ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΟΡΟΝΟΪΟΣ COVID-19

Κορονοϊός: Γιατί κάποιοι νοσούν σοβαρά και κάποιοι όχι;

Έλενα Αποστολίδου14 Απριλίου 2020


Διακεκριμένοι πνευμονολόγοι του ΕΣΥ εξηγούν γιατί κάποιοι άνθρωποι κινδυνεύουν περισσότερο και άλλοι λιγότερο από την πανδημική νόσο COVID-19 και απαντούν στο ερώτημα γιατί καταλήγουν ακόμα και ασθενείς χωρίς υποκείμενα νοσήματα, ενώ προσδιορίζουν τις αιτίες που καθιστά κάποιους ασθενείς ασυμπτωματικούς και άλλους «υπερμεταδότες».


Η βαρύτητα των συμπτωμάτων εμφάνισης του κορονοϊού φαίνεται πως εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Ορισμένοι από αυτούς είναι γνωστοί και συνδέονται με την ηλικία, τα υποκείμενα νοσήματα και την κατάσταση του ανοσοποιητικού συστήματος, ωστόσο η πανδημική νόσος COVID-19 έχει συνδεθεί με έναν ακόμα παράγοντα, τη γενετική προδιάθεση του ατόμου, δηλαδή το DNA του κάθε ανθρώπου.

Οι επιστήμονες εξηγούν πως το γενετικό κομμάτι βρέθηκε στο επίκεντρο της συζήτησης λόγω της εμφάνισης και διάδοσης του κορονοϊού, αλλά στην πραγματικότητα για τους λοιμωξιολόγους δεν αποτελεί ένα καινούργιο στοιχείο, καθώς υπάρχει εδώ και αρκετά χρόνια, αποδίδοντας το με τον όρο «γενετική προδιάθεση των ανθρώπων» και είναι η αιτία που καθορίζει σε πολλές νόσους την εξέλιξη της πορείας του ασθενή.

Γνωστοί και αδιάγνωστοι παράγοντες

Σε μια προσπάθεια να γίνουν κατανοητοί οι λόγοι που σχετίζονται με την «επιλεκτικότητα» του νέου ιού, και στην εξήγηση που υπάρχει πίσω από τις διαφορετικές πτυχές αντιδράσεις των ανθρώπων απέναντι της, με ορισμένους να πλήττονται σοβαρά και να καταλήγουν, ενώ κάποιοι άλλοι ενώ έχουν προσβληθεί από τον ιό, να χαρακτηρίζονται ως «ασυμπτωματικοί», πνευμονολόγοι, με ειδικότητα στην ανοσολογία και λοιμωξιολογία, αποσαφηνίζουν αυτούς τους παράγοντες, ξεκινώντας από αυτούς που ο ίδιος ο ασθενής τις περισσότερες φορές γνωρίζει.

Η Δέσποινα Παπακώστα, καθηγήτρια Πνευμονολογίας - Ανοσολογίας Πνεύμονα στην Πνευμονολογική κλινική του ΑΠΘ στο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Γ. Παπανικολάου» και διευθύντρια του τομέα Παθολογίας του Ιατρικού Τμήματος ΑΠΘ, εξηγεί στη «ΜτΚ» ότι η βαρύτητα των συμπτωμάτων εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. «Η μεγάλη ηλικία του ανθρώπου, που συνεπάγεται και γήρανση του ανοσοποιητικού συστήματος, δηλαδή αδυναμία ανάπτυξης σωστής άμυνας απέναντι στο ιικό φορτίο που είναι μεγάλο, αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα. Παράλληλα, υποκείμενες ασθένειες όπως η στεφανιαία νόσος, ο σακχαρώδης διαβήτης, η υπέρταση, οι πνευμονοπάθειες, η παχυσαρκία, αλλά και νοσήματα που δεν έχουν διαγνωστεί τυπικά, όπως είναι οι πρωτοπαθείς ανοσοανεπάρκειες -που είναι γενετικές διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος και αποτελούν έναν άγνωστο εχθρό, καθώς εκτιμάται ότι στην Ελλάδα πάσχουν 10 χιλιάδες άτομα και μόνο τα 1.000 είναι διαγνωσμένα- είναι παράγοντες υψηλού κινδύνου. Επίσης, υψηλού κινδύνου θεωρούνται τα άτομα που λαμβάνουν ανοσοκατασταλτική αγωγή για διάφορες παθήσεις, όπως τα αυτοάνοσα και τα νεοπλασματικά νοσήματα. Οι καπνιστές είναι μια άλλη ευάλωτη ομάδα, γιατί το κάπνισμα ελαττώνει την ικανότητα των μηχανισμών άμυνας του πνεύμονα».

Γενετικά προκαθορισμένη

«Ο διαχωρισμός της εξέλιξης μιας νόσου υπήρχε πάντα. Κάποιοι θα νοσήσουν σοβαρά, κάποιοι άλλοι καθόλου», όπως επισημαίνει στη «ΜτΚ» ο Ιωάννης Κιουμής, καθηγητής Πνευμονολογίας και Λοιμωξιολογίας, Διευθυντής της Κλινικής Αναπνευστικής Ανεπάρκειας του ΑΠΘ που βρίσκεται στο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Γ. Παπανικολάου». Βαθαίνοντας την ανάλυση των παραγόντων που καθιστούν πιο επικίνδυνο τον κορονοϊό, εξηγεί με κατανοητό τρόπο τη σημασία της γενετικής προδιάθεσης που κρύβεται πίσω από τους λόγους που πολλοί ασθενείς χωρίς υποκείμενα νοσήματα, αρρωσταίνουν πιο βαριά και σε πολλές περιπτώσεις καταλήγουν. «Το πως θα αντιδράσει ο καθένας από εμάς σε μια σοβαρή λοίμωξη είναι γραμμένο στο DNA μας, στο οποίο περιέχονται πληροφορίες αναφορικά με τον τρόπο που ο οργανισμός μας θα αντιδράσει απέναντι στη λοίμωξη, δηλαδή είναι γενετικά προκαθορισμένο» τονίζει ο κ. Κιουμής. Όπως επισημαίνει, ακριβώς αυτός είναι και ο λόγος που καθιστά επικίνδυνο τον ιό. «Είναι επικίνδυνος γιατί είναι δύσκολο να το γνωρίζουμε εκ των προτέρων και αυτό θα γινόταν μόνο μέσα από χαρτογράφηση του DNA μας. Άρα, αυτό που λέμε πολύ απλά είναι ότι υπάρχει αυτή η διαφοροποίηση στους ανθρώπους και έχει να κάνει με όλους τους παράγοντες (ηλικία, συνοσηρότητες, καταστάσεις ανοσοκαταστολής, γενετική προδιάθεση ) σε συνδυασμό».

Για τον κ. Κιουμή, ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας που συνεπιδρά στην εξέλιξη της νόσου είναι η ποσότητα του ιού στην οποία έχει εκτεθεί ο ασθενής, εξηγώντας γιατί κάποιοι αποτελούν μεγαλύτερο κίνδυνο για τους γύρω τους καθώς χωρίς να το γνωρίζουν είναι «υπερμεταδότες» του ιού. «Υπάρχουν κάποια άτομα που έχουν χαρακτηριστεί βιβλιογραφικά ‘υπερμεταδότες’ της λοίμωξης, που μεταδίδουν εύκολα τη λοίμωξη. Τι σημαίνει αυτό; Ότι δεν μεταδίδουν έναν άλλο ιό, αλλά αποβάλουν τον ιό σε μεγάλες ποσότητες, με αποτέλεσμα κάποιος που θα έρθει σε επαφή μαζί τους, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα θα έχει φορτωθεί με μια ποσότητα ιού που είναι ικανή να προκαλέσει σοβαρή νόσο» επισημαίνει, γεγονός που βοηθάει να καταλάβουμε περαιτέρω την κρισιμότητα της κοινωνικής αποστασιοποίησης για όλους, καθώς είναι δύσκολο κάποιος να γνωρίζει πως αποτελεί τον «υπερμεταδότη» της νόσου.

Ασυμπτωματικοί ασθενείς

«Όταν δεν υπάρχει εμφανές υποκείμενο νόσημα και ο ασθενής νοσήσει βαριά ή καταλήξει, τότε αναζητούμε κάποια άλλη πιθανή αιτία. Στην εξέλιξη της λοίμωξης συμβάλλουν δυο σημαντικοί παράγοντες: Πρώτον η λοιμογόνος δύναμη του ιού, δηλαδή η ικανότητά του να μεταφέρει το γενετικό του υλικό και να αναπαράγεται γρήγορα αλλά και οι μεταλλάξεις αυτού που συνδέονται με βαρύτερη νόσο. Δεύτερον, η αντίδραση του ξενιστή, όπως λέμε, στην ιατρική κοινότητα, δηλαδή η άμυνα του ατόμου που μολύνεται ή νοσεί. Αυτός ο ιός έχει μεγάλη ικανότητα να αναπαράγεται και να μεταδίδεται γρήγορα και έχει πολύ μεγαλύτερη μεταδοτικότητα από τη γρίπη. Η αντίδραση του ατόμου εξαρτάται από τη γενετική προδιάθεση. Προς την κατεύθυνση αυτή γίνονται μελέτες στις πληγείσες χώρες» τονίζει η κ. Παπακώστα.

Στο ερώτημα αν υπάρχει συσχέτιση των ασυμπτωματικών ασθενών, με το ικανό ανοσοποιητικό σύστημα που έχουν, η ίδια απαντάει καταφατικά και συμπληρώνει πως «τα άτομα αυτά προφανώς έχουν ανοσοποιητικό σύστημα ικανό να αντιμετωπίζει τον πολλαπλασιασμό του ιού. Ο ιός εισέρχεται στους βρόγχους, προσλαμβάνεται από τα βρογχικά κύτταρα, αναπαράγεται μέσα σ’ αυτά και τα καταστρέφει, πολλαπλασιάζεται και δίνει μεγάλο ιικό φορτίο. Στη συνέχεια κινητοποιούνται οι μηχανισμοί άμυνας του πνεύμονα με τα φαγοκύτταρα και τα λεμφοκύτταρα φυσικούς φονείς. Αυτά είναι συχνά επαρκή για την αντιμετώπιση του ιού και οι ασθενείς παραμένουν ασυμπτωματικοί ή νοσούν ήπια. Μερικές φορές ο οργανισμός αντιδρώντας μπορεί να επιτεθεί και σε υγιή κύτταρα και να προκαλέσει πνευμονική βλάβη. Αν το ανοσοποιητικό σύστημα δεν αναλάβει, τότε έχουμε εξέλιξη της νόσου, πολλαπλασιασμό του ιού μέσα στις κυψελίδες, και ανάπτυξη πνευμονίας» τονίζει η καθηγήτρια πνευμονολογίας, με ειδίκευση στην ανοσολογία του πνεύμονα.

Αναζωπύρωση της πανδημίας

Σε ερώτηση προς τους καθηγητές για τον πιθανό κίνδυνο αναζωπύρωσης της πανδημίας, γίνεται κατανοητό πως αποτελεί σοβαρό ενδεχόμενο.  Όπως εξηγεί ο κ. Κιουμής, «με τα στοιχεία που έχουμε αυτή τη στιγμή μοιάζει πολύ πιθανό να κάνει έναν δεύτερο κύκλο όταν βρει την ευκαιρία ή να αλλάξει και από επιδημικός που είναι αυτή τη στιγμή, να γίνει ενδημικός δηλαδή να παραμείνει και να κυκλοφορεί όπως κάνει ο ιός της γρίπης. Άρα, αυτού του είδους η πρόβλεψη γίνεται με βάση τα στοιχεία που έχει ο ιός αλλά σε καμία περίπτωση δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ένδειξη που αυτή τη στιγμή μπορεί να μας πει πώς θα συμπεριφερθεί ο ιός. Ωστόσο, είναι εξαιρετικά πιθανό, χωρίς να σημαίνει ότι είναι και βέβαιο, να έχουμε από το φθινόπωρο μια νέα είσοδο του ιού, περιμένοντας να δούμε και πως θα συμπεριφερθεί το καλοκαίρι».

«Όταν ο ιός πρωτοεμφανίζεται δεν συναντά αντίσταση, γιατί δεν υπάρχουν άτομα που έχουν νοσήσει, προκειμένου να εμποδίσουν την μετάδοσή του. Όταν όμως ο ιός επανεμφανίζεται, τότε προφανώς υπάρχουν άτομα τα οποία έχουν νοσήσει για να εμποδίσουν αυτήν την εξάπλωση, διότι το ανοσοποιητικό σύστημα έχει μνήμη και θυμάται ότι έχει δημιουργήσει αντισώματα. Η φυσική ανοσοποίηση, ‘η ανοσία της αγέλης’ αποτελεί σημαντικό τρόπο για να προφυλαχθεί κάποιος από τη λοίμωξη. Αν κάποιος έχει νοσήσει υπολογίζεται ότι για περίπου ένα χρόνο είναι προφυλαγμένος. Τα άτομα που δεν νόσησαν ή δεν ήρθαν σε επαφή έστω με ασυμπτωματικό ασθενή είναι ευάλωτα να νοσήσουν στο δεύτερο πιθανό κύμα του φθινοπώρου», καθόσον η ενεργητική ανοσοποίηση με εμβολιασμό αναμένεται αργότερα, σύμφωνα με την κ. Παπακώστα.

Δεύτερο κύμα

Για τον διευθυντή της Κλινικής Αναπνευστικής Ανεπάρκειας του ΑΠΘ του νοσοκομείου «Γ. Παπανικολάου», η πορεία του ιού δεν μπορεί να καθοριστεί καθώς είναι κάτι καινούργιο για την παγκόσμια ιατρική κοινότητα, ενώ όπως εξηγεί ένα πιθανό δεύτερο κύμα της νόσου, θα βρει πιο έτοιμα τα δημόσια νοσοκομεία. «Είναι αναμενόμενο ότι δεν ξεμπερδέψαμε με τον ιό τόσο εύκολα, όπως με τους προηγούμενους. Αν θα γίνει ένα δεύτερο κύμα, από το φθινόπωρο ή υπάρχει κίνδυνος από μια λανθασμένη χαλάρωση των μέτρων να γίνει ένα δεύτερο κύμα την περίοδο που διανύουμε ήδη, αυτό είναι κάτι που δεν το γνωρίζουμε. Εκείνο που μπορεί να αλλάξει στο δεύτερο κύμα, είναι ότι μπορεί να βρισκόμαστε σε καλύτερη θέση οργάνωσης στα νοσοκομεία για την αντιμετώπιση, και αυτό είναι μάλλον σίγουρο, κρίνοντας και από το νοσοκομείο ‘Γ. Παπανικολάου’, όπου προχωράμε σε θέματα εξοπλισμών. Παράλληλα, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα το φθινόπωρο να έχουμε κάποιο φάρμακο το οποίο θα λειτουργεί καλύτερα από αυτά που χορηγούμε αυτή τη στιγμή. Αναφέρομαι σε θεραπευτικό επίπεδο, δεν μιλάω για το εμβόλιο, καθώς υπολογίζεται ότι θα είναι διαθέσιμο στο τέλος φθινοπώρου με αρχές της νέας χρονιάς».

Ο ίδιος αναφέρεται στη σημασία της τήρησης των μέτρων της αποστασιοποίησης για την ομαλή εξέλιξη της νόσου, ενώ φύσει αισιόδοξος πιστεύει πως η ζωή θα επιστρέψει στην κανονική της ροή και τότε όπως λέει είναι που «δεν θα πρέπει να σβήσουν τελείως όλα και να γυρίσουμε στο καθεστώς της απαξίωσης των δημόσιων νοσοκομείων και των εργαζομένων σ’ αυτά».

*Δημοσιεύθηκε στην "ΜτΚ" στις 12 Απριλίου 2020

This page might use cookies if your analytics vendor requires them.