ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Θεσσαλονίκη: Στο ιδιοκτησιακό κενό πέφτουν τα σχέδια αξιοποίησης των πρώην στρατοπέδων

Γιάννης Ιωαννίδης23 Σεπτεμβρίου 2019

Μπλεγμένο σε ένα κουβάρι που δημιούργησαν πολιτικές και κομματικές σκοπιμότητες, τοπικά συμφέροντα αλλά και η «κουτοπονηριά» του ελληνικού δημοσίου είναι το ιδιοκτησιακό καθεστώς των περισσότερων πρώην στρατοπέδων της Θεσσαλονίκης.

Αυτός είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο ενώ έχουν αποκτήσει τον όρο «πρώην» εδώ και δεκαετίες, παραμένουν στην πλειοψηφία τους και σε μεγάλο βαθμό αναξιοποίητα.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το πρώην στρατόπεδο Καρατάσιου, η αξιοποίηση του οποίου ήρθε και πάλι στην επικαιρότητα με την απάντηση του υπουργού Εθνικής Άμυνας Νίκου Παναγιωτόπουλου σε σχετική ερώτηση της βουλευτού Θεσσαλονίκης Έλενας Ράπτη.

Στην απάντησή του ο ΥΕΘΑ λέει ότι «η έκταση του στρατοπέδου είναι ακίνητο υψηλής υπεραξίας» και για το λόγο αυτό «είναι δυνητικά αξιοποιήσιμη από ένα ευρύ φάσμα επενδυτικών δραστηριοτήτων» περιγράφοντας στην ουσία ένα σχέδιο που περιλαμβάνει την εμπλοκή ιδιωτών στη διαμόρφωση του νέου τοπίου στην περιοχή.

Ωστόσο, πέρα από την ιδεολογική αντιπαράθεση που έχει ξεσπάσει για τον αν πρέπει ή δεν πρέπει δημόσιες εκτάσεις να αντιμετωπίζονται ως επενδυτικές ευκαιρίες, υπάρχει άλλο ένα εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα που καθιστά έωλο το επόμενο βήμα.

Και αυτό δεν είναι άλλο από το ιδιοκτησιακό καθεστώς του στρατοπέδου. Παρά το γεγονός ότι το υπουργείο Εθνικής Άμυνας απαντά με την ιδιότητα του ιδιοκτήτη για το τι θα γίνει στο Καρατάσιου, η πραγματικότητα είναι ότι το στρατόπεδο δεν του ανήκει!

Σύμφωνα με έρευνα του πρώην δημάρχου Πολίχνης Κώστα Θεοδωρίδη η οποία δημοσιεύεται στο βιβλίο του με τίτλο «Μνήμες που αντιστέκονται…» (Εκδόσεις Κυριακίδη, 2019), τόσο ο χώρος του συγκεκριμένου στρατοπέδου όσο και οι εκτάσεις σχεδόν όλων των στρατοπέδων που δημιουργήθηκαν στη χώρα μετά το 1930 είναι κομμάτια της ανταλλάξιμης περιουσίας όπως αυτή προσδιορίζεται από το άρθρο 14 της συνθήκης της Λοζάνης και ανήκουν στους πρόσφυγες που ήρθαν στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Η διαχείρισή της ανατέθηκε αρχικά στην Εθνική Τράπεζα Ελλάδος και μέσω του ΤΑΠΑΠ (Ταμείο Ανταλλαξίμου Περιουσίας και Αποκατάστασης Προσφύγων) κάποια στοιχειώδη ποσά κατευθύνθηκαν σε προσφυγικούς συλλόγους.

Υπό το φόβο αξιώσεων που θα μπορούσαν να εγείρουν οι πρόσφυγες -καθώς το ελληνικό δημόσιο διαχειριζόταν την περιουσία τους χωρίς να τους αποδίδει έστω κάποιο κομμάτι από τα κέρδη που αποκόμιζε- η δικτατορία του Μεταξά έδωσε τη δική της «λύση». Με ένα νόμο του 1936 απλά παραγράφηκαν όλες οι αξιώσεις.

Το 1954 το ελληνικό δημόσιο προχώρησε σε μια κίνηση με κοινωφελές αποτύπωμα, θεσμοθέτησε δηλαδή την παραχώρηση ανταλλαξίμων εκτάσεων για την ανέγερση σχολείων και εκκλησιών, ωστόσο ούτε σε αυτή τη περίπτωση αποζημίωσε τους πραγματικούς ιδιοκτήτες, δηλαδή τους πρόσφυγες.

Επόμενος σταθμός στην περιπέτεια των ανταλλάξιμων θεωρείται το 1986, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου με νομοθετική ρύθμιση έδωσε τη δυνατότητα σε πρόσφυγες να αποκτήσουν έναντι συμβολικού χρηματικού ποσού εκτάσεις που είχαν καταπατήσει αλλά ανήκαν στις ανταλλάξιμες.

Η «καριέρα» του ΤΑΠΑΠ έληξε με το προεδρικό διάταγμα 137/1998 με το οποίο οι αρμοδιότητες και τα δικαιώματά του πέρασαν στο Τμήμα Ανταλλαξίμων, στην Κτηματική Εταιρεία Δημοσίου, η οποία συγχωνεύθηκε (2-12-11) με απορρόφηση από τα Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα ΑΕ.

Με βάση όλα τα παραπάνω θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι το στρατόπεδο Καρατάσιου ανήκει στους πρόσφυγες και υπεύθυνο για τη διαχείρισή του είναι το υπουργείο Οικονομικών.

Την άποψη αυτή δεν συμμερίζεται το υπουργείο Εθνικής Άμυνας, το οποίο λόγω της χρήσης της έκτασης, διεκδικεί το πρώην στρατόπεδο.

Στην κατεύθυνση αυτή κινήθηκε δικαστικά εναντίον του δήμου Παύλου Μελά τον οποίο χαρακτήρισε καταπατητή της έκτασης, ενώ ενέγραψε το Καρατάσιου στο κτηματολόγιο ως περιουσιακό του στοιχείο.

Κατά αυτής της εγγραφής κινήθηκε με αγωγή το υπουργείο Οικονομικών, με αποτέλεσμα το ελληνικό δημόσιο να περιμένει το δικαστήριο να αποφασίσει σε ποιο από τα δύο υπουργεία ανήκει η έκταση, η οποία με βάση τη συνθήκη της Λοζάνης δεν ανήκει σε κανένα από τα δύο...

Είναι δε χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο δήμαρχος Παύλου Μελά Δημήτρης Δεμουρτζίδης αθωώθηκε στο δικαστήριο για την κατηγορία της καταπάτησης, καθώς όπως αποδείχθηκε στην ακροαματική διαδικασία ο κατήγορος -δηλαδή το υπουργείο Εθνικής Άμυνας- δεν ήταν ο ιδιοκτήτης της έκτασης.

Με δεδομένο ότι όποια κατάληξη και αν έχει η δικαστική διαμάχη ανάμεσα στα δυο υπουργεία το μόνο που μπορεί να εξασφαλίσει, στη μια ή την άλλη πλευρά, είναι το δικαίωμα παραχώρησης χρήσης των ανταλλαξίμων εκτάσεων και όχι παραχώρηση - πώληση της ιδιοκτησίας , είναι εύλογο το ερώτημα κατά πόσο μπορεί στην πραγματικότητα το Καρατάσιου να ενδιαφέρει ιδιώτες επενδυτές οι οποίοι θα δώσουν χρήματα για να αγοράσουν χρόνο χρήσης του ακινήτου και όχι το ακίνητο.

Από την άλλη πλευρά, αν το ελληνικό δημόσιο αποφάσιζε να επιστρέψει τις περιουσίες αυτές στους πραγματικούς ιδιοκτήτες, το πιο πιθανό θα ήταν να προσθέσει πολλές ακόμη κλωστές στο κουβάρι που δημιούργησε, καθώς είναι πρακτικά αδύνατο, 100 χρόνια μετά, να ταυτοποιηθούν ένας προς έναν οι δικαιούχοι και οι κληρονόμοι τους.

Αδύνατη φαντάζει και μια συμφωνία σε συλλογικό επίπεδο με τα σωματεία και τις ομοσπονδίες των προσφύγων που θα μπορούσε να σταθεί νομικά, καθώς εύκολα μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι εκπροσωπούν μέρος και όχι το σύνολο των δικαιούχων.

Πρόκειται για ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα συνδυασμού παθογενειών που επικρατούν στη χώρα και έχουν σαν αποτέλεσμα ατέρμονες συζητήσεις και έριδες οι οποίες δεν παράγουν αποτέλεσμα, δημιουργώντας ένα χρονικό κύκλο από χαμένες ευκαιρίες…

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 22 Σεπτεμβρίου 2019

This page might use cookies if your analytics vendor requires them.