ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Κερδισμένοι και χαμένοι από το «πακέτο Τσίπρα»

Σοφία Χριστοφορίδου13 Μαΐου 2019

Το πακέτο παροχών που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός τρεις εβδομάδες πριν τις εκλογές-  μην αφήνοντας περιθώρια… παρερμηνείας των προθέσεών της–  το οποίο εισάγεται προς συζήτηση στη Βουλή σήμερα το απόγευμα δεν θα μπορούσε παρά να προκαλέσει την ικανοποίηση των νοικοκυριών με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα αλλά και της αγοράς. Βραχυπρόθεσμα, όλοι έχουν λόγο να είναι ευχαριστημένοι. Το ζήτημα είναι τι γίνεται σε βάθος χρόνου.

Πακέτο Τσίπρα: Τα μέτρα του «πακέτου Τσίπρα» ωφελούν ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Η μετάταξη του ΦΠΑ σε όλα τα τρόφιμα από 24% σε 13% καθώς και η μείωση του ΦΠΑ σε ηλεκτρισμό και φυσικό αέριο θα ανακουφίσει όλα ανεξαιρέτως τα νοικοκυριά. Το ίδιο και η λεγόμενη «13η σύνταξη» των 800 εκατ. ευρώ, που θα δοθεί στους συνταξιούχους του δημοσίου. Για συντάξεις μέχρι 500 ευρώ αυτή θα ανέλθει στο 100% της σύνταξης. Για συντάξεις από 501-600 ευρώ, στο 70%, από 601-1000 ευρώ στο 50%. Και για συντάξεις άνω των 1000 ευρώ θα αφορά το 30% της σύνταξης.

Οι επαγγελματίες του τουρισμού και της εστίασης είναι επίσης στους άμεσα ωφελημένους. Κάποιοι θα μετακυλήσουν τη μείωση του ΦΠΑ από 24% σε 13% στις τελικές τιμές, προσδοκώντας να προσελκύσουν μεγαλύτερο μέρος του καταναλωτικού κοινού. Κάποιοι άλλοι θα διατηρήσουν σταθερές τις τιμές τους, με το επιχείρημα ότι όταν έγινε η αύξηση των συντελεστών από το 13% στο 23% και εν συνεχεία στο 24%, απορρόφησαν τις ανατιμήσεις, επομένως τώρα θα ρεφάρουν.

Τα μέτρα του 2020: Για την επόμενη χρονιά προβλέπονται μέτρα ύψους 1,3 δισ. ευρώ, που μεταξύ άλλων αφορούν μείωση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, μείωση του μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ από το 13% στο 11%, μείωση του ΕΝΦΙΑ σε νησιά με λιγότερους από 1.000 κατοίκους, ενίσχυση της επιδότησης θέρμανσης για κατοίκους ορεινών περιοχών (Α και Β ζώνη), έκπτωση από τον φόρο εισοδήματος των τόκων στεγαστικών δανείων, επιδότηση ασφαλιστικών εισφορών νέων εργαζομένων, αύξηση του συντελεστή αποσβέσεων στο 150% για επενδύσεις επιχειρήσεων εντός πενταετίας, ταχύτερη μείωση του συντελεστή φορολογίας κερδών των επιχειρήσεων στο 25% το 2021, μείωση του φόρου για τους συνεταιρισμούς (10% και έκπτωση 10% στον φόρο εισοδήματος των συνεταιρισμένων αγροτών) και βέβαια, κατάργηση της προνομοθετημένης μείωσης του αφορολογήτου από το 2020.

Ημιμόνιμα: Το κόστος των μόνιμων μέτρων (ΦΠΑ σε τρόφιμα, εστίαση, ενέργεια και 13η σύνταξη) σε ετήσια βάση ανέρχεται σε 0,8% του ΑΕΠ ή περίπου 1,5 δισ. ευρώ. Πόσο μόνιμα είναι αυτά τα μέτρα; Η ελληνική κυβέρνηση εκτιμά ότι το 2020 το πρωτογενές πλεόνασμα θα είναι 4% αλλά αν αφαιρεθεί η επίπτωση των «μόνιμων» μέτρων δεν πιάνουμε τον στόχο για πλεονάσματα στο 3,5% του ΑΕΠ. Επομένως θα συνεχίσουν να είναι «μόνιμα» μόνο υπό την προϋπόθεση ότι οι πιστωτές θα δεχτούν να μειωθεί το πρωτογενές πλεόνασμα κατά μία ποσοστιαία μονάδα. Εάν όχι, τότε η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές θα έχει δύο εναλλακτικές: είτε να πάρει πίσω κάποιο από τα μέτρα ή να βρει πόρους από αλλού, αυξάνοντας τους φόρους ή περικόπτοντας τις δαπάνες. Και οι δύο εναλλακτικές έχουν πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση του 2020, αντιθέτως τα μέτρα που θα εφαρμοστούν το 2019 έχουν μόνο οφέλη για την παρούσα κυβέρνηση.

Ανάπτυξη μέσω κατανάλωσης: Η συλλογιστική της κυβέρνησης είναι ότι εξαιτίας της εφαρμογής επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, η ενίσχυση της ανάπτυξης θα έρθει να καλύψει το χαμένο έδαφος των πλεονασμάτων και τελικά και πάλι το πλεόνασμα θα προκύψει πάνω από 3,5% του ΑΕΠ. Κοινώς ότι τα επιπλέον χρήματα που θα μείνουν στην τσέπη της κάθε οικογένειας από τα μόνιμα μέτρα θα πέσουν στην αγορά και η κατανάλωση θα επηρεάσει θετικά την ανάπτυξη.

Όμως το μοντέλο της ανάπτυξης που βασίζεται στην ανακύκλωση των χρημάτων μέσω της κατανάλωσης το δοκιμάσαμε επί δεκαετίες και μας έφερε ασθμαίνοντας στο σημείο της χρεοκοπίας.

Το στοίχημα της χώρας θα έπρεπε είναι να παράγει νέο πλούτο, να προσελκύσει παραγωγικές επενδύσεις που θα ανοίξουν δουλειές. Σε αυτή την κατεύθυνση οι εκπρόσωποι των επιχειρηματιών επαναλαμβάνουν σχεδόν μονότονα την ανάγκη για μείωση των φορολογικών συντελεστών, μείωση των εργοδοτικών εισφορών, άρση των αντικινήτρων για το επιχειρείν και αύξηση στις δημόσιες επενδύσεις.

Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί η άποψη του Ζολτ Ντάρβας, οικονομικού αναλυτή του Bruegel, ο οποίος προβλέπει ότι μετά από μια τριετία η ελληνική οικονομία θα αρχίσει να ξεμένει από τις όποιες δυνάμεις της. «Σε αυτό λοιπόν τον χρονικό ορίζοντα θα έδινα πιθανότητες 50% στο σενάριο μιας νέας ελληνικής κρίσης, 40% στο σενάριο η οικονομία να συνεχίσει να πορεύεται ασθμαίνοντας, και μόνο 10% για ένα αναπτυξιακό θαύμα». Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, όπως λέει, ένα νέο μνημόνιο θα μπορούσε να είναι πιθανό.

This page might use cookies if your analytics vendor requires them.