ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

85η ΔΕΘ: Το παρασκήνιο και οι αντιδράσεις για την ακύρωση

Γιατί η κυβέρνηση αποφάσισε να μην πραγματοποιήσει τη φετινή Έκθεση και ο ρόλος που έπαιξαν οι λοιμωξιολόγοι - Οι καθοριστικές συσκέψεις που οδήγησαν στην τελική απόφαση

 17/08/2020 08:00

85η ΔΕΘ: Το παρασκήνιο και οι αντιδράσεις για την ακύρωση

Νίκος Οικονόμου

Έντονο παρασκήνιο προηγήθηκε της απόφασης της κυβέρνησης για ακύρωση της φετινής ΔΕΘ. Με το μοντέλο που επιλέχτηκε από τον Κυριάκο Μητσοτάκη να παραμένει το ίδιο όπως και στο παρελθόν: οι επιστήμονες εισηγούνται και προτείνουν τα μέτρα (στη συγκεκριμένη περίπτωση το να μη γίνει η φετινή ΔΕΘ) και η κυβέρνηση και το Μέγαρο Μαξίμου υλοποιούν.

Είναι αλήθεια ότι από τα μέσα Ιουλίου και μετά όλα συνηγορούσαν στην εκτίμηση ότι η 85η ΔΕΘ θα γίνει κανονικά. Οι διοργανωτές είχαν καταλήξει στα βασικά πρωτόκολλα που θα ακολουθούνταν στην Έκθεση και τα οποία συμπεριελάμβαναν πολλά πρωτόγνωρα για τη διοργάνωση μέτρα. Θερμομετρήσεις σε όλους τις εισόδους της ΔΕΘ, έλεγχοι (ανά πάσα στιγμή και ακόμη και ανά περίπτερο) της επισκεψιμότητας και κατάργηση όλων των μεγάλων εκδηλώσεων που γίνονταν παραδοσιακά στην έκθεση, όπως οι συναυλίες και οι μεγάλες πολιτικές ομιλίες.

Αυτός ήταν και ο οδικός χάρτης που παρουσίασαν σε όλες τις συσκέψεις που έγιναν τις τελευταίες ημέρες ο πρόεδρος και ο διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΘ Τάσος Τζίκας και Κυριάκος Ποζρικίδης. Η τελευταία ήταν αυτή που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Πέμπτη με τη συμμετοχή του Νίκου Χαρδαλιά. Εκεί το σενάριο για να γίνει κανονικά η διοργάνωση ήταν ακόμη πολύ ισχυρό.

Η Πέμπτη θεωρείται μία πολύ καθοριστική ημέρα για την τελική απόφαση. Κι αυτό γιατί το θέμα έφτασε στην Επιτροπή των λοιμωξιολόγων, όπου και έκανε παρέμβαση μέσω τηλεδιάσκεψης ο κ. Τζίκας. Εκεί φάνηκε ότι οι επιστήμονες έκλειναν σαφώς υπέρ της ακύρωσης της διοργάνωσης. Για δύο κυρίως λόγους: και για την προστασία της δημόσιας υγείας, αλλά και λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι τα κρούσματα το τελευταίο διάστημα αυξάνονταν αλλά και το ότι την περίοδο της Έκθεσης θα γίνονταν σημαντική μεταφορά πληθυσμού εντός της χώρας.

Αυτό ήταν το σενάριο περί ακύρωσης της ΔΕΘ μετέφεραν από την Πέμπτη και μετά σε συνομιλίες τους ένοικοι του Μεγάρου Μαξίμου, ενώ μάλλον ως προπομπός της απόφασης λειτούργησε η αινιγματική δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου Στέλιου Πέτσα την Παρασκευή το μεσημέρι: «Ας γίνει πρώτα η Έκθεση…».

Κάπως έτσι και ύστερα από τις σαφείς εισηγήσεις των λοιμωξιολόγων ο κύβος ερρίφθη τη Δευτέρα και η τελική απόφαση οριστικοποιήθηκε στον πρωινό καφέ, αλλά και κατά την τηλεδιάσκεψη που επακολούθησε με θέμα την πορεία της πανδημίας. Το κλίμα έτσι και αλλιώς ήταν βαρύ καθώς είχαν προηγηθεί τα τραγικά γεγονότα στην Εύβοια, με τον πρωθυπουργό να έχει διακόψει τις διακοπές του και να ετοιμάζεται να περιοδεύσει στην περιοχή, ενώ και στο Αιγαίο η ένταση είχε αρχίσει να ξαναανεβαίνει.

Η κυβέρνηση επέλεξε να βάλει πάνω απ’ όλα το θέμα της δημόσιας ασφάλειας και όχι την επανεκκίνηση της οικονομίας, ένα μήνυμα που θα μεταφέρονταν με τις εικόνες λειτουργίας της 85ης ΔΕΘ, που θα ήταν η πρώτη έκθεση που θα γινόταν στην Ευρώπη σε εποχές πανδημίας. Οι επαφές με τη γερμανική πλευρά για την ακύρωση έγιναν μέσω του υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων Άδωνι Γεωργιάδη που επικοινώνησε με τον συνάδελφό του Πέτερ Αλτμάιερ, ο οποίος θα εκπροσωπούσε τη Γερμανία ως τιμώμενη χώρα στη ΔΕΘ. Η γερμανική πλευρά αντέδρασε θεσμικά, όπως φάνηκε και από την ανακοίνωση της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα, στην οποία η Γερμανία εξέφρασε τον σεβασμό της στην απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης. «Ακόμα και χωρίς τη φετινή ΔΕΘ, για τη Γερμανία είναι σαφές ότι η ελληνογερμανική συνεργασία, είτε σε πολιτικό, οικονομικό, επιστημονικό ή πολιτιστικό επίπεδο είναι επωφελής και για τις δύο πλευρές, σημαντική για την Ευρώπη, και ενέχει ευκαιρίες για το μέλλον», ήταν το μήνυμα της γερμανικής πρεσβείας.

Πιο επιθετική ήταν η αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ, που έκανε λόγο για βαρύ πλήγμα στην οικονομία της Θεσσαλονίκης και ιδιαίτερα για τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους του τουρισμού. Όπως επισήμανε η τομεάρχης Τουρισμού Κατερίνα Νοτοπούλου «μετά το δύσκολο καλοκαίρι, οι όποιες ελπίδες ανάκαμψης πνίγηκαν στο Βατερλό της κυβερνητικής ανεπάρκειας. Ήταν γνωστό εξ αρχής ότι η φετινή διοργάνωση θα ήταν διαφορετική. Ωστόσο, ακόμη και υπό αυτές τις συνθήκες, μία κυβέρνηση που ασκεί πολιτική και όχι μόνο επικοινωνιακή πολιτική, θα είχε φροντίσει να διασφαλίσει τους όρους μιας ασφαλούς διεξαγωγής, τώρα ή αργότερα», σημείωσε.

Κατανόηση για την απόφαση, αλλά ανησυχία για τις επιπτώσεις της εξέφρασαν τόσο ο περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας Απόστολος Τζιτζικώστας όσο και ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνος Ζέρβας. «Η υγεία των συμπολιτών μας έρχεται πριν και πάνω από όλα. Δεν μπορώ να μην εκφράσω την ανησυχία μου διότι η αναπόφευκτη ακύρωση της φετινής διοργάνωσης της ΔΕΘ θα δημιουργήσει τεράστια οικονομικά προβλήματα στην περιοχή μας», δήλωσε ο κ. Τζιτζικώστας, επισημαίνοντας την ανάγκη να στηριχθούν οι πληγείσες επιχειρήσεις, ο φορέας της ΔΕΘ και η περιοχή. «Είμαστε πολύ ανήσυχοι διότι δημιουργούνται από την ακύρωση της ΔΕΘ και τη λήψη επιπλέον μέτρων προστασίας από την πανδημία τεράστια οικονομικά προβλήματα στην περιοχή μας. Ήδη λόγω της οικονομικής κρίσης η κατάσταση ήταν εξαιρετικά βεβαρημένη όχι μόνο για τον εκθεσιακό φορέα αλλά και για τα καταστήματα, τα ξενοδοχεία, τις επιχειρήσεις που θα υποστούν πολύ μεγάλη ζημιά ιδιαίτερα μετά την ακύρωση της ΔΕΘ. Αυτό που ζητάμε από την κυβέρνηση τώρα είναι μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων αυτών. Εμείς ως περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας ήδη, όπως και όλο το προηγούμενο διάστημα, θα συνεχίσουμε να αξιοποιήσουμε ευρωπαϊκούς πόρους για να στηρίξουμε τις πληγείσες επιχειρήσεις», δήλωσε ο κ. Τζιτζικώστας.

Από τη μεριά του ο κ. Ζέρβας τόνισε ότι η απόφαση «συνιστά αναμφίβολα ένα πλήγμα για την πόλη της Θεσσαλονίκης και την ευρύτερη περιοχή. Όταν όμως οι λόγοι που οδηγούν στη λήψη μιας τόσο βαριάς απόφασης έχουν να κάνουν με την προάσπιση της δημόσιας υγείας, οφείλουμε όλοι να σταθούμε με υπευθυνότητα».

«Είναι ανάγκη εδώ και τώρα να σχεδιαστούν κεντρικά από την κυβέρνηση ενεργές πολιτικές στήριξης του επιχειρείν αλλά και αντισταθμιστικές πολιτικές ειδικά για τη Θεσσαλονίκη και την Κεντρική Μακεδονία», ανέφερε ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης, ενώ κάλεσε τους παραγωγικούς φορείς της πόλης, «να σχεδιάσουμε την επόμενη μέρα για τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης μέσα στο δύσκολο τοπίο που έχει διαμορφωθεί», κατέληξε στη δήλωσή του ο κ. Ζέρβας.

Προβληματισμένοι οι βουλευτές

Προβληματισμένοι για τις οικονομικές επιπτώσεις της απόφασης είναι και οι γαλάζιοι βουλευτές της πόλης. «Η ακύρωση της 85ης ΔΕΘ, με τιμώμενη χώρα τη Γερμανία, μας στεναχωρεί. Είναι όμως μία υπεύθυνη απόφαση η οποία προτάσσει την ανάγκη να προασπίσουμε τη δημόσια υγεία, δεδομένου ότι η Θεσσαλονίκη -όπως συμβαίνει με αρκετές περιοχές της πατρίδας μας- καλείται να διαχειριστεί ένα αυξημένο φορτίο της πανδημίας», τονίζει ο υφυπουργός Μακεδονίας-Θράκης Θόδωρος Καράογλου, ο οποίος ανέλαβε πρωτοβουλίες προκειμένου τις ημέρες της Έκθεσης να πραγματοποιηθεί στη Θεσσαλονίκη ένα πολιτικό-οικονομικό φόρουμ το οποίο θα καταστήσει την πόλη μας επίκεντρο του διαλόγου για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας και της ΝΑ Ευρώπης γενικότερα.

«Βρίσκομαι σε διαρκή επικοινωνία με τα συναρμόδια υπουργεία για την εφαρμογή δυναμικών αντισταθμιστικών ενεργειών που θα στηρίζουν το τοπικό επιχειρείν και όσους επαγγελματικούς κλάδους πλήττονται άμεσα ή έμμεσα από τη μη πραγματοποίηση της φετινής ΔΕΘ», καταλήγει.

Δύσκολη αλλά απαραίτητη χαρακτηρίζει την απόφαση ο Σταύρος Καλαφάτης. Ο Γενικός Γραμματέας της ΚΟ της ΝΔ υπενθυμίζει ότι σε όλο τον κόσμο αντίστοιχες εκθέσεις ματαιώνονται λόγω της πανδημίας. «Για τη Θεσσαλονίκη μας όμως η ΔΕΘ πέρα από τον ουσιαστικό ρόλο που διαδραματίζει στην τοπική οικονομία, έχει και ξεχωριστή συμβολική σημασία. Την οποία θα αναδείξει ο πρωθυπουργός με την εδώ παρουσία και την ομιλία του στις 5 Σεπτεμβρίου. Η αναπόφευκτη -όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα- ακύρωση της ΔΕΘ μας πονά. Δεν αναστέλλει όμως τον σχεδιασμό της κυβέρνησης για τη Θεσσαλονίκη. Στόχος είναι: α) η όσο το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση των υφιστάμενων χρηματοδοτικών αναπτυξιακών εργαλείων, όπως ο αναπτυξιακός νόμος και το ΕΣΠΑ. β) η γρήγορη προώθηση των πρωτοβουλιών που έχουν δρομολογηθεί από την κυβέρνηση για τις υποδομές και τη λειτουργία της πόλης και γ) ο προσανατολισμός στο ψηφιακό αύριο της Θεσσαλονίκης και στη βιώσιμη - πράσινη ανάπτυξη ώστε οι Θεσσαλονικείς να διεκδικήσουμε δυναμικά και με αξιώσεις μέρος των χρημάτων που θα έρθουν στη χώρα μας μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης» επισημαίνει ο κ. Καλαφάτης.

Ο Kώστας Γκιουλέκας ζητά αντισταθμιστικά μέτρα και πολιτικές για τη Θεσσαλονίκη. «Από την πρώτη στιγμή γνωρίζαμε ότι είμαστε αντιμέτωποι με μία πρωτοφανή κατάσταση, η οποία ακόμη εξελίσσεται και ανάλογα με τα νέα δεδομένα προσαρμοζόμαστε. Δυστυχώς τα επιδημιολογικά δεδομένα υπαγόρευσαν την ακύρωση της φετινής 85ης ΔΕΘ. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς», σημείωσε και πρόσθεσε: «Αναμφισβήτητα είναι ένα τεράστιο πλήγμα για τη Θεσσαλονίκη, για την τοπική οικονομία, για τις επιχειρήσεις, τα ξενοδοχεία. Είναι απαραίτητο όμως να προφυλάξουμε το υπέρτατο αγαθό, την υγεία. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να σκεφθούμε την επόμενη ημέρα, αντισταθμιστικά μέτρα και πολιτικές, διότι σε μία δύσκολη οικονομικά περίοδο η ακύρωση της ΔΕΘ ‘μούδιασε’ όλη την πόλη».

Η Έλενα Ράπτη κάνει λόγο για μία απόφαση ενταγμένη στο συνολικό πλαίσιο των μέτρων πρόληψης της κυβέρνησης για τον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού. «Θεωρώ πως ως απόφαση είναι απόλυτα αναγκαία και ορθή και πως οι πολύ ιδιαίτερες συνθήκες αυτού του φθινοπώρου λόγω COVID-19 θα περιόριζαν ούτως ή άλλως το εμπορικό ενδιαφέρον εκθετών και επισκεπτών. Με τα κρούσματα να αυξάνονται κάθε ημέρα καλύτερα μία ΔΕΘ κλειστή παρά άδεια. Η ΔΕΘ θα έχει μπροστά της μία μεγάλη ευκαιρία να αλλάξει και να μεγαλώσει. Αυτός είναι ο στόχος και η δουλειά όλων μας. Προτεραιότητα της κυβέρνησης ήταν και παραμένει η δημόσια υγεία», σημειώνει.

Για ενίσχυση των επιχειρήσεων κάνει λόγο ο Στράτος Σιμόπουλος. «Οι ανάσες που περίμενε η αγορά της πόλης από τη λειτουργία της ΔΕΘ και η παραδοσιακά έντονη δραστηριότητα του τομέα της εστίασης και της διασκέδασης τον Σεπτέμβριο δεν θα υπάρξουν για φέτος. Η αναζωπύρωση του κορονοϊού είναι γεγονός και τα μέτρα περιορισμού κρίνονται απαραίτητα. Παράλληλα όμως απαραίτητη είναι και η ενίσχυση των επιχειρήσεων που συνεχίζουν να πλήττονται, μέσω συγκεκριμένων προγραμμάτων τοπικού χαρακτήρα, όπως θα μπορούσαν να είναι π.χ. μια τέταρτη φάση της επιστρεπτέας προκαταβολής ή μέτρα στήριξης του τουριστικού κλάδου. Ταυτόχρονα οι δήμοι και οι τοπικοί φορείς πρέπει να δρομολογήσουν δράσεις οι οποίες όταν σταδιακά θα επανέρχεται η ομαλότητα θα ενισχύσουν την τοπική οικονομία αντισταθμίζοντας τις απώλειες του Σεπτεμβρίου», σημειώνει.

Η Άννα Ευθυμίου ζητά να ληφθούν μέτρα τόνωσης της επιχειρηματικότητας και στήριξης της εργασίας. «Η απόφαση να ακυρωθεί η φετινή διοργάνωση της ΔΕΘ ήταν δύσκολη. Όμως από τη στιγμή που ο αριθμός των κρουσμάτων παρουσιάζει αυξητική τάση, προκρίνεται αναγκαία η διαφύλαξη της δημόσιας υγείας. Ωστόσο, είναι εύλογο ότι η δύσκολη αυτή απόφαση δημιουργεί έντονη ανησυχία στον επιχειρηματικό κόσμο της Θεσσαλονίκης, για τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες που θα επιφέρει στην τοπική οικονομία. Ανησυχία την οποία αντιλαμβάνομαι και συμμερίζομαι, καθόσον έχω ιδία αντίληψη, από το δημόσιο διάλογο που εκπονώ με παραγωγικούς φορείς της πόλης, ότι τα καταστήματα και οι επιχειρήσεις της Θεσσαλονίκης βρίσκονται ήδη σε δυσμενή οικονομική κατάσταση, λόγω της υγειονομικής κρίσης. Εν αναμονή των ανακοινώσεων του πρωθυπουργού αναφορικά με την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης προβάλλει εύλογο και αναγκαίο να ληφθούν μέτρα που αφενός θα τονώνουν την επιχειρηματικότητα στη Θεσσαλονίκη και αφετέρου θα στηρίζουν τον κόσμο της εργασίας», σημειώνει.

Για τον Δημήτρη Κούβελα η απόφαση ήταν επιβεβλημένη αλλά αποτελεί και πλήγμα για την οικονομία της πόλης. «Η ματαίωση της φετινής ΔΕΘ ήταν δυστυχώς επιβεβλημένη. Άλλωστε όλες οι μεγάλες διοργανώσεις του φθινοπώρου έχουν την ίδια τύχη παγκοσμίως. Ο κορυφαίος θεσμός της πόλης δεν κλονίζεται από την εξέλιξη αυτή. Η παρουσία του πρωθυπουργού και η διοργάνωση πολιτικού - οικονομικού Forum τις ίδιες μέρες στη Θεσσαλονίκη θα στείλουν το κατάλληλο μήνυμα. Αντίθετα, το πλήγμα για την οικονομία της Θεσσαλονίκης προβλέπεται οδυνηρό. Η αναγκαία στήριξη των κλάδων που πλήττονται ιδιαίτερα από την εξέλιξη, αλλά και στηρίζονται στην εκθεσιακή και συνεδριακή δραστηριότητα στην πόλη καθ’ όλη τη χρονιά, όπως ξενοδοχεία και εμπορικά καταστήματα, πρέπει να προκύψει από τη συνεργασία της κυβέρνησης με τα Επιμελητήρια και τους φορείς της Θεσσαλονίκης».

Από τη μεριά του ο Δημήτρης Βαρτζόπουλος επισημαίνει ότι έπρεπε να σταλεί το μήνυμα. «Η ακύρωση ήταν απαραίτητη και για πρακτικούς αλλά κυρίως για συμβολικούς λόγους. Έπρεπε να δοθεί με σαφήνεια το μήνυμα. Μετά την απολύτως επιτυχή αντιμετώπιση του πρώτου κύματος υπήρξε συνειδητή προσπάθεια αναζωογόνησης της οικονομίας. Αυστηρά μέτρα, όπως π.χ. καθολικό testing στις εισόδους της χώρας, απαγόρευση μεγάλων συναθροίσεων κοκ, αποφεύχθηκαν καταρχάς. Η ελπίδα ήταν ότι η ατομική ευθύνη θα περιορίσει τον κίνδυνο. Η ελπίδα διαψεύσθηκε. Η ΔΕΘ έχει ως γνωστόν τρεις λειτουργίες: Είναι ο ετήσιος απολογισμός της κατάστασης της χώρας από τον πρωθυπουργό της, η ανάδειξη της σχέσης με ένα σημαντικό οικονομικό εταίρο (π.χ. φέτος η Γερμανία) και το εμπορικό κομμάτι. Το πρώτο θα γίνει, το τελευταίο μπορεί να καλυφθεί από της κλαδικές εκθέσεις, το άλλο ας το αφήσουμε για του χρόνου, που θα έχουμε και νέο καγκελάριο», καταλήγει ο γαλάζιος βουλευτής.

*Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 15-16.08.2020

Έντονο παρασκήνιο προηγήθηκε της απόφασης της κυβέρνησης για ακύρωση της φετινής ΔΕΘ. Με το μοντέλο που επιλέχτηκε από τον Κυριάκο Μητσοτάκη να παραμένει το ίδιο όπως και στο παρελθόν: οι επιστήμονες εισηγούνται και προτείνουν τα μέτρα (στη συγκεκριμένη περίπτωση το να μη γίνει η φετινή ΔΕΘ) και η κυβέρνηση και το Μέγαρο Μαξίμου υλοποιούν.

Είναι αλήθεια ότι από τα μέσα Ιουλίου και μετά όλα συνηγορούσαν στην εκτίμηση ότι η 85η ΔΕΘ θα γίνει κανονικά. Οι διοργανωτές είχαν καταλήξει στα βασικά πρωτόκολλα που θα ακολουθούνταν στην Έκθεση και τα οποία συμπεριελάμβαναν πολλά πρωτόγνωρα για τη διοργάνωση μέτρα. Θερμομετρήσεις σε όλους τις εισόδους της ΔΕΘ, έλεγχοι (ανά πάσα στιγμή και ακόμη και ανά περίπτερο) της επισκεψιμότητας και κατάργηση όλων των μεγάλων εκδηλώσεων που γίνονταν παραδοσιακά στην έκθεση, όπως οι συναυλίες και οι μεγάλες πολιτικές ομιλίες.

Αυτός ήταν και ο οδικός χάρτης που παρουσίασαν σε όλες τις συσκέψεις που έγιναν τις τελευταίες ημέρες ο πρόεδρος και ο διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΘ Τάσος Τζίκας και Κυριάκος Ποζρικίδης. Η τελευταία ήταν αυτή που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Πέμπτη με τη συμμετοχή του Νίκου Χαρδαλιά. Εκεί το σενάριο για να γίνει κανονικά η διοργάνωση ήταν ακόμη πολύ ισχυρό.

Η Πέμπτη θεωρείται μία πολύ καθοριστική ημέρα για την τελική απόφαση. Κι αυτό γιατί το θέμα έφτασε στην Επιτροπή των λοιμωξιολόγων, όπου και έκανε παρέμβαση μέσω τηλεδιάσκεψης ο κ. Τζίκας. Εκεί φάνηκε ότι οι επιστήμονες έκλειναν σαφώς υπέρ της ακύρωσης της διοργάνωσης. Για δύο κυρίως λόγους: και για την προστασία της δημόσιας υγείας, αλλά και λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι τα κρούσματα το τελευταίο διάστημα αυξάνονταν αλλά και το ότι την περίοδο της Έκθεσης θα γίνονταν σημαντική μεταφορά πληθυσμού εντός της χώρας.

Αυτό ήταν το σενάριο περί ακύρωσης της ΔΕΘ μετέφεραν από την Πέμπτη και μετά σε συνομιλίες τους ένοικοι του Μεγάρου Μαξίμου, ενώ μάλλον ως προπομπός της απόφασης λειτούργησε η αινιγματική δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου Στέλιου Πέτσα την Παρασκευή το μεσημέρι: «Ας γίνει πρώτα η Έκθεση…».

Κάπως έτσι και ύστερα από τις σαφείς εισηγήσεις των λοιμωξιολόγων ο κύβος ερρίφθη τη Δευτέρα και η τελική απόφαση οριστικοποιήθηκε στον πρωινό καφέ, αλλά και κατά την τηλεδιάσκεψη που επακολούθησε με θέμα την πορεία της πανδημίας. Το κλίμα έτσι και αλλιώς ήταν βαρύ καθώς είχαν προηγηθεί τα τραγικά γεγονότα στην Εύβοια, με τον πρωθυπουργό να έχει διακόψει τις διακοπές του και να ετοιμάζεται να περιοδεύσει στην περιοχή, ενώ και στο Αιγαίο η ένταση είχε αρχίσει να ξαναανεβαίνει.

Η κυβέρνηση επέλεξε να βάλει πάνω απ’ όλα το θέμα της δημόσιας ασφάλειας και όχι την επανεκκίνηση της οικονομίας, ένα μήνυμα που θα μεταφέρονταν με τις εικόνες λειτουργίας της 85ης ΔΕΘ, που θα ήταν η πρώτη έκθεση που θα γινόταν στην Ευρώπη σε εποχές πανδημίας. Οι επαφές με τη γερμανική πλευρά για την ακύρωση έγιναν μέσω του υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων Άδωνι Γεωργιάδη που επικοινώνησε με τον συνάδελφό του Πέτερ Αλτμάιερ, ο οποίος θα εκπροσωπούσε τη Γερμανία ως τιμώμενη χώρα στη ΔΕΘ. Η γερμανική πλευρά αντέδρασε θεσμικά, όπως φάνηκε και από την ανακοίνωση της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα, στην οποία η Γερμανία εξέφρασε τον σεβασμό της στην απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης. «Ακόμα και χωρίς τη φετινή ΔΕΘ, για τη Γερμανία είναι σαφές ότι η ελληνογερμανική συνεργασία, είτε σε πολιτικό, οικονομικό, επιστημονικό ή πολιτιστικό επίπεδο είναι επωφελής και για τις δύο πλευρές, σημαντική για την Ευρώπη, και ενέχει ευκαιρίες για το μέλλον», ήταν το μήνυμα της γερμανικής πρεσβείας.

Πιο επιθετική ήταν η αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ, που έκανε λόγο για βαρύ πλήγμα στην οικονομία της Θεσσαλονίκης και ιδιαίτερα για τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους του τουρισμού. Όπως επισήμανε η τομεάρχης Τουρισμού Κατερίνα Νοτοπούλου «μετά το δύσκολο καλοκαίρι, οι όποιες ελπίδες ανάκαμψης πνίγηκαν στο Βατερλό της κυβερνητικής ανεπάρκειας. Ήταν γνωστό εξ αρχής ότι η φετινή διοργάνωση θα ήταν διαφορετική. Ωστόσο, ακόμη και υπό αυτές τις συνθήκες, μία κυβέρνηση που ασκεί πολιτική και όχι μόνο επικοινωνιακή πολιτική, θα είχε φροντίσει να διασφαλίσει τους όρους μιας ασφαλούς διεξαγωγής, τώρα ή αργότερα», σημείωσε.

Κατανόηση για την απόφαση, αλλά ανησυχία για τις επιπτώσεις της εξέφρασαν τόσο ο περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας Απόστολος Τζιτζικώστας όσο και ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνος Ζέρβας. «Η υγεία των συμπολιτών μας έρχεται πριν και πάνω από όλα. Δεν μπορώ να μην εκφράσω την ανησυχία μου διότι η αναπόφευκτη ακύρωση της φετινής διοργάνωσης της ΔΕΘ θα δημιουργήσει τεράστια οικονομικά προβλήματα στην περιοχή μας», δήλωσε ο κ. Τζιτζικώστας, επισημαίνοντας την ανάγκη να στηριχθούν οι πληγείσες επιχειρήσεις, ο φορέας της ΔΕΘ και η περιοχή. «Είμαστε πολύ ανήσυχοι διότι δημιουργούνται από την ακύρωση της ΔΕΘ και τη λήψη επιπλέον μέτρων προστασίας από την πανδημία τεράστια οικονομικά προβλήματα στην περιοχή μας. Ήδη λόγω της οικονομικής κρίσης η κατάσταση ήταν εξαιρετικά βεβαρημένη όχι μόνο για τον εκθεσιακό φορέα αλλά και για τα καταστήματα, τα ξενοδοχεία, τις επιχειρήσεις που θα υποστούν πολύ μεγάλη ζημιά ιδιαίτερα μετά την ακύρωση της ΔΕΘ. Αυτό που ζητάμε από την κυβέρνηση τώρα είναι μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων αυτών. Εμείς ως περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας ήδη, όπως και όλο το προηγούμενο διάστημα, θα συνεχίσουμε να αξιοποιήσουμε ευρωπαϊκούς πόρους για να στηρίξουμε τις πληγείσες επιχειρήσεις», δήλωσε ο κ. Τζιτζικώστας.

Από τη μεριά του ο κ. Ζέρβας τόνισε ότι η απόφαση «συνιστά αναμφίβολα ένα πλήγμα για την πόλη της Θεσσαλονίκης και την ευρύτερη περιοχή. Όταν όμως οι λόγοι που οδηγούν στη λήψη μιας τόσο βαριάς απόφασης έχουν να κάνουν με την προάσπιση της δημόσιας υγείας, οφείλουμε όλοι να σταθούμε με υπευθυνότητα».

«Είναι ανάγκη εδώ και τώρα να σχεδιαστούν κεντρικά από την κυβέρνηση ενεργές πολιτικές στήριξης του επιχειρείν αλλά και αντισταθμιστικές πολιτικές ειδικά για τη Θεσσαλονίκη και την Κεντρική Μακεδονία», ανέφερε ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης, ενώ κάλεσε τους παραγωγικούς φορείς της πόλης, «να σχεδιάσουμε την επόμενη μέρα για τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης μέσα στο δύσκολο τοπίο που έχει διαμορφωθεί», κατέληξε στη δήλωσή του ο κ. Ζέρβας.

Προβληματισμένοι οι βουλευτές

Προβληματισμένοι για τις οικονομικές επιπτώσεις της απόφασης είναι και οι γαλάζιοι βουλευτές της πόλης. «Η ακύρωση της 85ης ΔΕΘ, με τιμώμενη χώρα τη Γερμανία, μας στεναχωρεί. Είναι όμως μία υπεύθυνη απόφαση η οποία προτάσσει την ανάγκη να προασπίσουμε τη δημόσια υγεία, δεδομένου ότι η Θεσσαλονίκη -όπως συμβαίνει με αρκετές περιοχές της πατρίδας μας- καλείται να διαχειριστεί ένα αυξημένο φορτίο της πανδημίας», τονίζει ο υφυπουργός Μακεδονίας-Θράκης Θόδωρος Καράογλου, ο οποίος ανέλαβε πρωτοβουλίες προκειμένου τις ημέρες της Έκθεσης να πραγματοποιηθεί στη Θεσσαλονίκη ένα πολιτικό-οικονομικό φόρουμ το οποίο θα καταστήσει την πόλη μας επίκεντρο του διαλόγου για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας και της ΝΑ Ευρώπης γενικότερα.

«Βρίσκομαι σε διαρκή επικοινωνία με τα συναρμόδια υπουργεία για την εφαρμογή δυναμικών αντισταθμιστικών ενεργειών που θα στηρίζουν το τοπικό επιχειρείν και όσους επαγγελματικούς κλάδους πλήττονται άμεσα ή έμμεσα από τη μη πραγματοποίηση της φετινής ΔΕΘ», καταλήγει.

Δύσκολη αλλά απαραίτητη χαρακτηρίζει την απόφαση ο Σταύρος Καλαφάτης. Ο Γενικός Γραμματέας της ΚΟ της ΝΔ υπενθυμίζει ότι σε όλο τον κόσμο αντίστοιχες εκθέσεις ματαιώνονται λόγω της πανδημίας. «Για τη Θεσσαλονίκη μας όμως η ΔΕΘ πέρα από τον ουσιαστικό ρόλο που διαδραματίζει στην τοπική οικονομία, έχει και ξεχωριστή συμβολική σημασία. Την οποία θα αναδείξει ο πρωθυπουργός με την εδώ παρουσία και την ομιλία του στις 5 Σεπτεμβρίου. Η αναπόφευκτη -όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα- ακύρωση της ΔΕΘ μας πονά. Δεν αναστέλλει όμως τον σχεδιασμό της κυβέρνησης για τη Θεσσαλονίκη. Στόχος είναι: α) η όσο το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση των υφιστάμενων χρηματοδοτικών αναπτυξιακών εργαλείων, όπως ο αναπτυξιακός νόμος και το ΕΣΠΑ. β) η γρήγορη προώθηση των πρωτοβουλιών που έχουν δρομολογηθεί από την κυβέρνηση για τις υποδομές και τη λειτουργία της πόλης και γ) ο προσανατολισμός στο ψηφιακό αύριο της Θεσσαλονίκης και στη βιώσιμη - πράσινη ανάπτυξη ώστε οι Θεσσαλονικείς να διεκδικήσουμε δυναμικά και με αξιώσεις μέρος των χρημάτων που θα έρθουν στη χώρα μας μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης» επισημαίνει ο κ. Καλαφάτης.

Ο Kώστας Γκιουλέκας ζητά αντισταθμιστικά μέτρα και πολιτικές για τη Θεσσαλονίκη. «Από την πρώτη στιγμή γνωρίζαμε ότι είμαστε αντιμέτωποι με μία πρωτοφανή κατάσταση, η οποία ακόμη εξελίσσεται και ανάλογα με τα νέα δεδομένα προσαρμοζόμαστε. Δυστυχώς τα επιδημιολογικά δεδομένα υπαγόρευσαν την ακύρωση της φετινής 85ης ΔΕΘ. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς», σημείωσε και πρόσθεσε: «Αναμφισβήτητα είναι ένα τεράστιο πλήγμα για τη Θεσσαλονίκη, για την τοπική οικονομία, για τις επιχειρήσεις, τα ξενοδοχεία. Είναι απαραίτητο όμως να προφυλάξουμε το υπέρτατο αγαθό, την υγεία. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να σκεφθούμε την επόμενη ημέρα, αντισταθμιστικά μέτρα και πολιτικές, διότι σε μία δύσκολη οικονομικά περίοδο η ακύρωση της ΔΕΘ ‘μούδιασε’ όλη την πόλη».

Η Έλενα Ράπτη κάνει λόγο για μία απόφαση ενταγμένη στο συνολικό πλαίσιο των μέτρων πρόληψης της κυβέρνησης για τον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού. «Θεωρώ πως ως απόφαση είναι απόλυτα αναγκαία και ορθή και πως οι πολύ ιδιαίτερες συνθήκες αυτού του φθινοπώρου λόγω COVID-19 θα περιόριζαν ούτως ή άλλως το εμπορικό ενδιαφέρον εκθετών και επισκεπτών. Με τα κρούσματα να αυξάνονται κάθε ημέρα καλύτερα μία ΔΕΘ κλειστή παρά άδεια. Η ΔΕΘ θα έχει μπροστά της μία μεγάλη ευκαιρία να αλλάξει και να μεγαλώσει. Αυτός είναι ο στόχος και η δουλειά όλων μας. Προτεραιότητα της κυβέρνησης ήταν και παραμένει η δημόσια υγεία», σημειώνει.

Για ενίσχυση των επιχειρήσεων κάνει λόγο ο Στράτος Σιμόπουλος. «Οι ανάσες που περίμενε η αγορά της πόλης από τη λειτουργία της ΔΕΘ και η παραδοσιακά έντονη δραστηριότητα του τομέα της εστίασης και της διασκέδασης τον Σεπτέμβριο δεν θα υπάρξουν για φέτος. Η αναζωπύρωση του κορονοϊού είναι γεγονός και τα μέτρα περιορισμού κρίνονται απαραίτητα. Παράλληλα όμως απαραίτητη είναι και η ενίσχυση των επιχειρήσεων που συνεχίζουν να πλήττονται, μέσω συγκεκριμένων προγραμμάτων τοπικού χαρακτήρα, όπως θα μπορούσαν να είναι π.χ. μια τέταρτη φάση της επιστρεπτέας προκαταβολής ή μέτρα στήριξης του τουριστικού κλάδου. Ταυτόχρονα οι δήμοι και οι τοπικοί φορείς πρέπει να δρομολογήσουν δράσεις οι οποίες όταν σταδιακά θα επανέρχεται η ομαλότητα θα ενισχύσουν την τοπική οικονομία αντισταθμίζοντας τις απώλειες του Σεπτεμβρίου», σημειώνει.

Η Άννα Ευθυμίου ζητά να ληφθούν μέτρα τόνωσης της επιχειρηματικότητας και στήριξης της εργασίας. «Η απόφαση να ακυρωθεί η φετινή διοργάνωση της ΔΕΘ ήταν δύσκολη. Όμως από τη στιγμή που ο αριθμός των κρουσμάτων παρουσιάζει αυξητική τάση, προκρίνεται αναγκαία η διαφύλαξη της δημόσιας υγείας. Ωστόσο, είναι εύλογο ότι η δύσκολη αυτή απόφαση δημιουργεί έντονη ανησυχία στον επιχειρηματικό κόσμο της Θεσσαλονίκης, για τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες που θα επιφέρει στην τοπική οικονομία. Ανησυχία την οποία αντιλαμβάνομαι και συμμερίζομαι, καθόσον έχω ιδία αντίληψη, από το δημόσιο διάλογο που εκπονώ με παραγωγικούς φορείς της πόλης, ότι τα καταστήματα και οι επιχειρήσεις της Θεσσαλονίκης βρίσκονται ήδη σε δυσμενή οικονομική κατάσταση, λόγω της υγειονομικής κρίσης. Εν αναμονή των ανακοινώσεων του πρωθυπουργού αναφορικά με την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης προβάλλει εύλογο και αναγκαίο να ληφθούν μέτρα που αφενός θα τονώνουν την επιχειρηματικότητα στη Θεσσαλονίκη και αφετέρου θα στηρίζουν τον κόσμο της εργασίας», σημειώνει.

Για τον Δημήτρη Κούβελα η απόφαση ήταν επιβεβλημένη αλλά αποτελεί και πλήγμα για την οικονομία της πόλης. «Η ματαίωση της φετινής ΔΕΘ ήταν δυστυχώς επιβεβλημένη. Άλλωστε όλες οι μεγάλες διοργανώσεις του φθινοπώρου έχουν την ίδια τύχη παγκοσμίως. Ο κορυφαίος θεσμός της πόλης δεν κλονίζεται από την εξέλιξη αυτή. Η παρουσία του πρωθυπουργού και η διοργάνωση πολιτικού - οικονομικού Forum τις ίδιες μέρες στη Θεσσαλονίκη θα στείλουν το κατάλληλο μήνυμα. Αντίθετα, το πλήγμα για την οικονομία της Θεσσαλονίκης προβλέπεται οδυνηρό. Η αναγκαία στήριξη των κλάδων που πλήττονται ιδιαίτερα από την εξέλιξη, αλλά και στηρίζονται στην εκθεσιακή και συνεδριακή δραστηριότητα στην πόλη καθ’ όλη τη χρονιά, όπως ξενοδοχεία και εμπορικά καταστήματα, πρέπει να προκύψει από τη συνεργασία της κυβέρνησης με τα Επιμελητήρια και τους φορείς της Θεσσαλονίκης».

Από τη μεριά του ο Δημήτρης Βαρτζόπουλος επισημαίνει ότι έπρεπε να σταλεί το μήνυμα. «Η ακύρωση ήταν απαραίτητη και για πρακτικούς αλλά κυρίως για συμβολικούς λόγους. Έπρεπε να δοθεί με σαφήνεια το μήνυμα. Μετά την απολύτως επιτυχή αντιμετώπιση του πρώτου κύματος υπήρξε συνειδητή προσπάθεια αναζωογόνησης της οικονομίας. Αυστηρά μέτρα, όπως π.χ. καθολικό testing στις εισόδους της χώρας, απαγόρευση μεγάλων συναθροίσεων κοκ, αποφεύχθηκαν καταρχάς. Η ελπίδα ήταν ότι η ατομική ευθύνη θα περιορίσει τον κίνδυνο. Η ελπίδα διαψεύσθηκε. Η ΔΕΘ έχει ως γνωστόν τρεις λειτουργίες: Είναι ο ετήσιος απολογισμός της κατάστασης της χώρας από τον πρωθυπουργό της, η ανάδειξη της σχέσης με ένα σημαντικό οικονομικό εταίρο (π.χ. φέτος η Γερμανία) και το εμπορικό κομμάτι. Το πρώτο θα γίνει, το τελευταίο μπορεί να καλυφθεί από της κλαδικές εκθέσεις, το άλλο ας το αφήσουμε για του χρόνου, που θα έχουμε και νέο καγκελάριο», καταλήγει ο γαλάζιος βουλευτής.

*Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 15-16.08.2020

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία