ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Αντώνης Καλογερόπουλος: Το κοινό μπορεί να διαμορφώσει ένα καλύτερο μιντιακό περιβάλλον

Συνέντευξη του επίκουρου καθηγητή επικοινωνίας του πανεπιστημίου του Λίβερπουλ στη «ΜτΚ»

 05/10/2022 07:00

Αντώνης Καλογερόπουλος: Το κοινό μπορεί να διαμορφώσει ένα καλύτερο μιντιακό περιβάλλον

Σοφία Χριστοφορίδου

Η Ελλάδα βρίσκεται στην προτελευταία θέση από την άποψη της εμπιστοσύνης του κοινού στις ειδήσεις, μαζί με την Ουγγαρία και την Ταϊβάν, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη ετήσια Έκθεση για την Ενημέρωση στο Διαδίκτυο του Ινστιτούτου Reuters για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.

Μόλις 27% των Ελλήνων εμπιστεύεται «τις περισσότερες ειδήσεις τις περισσότερες φορές». Και αν αυτή η κατάταξη είναι πολύ χαμηλά σε σχέση με το 69% της Φινλανδίας, τα πράγματα ήταν χειρότερα το 2016, όταν το 20%, δηλαδή ένας στους πέντε εμπιστευόταν τις ειδήσεις.

Ήταν στραβό το κλήμα, το έφαγε και η κρίση

«Διαχρονικά η εμπιστοσύνη στους θεσμούς και τα ΜΜΕ είναι χαμηλή στην Ελλάδα» σχολιάζει ο επίκουρος καθηγητής επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ Αντώνης Καλογερόπουλος, που από το 2016 επιμελείται την έκθεση ως ερευνητικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Reuters. Στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης «ένα κομμάτι του πληθυσμού θεώρησε τους δημοσιογράφους συνυπεύθυνους για την οικονομική κρίση, ως μέρος τους συστήματος, μαζί με τους πολιτικούς και τους τραπεζίτες. Επίσης σε περιόδους κρίσης συχνά εντείνεται και η συνωμοσιολογία για πολλά θέματα και πάντα ένα από τα θέματα των θεωριών συνωμοσίας είναι τα media» εξηγεί. Το ενδιαφέρον είναι ότι «δεν μας μίλησε κανείς για χαμηλό επίπεδο δημοσιογραφίας, όπως μας μιλούσαν σε άλλες χώρες. Στην Ελλάδα σχεδόν όλοι μας μίλησαν για τη διαφθορά και τις σχέσεις των ΜΜΕ με πολιτικούς και επιχειρηματίες». Η μικρή αύξηση της εμπιστοσύνης το 2022 σχετίζεται σύμφωνα με τον κ. Καλογερόπουλο με την ομαλοποίηση της κατάστασης, όμως σίγουρα δεν μπορεί κανείς να επιχαίρει με την «συγκατοίκηση» στην προτελευταία θέση, μαζί με την Ουγγαρία του Όρμπαν. «Από την πλευρά του κοινού, σίγουρα υπάρχει μία πολύ μεγάλη αίσθηση διαφθοράς, η οποία δεν είναι καινούρια. Στην έρευνα του 2017 μας είχαν πει ότι δεν πιστεύουν ότι τα ΜΜΕ είναι ανεξάρτητα από πολιτικές και επιχειρηματικές επιρροές. Το συζητούσαμε με φίλους και τους έκανε εντύπωση ότι το κοινό στις άλλες χώρες πίστευε ότι τα ΜΜΕ είναι ανεξάρτητα, τους θεωρούσαν αφελείς!».

Υπάρχουν και εξαιρέσεις

«Αυτή η γενίκευση σχετίζεται με την καχυποψία και τη συνωμοσιολογία που υπάρχει στην Ελλάδα. Από τη μία υπάρχει βάση, από την άλλη η γενίκευση δεν νομίζω ότι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα» μας λέει. «Δεν θα ήθελα να πιστέψω ότι όλοι οι δημοσιογράφοι και όλα τα ΜΜΕ είναι αντικείμενο αθέμιτων πολιτικών» σχολιάζει, φέρνοντας ως παράδειγμα την υπόθεση των παρακολουθήσεων. «Αυτή η υπόθεση βγήκε από ένα συνδρομητικό site, και έδειξε ότι παρά το δυσμενές περιβάλλον υπάρχει χώρος για ελεύθερη δημοσιογραφία, για ΜΜΕ που ελέγχουν την εξουσία και κάνουν έρευνα».

Μία άλλη εξαίρεση ως προς το θέμα της εμπιστοσύνης του κοινού είναι τα τοπικά μέσα. Στην περσινή έρευνα του Ινστιτούτου Reuters, οι ερωτώμενοι κλήθηκαν να αξιολογήσουν συγκεκριμένα ΜΜΕ καθώς και το τοπικό ΜΜΕ της περιοχής τους, χωρίς να προσδιορίζεται ονομαστικά. Σε αντίθεση με τα γνωστά και μεγάλα μέσα που βαθμολογήθηκαν χαμηλά, τα τοπικά μέσα ήταν στην πρώτη θέση από την άποψη της εμπιστοσύνης του κοινού. «Από τα 15 ΜΜΕ, περισσότερο εμπιστεύονται το τοπικό μέσο, που δείχνει ότι ο κόσμος κάνει έναν τέτοιο διαχωρισμό. Από την άλλη ίσως είναι και πιο εύκολο να πουν ότι εμπιστεύονται ένα μέσο που δεν έχει ένα ‘επιβαρυμένο’ όνομα» εξηγεί ο κ. Καλογερόπουλος.

Το κόστος της ενημέρωσης

Η γενικευμένη έλλειψη εμπιστοσύνης του κοινού επιτείνει τα προβλήματα βιωσιμότητας των ΜΜΕ, που ήδη τη δεκαετία της κρίσης είδαν τη διαφημιστική πίτα να μειώνεται. Επιπλέον, «υπάρχει μια υπερπληθώρα μέσων, ίσως γιατί ο καθένας θέλει να έχει επιρροή, οπότε ανοίγει ένα site», με αποτέλεσμα να «υπάρχουν τόσες δωρεάν ειδήσεις, οπότε ο κόσμος δεν θεωρεί πως πρέπει να πληρώσει για κάποιο ΜΜΕ. Αν στις ειδικές συνθήκες που υπάρχουν στην Ελλάδα προσθέσουμε και τον παράγοντα ‘πλατφόρμες’, όπου ο κόσμος περνά το χρόνο του στο διαδίκτυο και άρα η σχέση αναγνώστη και μέσου είναι διαμεσολαβημένη, τα πράγματα για τη βιωσιμότητα είναι δυσμενή» εκτιμά ο κ. Καλογερόπουλος. Ένα από τα προβλήματα που προκύπτει από τον πολύ μεγάλο αριθμό ΜΜΕ είναι ότι «ο μέσος χρήστης κατακλύζεται από πληροφορίες και είναι δύσκολο να ξεχωρίσει ποιο από αυτά κάνει πραγματικό ρεπορτάζ και ποιο αναπαράγει δελτία Τύπου ή άρθρα γνώμης». Επιπλέον, από τις έρευνες στις οποίες έχει συμβάλλει και ο ίδιος, προκύπτει ότι το κοινό δεν το απασχολεί το κόστος που συνεπάγεται η παραγωγή ποιοτικής δημοσιογραφίας, καθώς το κοινό πιστεύει ότι τα ΜΜΕ είναι πολύ κερδοφόρες επιχειρήσεις, κάτι που στην πραγματικότητα δεν ισχύει.

Από τα clickbait στα slow news

Η κουλτούρα του clikbait (δηλαδή του τίτλου που σε προκαλεί να κάνεις κλικ σε μία είδηση) επικράτησε πριν από δέκα χρόνια, αλλά όπως λέει ο κ. Καλογερόπουλος στο εξωτερικό «αρχίζει να πεθαίνει, γιατί είδαν ότι ο κόσμος δεν βλέπει τα site ενημέρωσης σαν ένα blog που ανανεώνεται κάθε λίγα λεπτά με νέα είδηση για να κρατά το ενδιαφέρον του κοινού. Παντού υπάρχει μία στροφή προς λιγότερες ειδήσεις αλλά πιο ποιοτικές, για ρεπορτάζ σε βάθος, για τα λεγόμενα slower news. Αυτού του είδους η πιο αργή και ποιοτική ενημέρωση συνεπάγεται μεγαλύτερο κόστος, καθώς χρειάζεσαι πόρους για να παρουσιάσεις τις δικιές σου ιστορίες και ρεπορτάζ. Στην Ελλάδα δεν έχει έρθει ακόμα αυτό, και ο κατακλυσμός από πληροφορίες δεν κάνει καλό στη σχέση ΜΜΕ και κοινού». Οι ευθύνες των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων είναι δεδομένες, όμως ο ρόλος του κοινού εξακολουθεί να είναι καταλυτικός, σύμφωνα με τον κ. Καλογερόπουλο. «Το κοινό όμως μπορεί να διαμορφώσει ένα καλύτερο μιντιακό περιβάλλον, διαλέγοντας ΜΜΕ που καταλαβαίνει ότι κάνουν ρεπορτάζ και δεν αναπαράγουν απλώς δελτία τύπου και ειδήσεις από το ΑΠΕ και ξένα πρακτορεία».

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 02.10.2022

Η Ελλάδα βρίσκεται στην προτελευταία θέση από την άποψη της εμπιστοσύνης του κοινού στις ειδήσεις, μαζί με την Ουγγαρία και την Ταϊβάν, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη ετήσια Έκθεση για την Ενημέρωση στο Διαδίκτυο του Ινστιτούτου Reuters για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.

Μόλις 27% των Ελλήνων εμπιστεύεται «τις περισσότερες ειδήσεις τις περισσότερες φορές». Και αν αυτή η κατάταξη είναι πολύ χαμηλά σε σχέση με το 69% της Φινλανδίας, τα πράγματα ήταν χειρότερα το 2016, όταν το 20%, δηλαδή ένας στους πέντε εμπιστευόταν τις ειδήσεις.

Ήταν στραβό το κλήμα, το έφαγε και η κρίση

«Διαχρονικά η εμπιστοσύνη στους θεσμούς και τα ΜΜΕ είναι χαμηλή στην Ελλάδα» σχολιάζει ο επίκουρος καθηγητής επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ Αντώνης Καλογερόπουλος, που από το 2016 επιμελείται την έκθεση ως ερευνητικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Reuters. Στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης «ένα κομμάτι του πληθυσμού θεώρησε τους δημοσιογράφους συνυπεύθυνους για την οικονομική κρίση, ως μέρος τους συστήματος, μαζί με τους πολιτικούς και τους τραπεζίτες. Επίσης σε περιόδους κρίσης συχνά εντείνεται και η συνωμοσιολογία για πολλά θέματα και πάντα ένα από τα θέματα των θεωριών συνωμοσίας είναι τα media» εξηγεί. Το ενδιαφέρον είναι ότι «δεν μας μίλησε κανείς για χαμηλό επίπεδο δημοσιογραφίας, όπως μας μιλούσαν σε άλλες χώρες. Στην Ελλάδα σχεδόν όλοι μας μίλησαν για τη διαφθορά και τις σχέσεις των ΜΜΕ με πολιτικούς και επιχειρηματίες». Η μικρή αύξηση της εμπιστοσύνης το 2022 σχετίζεται σύμφωνα με τον κ. Καλογερόπουλο με την ομαλοποίηση της κατάστασης, όμως σίγουρα δεν μπορεί κανείς να επιχαίρει με την «συγκατοίκηση» στην προτελευταία θέση, μαζί με την Ουγγαρία του Όρμπαν. «Από την πλευρά του κοινού, σίγουρα υπάρχει μία πολύ μεγάλη αίσθηση διαφθοράς, η οποία δεν είναι καινούρια. Στην έρευνα του 2017 μας είχαν πει ότι δεν πιστεύουν ότι τα ΜΜΕ είναι ανεξάρτητα από πολιτικές και επιχειρηματικές επιρροές. Το συζητούσαμε με φίλους και τους έκανε εντύπωση ότι το κοινό στις άλλες χώρες πίστευε ότι τα ΜΜΕ είναι ανεξάρτητα, τους θεωρούσαν αφελείς!».

Υπάρχουν και εξαιρέσεις

«Αυτή η γενίκευση σχετίζεται με την καχυποψία και τη συνωμοσιολογία που υπάρχει στην Ελλάδα. Από τη μία υπάρχει βάση, από την άλλη η γενίκευση δεν νομίζω ότι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα» μας λέει. «Δεν θα ήθελα να πιστέψω ότι όλοι οι δημοσιογράφοι και όλα τα ΜΜΕ είναι αντικείμενο αθέμιτων πολιτικών» σχολιάζει, φέρνοντας ως παράδειγμα την υπόθεση των παρακολουθήσεων. «Αυτή η υπόθεση βγήκε από ένα συνδρομητικό site, και έδειξε ότι παρά το δυσμενές περιβάλλον υπάρχει χώρος για ελεύθερη δημοσιογραφία, για ΜΜΕ που ελέγχουν την εξουσία και κάνουν έρευνα».

Μία άλλη εξαίρεση ως προς το θέμα της εμπιστοσύνης του κοινού είναι τα τοπικά μέσα. Στην περσινή έρευνα του Ινστιτούτου Reuters, οι ερωτώμενοι κλήθηκαν να αξιολογήσουν συγκεκριμένα ΜΜΕ καθώς και το τοπικό ΜΜΕ της περιοχής τους, χωρίς να προσδιορίζεται ονομαστικά. Σε αντίθεση με τα γνωστά και μεγάλα μέσα που βαθμολογήθηκαν χαμηλά, τα τοπικά μέσα ήταν στην πρώτη θέση από την άποψη της εμπιστοσύνης του κοινού. «Από τα 15 ΜΜΕ, περισσότερο εμπιστεύονται το τοπικό μέσο, που δείχνει ότι ο κόσμος κάνει έναν τέτοιο διαχωρισμό. Από την άλλη ίσως είναι και πιο εύκολο να πουν ότι εμπιστεύονται ένα μέσο που δεν έχει ένα ‘επιβαρυμένο’ όνομα» εξηγεί ο κ. Καλογερόπουλος.

Το κόστος της ενημέρωσης

Η γενικευμένη έλλειψη εμπιστοσύνης του κοινού επιτείνει τα προβλήματα βιωσιμότητας των ΜΜΕ, που ήδη τη δεκαετία της κρίσης είδαν τη διαφημιστική πίτα να μειώνεται. Επιπλέον, «υπάρχει μια υπερπληθώρα μέσων, ίσως γιατί ο καθένας θέλει να έχει επιρροή, οπότε ανοίγει ένα site», με αποτέλεσμα να «υπάρχουν τόσες δωρεάν ειδήσεις, οπότε ο κόσμος δεν θεωρεί πως πρέπει να πληρώσει για κάποιο ΜΜΕ. Αν στις ειδικές συνθήκες που υπάρχουν στην Ελλάδα προσθέσουμε και τον παράγοντα ‘πλατφόρμες’, όπου ο κόσμος περνά το χρόνο του στο διαδίκτυο και άρα η σχέση αναγνώστη και μέσου είναι διαμεσολαβημένη, τα πράγματα για τη βιωσιμότητα είναι δυσμενή» εκτιμά ο κ. Καλογερόπουλος. Ένα από τα προβλήματα που προκύπτει από τον πολύ μεγάλο αριθμό ΜΜΕ είναι ότι «ο μέσος χρήστης κατακλύζεται από πληροφορίες και είναι δύσκολο να ξεχωρίσει ποιο από αυτά κάνει πραγματικό ρεπορτάζ και ποιο αναπαράγει δελτία Τύπου ή άρθρα γνώμης». Επιπλέον, από τις έρευνες στις οποίες έχει συμβάλλει και ο ίδιος, προκύπτει ότι το κοινό δεν το απασχολεί το κόστος που συνεπάγεται η παραγωγή ποιοτικής δημοσιογραφίας, καθώς το κοινό πιστεύει ότι τα ΜΜΕ είναι πολύ κερδοφόρες επιχειρήσεις, κάτι που στην πραγματικότητα δεν ισχύει.

Από τα clickbait στα slow news

Η κουλτούρα του clikbait (δηλαδή του τίτλου που σε προκαλεί να κάνεις κλικ σε μία είδηση) επικράτησε πριν από δέκα χρόνια, αλλά όπως λέει ο κ. Καλογερόπουλος στο εξωτερικό «αρχίζει να πεθαίνει, γιατί είδαν ότι ο κόσμος δεν βλέπει τα site ενημέρωσης σαν ένα blog που ανανεώνεται κάθε λίγα λεπτά με νέα είδηση για να κρατά το ενδιαφέρον του κοινού. Παντού υπάρχει μία στροφή προς λιγότερες ειδήσεις αλλά πιο ποιοτικές, για ρεπορτάζ σε βάθος, για τα λεγόμενα slower news. Αυτού του είδους η πιο αργή και ποιοτική ενημέρωση συνεπάγεται μεγαλύτερο κόστος, καθώς χρειάζεσαι πόρους για να παρουσιάσεις τις δικιές σου ιστορίες και ρεπορτάζ. Στην Ελλάδα δεν έχει έρθει ακόμα αυτό, και ο κατακλυσμός από πληροφορίες δεν κάνει καλό στη σχέση ΜΜΕ και κοινού». Οι ευθύνες των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων είναι δεδομένες, όμως ο ρόλος του κοινού εξακολουθεί να είναι καταλυτικός, σύμφωνα με τον κ. Καλογερόπουλο. «Το κοινό όμως μπορεί να διαμορφώσει ένα καλύτερο μιντιακό περιβάλλον, διαλέγοντας ΜΜΕ που καταλαβαίνει ότι κάνουν ρεπορτάζ και δεν αναπαράγουν απλώς δελτία τύπου και ειδήσεις από το ΑΠΕ και ξένα πρακτορεία».

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 02.10.2022

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία