ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Άρθρο 7: η εικονική πραγματικότητα της Συμφωνίας των Πρεσπών

Άρθρο του Μιλτιάδη Σαρηγιαννίδη, επίκουρου καθηγητή Διεθνούς Δικαίου Νομικής Σχολής ΑΠΘ, στη "ΜτΚ"

 10/12/2018 07:05

Άρθρο 7: η εικονική πραγματικότητα της Συμφωνίας των Πρεσπών

Του Μιλτιάδη Σαρηγιαννίδη

Επίκουρου Καθηγητή Διεθνούς Δικαίου

Νομικής Σχολής ΑΠΘ

Το κείμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών συντάχθηκε με σκοπό πρωτίστως την επίλυση της διαφοράς που αναφέρεται στο όνομα και τα επιμέρους ζητήματα, και κατά δεύτερο λόγο την εδραίωση της στρατηγικής εταιρικής σχέσης ανάμεσα στην Ελλάδα και την πΓΔΜ, κάτι που προφανώς δεν προϋποθέτει το πρώτο, ωστόσο αποτελεί ένα ωραίο περιτύλιγμα. Σε αυτό το πλαίσιο, υπάρχουν δύο ζητήματα που διευθετούνται ανεπαρκώς και είτε δεν επιλύονται οριστικά, είτε συνιστούν επιζήμιες επιλογές για την ελληνική εξωτερική πολιτική και τα εθνικά συμφέροντα. Το πρώτο, και πιο δημοφιλές, αφορά στην αδυναμία επίτευξης μιας γνήσια erga omnes (έναντι πάντων) λύσης, αποτέλεσμα που οφείλεται τόσο σε νομοτεχνικές επιλογές όσο και ουσιαστικούς λόγους. Το δεύτερο, και μάλλον πιο σημαντικό, είναι το Άρθρο 7 της Συμφωνίας των Πρεσπών.

Το Άρθρο 7 είναι η πιο κρίσιμη διάταξη της Συμφωνίας των Πρεσπών, διότι πιθανόν αποτέλεσε την ασφαλιστική δικλείδα για την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης και παράλληλα τον θεμέλιο λίθο στον οποίο οικοδομήθηκε η συμφωνία. Σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο του Άρθρου 7, η Ελλάδα και η πΓΔΜ αναγνωρίζουν ότι η αντίληψή τους για τους όρους «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» αναφέρεται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο και πολιτιστική κληρονομιά. 

Ουσιαστικά, τα δύο συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζουν, ότι ο μοναδικός τρόπος για να επιλύσουν τη διαφορά για το όνομα, είναι η μεταφορά της γνωστικής ασυμφωνίας τους σε ένα κείμενο όπου συμφωνούν πως η χρήση των όρων «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» έχει διαφορετικό περιεχόμενο για το καθένα. 

Επί της ουσίας, η διαφορά δεν εξαλείφεται, δεδομένου ότι και οι δύο πλευρές θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τους επίμαχους όρους, με την παρεπόμενη συμφωνία ότι αμφότερες δεν θα εννοούν το ίδιο πράγμα. Σε κάθε περίπτωση, το Άρθρο 7 είναι μια ρήτρα διαφυγής και η παρουσία του αποδεικνύει ότι η Συμφωνία των Πρεσπών δεν επιλύει τη διμερή διαφορά, αλλά εισάγει ένα νέο πλαίσιο στις σχέσεις των δύο χωρών το οποίο υποβαθμίζει τη σημασία της αποκλειστικής χρήσης των όρων «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» νομιμοποιώντας τελικά το αφήγημα του «Μακεδονισμού». Όλα αυτά συμβαίνουν, διότι η εν λόγω ρήτρα επιτρέπει την ιστορική και πολιτισμική διαφοροποίηση πάνω στους ίδιους όρους.

Διαφορετικές αντιλήψεις και εντάσεις

Στον βαθμό λοιπόν που το Άρθρο 7 επιτρέπει τη γνωστική ασυμφωνία των δύο πλευρών, οι διαφορετικές αντιλήψεις μπορούν να επιβιώνουν και να αναπαράγονται προκαλώντας έτσι περαιτέρω εντάσεις με διαφορετικές και ενδεχομένως συγκρουσιακές αφηγήσεις για την εθνική ταυτότητα, τη γλώσσα και την ιστορία.

Για παράδειγμα, στην ελληνική επικράτεια (κυρίως στη Δυτ. Μακεδονία) υπάρχουν συμπολίτες μας που μιλούν ένα σλαβικό ιδίωμα το οποίο γειτνιάζει με τη βουλγαρική γλώσσα, ενώ ο πληθυσμός στην πΓΔΜ ομιλεί τη σλαβομακεδονική γλώσσα (ουδέποτε η χώρα μας αναγνώρισε «μακεδονική γλώσσα»). Αντίθετα, στην άλλη πλευρά των συνόρων, η κυρίαρχη αντίληψη είναι ότι η γλώσσα που χρησιμοποιείται και στις δύο περιπτώσεις είναι η «Μακεδονική», ενώ εκείνοι που την ομιλούν στην Ελλάδα είναι απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων.

Ομοίως, το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας είναι ιδιαίτερα προβληματικό και δεν επιλύεται με τη Συμφωνία. Ο πληθυσμός στην πΓΔΜ μέχρι και το 1944 αυτοπροσδιορίζοταν ως «Σλάβοι της Μακεδονίας». Έκτοτε μετέβαλαν την εθνική τους ταυτότητα σε «Μακεδόνες», ενώ το αφήγημα που κυριάρχησε στη δεκαετία του 1990 τους περιγράφει ως απόγονους των αρχαίων Μακεδόνων κεφαλαιοποιώντας τη θέση του αυστριακού ιστορικού Φαλμεράυερ για τη φυλετική ασυνέχεια των Ελλήνων εξαιτίας της καθόδου των σλαβικών φύλων. Όπως γίνεται αντιληπτό, η εθνική ταυτότητα στη γειτονική μας χώρα κατασκευάζεται και εργαλειοποιείται κατά το δοκούν και ανάλογα με τις διεθνείς συγκυρίες σε βάθος πολλών δεκαετιών. 

Σήμερα, με βάση τη Συμφωνία των Πρεσπών και το Άρθρο 1 παρ.3 β’, ο κάτοικος της πΓΔΜ θα έχει ιθαγένεια «Μακεδονική» και σύμφωνα με το Άρθρο 7 παρ.3 θα είναι φορέας της δικής του ιστορίας, πολιτισμού και κληρονομιάς, που απλά συμφωνούμε ότι θα διαφέρουν από την ιστορία, τον πολιτισμό και την κληρονομιά των Ελλήνων. 

Προφανώς, η επίσημη ιστοριογραφία στην πΓΔΜ θα εξακολουθήσει να στηρίζει το αφήγημα του «Μακεδονισμού» παραλείποντας ενδεχομένως οτιδήποτε θα συνιστούσε παραβίαση της Συμφωνίας, όπως π.χ. ίσως η αναφορά στον Μ. Αλέξανδρο. 

Αλλά αυτό δεν εμποδίζει την αναζήτηση της «μακεδονικής» καταγωγής στην αρχαιότητα στην ίδια περιοχή και την ενίσχυση του αφηγήματος, ειδικά ενόψει της προοπτικής ένταξης στην ΕΕ. Παρόμοια, η σχετικά πρόσφατη τουρκική ιστοριογραφία (π.χ. το βιβλίο του τούρκου πρώην Πρωθυπουργού και Προέδρου Τουργκούτ Οζάλ, «Η Τουρκία στην Ευρώπη»), παρουσιάζει την Τουρκία ως κληρονόμο και συνεχιστή όλων των πολιτισμών που υπήρξαν στην περιοχή, επιχειρώντας έτσι να ανοίξει τον δρόμο για την ευρωπαϊκή προοπτική στα τέλη της δεκαετίας του 1980.

Ιστορική διαφοροποίηση

Τέλος, υπάρχει και η Κοινή Διεπιστημονική Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων για ιστορικά, αρχαιολογικά και εκπαιδευτικά θέματα. Ωστόσο, εκτός από το προδήλως δυσχερές έργο που καλείται να υλοποιήσει, και περιλαμβάνει τη διαμόρφωση μιας κοινά αποδεκτής ιστορικής και πολιτισμικής αφήγησης ανάμεσα στις επιστημονικές κοινότητες των δύο χωρών, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα προσκρούσει στην ιστορική και πολιτισμική διαφοροποίηση που εισάγει το Άρθρο 7 για να παρακάμψει τη δεδομένη γνωστική ασυμφωνία των δύο πλευρών. 

Για παράδειγμα, ο εμφύλιος πόλεμος είναι μια δύσκολη και τραυματική πτυχή της ιστορίας μας που έχει σαφή ιδεολογικό/πολιτικό χαρακτήρα, ενώ για την ιστοριογραφία της πΓΔΜ το ίδιο γεγονός απλά αποτέλεσε την ευκαιρία για την Ελλάδα να οργανώσει την εκδίωξη των «Αιγαιατών Μακεδόνων». Ακόμα και η υπογραφή της Συμφωνίας στους Ψαράδες των Πρεσπών έχει διαφορετικό συμβολισμό και για τις δύο πλευρές. Μήπως λοιπόν τελικά, αυτή η Συμφωνία, και ειδικά το Άρθρο 7, προσφέρει λευκή επιταγή στη μια πλευρά και στην άλλη αφήνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην πιραντελλική δραματουργία του «Έτσι είναι (αν έτσι νομίζετε)»;

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 9 Δεκεμβρίου 2018

Του Μιλτιάδη Σαρηγιαννίδη

Επίκουρου Καθηγητή Διεθνούς Δικαίου

Νομικής Σχολής ΑΠΘ

Το κείμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών συντάχθηκε με σκοπό πρωτίστως την επίλυση της διαφοράς που αναφέρεται στο όνομα και τα επιμέρους ζητήματα, και κατά δεύτερο λόγο την εδραίωση της στρατηγικής εταιρικής σχέσης ανάμεσα στην Ελλάδα και την πΓΔΜ, κάτι που προφανώς δεν προϋποθέτει το πρώτο, ωστόσο αποτελεί ένα ωραίο περιτύλιγμα. Σε αυτό το πλαίσιο, υπάρχουν δύο ζητήματα που διευθετούνται ανεπαρκώς και είτε δεν επιλύονται οριστικά, είτε συνιστούν επιζήμιες επιλογές για την ελληνική εξωτερική πολιτική και τα εθνικά συμφέροντα. Το πρώτο, και πιο δημοφιλές, αφορά στην αδυναμία επίτευξης μιας γνήσια erga omnes (έναντι πάντων) λύσης, αποτέλεσμα που οφείλεται τόσο σε νομοτεχνικές επιλογές όσο και ουσιαστικούς λόγους. Το δεύτερο, και μάλλον πιο σημαντικό, είναι το Άρθρο 7 της Συμφωνίας των Πρεσπών.

Το Άρθρο 7 είναι η πιο κρίσιμη διάταξη της Συμφωνίας των Πρεσπών, διότι πιθανόν αποτέλεσε την ασφαλιστική δικλείδα για την ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης και παράλληλα τον θεμέλιο λίθο στον οποίο οικοδομήθηκε η συμφωνία. Σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο του Άρθρου 7, η Ελλάδα και η πΓΔΜ αναγνωρίζουν ότι η αντίληψή τους για τους όρους «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» αναφέρεται σε διαφορετικό ιστορικό πλαίσιο και πολιτιστική κληρονομιά. 

Ουσιαστικά, τα δύο συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζουν, ότι ο μοναδικός τρόπος για να επιλύσουν τη διαφορά για το όνομα, είναι η μεταφορά της γνωστικής ασυμφωνίας τους σε ένα κείμενο όπου συμφωνούν πως η χρήση των όρων «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» έχει διαφορετικό περιεχόμενο για το καθένα. 

Επί της ουσίας, η διαφορά δεν εξαλείφεται, δεδομένου ότι και οι δύο πλευρές θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τους επίμαχους όρους, με την παρεπόμενη συμφωνία ότι αμφότερες δεν θα εννοούν το ίδιο πράγμα. Σε κάθε περίπτωση, το Άρθρο 7 είναι μια ρήτρα διαφυγής και η παρουσία του αποδεικνύει ότι η Συμφωνία των Πρεσπών δεν επιλύει τη διμερή διαφορά, αλλά εισάγει ένα νέο πλαίσιο στις σχέσεις των δύο χωρών το οποίο υποβαθμίζει τη σημασία της αποκλειστικής χρήσης των όρων «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» νομιμοποιώντας τελικά το αφήγημα του «Μακεδονισμού». Όλα αυτά συμβαίνουν, διότι η εν λόγω ρήτρα επιτρέπει την ιστορική και πολιτισμική διαφοροποίηση πάνω στους ίδιους όρους.

Διαφορετικές αντιλήψεις και εντάσεις

Στον βαθμό λοιπόν που το Άρθρο 7 επιτρέπει τη γνωστική ασυμφωνία των δύο πλευρών, οι διαφορετικές αντιλήψεις μπορούν να επιβιώνουν και να αναπαράγονται προκαλώντας έτσι περαιτέρω εντάσεις με διαφορετικές και ενδεχομένως συγκρουσιακές αφηγήσεις για την εθνική ταυτότητα, τη γλώσσα και την ιστορία.

Για παράδειγμα, στην ελληνική επικράτεια (κυρίως στη Δυτ. Μακεδονία) υπάρχουν συμπολίτες μας που μιλούν ένα σλαβικό ιδίωμα το οποίο γειτνιάζει με τη βουλγαρική γλώσσα, ενώ ο πληθυσμός στην πΓΔΜ ομιλεί τη σλαβομακεδονική γλώσσα (ουδέποτε η χώρα μας αναγνώρισε «μακεδονική γλώσσα»). Αντίθετα, στην άλλη πλευρά των συνόρων, η κυρίαρχη αντίληψη είναι ότι η γλώσσα που χρησιμοποιείται και στις δύο περιπτώσεις είναι η «Μακεδονική», ενώ εκείνοι που την ομιλούν στην Ελλάδα είναι απόγονοι των αρχαίων Μακεδόνων.

Ομοίως, το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας είναι ιδιαίτερα προβληματικό και δεν επιλύεται με τη Συμφωνία. Ο πληθυσμός στην πΓΔΜ μέχρι και το 1944 αυτοπροσδιορίζοταν ως «Σλάβοι της Μακεδονίας». Έκτοτε μετέβαλαν την εθνική τους ταυτότητα σε «Μακεδόνες», ενώ το αφήγημα που κυριάρχησε στη δεκαετία του 1990 τους περιγράφει ως απόγονους των αρχαίων Μακεδόνων κεφαλαιοποιώντας τη θέση του αυστριακού ιστορικού Φαλμεράυερ για τη φυλετική ασυνέχεια των Ελλήνων εξαιτίας της καθόδου των σλαβικών φύλων. Όπως γίνεται αντιληπτό, η εθνική ταυτότητα στη γειτονική μας χώρα κατασκευάζεται και εργαλειοποιείται κατά το δοκούν και ανάλογα με τις διεθνείς συγκυρίες σε βάθος πολλών δεκαετιών. 

Σήμερα, με βάση τη Συμφωνία των Πρεσπών και το Άρθρο 1 παρ.3 β’, ο κάτοικος της πΓΔΜ θα έχει ιθαγένεια «Μακεδονική» και σύμφωνα με το Άρθρο 7 παρ.3 θα είναι φορέας της δικής του ιστορίας, πολιτισμού και κληρονομιάς, που απλά συμφωνούμε ότι θα διαφέρουν από την ιστορία, τον πολιτισμό και την κληρονομιά των Ελλήνων. 

Προφανώς, η επίσημη ιστοριογραφία στην πΓΔΜ θα εξακολουθήσει να στηρίζει το αφήγημα του «Μακεδονισμού» παραλείποντας ενδεχομένως οτιδήποτε θα συνιστούσε παραβίαση της Συμφωνίας, όπως π.χ. ίσως η αναφορά στον Μ. Αλέξανδρο. 

Αλλά αυτό δεν εμποδίζει την αναζήτηση της «μακεδονικής» καταγωγής στην αρχαιότητα στην ίδια περιοχή και την ενίσχυση του αφηγήματος, ειδικά ενόψει της προοπτικής ένταξης στην ΕΕ. Παρόμοια, η σχετικά πρόσφατη τουρκική ιστοριογραφία (π.χ. το βιβλίο του τούρκου πρώην Πρωθυπουργού και Προέδρου Τουργκούτ Οζάλ, «Η Τουρκία στην Ευρώπη»), παρουσιάζει την Τουρκία ως κληρονόμο και συνεχιστή όλων των πολιτισμών που υπήρξαν στην περιοχή, επιχειρώντας έτσι να ανοίξει τον δρόμο για την ευρωπαϊκή προοπτική στα τέλη της δεκαετίας του 1980.

Ιστορική διαφοροποίηση

Τέλος, υπάρχει και η Κοινή Διεπιστημονική Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων για ιστορικά, αρχαιολογικά και εκπαιδευτικά θέματα. Ωστόσο, εκτός από το προδήλως δυσχερές έργο που καλείται να υλοποιήσει, και περιλαμβάνει τη διαμόρφωση μιας κοινά αποδεκτής ιστορικής και πολιτισμικής αφήγησης ανάμεσα στις επιστημονικές κοινότητες των δύο χωρών, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα προσκρούσει στην ιστορική και πολιτισμική διαφοροποίηση που εισάγει το Άρθρο 7 για να παρακάμψει τη δεδομένη γνωστική ασυμφωνία των δύο πλευρών. 

Για παράδειγμα, ο εμφύλιος πόλεμος είναι μια δύσκολη και τραυματική πτυχή της ιστορίας μας που έχει σαφή ιδεολογικό/πολιτικό χαρακτήρα, ενώ για την ιστοριογραφία της πΓΔΜ το ίδιο γεγονός απλά αποτέλεσε την ευκαιρία για την Ελλάδα να οργανώσει την εκδίωξη των «Αιγαιατών Μακεδόνων». Ακόμα και η υπογραφή της Συμφωνίας στους Ψαράδες των Πρεσπών έχει διαφορετικό συμβολισμό και για τις δύο πλευρές. Μήπως λοιπόν τελικά, αυτή η Συμφωνία, και ειδικά το Άρθρο 7, προσφέρει λευκή επιταγή στη μια πλευρά και στην άλλη αφήνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην πιραντελλική δραματουργία του «Έτσι είναι (αν έτσι νομίζετε)»;

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 9 Δεκεμβρίου 2018

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία