Διεγχειρητική μέτρηση παραθορμόνης στην επέμβαση του πρωτοπαθούς υπερπαραθυρεοειδισμού
29/05/2024 13:00
29/05/2024 13:00
Ο πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοεδισμός είναι μία νόσος που προκαλείται από τη διόγκωση και την υπερλειτουργία ενός ή περισσότερων εκ των τεσσάρων παραθυρεοειδών αδένων που «αγκαλιάζουν» τον θυρεοειδή και προκαλεί μείζονες βλάβες στο μυοσκελετικό σύστημα, στους νεφρούς, ενώ προκαλεί διαταραχές και στην ψυχική υγεία. Στο 80% των ασθενών η νόσος εντοπίζεται σε έναν αδένα. Στο υπόλοιπο 20% ο πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοεδισμός οφείλεται σε υπερλειτουργία περισσότερων του ενός παθολογικών παραθυρεοειδών.
Οι εξετάσεις στις οποίες υποβάλλεται αρχικά ο ασθενής, όπως το σπινθηρογράφημα και το υπερηχογράφημα, εντοπίζουν στις περισσότερες περιπτώσεις τον υπεύθυνο υπερλειτουργούντα παραθυρεοειδή. Κάποιες όμως φορές, όταν πρόκειται για διπλό ή πολλαπλό αδένωμα ή για υπερπλασία όλων των παραθυρεοειδών, ο προεγχειρητικός εντοπισμός μπορεί να μην είναι δυνατός ή να είναι εσφαλμένος. Σε αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις ο χειρουργός μπορεί να αφαιρέσει ένα ύποπτο αδένωμα παραθυρεοειδούς θεωρώντας περατωθείσα την επέμβαση, αλλά στην πραγματικότητα να διαπιστωθεί, μετεγχειρητικά, εμμένων υπερπαραθυρεοειδισμός ο οποίος οφείλεται στη μη αφαίρεση ενός ενδεχόμενου δεύτερου αδενώματος ή της παραμονής των υπολοίπων υπερπλαστικών παραθυρεοειδών. Στην περίπτωση αυτή μια δεύτερη χειρουργική επέμβαση καθίσταται αναπόφευκτη.
Η διεγχειρητική μέτρηση της παραθορμόνης αποτελεί ασφαλή και αποτελεσματική λύση για την αποφυγή δεύτερης επέμβασης. Η συγκεκριμένη μέτρηση λαμβάνει χώρα εντός του χειρουργείου αμέσως μετά την εισαγωγή στην αναισθησία και πριν ξεκινήσει η χειρουργική επέμβαση. Σε εκείνο το χρονικό σημείο λαμβάνεται περιφερικό αίμα και σε διάστημα λίγων λεπτών γίνεται η μέτρηση με ειδικούς αναλυτές. Η τιμή που θα προκύψει είναι η βασική.
Δέκα λεπτά μετά την αφαίρεση του παθολογικού παραθυρεοειδούς αδένα από τον χειρουργό, λαμβάνεται και πάλι περιφερικό αίμα από τον ασθενή. Ο σκοπός αυτής της νέας αιμοληψίας είναι να προσδιοριστεί ταχέως η παραθορμόνη, τα επίπεδα της οποίας μεταβάλλονται τάχιστα μέσα σε μερικά λεπτά. Εάν αυτή σημειώσει πτώση άνω του 50% σε σχέση με τη βασική τιμή που έχει μετρηθεί αρχικά, τότε ο χειρουργός μπορεί να είναι σχεδόν βέβαιος πως κανένας από τους υπόλοιπους παραθυρεοειδείς αδένες δεν είναι παθολογικά υπερλειτουργικός και συνεπώς προβαίνει στην ολοκλήρωση της επέμβασης.
Εάν όμως η παραθορμόνη μειωθεί λιγότερο από 50% ή παραμείνει σε υψηλές τιμές, πάντα σε σύγκριση με τη βασική τιμή, τότε ο χειρουργός οφείλει να επιμείνει στην περαιτέρω διερεύνηση της περιοχής, αλλάζοντας το χειρουργικό πλάνο και προχωρώντας σε αμφοτερόπλευρη διερεύνηση του τραχήλου, προκειμένου να εντοπίσει και τον άλλο ή τους άλλους παθολογικούς παραθυρεοειδείς αδένες και τελικά συνεχίσει με την αφαίρεσή τους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός αντιμετωπίζεται οριστικά μόνο με χειρουργική επέμβαση. Η παρθυρεοειδεκτομή στοχεύει στην απομάκρυνση του υπερλειτουργούντος παραθυρεοειδικού ιστού, κάτι το οποίο παλιότερα επιτυγχανόταν με την αμφοτερόπλευρη διερεύνηση του τραχήλου. Αυτή η τεχνική απαιτούσε μια σχετικά μεγάλη τομή δεξιά και αριστερά του τραχήλου, ώστε ο χειρουργός να αναγνωρίσει και τους 4 παραθυρεοειδείς αδένες.
Στις μέρες μας όμως κυριαρχεί η ελάχιστα επεμβατική παραθυρεοειδεκτομή, η οποία βασίζεται στα αποτελέσματα του προεγχειρητικού εντοπισμού του παθολογικού παραθυρεοειδικού ιστού, δίχως όμως να πραγματοποιείται διεγχειρητικά αναγνώριση των άλλων τριών παραθυρεοειδών αδένων.
Υπό αυτό το πρίσμα, η διεγχειρητική ταχεία μέτρηση παραθορμόνης έχει αποκτήσει σήμερα ιδιαίτερη αξία, γιατί επιτρέπει διεγχειρητικά την άμεση επιβεβαίωση του ακριβούς εντοπισμού του παθολογικού αδενώματος και της αποτελεσματικότητας της επέμβασής μας.
Η ταχεία διεγχειρητική μέτρηση παραθορμόνης είναι στην ουσία το προστατευτικό δίχτυ ασφαλείας που αποτρέπει χειρουργικές επανεπεμβάσεις και προσφέρει εγγύηση οριστικής θεραπείας.
Χειρουργός Ενδοκρινών Αδένων
Ο πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοεδισμός είναι μία νόσος που προκαλείται από τη διόγκωση και την υπερλειτουργία ενός ή περισσότερων εκ των τεσσάρων παραθυρεοειδών αδένων που «αγκαλιάζουν» τον θυρεοειδή και προκαλεί μείζονες βλάβες στο μυοσκελετικό σύστημα, στους νεφρούς, ενώ προκαλεί διαταραχές και στην ψυχική υγεία. Στο 80% των ασθενών η νόσος εντοπίζεται σε έναν αδένα. Στο υπόλοιπο 20% ο πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοεδισμός οφείλεται σε υπερλειτουργία περισσότερων του ενός παθολογικών παραθυρεοειδών.
Οι εξετάσεις στις οποίες υποβάλλεται αρχικά ο ασθενής, όπως το σπινθηρογράφημα και το υπερηχογράφημα, εντοπίζουν στις περισσότερες περιπτώσεις τον υπεύθυνο υπερλειτουργούντα παραθυρεοειδή. Κάποιες όμως φορές, όταν πρόκειται για διπλό ή πολλαπλό αδένωμα ή για υπερπλασία όλων των παραθυρεοειδών, ο προεγχειρητικός εντοπισμός μπορεί να μην είναι δυνατός ή να είναι εσφαλμένος. Σε αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις ο χειρουργός μπορεί να αφαιρέσει ένα ύποπτο αδένωμα παραθυρεοειδούς θεωρώντας περατωθείσα την επέμβαση, αλλά στην πραγματικότητα να διαπιστωθεί, μετεγχειρητικά, εμμένων υπερπαραθυρεοειδισμός ο οποίος οφείλεται στη μη αφαίρεση ενός ενδεχόμενου δεύτερου αδενώματος ή της παραμονής των υπολοίπων υπερπλαστικών παραθυρεοειδών. Στην περίπτωση αυτή μια δεύτερη χειρουργική επέμβαση καθίσταται αναπόφευκτη.
Η διεγχειρητική μέτρηση της παραθορμόνης αποτελεί ασφαλή και αποτελεσματική λύση για την αποφυγή δεύτερης επέμβασης. Η συγκεκριμένη μέτρηση λαμβάνει χώρα εντός του χειρουργείου αμέσως μετά την εισαγωγή στην αναισθησία και πριν ξεκινήσει η χειρουργική επέμβαση. Σε εκείνο το χρονικό σημείο λαμβάνεται περιφερικό αίμα και σε διάστημα λίγων λεπτών γίνεται η μέτρηση με ειδικούς αναλυτές. Η τιμή που θα προκύψει είναι η βασική.
Δέκα λεπτά μετά την αφαίρεση του παθολογικού παραθυρεοειδούς αδένα από τον χειρουργό, λαμβάνεται και πάλι περιφερικό αίμα από τον ασθενή. Ο σκοπός αυτής της νέας αιμοληψίας είναι να προσδιοριστεί ταχέως η παραθορμόνη, τα επίπεδα της οποίας μεταβάλλονται τάχιστα μέσα σε μερικά λεπτά. Εάν αυτή σημειώσει πτώση άνω του 50% σε σχέση με τη βασική τιμή που έχει μετρηθεί αρχικά, τότε ο χειρουργός μπορεί να είναι σχεδόν βέβαιος πως κανένας από τους υπόλοιπους παραθυρεοειδείς αδένες δεν είναι παθολογικά υπερλειτουργικός και συνεπώς προβαίνει στην ολοκλήρωση της επέμβασης.
Εάν όμως η παραθορμόνη μειωθεί λιγότερο από 50% ή παραμείνει σε υψηλές τιμές, πάντα σε σύγκριση με τη βασική τιμή, τότε ο χειρουργός οφείλει να επιμείνει στην περαιτέρω διερεύνηση της περιοχής, αλλάζοντας το χειρουργικό πλάνο και προχωρώντας σε αμφοτερόπλευρη διερεύνηση του τραχήλου, προκειμένου να εντοπίσει και τον άλλο ή τους άλλους παθολογικούς παραθυρεοειδείς αδένες και τελικά συνεχίσει με την αφαίρεσή τους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός αντιμετωπίζεται οριστικά μόνο με χειρουργική επέμβαση. Η παρθυρεοειδεκτομή στοχεύει στην απομάκρυνση του υπερλειτουργούντος παραθυρεοειδικού ιστού, κάτι το οποίο παλιότερα επιτυγχανόταν με την αμφοτερόπλευρη διερεύνηση του τραχήλου. Αυτή η τεχνική απαιτούσε μια σχετικά μεγάλη τομή δεξιά και αριστερά του τραχήλου, ώστε ο χειρουργός να αναγνωρίσει και τους 4 παραθυρεοειδείς αδένες.
Στις μέρες μας όμως κυριαρχεί η ελάχιστα επεμβατική παραθυρεοειδεκτομή, η οποία βασίζεται στα αποτελέσματα του προεγχειρητικού εντοπισμού του παθολογικού παραθυρεοειδικού ιστού, δίχως όμως να πραγματοποιείται διεγχειρητικά αναγνώριση των άλλων τριών παραθυρεοειδών αδένων.
Υπό αυτό το πρίσμα, η διεγχειρητική ταχεία μέτρηση παραθορμόνης έχει αποκτήσει σήμερα ιδιαίτερη αξία, γιατί επιτρέπει διεγχειρητικά την άμεση επιβεβαίωση του ακριβούς εντοπισμού του παθολογικού αδενώματος και της αποτελεσματικότητας της επέμβασής μας.
Η ταχεία διεγχειρητική μέτρηση παραθορμόνης είναι στην ουσία το προστατευτικό δίχτυ ασφαλείας που αποτρέπει χειρουργικές επανεπεμβάσεις και προσφέρει εγγύηση οριστικής θεραπείας.
Χειρουργός Ενδοκρινών Αδένων
ΣΧΟΛΙΑ