ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Θεσσαλονίκη: Βελτιώνονται χρόνο με το χρόνο οι εξαγωγές

Σοφία Χριστοφορίδου17 Απριλίου 2019

Βελτιώνονται χρόνο με το χρόνο οι εξαγωγές, που πέρσι έφτασαν σε αξία τα 33,4 δισ. ευρώ από 28,9 δις το 2017, τόνισε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Εξαγωγέων Γιώργος Κωνσταντόπουλος, σε εκδήλωση που συνδιοργανώνει ο ΣΕΒΕ με τον οργανισμό διαΝεοσις. Όπως είπε όμως, ενώ τα ελληνικά προϊόντα κερδίζουν την προτίμηση των καταναλωτών στο εξωτερικό, οι ίδιοι οι Έλληνες δεν στηρίζουν τις ελληνικές επιχειρήσεις. «Καλούμε όλο τον κόσμο να ζήσει τον ελληνικό «μύθο» του, στο σπίτι του, στο πιάτο του, και το πετυχαίνουμε. Οι ξένοι μας εμπιστεύονται, εμείς εμπιστευόμαστε δικά μας προϊόντα; Όσο η καταναλωτική δύναμη αυξάνεται ξεθαρρεύουμε και οι εισαγωγές αυξάνονται. Ακόμα και στο σουλβατζίδικο της γειτονιάς θα δεις να σερβίρουν εισαγόμενο νερό» σχολίασε. Τόνισε ακόμη ότι μπορεί η αξία των εξαγωγών να αυξάνεται αλλά ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει χαμηλά σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (18,1% έναντι 33,4%). «Στον ΣΕΒΕ βάλαμε έναν φιλόδοξο στόχο. Το δόγμα μας είναι το ‘’παράγω και εξάγω’’. Παράγω όμως στην Ελλάδα, όχι στις γειτονικές χώρες που έχουν χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές».

Μικρό το μερίδιο των ελληνικών εξαγωγών

Η Μαργαρίτα Κατσίμη (φωτό), καθηγήτρια στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών σημείωσε ότι η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να έχει μικρό μερίδιο εξαγωγών, ειδικά αν συγκριθεί με χώρες όπως η Πορτογαλία, με παρόμοιο ΑΕΠ αλλά διπλάσιες εξαγωγές.

Στη συνέχεια παρουσίασε στοιχεία μελέτης που έκανε το πανεπιστήμιο την περίοδο 2003-2015 σε 17.000 επιχειρήσεις που εξάγουν 2.700 προϊόντα σε 190 προορισμούς.

 Όπως προκύπτει από την έρευνα: Ο αριθμός επιχειρήσεων με εξαγωγική δραστηριότητα 2003-2008 ήταν αισθητά υψηλότερος σε σχέση με την περίοδο της κρίσης. Όμως όσες επιχειρήσεις άντεξαν στην κρίση αύξησαν την εξαγωγική τους δραστηριότητα αισθητά.

Ο αριθμός των εξαγόμενων προϊόντων αυξήθηκε αισθητά αλλά οι εξαγωγείς στηρίζονται κυρίως σε ένα βασικό προϊόν (68%) στο οποίο εξειδικεύονται. Το 53% των συνολικών ελληνικών εξαγωγών προέρχεται από τις 100 μεγαλύτερες εξαγωγικές επιχειρήσεις. Η μέση αξία των εξαγωγών ήταν πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με μεσαίες επιχειρήσεις (56 εκατ. έναντι 360.000), το ίδιο και ο αριθμός εξαγόμενων προϊόντων και οι χώρες (12 προϊόντα σε 27 χώρες έναντι 3 προϊόντων σε 3 χώρες).

Επιχειρήσεις που πληρώνουν υψηλούς μισθούς έχουν πολύ μεγαλύτερη εξαγωγική δραστηριότητα. Επιχειρήσεις με καινοτομική δραστηριότητα αυξάνουν τις εξαγωγές τους μετά την κατοχύρωση πατέντας. Ωστόσο ο βαθμός ενσωμάτωσης προηγμένης τεχνολογίας στα εξαγόμενα προϊόντα είναι χαμηλός- σταθερά χαμηλότερος από την Ισπανία, την Ιταλία και την Πορτογαλία. Μπορεί σήμερα οι εξαγωγές να είναι ένα "σπορ" για λίγους και μεγάλους, όμως όπως είπε η κ. Κατσίμη οι ελληνικές επιχειρήσεις μπορούν να επιδιώξουν συνέργειες μέσα από διεπιχειρηματικά δίκτυα (cluster) και την καθετοποίηση της εξαγωγικής αλυσίδας. «Οι πιο παραγωγικές επιχειρήσεις εξάγουν, και η εξαγωγική δραστηριότητα αυξάνει με τη σειρά της την παραγωγικότητα» σημείωσε. Κατά την ίδια «το πρόβλημα του παραγωγικού μας μοντέλου δεν είναι το μικρό μέγεθος αλλά ότι οι μικρές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται σε τομείς όπου το μικρό μέγεθος αποτελεί μειονέκτημα".

Έρευνα σε δείγμα 525 μεγάλων, μικρομεσαίων και μικρών επιχειρήσεων

Από την πλευρά της η διευθύντρια οικονομικών και κλαδικών μελετών της ICAP Σταματίνα Παντελαίου, παρουσίασε τα ευρήματα έρευνας που πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 525 μεγάλων, μικρομεσαίων και μικρών επιχειρήσεων.

Σύμφωνα με την έρευνα:

-Οι μεσαίες επιχειρήσεις είχαν επεκτείνει τις δραστηριότητες τους στο εξωτερικό πριν την κρίση ενώ για το 43% των επιχειρήσεων με τζίρο κάτω των 2 εκατ. η πρώτη φορά που έκαναν εξαγωγές ήταν μετά το 2010

-Το 68% πιστεύει ότι οι εξαγωγές βελτιώνουν την κερδοφορία των επιχειρήσεων, ποσοστό που είναι μεγαλύτερο στις μεγάλες επιχειρήσεις με κύκλο εργασιών άνω των 50 εκατ.

-Η πλειονότητα πραγματοποίησε εξαγωγές μικρότερες των 2 εκατ. το 2017

-Το 80% εξάγει προϊόντα έτοιμα προς κατανάλωση και μόλις το 18% εξάγει πρώτες ύλες

-Το 60% διαθέτει τα προϊόντα τους σε τυποποιημένη μορφή και το 36,2% σε μορφή χύδη.

-Σχεδόν μια στις δυο εταιρείες θεωρούν μειονέκτημα το υψηλό κόστος παραγωγής που οδηγεί και σε αυξημένες τιμές σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους στο εξωτερικό.

σδγφ

This page might use cookies if your analytics vendor requires them.