«Δεν έχουν κανένα επιχείρημα να επιμένουν στο καταστροφικό τους σχέδιο για την ΔΕΘ», υποστηρίζει η Κίνηση Πολιτών για το Μητροπολιτικό Πάρκο στον χώρο της ΔΕΘ και την Βιώσιμη Ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης, σε ανακοίνωση της.
Η Κίνηση Πολιτών επιμένει για «ένα αληθινό Μητροπολιτικό Πάρκο, πρασίνου και αναψυχής, με σύγχρονες εκθεσιακές εγκαταστάσεις σε νέο χώρο στα δυτικά της πόλης» και ζητά «να ακολουθήσουν τη βιώσιμη πρακτική των ιστορικών μητροπόλεων στην Ευρώπη αλλά και να επιλέξουν μια λύση ιδιαίτερα οικονομική, που βοηθά την πόλη και την οικονομία της».
Αναλυτικά η ανακοίνωσή της:
«Δεν έχουν κανένα επιχείρημα να επιμένουν στο καταστροφικό τους σχέδιο για την ΔΕΘ.
Πολλές διαβουλεύσεις γίνονται τελευταία μεταξύ Κυβέρνησης, ΤΑΙΠΕΔ, Περιφέρειας ΚΜ, διοίκησης του Δήμου Θεσσαλονίκης και διοίκησης της ΔΕΘ, για το διαβόητο και ψευδώνυμο «Σχέδιο Ανάπλασης της ΔΕΘ», που πάνω από μια δεκαετία εξαγγέλλουν, ανακοινώνοντας διάφορα σχέδια χρηματοδότησης, χωρίς ωστόσο να διαφαίνεται ότι έχει βρεθεί, μετά από τόσα χρόνια, το επενδυτικό σχήμα που θα χρηματοδοτήσει το όλο πρότζεκτ.
Και είναι αμφίβολο αν βρεθεί τέτοιο σχήμα στο τέλος, γιατί το κόστος του φαραωνικού αυτού σχεδίου, υπερδιπλάσιο από αυτό που υπολογίστηκε αρχικά, είναι απαγορευτικό για το Δημόσιο αλλά και καθόλου ελκυστικό για ιδιώτες επενδυτές, από ότι φαίνεται. Εκτός εάν οι όροι για να προσελκυστούν ιδιώτες γίνουν τόσο ευνοϊκοί γιαυτούς και σε βάρος φυσικά του Δημοσίου, που το όλο σχέδιο θα καταλήξει σε ένα ακόμη μεγαλύτερο, τεράστιο, οικονομικό σκάνδαλο.
Για την Κίνηση Πολιτών, και για όποιον παρακολουθεί την εξέλιξη του περιβαλλοντοκτόνου σχεδίου, ήταν φανερό εξ΄ αρχής ότι η αντιμετώπιση του χώρου, όπως της ΔΕΘ, ως οικόπεδο προς ανοικοδόμηση με όρους real estate, ήταν ένα σχέδιο καταστροφικό για την Θεσσαλονίκη, την πόλη με το λιγότερο πράσινο στην Ευρώπη, θα οδηγείτο σε αδιέξοδο, λόγω των εγγενών αντιφάσεων. Και αυτό γιατί η αντιπαροχή στον επενδυτή σε οικονομικά ανταποδοτικές εγκαταστάσεις μέσα στο χώρο της ΔΕΘ, όπως ξενοδοχείο, εμπορικό και επιχειρηματικό κέντρο κ.α., δεν θα άφηνε ικανούς χώρους πρασίνου, πολύ περισσότερο δεν θα άφηνε χώρο για την δημιουργία Μητροπολιτικού Πάρκου, το οποίο είναι απολύτως αναγκαίο αλλά και προβλεπόμενο για το πυκνοδομημένο κέντρο της πόλης. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια που με τόσο καμάρι παρουσίασε η Διοίκηση της ΔΕΘ έδειξαν με τον πιο δραματικό τρόπο τον εφιαλτικό κτιριακό όγκο των εγκαταστάσεων, σε αντίθεση με τον ελάχιστο υπαίθριο δημόσιο χώρου, το κλειστό παρκάκι στην μεριά της ΧΑΝΘ και ότι απομένει στην Αγγελάκη.
Οι συνθήκες έχουν πλέον ωριμάσει, ειδικά καταμεσής της κλιματικής κρίσης, για να εγκαταλειφθεί η ιδέα που διάφοροι παράγοντες επί χρόνια προωθούν, για χρηματοδότηση του σχεδίου «ανάπλασης» μέσω ΣΔΙΤ, η οποία φορτώνει το χώρο με άσχετη και αχρείαστη δόμηση. Αν για τη ΣΔΙΤ είχαν μια δικαιολογία «αναγκαίο κακό» το ονόμαζαν την περίοδο της οικονομικής κρίσης, σήμερα είναι τελείως αδικαιολόγητοι, καθώς υπάρχουν εθνικοί και ευρωπαϊκοί διαθέσιμοι πόροι για ένα έργο πραγματικής ανάπλασης απολύτως επιλέξιμο.
Με βάση τα νέα δεδομένα, είναι καιρός, Κυβέρνηση, Περιφέρεια, Δήμος, Διοίκηση της ΔΕΘ, Επιμελητήρια και όσοι άλλοι εμπλέκονται, να αναθεωρήσουν τη θέση τους, και υιοθετώντας μια οικονομικά εφικτή και περιβαλλοντικά απολύτως αποδεκτή προσέγγιση, γρηγορότερη σε υλοποίηση, να δώσουν στην πόλη αυτό που δικαιούται και που η κοινωνία ζητά:
Ένα αληθινό Μητροπολιτικό Πάρκο, πρασίνου και αναψυχής, με σύγχρονες εκθεσιακές εγκαταστάσεις στα μετασχηματισμένα αξιόλογα υφιστάμενα κτίρια, για ελαφρές εκθέσεις, κομμάτι της μεταπολεμικής ιστορίας της πόλης, που δεν θα δημιουργούν ιδιαίτερη όχληση και δεν θα επιβαρύνουν το περιβάλλον, σε μια περιοχή, όπου η αέρια ρύπανση με τοξικά σωματίδια, είναι επίσημα χαρακτηρισμένη ως επικίνδυνη για την υγεία, μεταφέροντας παράλληλα τις βαριές εκθεσιακές δραστηριότητες σε νέο χώρο στα δυτικά της πόλης, όπως ήταν πάντα ο σχεδιασμός της πόλης, πολύ πριν εμφανιστεί η κλιματική κρίση και οι απειλές της.
Να ακολουθήσουν δηλαδή τη βιώσιμη πρακτική των ιστορικών μητροπόλεων στην Ευρώπη-και όχι μόνο, που σέβονται την μνήμη της πόλης, αξιοποιούν τον κτιριακό τους πλούτο, και αυξάνουν τους δημόσιους ελεύθερους και πράσινους χώρους, ειδικά στο κέντρο τους.
Να επιλέξουν μια λύση ιδιαίτερα οικονομική, που βοηθά την πόλη και την οικονομία της, ενισχύοντας την ανθεκτικότητα και την ελκυστικότητά της, και μεριμνά για τους ανθρώπους της και το περιβάλλον της.
Δεν μπορούν από τη μία να διακηρύσσουν την πίστη τους στη βιώσιμη ανάπτυξη και την αναβάθμιση του περιβάλλοντος και από την άλλη να πράττουν το ακριβώς αντίθετο», καταλήγει η ανακοίνωση.