεν της αρέσει, να μη λογοδοτεί στους εκλεγμένους εκπροσώπους του ελληνικού λαού.

Δεύτερον, διότι αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί την αφορμή να εκδηλώσει για πρώτη φορά η χώρα μας στα 40 χρόνια της συμμετοχής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση ευθεία άρνηση συμμόρφωσης με το ευρωπαϊκό κεκτημένο του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων, που εγγυώνται οι ιδρυτικές συνθήκες. Και το έπραξε μάλιστα αυτό η κυβέρνηση με τρόπο ρητό, πανηγυρικό και επιθετικό, διαμηνύοντας και δια του αρμόδιου έλληνα πρέσβη ΜΕΑ Βρυξελλών στην Ευρωπαϊκή επιτροπή να μην ανακατεύεται στα ζητήματα που αυτή ανέλεγκτα και χωρίς καμία λογοδοσία προς το δημοκρατικό σώμα που εκπροσωπεί τον ελληνικό λαό βαφτίζει κατά βούληση ζητήματα εθνικής ασφάλειας ώστε να τα θέτει εκτός δικαιοδοσίας ευρωπαϊκών αρχών. Αυτό σηματοδοτεί μία ριζική απόκλιση από τον μέχρι σήμερα ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας, που την οδηγεί ολοταχώς σε έναν διεθνή απομονωτισμό παρέα με την Πολωνία των αδελφών Κατσίνσκι και την Ουγγαρία του Βίκτορ Όρμπαν.


Τα μέλη της ΕΥΠ δεν δικαιούνται να επικαλεστούν το απόρρητο

kastanidou.jpg

Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου

Καθηγήτρια Ποινικού Δικαίου στο ΑΠΘ






Τα μέλη της ΕΥΠ -όπως και όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι- δεσμεύονται από το υπηρεσιακό τους απόρρητο έναντι πάντων, ακόμα και έναντι των δικαστικών αρχών (άρθρο 212 ΚΠΔ), εκτός αν ο αρμόδιος υπουργός, με αίτηση της δικαστικής αρχής, κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, τους εξουσιοδοτήσει να καταθέσουν. Δεν δεσμεύονται μόνο και δεν δικαιούνται να επικαλεστούν το απόρρητο έναντι των αρχών στις οποίες έχει ανατεθεί ο έλεγχος των πράξεών τους.

Δεν δικαιούνται λοιπόν να επικαλεστούν το απόρρητο έναντι της ΑΔΑΕ, που έχει συσταθεί με μοναδικό σκοπό να «διασφαλίζει το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας» (άρθρο 19 Συντ.). Γι’ αυτό και τα μέλη της ΑΔΑΕ δεσμεύονται επίσης από το απόρρητο και τιμωρούνται με ειδική διάταξη αν το παραβιάσουν (άρθρο 10 ν. 3115/2003).

Τα μέλη της ΕΥΠ δεν δικαιούνται να επικαλεστούν το απόρρητο ούτε έναντι της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, στην οποία έχει ανατεθεί ο κοινοβουλευτικός έλεγχος της ΕΥΠ (άρθρο 43Α Κανονισμού της Βουλής). Γι’ αυτό και οι συζητήσεις της Επιτροπής είναι απόρρητες και τα μέλη της δεσμεύονται να τηρούν το απόρρητο και μετά την λήξη της θητείας τους.

Ήταν λάθος, επομένως, η απειλή ότι θα τιμωρηθούν όλοι με κάθειρξη αν μαρτυρήσουν. Η υποχρέωση μαρτυρίας αίρεται μόνο αν ο αρμόδιος υπουργός την απαγορεύσει, επικαλούμενος λόγους υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος ή προστασίας δεδομένων, τους οποίους όμως οφείλει να εκθέσει στην Επιτροπή. Αν οι λόγοι δεν εκτεθούν, η υποχρέωση παραμένει και οι υπάλληλοι που δεν καταθέτουν ευθύνονται ποινικά βάσει του άρθρου 224 παρ. 2 ΠΚ.


Συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για τις χιλιάδες παρακολουθήσεις;

mantzoyfas.jpg

Παναγιώτης Μαντζούφας

Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, ΑΠΘ




Την τελευταία εικοσαετία -και ιδίως μετά την έξαρση του φαινομένου της διεθνούς τρομοκρατίας- η ένταση μεταξύ της ασφάλειας και της ελευθερίας αποτελεί ένα νομικό και πολιτικό ζήτημα διαρκούς επικαιρότητας. Η σύγκρουση αυτή αποτυπώνεται και στην άρση του απορρήτου της επικοινωνίας για λόγους εθνικής ασφάλειας. Είναι προφανές, και αρχίζω με αυτό το αποκαρδιωτικό συμπέρασμα, ότι καμία εθνική υπηρεσία και καμία συνταγματική διάταξη ή υπερεθνικός κανόνας δεν μπορεί να τιθασεύσει τη δράση κρατικών υπηρεσιών πληροφοριών -που ενδεχομένως ασκούν κυβερνοπόλεμο- πανίσχυρων ιδιωτικών ψηφιακών πλατφορμών και κακόβουλων λογισμικών.

H προστασία που παρέχει το ελληνικό Σύνταγμα στην ελεύθερη επικοινωνία, ενώ στην διατύπωσή της μοιάζει ολοκληρωμένη, κατά την νομοθετική της εξειδίκευση παρουσιάζει δικαιοκρατικά κενά, όπως για παράδειγμα η απαγόρευση γνωστοποίησης στον ενδιαφερόμενο ότι ήρθη η προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας του για λόγους εθνικής ασφάλειας ακόμα και εκ των υστέρων. Σύμφωνα με την ΑΔΑΕ, μόνο το 2021 υπεγράφησαν 15.475 εισαγγελικές διατάξεις που αφορούσαν άρση απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους «εθνικής ασφάλειας», ενώ ένας πολύ μικρός αναλογικά αριθμός περί τις 400 αιτήσεις απορρίφθηκαν από τον εισαγγελικό λειτουργό. Η διοικητική αυτή πρακτική εγείρει υπόνοιες για το κατά πόσο συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για όλες αυτές τις περιπτώσεις ιδίως σε συνδυασμό με το μικρό ποσοστό απορρίψεων που έχει κριθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (ΕΔΔΑ) ως αντίθετη προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) για όσα κράτη παρουσιάζουν παρόμοια στατιστικά. Επίσης αμφισβητήθηκε για το κατά πόσο ο εισαγγελέας μπορεί να ανταποκριθεί -έχοντας τα απολύτως ασφυκτικά χρονικά περιθώρια ουσιαστικού ελέγχου των 24 ωρών- σε όλα τα αιτήματα της ΕΥΠ.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 23.10.2022

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία