ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Οι καταναλωτές "χάνουν" ως 250 εκατ. ευρώ δυνητικό όφελος από την πράσινη ενέργεια

Η κατανάλωση υστερεί σημαντικά της αύξησης στην εγκατεστημένη ισχύ και παραγωγή - Το πρόβλημα στο έλλειμμα αποθήκευσης

 18/04/2024 12:00

Οι καταναλωτές "χάνουν" ως 250 εκατ. ευρώ  δυνητικό όφελος από την πράσινη ενέργεια

Άννη Καρολίδου

Οι καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας χάνουν, σε ετήσια βάση, περί τα 220- 250 εκατ. ευρώ, γιατί δεν μπορούν να έχουν το επιπρόσθετο όφελος από την φθηνή ενέργεια που παράγεται από τις Ανανεώσιμες Πηγές, επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα αποθήκευσης της πράσινης ενέργειας.

Στην Ελλάδα, κυβερνώντες και παράγοντες της αγοράς δηλώνουν πολύ ικανοποιημένοι επειδή η ανάπτυξη των ΑΠΕ τρέχει με ρυθμούς υπερταχείς, αλματώδεις, καταρρίπτοντας ρεκόρ στην παραγωγή καθαρής ενέργειας . Ωστόσο αυτό που έχει διαπιστωθεί  τα τελευταία 3-4 χρόνια και καταλήγει να είναι σημαντικό πρόβλημα για παραγωγούς αλλά και καταναλωτές, είναι το έλλειμμα στην αποθήκευση. Οι παραγωγοί χάνουν χρήματα εξ’ αιτίας των αιφνίδιων και πολύωρων περικοπών στη λειτουργία των φωτοβολταϊκών πάρκων και οι καταναλωτές, δεν επωφελούνται από τις πολύ χαμηλές, ως μηδενικές, τιμές, από την υπερβάλουσσα της ζήτησης , παραγωγή, κατά τις μεσημβρινές ώρες.

Κοινώς, σε καθημερινή σχεδόν βάση, πάει στο βρόντο, φθηνή πράσινη ενέργεια, την οποία πετάμε από το παράθυρο, επειδή δεν έχουμε τη δυνατότητα να αποθηκεύσουμε, παρότι τεχνικά τα μέσα υπάρχουν  (μπαταρίες) και είναι απολύτως εφικτή η αποθήκευσή της, ώστε αυτή να χρησιμοποιείται κατά τις ώρες που υπάρχει αυξημένη ζήτηση για ηλεκτρικό ρεύμα.

Στο 87% ο νέος στόχος του ΕΣΕΚ

Η χώρα πρακτικά έχει πιάσει ήδη τους στόχους του ΕΣΕΚ 2030, δηλαδή του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα, το οποίο η κυβέρνηση αναθεωρεί προς τα άνω για δεύτερη χρονιά, μεταθέτοντας τον πήχη , για τη διείσδυση των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή, από το 80% στο 87%.

Ωστόσο, το θέμα δεν είναι μόνο η παραγωγή πράσινης ενέργειας, της φθηνότερης ενέργειας που μειώνει μάλιστα τις τιμές καταναλωτή, αλλά και η αξιοποίησή της, όπως επισημαίνει ο αναπλ. καθηγητής του ΑΠΕ ( Εργαστήριο Συστημάτων Ηλιακής Ενέργειας) , Παντελής Μπίσκας.

Σήμερα, στο Δίκτυο της χώρας μας, είναι συνδεδεμένες μονάδες ΑΠΕ, ισχύος 12,5 GW και στα επόμενα δύο- τρία χρόνια, θα συνδεθούν σταθμοί επιπλέον 3-4 GW, ενώ ως το 2030 υπολογίζεται ότι από τις ΑΠΕ – φωτοβολταϊκά και αιολικά- θα πιάσουμε ως και τα 30 GW σε ισχύ.

Πράσινη μετάβαση, ενεργειακή ασφάλεια, όφελος για τους καταναλωτές

Δηλαδή, η Ελλάδα, αξιοποιώντας παραγωγικά τον ήλιο και τον άνεμο, θα κατακτήσει ενεργειακή ασφάλεια κάνοντας παράλληλα πράξη, σε μεγάλο βαθμό, την πράσινη μετάβαση, ενώ οι καταναλωτές θα μπορούν να κάνουν χρήση ηλεκτρικού ρεύματος σε χαμηλότερες τιμές.

Μέχρι όμως να επιτευχθούν αυτοί οι τρεις στόχοι, υπάρχει μία πολύ διαφορετική εικόνα στην αγορά, εξ’ αιτίας της παντελούς έλλειψης αποθήκευσης.

Τα παραδείγματα που έδωσε ο κ. Μπίσκας, παρουσίασαν ξεκάθαρα το μέγεθος του προβλήματος. Το τριήμερα 23- 25 Μαρτίου 2024, συνολικά, λόγω των περιορισμών στην έγχυση ενέργειας από φωτοβολταϊκούς σταθμούς, κόπηκαν από το Σύστημα 5,6 GW, ενώ για τις 13 Απριλίου είχαν προγραμματιστεί περικοπές, 4 GW.

Το κάθε χαμένο MW έχει κόστος 17 ευρώ

Όπως επισημάνθηκε, το κόστος για κάθε 1MW που χάνεται, είναι 17 ευρώ, οπότε γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι μιλάμε για απώλεια εκατοντάδων χιλιάδων και , πολλών δεκάδων εκατομμυρίων, που αντιστοιχούν σε εν δυνάμει οικονομικό όφελος.

Ο καταναλωτής, που για χρόνια στηρίζει την ανάπτυξη των ΑΠΕ μέσω του ΕΤΜΕΑΡ, πρέπει να ωφεληθεί από το χαμηλό κόστος παραγωγής πράσινης ενέργειας αφού μάλιστα, οι πάροχοι, συχνά και για αρκετές ώρες, «παίρνουν τζάμπα ενέργεια», όταν η οριακή τιμή συστήματος είναι μηδενική. Αλλά για να ωφεληθεί ο καταναλωτής, πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα αποθήκευσης της ενέργειας.

Γεγονός είναι, ότι οι ανισορροπίες στο ισοζύγιο ενέργειας , δεν αφορούν μόνο το μείγμα της ημερήσιας κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και την κατανάλωση πράσινης ενέργειας σε ετήσια βάση. Αυτό λοιπόν που διαπιστώνεται είναι, ότι η κατανάλωση είναι πολύ μικρότερη της παραγωγής ( σ.σ. 12,5 GW ισχύς και 8,5 GW κατανάλωση).

Στόχος η αύξηση της κατανάλωσης πράσινης ενέργειας

Κι’ αυτή η σχέση, για να αλλάξει, θα πρέπει οπωσδήποτε να αυξηθεί η κατανάλωση, κάτι που δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την αποθήκευση. Θα πρέπει να προχωρήσει η υλοποίηση των διασυνδέσεων με νησιά, όπως επίσης να κάνει η Ελλάδα εξαγωγή ενέργειας μέσω διεθνών διασυνδέσεων ( κάτι που επίσης επιδιώκεται με χώρες όπως η Γερμανία, η Σαουδική Αραβία, αλλά και με τη δεύτερη διασύνδεση Ελλάδας- Ιταλίας). Πέραν αυτών, είναι οι μεγάλοι στόχοι της ηλεκτροκίνησης αλλά και της θέρμανσης των κτιρίων με ηλεκτρικό ρεύμα (αντλίες θερμότητας), στόχοι που δεν θα υλοποιηθούν εύκολα στην εσωτερική αγορά, παρά τα κίνητρα που δίνονται.

Ως έχει η κατάσταση, παραγωγοί και καταναλωτές, θα συνεχίσουν να έχουν απώλειες, λόγω των περικοπών στην έγχυση φθηνότερης πράσινης ενέργειας στο σύστημα.

Σύμφωνα με τις αναγωγές που έχουν γίνει, το 2030, η παραγωγή από τα φωτοβολταϊκά πάρκα θα φτάνει στα 10 GW τις μεσημεριανές ώρες. Ακόμη και εάν έως τότε, έχουν προχωρήσει έργα αποθήκευσης ενέργειας 5 GW , αλλά και ορισμένες διεθνείς διασυνδέσεις, οι ετήσιες περικοπές στην παραγόμενη ηλιακή ενέργεια, θα φθάνουν το 15%.

Συνεπώς, το πρόβλημα δεν αντιμετωπίζεται μόνο με τα μεγάλα έργα που προωθούνται μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης. Πρέπει να αφεθούν ελεύθεροι, οι επενδυτές, μεσαίοι, μικροί και αυτοπαραγωγοί, να προχωρήσουν σε επενδύσεις σε έργα αποθήκευσης, τα οποία μάλιστα εκτιμάται ότι θα αποσβένονται σε τρία – τέσσερα χρόνια.

Οι ΑΠΕ, για την Ελλάδα, που πολύ πρόσφατα έζησε και τις αρνητικές επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης ( σ.σ. Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία), είναι κυριολεκτικώς δώρο Θεού, ένα «πράσινο» δώρο, που έχει μόνο οφέλη για την οικονομία, τους καταναλωτές ( ιδιώτες και επιχειρήσεις), το περιβάλλον και, την θέση της χώρας στο διεθνές γεωστρατηγικό γίγνεσθαι.

Οι καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας χάνουν, σε ετήσια βάση, περί τα 220- 250 εκατ. ευρώ, γιατί δεν μπορούν να έχουν το επιπρόσθετο όφελος από την φθηνή ενέργεια που παράγεται από τις Ανανεώσιμες Πηγές, επειδή δεν υπάρχει η δυνατότητα αποθήκευσης της πράσινης ενέργειας.

Στην Ελλάδα, κυβερνώντες και παράγοντες της αγοράς δηλώνουν πολύ ικανοποιημένοι επειδή η ανάπτυξη των ΑΠΕ τρέχει με ρυθμούς υπερταχείς, αλματώδεις, καταρρίπτοντας ρεκόρ στην παραγωγή καθαρής ενέργειας . Ωστόσο αυτό που έχει διαπιστωθεί  τα τελευταία 3-4 χρόνια και καταλήγει να είναι σημαντικό πρόβλημα για παραγωγούς αλλά και καταναλωτές, είναι το έλλειμμα στην αποθήκευση. Οι παραγωγοί χάνουν χρήματα εξ’ αιτίας των αιφνίδιων και πολύωρων περικοπών στη λειτουργία των φωτοβολταϊκών πάρκων και οι καταναλωτές, δεν επωφελούνται από τις πολύ χαμηλές, ως μηδενικές, τιμές, από την υπερβάλουσσα της ζήτησης , παραγωγή, κατά τις μεσημβρινές ώρες.

Κοινώς, σε καθημερινή σχεδόν βάση, πάει στο βρόντο, φθηνή πράσινη ενέργεια, την οποία πετάμε από το παράθυρο, επειδή δεν έχουμε τη δυνατότητα να αποθηκεύσουμε, παρότι τεχνικά τα μέσα υπάρχουν  (μπαταρίες) και είναι απολύτως εφικτή η αποθήκευσή της, ώστε αυτή να χρησιμοποιείται κατά τις ώρες που υπάρχει αυξημένη ζήτηση για ηλεκτρικό ρεύμα.

Στο 87% ο νέος στόχος του ΕΣΕΚ

Η χώρα πρακτικά έχει πιάσει ήδη τους στόχους του ΕΣΕΚ 2030, δηλαδή του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα, το οποίο η κυβέρνηση αναθεωρεί προς τα άνω για δεύτερη χρονιά, μεταθέτοντας τον πήχη , για τη διείσδυση των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή, από το 80% στο 87%.

Ωστόσο, το θέμα δεν είναι μόνο η παραγωγή πράσινης ενέργειας, της φθηνότερης ενέργειας που μειώνει μάλιστα τις τιμές καταναλωτή, αλλά και η αξιοποίησή της, όπως επισημαίνει ο αναπλ. καθηγητής του ΑΠΕ ( Εργαστήριο Συστημάτων Ηλιακής Ενέργειας) , Παντελής Μπίσκας.

Σήμερα, στο Δίκτυο της χώρας μας, είναι συνδεδεμένες μονάδες ΑΠΕ, ισχύος 12,5 GW και στα επόμενα δύο- τρία χρόνια, θα συνδεθούν σταθμοί επιπλέον 3-4 GW, ενώ ως το 2030 υπολογίζεται ότι από τις ΑΠΕ – φωτοβολταϊκά και αιολικά- θα πιάσουμε ως και τα 30 GW σε ισχύ.

Πράσινη μετάβαση, ενεργειακή ασφάλεια, όφελος για τους καταναλωτές

Δηλαδή, η Ελλάδα, αξιοποιώντας παραγωγικά τον ήλιο και τον άνεμο, θα κατακτήσει ενεργειακή ασφάλεια κάνοντας παράλληλα πράξη, σε μεγάλο βαθμό, την πράσινη μετάβαση, ενώ οι καταναλωτές θα μπορούν να κάνουν χρήση ηλεκτρικού ρεύματος σε χαμηλότερες τιμές.

Μέχρι όμως να επιτευχθούν αυτοί οι τρεις στόχοι, υπάρχει μία πολύ διαφορετική εικόνα στην αγορά, εξ’ αιτίας της παντελούς έλλειψης αποθήκευσης.

Τα παραδείγματα που έδωσε ο κ. Μπίσκας, παρουσίασαν ξεκάθαρα το μέγεθος του προβλήματος. Το τριήμερα 23- 25 Μαρτίου 2024, συνολικά, λόγω των περιορισμών στην έγχυση ενέργειας από φωτοβολταϊκούς σταθμούς, κόπηκαν από το Σύστημα 5,6 GW, ενώ για τις 13 Απριλίου είχαν προγραμματιστεί περικοπές, 4 GW.

Το κάθε χαμένο MW έχει κόστος 17 ευρώ

Όπως επισημάνθηκε, το κόστος για κάθε 1MW που χάνεται, είναι 17 ευρώ, οπότε γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι μιλάμε για απώλεια εκατοντάδων χιλιάδων και , πολλών δεκάδων εκατομμυρίων, που αντιστοιχούν σε εν δυνάμει οικονομικό όφελος.

Ο καταναλωτής, που για χρόνια στηρίζει την ανάπτυξη των ΑΠΕ μέσω του ΕΤΜΕΑΡ, πρέπει να ωφεληθεί από το χαμηλό κόστος παραγωγής πράσινης ενέργειας αφού μάλιστα, οι πάροχοι, συχνά και για αρκετές ώρες, «παίρνουν τζάμπα ενέργεια», όταν η οριακή τιμή συστήματος είναι μηδενική. Αλλά για να ωφεληθεί ο καταναλωτής, πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα αποθήκευσης της ενέργειας.

Γεγονός είναι, ότι οι ανισορροπίες στο ισοζύγιο ενέργειας , δεν αφορούν μόνο το μείγμα της ημερήσιας κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και την κατανάλωση πράσινης ενέργειας σε ετήσια βάση. Αυτό λοιπόν που διαπιστώνεται είναι, ότι η κατανάλωση είναι πολύ μικρότερη της παραγωγής ( σ.σ. 12,5 GW ισχύς και 8,5 GW κατανάλωση).

Στόχος η αύξηση της κατανάλωσης πράσινης ενέργειας

Κι’ αυτή η σχέση, για να αλλάξει, θα πρέπει οπωσδήποτε να αυξηθεί η κατανάλωση, κάτι που δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την αποθήκευση. Θα πρέπει να προχωρήσει η υλοποίηση των διασυνδέσεων με νησιά, όπως επίσης να κάνει η Ελλάδα εξαγωγή ενέργειας μέσω διεθνών διασυνδέσεων ( κάτι που επίσης επιδιώκεται με χώρες όπως η Γερμανία, η Σαουδική Αραβία, αλλά και με τη δεύτερη διασύνδεση Ελλάδας- Ιταλίας). Πέραν αυτών, είναι οι μεγάλοι στόχοι της ηλεκτροκίνησης αλλά και της θέρμανσης των κτιρίων με ηλεκτρικό ρεύμα (αντλίες θερμότητας), στόχοι που δεν θα υλοποιηθούν εύκολα στην εσωτερική αγορά, παρά τα κίνητρα που δίνονται.

Ως έχει η κατάσταση, παραγωγοί και καταναλωτές, θα συνεχίσουν να έχουν απώλειες, λόγω των περικοπών στην έγχυση φθηνότερης πράσινης ενέργειας στο σύστημα.

Σύμφωνα με τις αναγωγές που έχουν γίνει, το 2030, η παραγωγή από τα φωτοβολταϊκά πάρκα θα φτάνει στα 10 GW τις μεσημεριανές ώρες. Ακόμη και εάν έως τότε, έχουν προχωρήσει έργα αποθήκευσης ενέργειας 5 GW , αλλά και ορισμένες διεθνείς διασυνδέσεις, οι ετήσιες περικοπές στην παραγόμενη ηλιακή ενέργεια, θα φθάνουν το 15%.

Συνεπώς, το πρόβλημα δεν αντιμετωπίζεται μόνο με τα μεγάλα έργα που προωθούνται μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης. Πρέπει να αφεθούν ελεύθεροι, οι επενδυτές, μεσαίοι, μικροί και αυτοπαραγωγοί, να προχωρήσουν σε επενδύσεις σε έργα αποθήκευσης, τα οποία μάλιστα εκτιμάται ότι θα αποσβένονται σε τρία – τέσσερα χρόνια.

Οι ΑΠΕ, για την Ελλάδα, που πολύ πρόσφατα έζησε και τις αρνητικές επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης ( σ.σ. Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία), είναι κυριολεκτικώς δώρο Θεού, ένα «πράσινο» δώρο, που έχει μόνο οφέλη για την οικονομία, τους καταναλωτές ( ιδιώτες και επιχειρήσεις), το περιβάλλον και, την θέση της χώρας στο διεθνές γεωστρατηγικό γίγνεσθαι.

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία